Τα θρανία στα σχολεία σπανίως ήταν καθαρά. “ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ-ΘΥΡΑ 13”, “The Doors”, σειρές ολόκληρες από στίχους αγαπημένων τραγουδιών, επικοινωνία με τους αντίστοιχους μαθητές του ίδιου θρανίου από το απογευματινό ή το πρωινό(αναλόγως) και πάρα πολλά άλλα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ λιγότερο γραμμένα τα θρανία. Και δεν είναι πως οι μαθητές προσέχουν, όχι. Από βαρεμάρα περισσότερο, για όλο το σχολικό πλαίσιο. Και πάλι βέβαια υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες και ευφάνταστες εξαιρέσεις.
Μετά την καραντίνα η επαναλειτουργία των σχολείων έγινε με ειδικούς όρους, τα παιδιά έρχονταν μέρα παρά μέρα, μισά μισά. Τελειώνοντας η πρώτη ώρα περνώ από το θρανίο και κάνοντας ένα καλαμπούρι με το παιδί που κάθεται εκεί(15 χρόνων) πέφτει το μάτι μου στο θρανίο του και μένω κάγκελο! Γραμμένα πάνω από 30 ονόματα δημιουργών του ρεμπέτικου!
Όχι μόνο Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου κλπ. Μέχρι και Τέτο Δημητριάδη, μέχρι και Πέτρο Κυριακό κ.ά. !
“Εσύ τα έγραψες;”, τον ρώτησα. “Ναι, τους ξέρετε;”, μου απαντάει.
“Τους ξέρω”, ανταπαντώ, “αλλά, εσύ πως και τους ξέρεις όλους αυτούς;”
“Ξέρετε, με την καραντίνα που ήμουν πολλές ώρες σπίτι, ξεκίνησα να ασχολούμαι με το ρεμπέτικο τραγούδι. Βρήκα ένα κανάλι στο youtube που έχει πάρα πολλά ρεμπέτικα τραγούδια και ξεκίνησα να ακούω.”
“Ωραία”, λέω, “αλλά από ό,τι βλέπω άκουσες πάρα πολλά και έμαθες κιόλας”.
“Επειδή δεν μπορούσα να ακούω όλη μέρα, κατέληξα να ακούω περίπου 20 τραγούδια την ημέρα. Το κανάλι τα έχει ομαδοποιημένα κιόλας, ανά δημιουργό, κι έτσι τα έχω πάρει με τη σειρά”. “Και που βρίσκεσαι τώρα;”, ρωτάω εγώ. “Τώρα ακούω τα τραγούδια του Γιώργου του Καμβύση”, μου λέει. Κάνουμε μία σύντομη κουβεντούλα περί του σατυρικού ύφους, χωρίς επεκτάσεις οποιουδήποτε είδους όμως, μιας και δεν ήθελα να έχω καμιά επέμβαση. Όλο το μήνα που πέρασε στο σχολείο, κάθε τόσο ρωτούσα “Που βρισκόμαστε;” και η πρόοδος των ακροάσεων αυτών ήταν συνεχής. Το μόνο που του είπα του ίδιου είναι, όταν τελειώσει τις ηχογραφήσεις του καναλιού, να μου πει για να ανανεώσουμε το υλικό, αν το θέλει.
“Τεχνηέντως” κατέληξε στα χέρια του παιδιού ένας τζουράς ενός φίλου, παίκτη και δασκάλου.
Ξεκίνησαν τα μαθήματα την προηγούμενη εβδομάδα…
Πάρα πολύ ενδιαφέρον, το ξεκίνημα αυτού του θέματος. Προσωπικά, το παίρνω για ευκαιρία να θέσω ένα ερώτημα, στο οποίο θα ήθελα να βρώ την ακριβέστερη δυνατή απάντηση: Πόσα νέα παιδιά, μαθητές / -τριες γυμνασίων και λυκείων, ενδιαφέρονται για το ρεμπέτικο; Για ποιάς τάξεως ποσοστό (επί συνόλου) μιλάμε;
μπράβο, και για το ενδιαφέρον, και για την αποφυγή επέμβασης, και για τον τζουρά στο τέλος! επίσης φαίνεται ότι προϋπήρχε μια σχέση εμπιστοσύνης, που είναι πολύ σημαντικό. τέτοιους δασκάλους θέλουμε!
