Από το μεσαίο παρατηρώ ότι το 1882 το γιογκάρι ήταν (έστω ως όνομα οργάνου, αν μη τι άλλο) εξίσου γνωστό με την γκρανκάσα και την άρπα.
Παρατηρώ επίσης τη φράση «των στραβών τη λύρα»: θυμίζει βέβαια τη γνωστή ιστορία του Κολοκοτρώνη, ότι οι στραβοί με τις λύρες ήταν οι εφημερίδες της εποχής. Όμως εδώ δεν υπάρχει κανένα συμφραζόμενο, και ο συντάκτης φαίνεται να θεωρεί δεδομένο ότι οι αναγνώστες θα καταλάβουν αυτό που έχει στον νου του (κάποιον αστείο υπαινιγμό που δεν τον πιάνω). Φαίνεται λοιπόν ότι η φράση «λύρα των στραβών / στραβοί με τις λύρες» θα ήταν καθιερωμένη, και άρα ίσως να υπήρχε και στην πράξη ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ των τυφλών πλανόδιων μουσικών και της λύρας.
Και κάτι εκτός μουσικής: οι περισσότεροι προσδιορίζονται με βάση την επαγγελματική τους ιδιότητα, και ένας, ο Παν. Μπούκης, είναι παυσανίας. Κάπου το 'χω ξαναδεί αυτό. Άνεργος από απόλυση; Δημόσιος υπάλληλος που παύθηκε λόγω αλλαγής κυβέρνησης;
Αν, και η τελευταία περιγραφή «Κανταδόρου» ακολουθεί το ύφος των υπολοίπων 15, κάτι που το υποθέτω, μάλλον δεν θα πρέπει να σταθούμε και πολύ στα των λυρών και των στραβών που τις χειρίζονται: ο συντάκτης του κειμένου, απλά είχε ανάγκη ενός ακόμα μουσικού οργάνου να συμπληρώσει νταούλια, ζουρνάδες, μπουζούκια, γκάϊδες κ. ά. Βρήκε «του στραβού τη λύρα». Ποιες διαφορές τυχόν υπάρχουν μεταξύ σκέτης λύρας και λύρας στραβών, δεν νομίζω να τον πολυαπασχόλησε…
Ναι, ο άδηλος (σ’ εμένα) αστείος υπαινιγμός διέπει όλο το κείμενο, όχι ειδικά το σημείο με τον δήθεν λυράρη. Φαίνεται να πρόκειται για αληθινά πρόσωπα, γνωστά στη μικρή τότε αθηναϊκή κοινωνία, που δεν πιστεύω να ήταν όντως μουσικοί, κάτι άλλο ήταν…