Συχνότητα La χορδής

τελικά ποιά είναι η συχνότητα της Λα
440hz ή 442hz:082:

440hz…

Υπαρχει και μια αναλογη συζητηση παλιοτερα, ψαξε να δεις και εκει. Νομιζω 440 εχει επικρατησει ομως…

440 hz

Είναι το συνηθέστερο για όλες τις χορδές. Συν τοις άλλοις, όταν παίζουν αρκετά άτομα παρέα, είναι καλύτερο να είναι όλοι κουρδισμένοι με την ίδια συχνότητα, για να ακούγεται εύηχα το αποτέλεσμα. Οπότε επικρατεί το 440, που είναι και η προεπιλογή στα κουρδιστήρια

Οι Βρετανοί είναι οι χαμηλότεροι στα 440. Γερμανοί και Αμερικάνοι είναι περισσότερο προς 442. Δεν είναι καθόλου εύκολο όταν οι σολίστες πνευστοί της ορχήστρας κουρδίζουν ψηλότερα γιατί οι δεύτεροι που παίζουν σε χαμηλότερη έκταση γίνονται ρεζίλι αφού η χαμηλή έκταση, ειδικά στα ξύλινα είναι πολύ σταθερή, ο ερμηνευτής δεν μπορεί να την προσαρμόσει ανάλογα με τις διαθέσεις των ψηλότερων…Ναι, σίγουρα η τάση είναι να σπρώχνουμε το intonation προς τα πάνω, όλοι το κάνουμε λίγο πολύ, αλλα, τουλάχιστον στην δική μου ορχήστρα, όταν κάποιος το παρακάνει του το λέμε και το διορθώνει.

ακριβώς γι’ αυτό το λογο…ενω είχα κουρδίση το μπουζούκι μου πριν παω να παιξω με ένα φίλο…του φανηκε ξεκούρδιστο και επιασε και το εφτιαξε με το αυτι΄΄
και λέω ,…λες…να ειναι θέμα συχνότητας?ωραια λοιπόν.! ξαναγυρνάω 440
ευχαριστω σε ολους

Ανεξάρτητα από το 440 ή 442, ποτέ δεν θα κουρδίζεις πριν πας να παίξεις με τον φίλο σου, αλλά θα κουρδίζεις όταν θα είσαι με τον φίλο σου.
Εκτός από εσένα και το μπουζούκι, “πάει περίπατο” και το κούρδισμα.

σωστό κι’ αυτό φιλε ακρίτα…

Άκουγα αυτές τις μέρες μια εκπομπή του Τρίτου που δεν την είχα ξαναπετύχει. Είχε το τολμηρό και ιδιαίτερα εξειδικευμένο θέμα να συγκρίνει ηχογραφήσεις του ίδιου κλασικού έργου από διάφορους μαέστρους, εξηγώντας όλη την ώρα «και τώρα ας προσέξουμε αυτό το σημείο στο 54ο μέτρο του β’ μέρους» και αναλύοντας τη φιλοσοφία και την πρακτική της κάθε εκτέλεσης.

Μία λοιπόν από τις εκτελέσεις ήταν μεταξύ άλλων και σε άλλο κούρδισμα, εκείνο της εποχής του συνθέτη. Η φιλοσοφία της ήταν να προσεγγίσουν κατά το δυνατόν αυτό που ήθελε ο ίδιος ο συνθέτης να ακουστεί. Ο εμβριθέστατος παρουσιαστής εξήγησε πώς αλλάζουν μέσα στο χρόνο οι προτιμήσεις σε κουρδίσματα, και τόνισε ότι αυτό που μπορεί να μας φανεί φάλτσο δεν είναι φάλτσο, είναι το σωστό μιας άλλης εποχής, περίπου 1/4 του τόνου χαμηλότερα από σήμερα.