Προσωπικά, έχω συναντήσει μία μόνο περίπτωση μέσα σε 15 χρόνια (μαθήτρια Γυμνασίου που ήξερε από Τούντα!), κι αυτή ήταν εξαίρεση και στα άλλα της, ένα παιδί που με σημαντικές προσωπικές θυσίες ερχόταν στο Καλλιτεχνικό από αγάπη για το θέατρο.
Αλλά βέβαια δεν το ‘χω ψάξει και ιδιαίτερα. Δεν είναι από τα θέματα που θα τύχει συχνά να φέρω στην κουβέντα με τους μαθητές. Δεν ξέρω ποιοι μπορεί να ξέρουν πολλά αλλά δεν έτυχε να το αποκαλύψουν ή να φανταστούν ότι θα μ’ ενδέφερε να το μάθω.
Α, ψέματα. Δύο φορές. Κι ο άλλος πάλι ήταν, στο σύνολό του, περίπτωση από τις σπάνιες. Αυτός μάθαινε και τρίχορδο.
@giwrgos_p Ωραία ιστορία, και ωραία αφηγημένη!
Κι εγώ κάτι πολύ κοντινό σ’ αυτό εικάζω, χωρίς κανένα «στατιστικό» στοιχείο του τύπου «Πόσα ρεμπετάδικα λειτουργούν σήμερα και πόσα ροκάδικα κλπ. κλπ.» Την ερώτηση την έβαλα γιατί πολύ πρόσφατα είδα ένα βιντεάκι μιάς κοπέλας που ασχολήθηκε πέρσι το καλοκαίρι με «ρεμπέτικο και νεολαία» και που αν το δει ένας Ευρωπαίος μη γνώστης της ελληνικής κοινωνίας, ίσως σχηματίσει την εντύπωση ότι η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής νεολαίας σήμερα δεν έχει άλλο στο μυαλό της πάρεξ Μάρκο, Τσιτσάνη και Τούντα, κάτι που βεβαίως παρασάγγας απέχει απ’ την πραγματικότητα.
Μήγαρις έχει;
…
το βιντεάκι αυτό μιλούσε για φοιτητικές ηλικίες, μέχρι 25. εκεί νομίζω υπάρχει μεγάλο ρεύμα, που από τόση ποσότητα θα μένει στο τέλος και κάποια ποιότητα. δεν παραπονιέμαι, είμαι αισιόδοξος για το μέλλον του ρεμπέτικου!
Καλησπέρα σε όλους, αν θέλετε και τη γνώμη από μια πιο κοντινή ηλικία, ειμαι 18 και έχω να πω ότι σήμερα υπάρχουν γύρω στο 1 με 2 παιδιά σε κάθε τάξη σχολείου που να ασχολούνται-γνωρίζουν- αγαπούν τα ρεμπέτικα ή και τα παραδοσιακά (μιλώντας για το δημόσιο κλασικό Λύκειο, όχι μουσικά ,καλλιτεχνικά κτλ. Δεν είναι μεγάλος ο αριθμός άλλα υπάρχει μια τάση επιστροφής σε πιο παλιά είδη μουσικής και θεωρώ πως αυτός ο αριθμός αυξάνεται.
Στο τέλος της χρονιάς, στο τελευταίο μάθημα με μία τάξη, κάναμε μια χαλαρή κουβέντα με τα παιδιά και στην κουβέντα πάνω βγήκε ότι ένας μαθητής παίζει ούτι. Οι υπόλοιποι δεν είχαν ακούσει ούτε το όνομα του οργάνου.
