Ο Ζαχ. Παπαντωνίου για το Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο (1917) !

Ιδού οι απίθανες απόψεις και προτάσεις
του “πολλού” κ. Ζαχ. Παπαντωνίου
για το Ρεμπέτικο και το Σμυρνέικο τραγούδι
εν έτει 1917 !
http://sol-gr.blogspot.gr/2014/10/1917.html

Στο «Ελληνικό Τραγούδι 1821-1950» ο Λιάβας* αναδημοσιεύει τα κυριότερα κείμενα από την περίφημη διαμάχη για τον αμανέ, και νομίζω ότι εκεί το είχα ξαναδεί κι αυτό.

Δε μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Από τη στιγμή που ξέρουμε ότι υπήρξε η διαμάχη και ότι υπήρχαν πολέμιοι του αμανέ, τι άλλο περιμέναμε ότι θα έλεγαν;
α) ότι δεν είναι ωραίος (λογικό για όποιον δεν έχει την απαιτούμενη ειδική παιδεία για να τον εκτιμήσει. Και η ιαπωνική μουσική, που ακούει με πάθος ένας φίλος μου, ήταν απαίσια στους πρώτους 10 ή 20 δίσκους που μ’ έβαλε ν’ ακούσω - σταδιακά άρχισε να φτιάχνει κάπως…)
β) ότι είναι τούρκικος (επίσης λογικό, δεδομένου ότι αντικειμενικά είναι ελληνοτουρκικός, κοινή περίπου παράδοση των δύο λαών αντίθετα από άλλα ελληνικά είδη που είναι σαφώς μη τούρκικα).
Τώρα, δε νομίζω να απαιτεί κανείς από συγγραφείς του 1917 να μιλάνε για ελληνοτουρκική φιλία.

Δεν πρόκειται για ένα κείμενο που να επηρεάσει τη γενικότερη άπψή μου για τον Παπαντωνίου.


(Κατά τη γνώμη μου ο λόγος που ο Λιάβας έκανε αυτή τη δουλειά είναι επειδή ο καθ’ ύλην αρμόδιος, Τζόναθαν Σουΐφτ, δεν μπορούσε να την κάνει. Ο Σουΐφτ, σ’ ένα από τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, περιγράφει τον αιματηρό εμφύλιο που ξέσπασε σε μια χώρα σχετικά με το ζήτημα της σωστής μεριάς για να σπάμε το βραστό αβγό.)

1 «Μου αρέσει»

Στο “Ελληνικό Τραγούδι” του Λιάβα, πράγματι δημοσιεύεται ολόκληρο το άρθρο του Παπαντωνίου. Τμήματά του σταχυολογεί και ο Βλησίδης, και στα τρία βιβλία του “Για μια βιβλιογραφία του ρεμπέτικου”, Όψεις του ρεμπέτικου” και “Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο”. Από τον Παπαντωνίου έχουμε και άλλες (δημοσιογραφικές) παρεμβάσεις, η γνωστότερη απ’ τις οποίες είναι το άρθρο “Ο αμανές εν διωγμώ”, στο “Ελεύθερον Βήμα” της 3 / 7 / 38. Ολόκληρο το κείμενο στο Κώστας Βλησίδης (επιμ.), Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο, 2006, αλλά και στο βιβλίο του Λιάβα. Η ακροτελεύτια φράση του: “… Ο διωγμός του αμανέ είνε μόνον μία λεπτομέρεια. Ο πόλεμος πρέπει να είνε γενικότερος: Κατά του δίσκου!”. Κοντολογής: Τίποτα δεν του ΄κανε…

Ο νεκρός δε δικαίωται.

Κοίτα μυστήρια φάση, όμως.
12 χρόνια πριν, το 1905 γράφει στην εφημερίδα Σκριπ ένα άρθρο με τίτλο «Καφέ αμάν». Εδώ ο Ζαχαρίας κάθε άλλο είναι εκείνος ο Ζαχαρίας που θα γίνει από το 1917 και μετά…

Και το καφέ αμάν φαίνεται να γουστάρει, και το ανατολίτικο τραγούδι να υπερασπίζεται: «Διότι το καφέ αμάν έχει ένα λόγο που υπάρχει. Η Αθήνα δεν είναι ιδανική αερόκτιστος πόλις φωτός, αλλά κατοικείται από Έλληνας, Αθηναίους επαρχιώτας υποδούλους. Πρέπει να ζήση ως πόλις και εφʼ όσον πρέπει να ζήση, υπηρετούσα όλα τα γούστα, το καφέ αμάν καλά βρίσκεται εκεί που είναι».

Όσο για το ανατολίτικο τραγούδι «εχύθη κάπως και αυτό μέσα μας, αφήσαν εις την ελληνικήν ζωήν όχι τους αγρίους ρυθμούς και τους παλμούς του λάρυγγος, αλλά το ευγενές του πάθος, την παρθένον του φυσικότητα και τον πικροχαροπόν του εορταστικόν τόνον, δηλαδή το καταστάλαγμά του». Αυτοί οι ήχοι της Ανατολής «οι αχρονολόγητοι και οι ανεξερεύνητοι από σαντούρι σε σαντούρι και από χείλη εις χείλη φωνάζουν δυνατά τον έρωτα και την θλίψιν και ο σπαθοφόρος κατακτητής που εσάρωσε κόσμον, τραγουδεί ως ταπεινός άνθρωπος νικημένος από τον κυρίαρχον Πόνον»

Τι μεσολάβησε άραγε στα 12 αυτά χρόνια και τον έκανε τόσο πολέμιο;

Άβυσσος, η ψυχή του ανθρώπου… Μία μόνο λογική αιτιολόγηση μου ΄ρχεται στο νού: διαβάζοντας τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Παρασάναταλος, διαπιστώνω (από την πρώτη παράγραφο) ότι συνδέει το καφέ αμάν με την ανάγκη διασκέδασης των άξεστων, καθότι τουρκαναθρεμένων (ο όρος δικός μου, αλλά βασίζεται στο “υποδούλους”) επαρχιωτών. Καλά είναι, εκεί που είναι, τα καφέ αμάν, αφού εγώ δεν πρόκειται φυσικά να πατήσω ποτέ το πόδι μου στη γειτονιά τους.

