Όχι πως μαθαίνουμε κάτι άγνωστο (τουλάχιστον από τα κομμάτια που αντέγραψε ο Φώτης στο μήνυμά του), αλλά, πέρα από καλογραμμένη και συγκινητική, είναι και ίδιαίτερα σημαντική η μαρτυρία ενός ανθρώπου που μπήκε στις φυλακές για να κάνει αυτό που σήμερα ονομάζεται επιτόπια έρευνα πάνω στην πρωτογενή μορφή της μουσικής που, δευτερογενώς, έπαιζε κι ο ίδιος.
Εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν το έχει ξανακάνει κανείς ποτέ αυτό. Ο Φαλτάιτς έκανε επιτόπια έρευνα, αλλά ούτε έγραφε ούτε έπαιζε τραγούδια. Ο Λαπαθιώτης είχε προσωπικές σχέσεις με τον κόσμο που γεννούσε το ρεμπέτικο, και έγραψε ρεμπέτικης εμπνεύσεως στίχους, αλλά όχι με μουσική. Αργότερα, ο Πετρόπουλος έκανε φυλακή ο ίδιος και κατέγραψε όλα αυτά που ξέρουμε, όπως ξέρουμε, αλλά πάλι ως καταγραφέας και μόνο.
Από όλους εκείνους που δημιούργησαν οι ίδιοι ολοκληρωμένα έργα (λόγια + μουσική + ερμηνεία) ρεμπέτικης εμπνεύσεως, δεν μπορώ να θυμηθώ κανέναν που να το είχε ψάξει με τέτοιο τρόπο όπως εδώ ο Μπέζος.
Μία ακόμη αναφορά στο μπουζούκι μας έρχεται από το 1931.
Όπως μας πληροφορεί ο Κωστής Νικολάου, με πλούσια καριέρα στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου και με συμμετοχή σε ηχογραφήσεις δίσκων 78 στροφών στην Columbia, το Αμερικάνικο περιοδικό «Μουσικός Ταχυδρόμος» ασχολήθηκε με τα μουσικά πεπραγμένα της Ελλάδος, κάνοντας αναφορά μεταξύ άλλων και στο μπουζούκι. Μπορεί το άρθρο της Αμερικάνικης μουσικής επιθεώρησης να μεταφέρει λανθασμένα τα ονόματα των μουσικών και τους τίτλους των τραγουδιών, αλλά και άλλες πληροφορίες περί της Ελληνικής μουσικής, έχει την αξία του καθώς περιλαμβάνει και το μπουζούκι στα εγχώρια όργανα.
Αναφορά γίνεται και στα δημοτικά μας τραγούδια και χορούς.
Το κείμενο με την αναδημοσίευση του άρθρου της μουσικής επιθεώρησης της Νέας Υόρκης, κυκλοφόρησε στον «Ελεύθερο Άνθρωπο» την 1/1/1931.
Η αναφορά στο μπουζούκι είναι στο δεύτερο αρχείο. Τα αρχεία διαβάζονται, με δεξί κλικ και άνοιγμα νέας καρτέλας.
Μόνο που εδώ το ακούμε ολόκληρο, όχι δείγμα όπως στην πρώτη φορά που αναφέρθηκε.
Βλέπω δε κάποια λάθη στα στοιχεία του σάιτ Gallica: Τίτλος, λέει, «Fais-moi souffrir (mots turcs en characteres grecs)», δηλαδή «Κάνε με να υποφέρω (τούρκικα λόγια με ελληνικά γράμματα)». Μα τα λόγια δεν είναι στα τούρκικα! Και παρακάτω λέει «On a dressé des tentes vertes… [les vertes tentes sont montées…», δηλαδή «έστησαν τις πράσινες σκηνές». Αυτό μοιάζει να είναι μετάφραση του τίτλου του άλλου κομματιού (τελευταίο στο παραπάνω παράθεμα): Γεσίλ τσαντιρλάρ κουρουλντού. Τούρκικα δεν ξέρω, αλλά τσαντιρλάρ βέβαια είναι οι σκηνές, τα τσαντίρια!
Δεν είναι απίθανο. Ο δίσκος όπου κυκλοφόρησε στο εμπόριο η ηχογράφηση του Ντίλι-ντίλι είναι του 1995. Τα άλλα δύο βέβαια παραμένουν ανέκδοτα, υπάρχουν μόνο στα αρχεία του ΜΛΑ…
Tελικά ξέρουμε που πρωτοδημοσιευτηκε αυτή η φωτο. Ο Δημήτρης Σταθακοπουλος, δεν θυμαται καθολου που, μονο την ημερομηνια εχει που την κατεβασε τον Μαιο του 2020.Η φωτο βγηκε στο facebook μαλλον σε group φωτογραφιων.
Ε, ναι, αλλά πριν απ’ την εφημερίδα ήδη ξέρουμε για τον Καλαμαρά, το Συριανό μπουζουξή που όμως, στην ηχογράφηση, προτίμησε να το ονοματίσει στους υπαλλήλους που κατέγραφαν τα στοιχεία, με άλλο, κατά την άποψή του ίσως κοσμιότερο προσδιορισμό…
Στο σκίτσο, να υποθέσουμε ότι υπονοείται Έλληνας φαντάρος που δεν έχει ξαναδεί παιδιά να διασκεδάζουν με έλκυθρο στον πάγο;
Το κείμενο αυτής της φωτο δεν γίνεται να διαβαστεί, αν βάλουμε πάνω το ποντίκι, ως συνήθως, δεν δίνει την επιλογή για άνοιγμα. Αν κάνουμε δεξι κλικ/άνοιγμα σε νέα καρτέλα, με το ζουμ θολώνει και δεν διακρίνονται τα γράμματα.
Mάλιστα! Και λύνεται και η απορία μου, τί να ΄ναι ο τσαρουχοφόρος φουστανελάς: Ο μπαρμπα Γιώργος βεβαίως, που κάνει χάζι τις φροϋλάιν να κάνουν σλίτενφάρεν (Schlittenfahren = βόλτα με έλκυθρο).
Ο συντάκτης του χρονογραφήματος υπογράφει ως Peer Gynt! Λέτε να είναι ο Βασίλης Ρώτας;