Και εμείς στο λύκειό μας είχαμε φτιάξει ένα όμορφο παρεάκι και τις περισσότερες εκδηλώσεις μας τις πλαισιώναμε με παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά.
Ο καταλυτικός παράγοντας βέβαια ήταν αυτός:
Είχαμε και ένα γκρουπάκι τότε τους Ρεμπέτ Τσογλάν… Αν και ένιωθα λίγο ότι είμασταν η εξαίρεση τότε…
Εγώ πάντως, καθόλου δεν χολοσκάω που είναι μειοψηφία στη νεολαία οι φαν του ρεμπέτικου. Όταν ήμουν εγώ σ’ αυτή την ηλικία και έπαιζα, συνήθως μόνος μου γιατί δεν υπήρχε άλλος πουθενά, πολλοί με ρώταγαν τί τραγούδια είναι αυτά. Λίγο αργότερα, που με ένα φίλο μου παίζαμε οι δυό μας, χωρίς κιθάρα γιατί δεν βρίσκαμε τρίτον, είχαμε ονομάσει τους εαυτούς μας «τυμβωρύχους». Μετά, ήρθε η «αναβίωση» και περίπου εξαφανίστηκα απ’ την πιάτσα, μη μπορώντας να αντέξω τόση πολλή ευτυχία…. Χίλιες φορές προτιμούσα την προτέρα κατάσταση, κι ας μας ρώταγαν αν αυτά που παίζουμε είναι «παλαιά δημοτικά»!!!
Σίγουρα το ρεμπέτικο/παραδοσιακό δεν πάει να γίνει μουσική υπερδύναμη αλλά υπάρχει μία αποδοχή…μεγαλύτερη απο εκείνη που υπήρχε πριν κάποια χρόνια.
Πιστεύω οτι σε αυτό συμβάλλουν τα τμήματα σπουδών που διδάσκουν τη μουσική αυτή, βγάζουν συνεχώς φουρνιές νέων μουσικών…οπότε όσο μπαίνουν νέα πρόσωπα ο κύκλος διευρύνεται, συν τοις άλλοι η μουσική αναπαράγεται και εξελίσσεται. Είναι αλλιώς να βλέπεις συνέχεια “μπαρμπάδες” να παίζουν κι αλλιώς νέα παιδιά…οι νεότεροι εμπνέουν συνομήλικους τους και νεότερούς να ασχοληθούν, κατά κάποιον τρόπο μιλούν στη γλώσσα της εποχής τους. Σημαντικότατες λοιπόν οι κομπανίες νέων ανθρώπων(ακαδημαικών και μη) που το αγαπούν το ερευνούν και το κουβαλάνε με όλη τους τη δύναμη.
Απο την άλλη τηλεόραση και ραδιόφωνο έχουν ακόμη πολύ ωραίες εκπομπές σε τακτική βάση και…με ένα κλικ στον υπολόγιστή βρίσκεις τα πάντα.
Αφήνω τελευταίες τις διασκευές που γίνονται εδώ και κάποια χρόνια σε ρεμπέτικα και παραδοσιακά. Μπορεί να θεωρώ τις περισσότερες κακόγουστες μα γίνονται χιτάκια. Μεταφέρουν την πληροφορία έστω και αλλαγμένη.
Δεν είναι λίγο το ευρύ κοινό να μαθαίνει άλλα δυό-τρία ξεχασμένα τραγούδια ή το ηχόχρωμα μιάς άλλης εποχής…κάποιοι πάιρνουν το ερέθισμα να ψαχτούν λίγο παραπάνω.
Εδώ απο όταν επέστρεψα στην Κέρκυρα πρώτη φορά βλέπω τόσους ντόπιους να ασχολούνται με αυτή τη μουσική…και όλο μπαίνουν νέες φάτσες. Συνήθως ήμασταν οι κλασικοί και όσοι φοιτητές τύχαιναν…Για καλή μας τύχη πέρασαν και περνούν δυνατοί παίκτες.
