Το «Καφεσλί σοκάκι» ακούγεται στο τραγούδι «Πολίτικο Ζεϊμπέκικο» (1928), με τον Νταλγκά
«….δεν πάγω πια στο στο Γαλατά, στο καφεσλί σοκάκι εκεί μου την εδώσανε την κουμπουριά στην πλάτη…»
Καφεσλί [από την τουρκ. λ. kafes = πλέγμα, κλουβί]
είναι τα καφασωτά, ξύλινες χιαστί κατασκευές στα παράθυρα ή στους εξώστες, τα οποία εξασφάλιζαν την οπτική επαφή από το εσωτερικό του σπιτιού προς το δρόμο, εμπόδιζαν όμως το αντίθετο.
Ειδικά κατά την οθωμανική περίοδο, όπου για λόγους ταμπού οι γυναίκες έπρεπε να μένουν κρυμμένες στο εσωτερικό των σπιτιών, αυτές οι κατασκευές εξυπηρετούσαν απόλυτα αυτό το σκοπό: και οι γυναίκες μπορούσαν να βλέπουν τι γίνεται στον εξωτερικό του σπιτιού χώρο και έμεναν αθέατες από τα αντρικά μάτια οι ίδιες.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Γαλατάς είχε ένα μαχαλά «καφεσλί», όπως καφεσλί γειτονιές
με αντίστοιχες κατασκευές έχει η Αδριανούπολη, περιοχές της δικής μας Θράκης με μουσουλμανικό πληθυσμό και περιοχές της τουρκοκρατούμενης Κύπρου.
Πάντως το τραγούδι μοιάζει να αναφέρεται σε συγκεκριμένο δρόμο, που να τον έλεγαν έτσι (όσο κι αν δεν ήταν ο μόνος στη γειτονιά με καφασωτά). Άλλωστε, «καφεσλί» σημαίνει ό,τι σημαίνει στα τούρκικα, όχι στα ελληνικά. Άρα στα ελληνικά μάλλον είναι οδωνύμιο.
Άλλο τα κατεχόμενα, άλλο οι συνοικίες που ιστορικά υπήρξαν τουρκομαχαλλάδες στις πόλεις. Τουρκομαχαλλάς ήταν π.χ. η εντός των τειχών Αμμόχωστος αλλά όχι η εκτός, όπως στη Λάρνακα νότια του κάστρου (οδός Πιαλέ Ππασιά και κάθετοι), στη Λεμεσό δυτικά του Κάστρου ( οδός Αγκύρας κλπ). Η Λευκωσία είναι ίσως η μόνη περίπτωση όπου η διαίρεση της πόλης μετά το 1974 ακολουθεί τη διαίρεση τουρκομαχαλλά και τουρκικών προαστίων (π.χ. Κιόνελι), και χριστιανικών μαχαλλάδων και προαστίων, με μερικές εξαιρέσεις
Γιατί, υπάρχει και στα ελληνικά; Μαρτυρούνται φράσεις όπως «το σπίτι / σοκάκι ήταν καφεσλί»; Πρώτα απ’ όλα, θα περίμενε κανείς να γίνει τουλάχιστον «καφεσλήδικο», αν όχι «καφασλήδικο» ή απλά «καφασωτό», που όντως υπάρχει.
Νομίζω ότι «καφεσλί», ακριβώς σ’ αυτή τη μορφή που το βρίσκουμε στο «Καφεσλί σοκάκι», είναι τούρκικη λέξη. Καθαρά τούρκικη, ούτε δάνειο στα ελληνικά ούτε τίποτα. Και ότι «Καφεσλί σοκάκι» ήταν το όνομα ενός στενού, που λεγόταν αυτούσιο χωρίς να μεταφράζεται σε κάθε γλώσσα (όπως σήμερα λέει κανείς Kifissias avenue και δεν εννοεί «η λεωφόρος που οδηγεί στην Κιφησιά», απλώς αναφέρει το όνομά της).
Όσον αφορά αυτό το σημείο διευκρίνισα, Περικλή, ότι η λ. διατήρησε την ίδια σημασία και στη δική μας γλώσσα, δεν την τροποποίησε.
Συναντάμε τη λ. και σήμερα στην Κύπρο, σε κατασκευές στους εκεί τουρκομαχαλάδες.
Αναζητώντας πληροφορίες για τη λ. τη συνάντησα επίσης σε αρχιτεκτονικές μελέτες σε οικήματα που διατηρήθηκαν στη χώρα μας από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Αναφέρουν αυτή την τεχνική με την τουρκική ονομασία “καφεσλί” και την αποδίδουν στα ελληνικά με τη λ. “καφασωτά”.
Ναι, νομίζω ότι μπορεί να προστεθεί και αυτή η λ. στο γλωσσάρι.
Δεν εννοώ ότι στα ελληνικά η λέξη είναι τούρκικης προέλευσης (αυτό θα το ονόμαζα «ελληνική λέξη τούρκικης προέλευσης», ή «τουρκικό δάνειο στα ελληνικά»), αλλά ότι στα ελληνικά δεν υπάρχει ολωσδιόλου, ότι στη χώρα μας (=στη γλώσσα μας προφανώς) δεν έχει ούτε ίδια ούτε άλλη ούτε καμία σημασία, και ότι τη συναντάμε σε ελληνόφωνο συμφραζόμενο μόνο ως τούρκικη, όπως στα παραδείγματα που ανέφερες Ελένη.
Ειδάλλως, πώς κλίνεται; (Τα τούρκικα δάνεια πάντοτε αφομοιώνονται κλιτικά στην ελληνική γλώσσα, πρβλ. τον καφέ και το σοκάκι που τα 'χουμε φρέσκα. Και αν υπάρχει και κάποια εξαίρεση, σίγουρα δεν είναι λέξη με το επίθημα -li, αυτές στα ελληνικά είναι πιο αφομοιωμένες κι από τις ντόπιες που λέει ο λόγος).
Ελένη, από ένα πρόχειρο ψάξιμο βρίσκω ότι Καφεσλί είναι το τούρκικο όνομα της ενορίας του Αγίου Κασσιανού στη Λευκωσία. Το έχεις βρει και με την έννοια που συζητούμε εδώ;