Η δεύτερη παράγραφος μπερδεύει κάπως τα πράγματα, αφού εδώ η θετική αξιολόγηση του αμανέ είναι σαφέστατη, αν και εξ ίσου σαφέστατο είναι ότι ο άνθρωπος δεν έχει ιδέα από ανατολική μουσική. Πιθανότατα να μην είχε, το 1905, καθόλου ακούσει αμανέ.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι 12 χρόνια μετά, έχει πλέον ακούσει αμανέ και τα περί ευγενούς πάθους, παρθένου φυσικότητος και άλλα πικροχαρωπά, απλά έχουν πάει περίπατο.

Αλήθεια, που σταχυολόγησες Παρασάναταλε το άρθρο; στον Χατζηπανταζή πάντως δεν είναι.

Είναι όντως από την εφημερίδα “Σκριπ” , με ημερομηνία 12/2/1905.
Δεν το έχει συμπεριλάβει ο Βλησίδης, ίσως γιατί ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, αρχισυντάκτης (για μια 10ετία, νομίζω στην εφημερίδα αυτή) υπέγραφε τα άρθρα του, με τα αρχικά του ονόματός του, Ζ. Π. και όχι με ολόκληρο το όνομά του.

Προέρχεται όμως και αυτό που αναφέρει ο Παρασάνταλος από την πένα του Παπαντωνίου.

Και αποτελούν άλλη μια απόδειξη ότι οι απόψεις ενός ανθρώπου επηρεάζονται από τις συγκυρίες, τις πολιτικές, κυρίως που επικρατούν και που επηρεάζουν την κρίση του.

Εδώ, ολόκληρο το άρθρο αυτό.

Μπράβο Ελένη. Πάντως, τώρα που διάβασα ολόκληρο το άρθρο, δεν γίνεται ο Ζ. Π. να έγραψε ολόκληρο ρεπορτάζ, και μάλιστα με υπέρτιτλο “Εντυπώσεις και σκέψεις” απευθείας απ’ το γραφείο του, χωρίς να απολαύσει προηγουμένως μια μπίρα στο μαγαζί του “Αστέρος” των Χαυτείων. Και μάλλον ωραία πέρασε, απολαμβάνοντάς την… Άβυσσος, τι άλλο να πεις;

Το άρθρο έχει συμπεριλάβει ο Βλησίδης, βλ. Για μια βιβλιογραφία του ρεμπέτικου (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2002): σελ. 190-191

Ε, μα βέβαια! Κάτι θυμόμουνα εγώ, αλλά πηγαίνοντας στο ευρετήριο βρήκα μόνο δύο καταχωρήσεις στο όνομα Ζαχ. Παπαντωνίου, όχι όμως αυτήν του Σκρίπ. Σαφώς πρόκειται για λάθος, γιατί οι καταχωρήσεις είναι πολύ περισσότερες.

Το λάθος νομίζω πως δεν είναι του βιβλίου…
Στο κυρίως σώμα του βιβλίου βρίσκουμε αλφαβητικά όποιον χριστιανό έγραψε κάτι για το ρεμπέτικο. Στο Ευρετήριο βρίσκουμε τι έχει γραφτεί ΓΙΑ τον αμανέ πχ, για τον Κουνάδη π.χ., για τον Παπαντωνίου κλπ. Αλλιώς θα αναδιπλασιαζόταν χωρίς λόγο το κυρίως σώμα του βιβλίου μέσω του Ευρετηρίου. ʽΕτσι το καταλαβαίνω εγώ…

Σε ό,τι αφορά τον Χατζηπανταζή, μια και αναφέρθηκε η πολύ βασική αυτή δουλειά, θα ήθελα να επισημάνω δύο πράγματα, διότι μένει ο αναγνώστης με την εντύπωση ότι πρόκειται για ευρήματα του Χατζηπανταζή:

  1. Η πρώτη αναφορά στο άρθρο της «Αλήθειας» για την πρώτη εμφάνιση Καφέ-σαντούρ στις 3/7/1873, έχει ήδη γίνει από τον μουσουργό Ιωσήφ Γκρέκα το 1946 σε άρθρο του στο περιοδικό Εδώ Αθήναι («Στην παληά Αθήνα –Ωδικά καφενεία», τχ. 11, Δεκέμβριος 1946, σελ. 7)

  2. Η πρώτη αναφορά στη δεύτερη εμφάνιση καφέ-σαντούρ στις 17/6/1874, έχει ήδη γίνει το 1963 από τον Ε. Στασινόπουλο, στο πολύ γνωστό βιβλίο του Η Αθήνα του περασμένου αιώνα (1830-1900), σελ. 117-118.