Το θέμα έχει και γεωγραφικό και ταξικό χαρακτήρα. Άλλη είναι η σχέση των νέων με τα ρεμπέτικα στα αστικά κέντρα και άλλη στην επαρχία. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές στην σύνθεση του κοινού ακόμη και ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Σαφώς στις πόλεις της επαρχίας που υπάρχουν μουσικά πανεπιστήμια η κατάσταση δεν είναι ίδια. Η παρουσία φοιτητών έχει αλλάξει τα μουσικά γούστα προσθέτοντας κι άλλα όχι αλλάζοντας αυτά που ήδη υπήρχαν. Ως προς τον ταξικό διαχωρισμό για την Αθήνα δεν έχω άποψη γιατί δεν ζω εκεί και βλέπω την σύνθεση του κοινού μόνο στους χώρους που παίζω. Στην θεσσαλονίκη όμως, όσο περπατάς την πόλη από τα δυτικά προς τα ανατολικά τόσο πιο μεγάλες διαφορές βλέπεις. Το μορφωτικό και το οικονομικό επίπεδο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το είδος μουσικής που ακούν οι νέοι. Και δυστυχώς αυτές οι διαφορές εντοπίζονται και στα εκλογικά αποτελέσματα. Έχουν αλλάξει οι αντιστοιχίες. Έχω δει πολλούς ανθρώπους που ζορίζονται οικονομικά και εργασιακά να στρέφονται προς την ακροδεξιά αλλά έχω πολλά χρόνια να δω φασίστα να ακούει ρεμπέτικα για παράδειγμα.
Να κάνουμε ένα άνοιγμα και προς τα κει!
Αρπάζοντας την ευκαιρία για τη Θεσσαλονίκη και το κοινό που ακούει ρεμπέτικα. Θα συμφωνήσω ότι δεν διακρίνω κάποια ταξική διαφοροποίηση, αλλά κάποια πολιτική, κοινωνική και μορφωτική διαφοροποίηση είναι η αλήθεια ότι υπάρχει. Το κακό είναι ότι έχει χαθεί ένα στοιχείο ταξικό που υπήρχε παλιότερα. Σαν πιτσιρικάς και έφηβος τα καλοκαίρια πήγαινα με τον πατέρα μου και δούλευα σε βιοτεχνίες υποδημάτων εκεί θα έβλεπα κυρίως μεγάλης ηλικίας κόσμο, που κάποιοι από αυτούς άκουγαν ρεμπέτικα. Υπήρχε η ταξική διάσταση. Σε ανθρώπους από την ηλικία μου και κάτω εκτιμώ ότι δεν υπάρχει αυτό. Ο νέος στην οικοδομή ή που δουλεύει σερβιτόρος ή ντελιβεράς στην πλειοψηφία θα ακούσει μετά χιτάκια σκυλοπόπ. Στη δυτική Θεσσαλονίκη πχ που είναι τα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα κυριαρχούν αυτά που εγώ αποκαλώ “καγκουρομάγαζα”. Φοιτητές (σίγουρα όχι ΔΑΠίτες βέβαια) που κινούνται στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας με μόρφωση (όχι απλά πτυχία), που αγαπάνε γενικά την τέχνη και τον πολιτισμό. Δημιουργικοί άνθρωποι λαϊκοί στην συμπεριφορά τους όχι όμως κατ’ ανάγκη προλετάριοι είναι αυτοί που θα ψάξουν τα ρεμπέτικα ακούσματα. Αυτό που έχω προσέξει και γι’ αυτό έβαλα το δημιουργικοί, είναι ότι τουλάχιστον στον περίγυρό μου, οι περισσότεροι από όσυος ακούνε ρεμπέτικα δεν μένουν απλά στο ακούω μουσική, άλλος ψάχνει και διαβάζει για την ιστορία του ρεμπέτικου, το πως η ανάπτυξη του συνδέεται με την προσφυγιά κλπ, άλλος προσπαθεί να μάθει κάποιο όργανο, άλλος να γράψει στίχους. Είναι δηλαδή κάτι παραπάνω από το μου αρέσει ο ήχος ή με ιντριγκάρουν οι στίχοι.