Φυσικά τίποτε δεν ακουγόταν φάλτσο. Ίσως μόνο για όσους έχουν απόλυτο αφτί. Θα μπορούσε να υπάρξει μια στιγμιαία ψευδαίσθηση φάλτσου αν άκουγες την ηχογράφηση ακριβώς μετά από μιαν άλλη που ήταν στο σύγχρονό μας κούρδισμα, αλλά σ’ εμένα προσωπικά ούτε αυτό συνέβη, καθώς μεσολαβούσαν πάντα έστω λίγα δευτερόλεπτα ομιλίας, και μετά, με την πρώτη νότα που ακουγόταν, το αφτί μου αυτόματα κούρδιζε πάνω στην ηχογράφηση και ξεχνούσε πού είχε κουρδιστεί προηγουμένως.

Οπότε, τελικά, η διαφορά ποια είναι; Μόνο ο απόλυτος (όχι σε σύγκριση με κάτι άλλο) χαρακτήρας του ηχοχρώματος που δίνει το κάθε κούρδισμα. Κι αυτό είναι κάτι το άκρως εξειδικευμένο: εντελώς αδιάφορο για την πλειοψηφία των ακροατών αλλά σημαντικό για μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων με εξαιρετικά καλλιεργημένο αφτί.

Επιστρέφοντας στις λαϊκές μουσικές:
Προσωπικά, στις μουσικές που ακούω, ακόμη και μια διαφορά ενός-ενάμιση τόνου μεταξύ εκτελέσεων δεν την πιάνω από μόνη της έτσι στον αέρα, χωρίς σύγκριση. Επομένως ανάμεσα στο Λα=440 και στο Λα=442 κανένα δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστον καλύτερο ή χειρότερο. Απλώς, αυτή τη στιγμή τα όργανα που βγαίνουν με συγκεκριμένο κούρδισμα από την κατασκευή τους έχουν κατά κανόνα σημείο αναφοράς το Λα=440.

Το μόνο που έχει σημασία είναι να κουρδίζεις μαζί με τους συμπαίκτες σου. Ας είναι και ένα τόνο επάνω ή κάτω από το Λα=440, να μην είναι όμως ούτε τρίχα παραπέρα από το Λα του αλλουνού.

Παρατηρώ ωστόσο ότι η κλασική εικόνα «δώσε μου ένα Λα», στις παύσεις των ζωντανών προγραμμάτων, τείνει να χαθεί από τότε που τα αξιόπιστα κουρδιστήρια-μανταλάκια έγιναν προσιτά σε όλους. Πλέον δε μοιραζόμαστε τα Λα μας, ο καθένας φέρνει το δικό του.

1 «Μου αρέσει»

Όχι μόνο φέρνει ο καθένας το δικό του, σε ζωντανά προγράμματα πολλοί δεν «ξεμανταλώνουν» το κουρδιστήρι απ’ το καράολο, αφού ξέρουν ότι κάποια στιγμή αργότερα θα χρειαστεί πάλι κούρδισμα. Αρκεί, φυσικά, να έχουν πατήσει το κουμπί να κλείσει ο διακόπτης, γιατί αλλιώς μπορεί να αδειάσει η μπαταρία.

Πάντως και το 2011 που τέθηκε το ερώτημα, στην ελληνική πιάτσα η αδιαμφισβήτητη απάντηση ήδη ήταν 440, όχι 442. Όμως, κάποια παλιότερα μανταλάκια μου είχαν ρύθμιση για κάποια χέρτζ πάνω – κάτω. Σήμερα, μόνο κάποια ακριβά.

Αυτό που λέει ο Αλέξανδρος είναι σωστό πάντως, έστω και με λίγα χερτζ αλλάζει η αίσθηση του οργάνου και φυσικά της φωνής. Σε κάποιες περιπτώσεις που βγάλαμε πρόγραμμα στα 432Hz ήταν πιο ανάλαφρα τα όργανα και πιο ξεκούραστες οι φωνές, αλλά χάναμε σε τσίτα και ένταση.

Το ίδιο περίπου θα συνέβαινε και αν κατεβάζατε ένα τόνο ή ημιτόνιο (αν μπορούσατε βέβαια…)

1 «Μου αρέσει»