Η αίσθηση του να παίζεις ρεμπέτικα χωρίς μικρόφωνα σε κουτούκι ή καφενείο στον Πειραιά και περίχωρα, δεν συγκρίνεται με τίποτα. Νοιωθεις ότι όλο αυτό δεν σταμάτησε ποτέ να ζει εκεί.
Όπως έχει πει το 18 και ο Θανάσης σε συναυλία στην πλατεία Νερού: “Τότε που έγραφα τα τραγούδια μου στη γκαρσονιέρα ποτέ δεν περίμενα ότι θα έρχεται τόσος ωραίος κόσμος να με δει και ταυτόχρονα να έχω πάνω από το κεφάλι μου τόνους από σίδερα”.
Δηλαδή, Περαστικέ, αν κατάλαβα καλά λες ότι δεν ακούν ρεμπέτικα τόσο αυτοί που θα περιμέναμε ίσως ότι το ρεμπέτικο εκφράζει πιο άμεσα τη ζωή τους, όσο οι πιο «ψαγμένοι»;
Δεν μου αρέσει η λέξη ψαγμένοι, γιατί πολλές φορές μέσα στους ψαγμένους βρίσκω και πολλούς δήθεν, αλλά διαπιστώνω ότι μπορεί να μην υπάρχει το υπόβαθρο το ταξικό που υπήρχε παλιότερα, ότι δηλαδή άκουγαν άνθρωποι που άνηκαν σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, αλλά υπάρχει ένα άλλο θα έλεγα πολιτισμικό υπόβαθρο και υπόβαθρο αντίληψης της μουσικής και του ρόλου της, πέρα από το αισθητικό του πράγματος. Στην παρέα μου τουλάχιστον τα ρεμπέτικα πάντα είναι αφορμή για να ανοίξουμε συζητήσεις που ξεκινάν από το Βυζάντιο και καταλήγουν στο σήμερα, συζητήσεις, κοινωνικού περιεχομένου, φιλοσοφικού κλπ. Είναι μέρος δηλαδή το άκουσμα της ρεμπέτικης μουσικής ευρύτερου προβληματισμού αυτό βλέπω. Ε τώρα σε κάποιες φοιτητοπαρέες μπορεί να συνδυάζεται και με κανένα τσιγαρηλίκι και μετά η κουβέντα να χάνεται στην θολή ατμόσφαιρα των ντουμανιών (ως μη καπνιστής θυμάμαι πάντα το πρώτο πράγμα που ένιωθα όταν πήγαινα να ακούσω κανένα ρεμπέτικο είναι τη μυρωδιά από τα ντουμάνια στον χώρο να με πνίγουν).
Ούτε εμένα, αλλά επειδή δεν έβρισκα πιο κατάλληλη την έβαλα σε εισαγωγικά.
Διαπιστώνω ότι μιλάμε για πράγματα πολύ δύσκολα να τα περιγράψεις, αλλά νομίζω ότι κατάλαβα τι λες - το ίδιο που προσπάθησα να πω κι εγώ. Και το σχόλιό μου είναι ότι κι εγώ έχω διαπιστώσει το ίδιο ως προς το κοινό των ρεμπέτικων. Κι αν όχι των ρεμπετομάγαζων -όπου πάει κανείς κι από μόδα, και για την παρέα, κλπ.- πάντως γι’ αυτούς που ακούν κάπως συστηματικά στο σπίτι τους, και ξέρουν συνθέτες και τραγουδιστές κλπ., έχω διαπιστώσει ότι είναι συχνά τέτοια φάση που περιγράφεις Περαστικέ.
Αλλά βέβαια υπάρχουν κι άλλες χίλιες δυο περιπτώσεις…
Όσο για την μπαφοποσία, ιδίως σε μεγαλύτερες ηλικίες, καθόλου δεν αποκλείει το υπόβαθρο και τις σοβαρές συζητήσεις.