Μια καινούργια έκδοση που φαίνεται να είναι χορταστική (440 σελίδες) και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, μια και είναι γραμμένη από ένα μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, αν δεν κάνω λάθος.
Προς ανάγνωση λοιπόν
Λάθος δεν κάνεις.Και στο Ριζοσπάστη ήτανε και νομίζω είναι.Αν ανήκε σε άλλο κόμμα δεν θα ήταν ενδιαφέρον το βιβλίο?
Το αν ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ ενδιαφέρον ένα ρεμπετολογικό βιβλίο δεν έχει καθόλου βέβαια να κάνει με τον όποιο κομματικό εκδοτικό/συγγραφικό φορέα -αυτονόητα πράγματα!
Αυτό που ήθελα να επισημάνω είναι ότι η έκδοση αυτή φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και μόνο από το ότι είναι γραμμένη από ένα μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ (και Διευθυντή του «Ριζοσπάστη» καθώς φαίνεται), ακριβώς γιατί -τόσα χρόνια μετά τη συζήτηση που άνοιξε ο «Ριζοσπάστης» στα 1947 για το ρεμπέτικο- έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας την εντελώς συγχρονισμένη και επικαιροποιημένη αριστερή αντίληψη για το ρεμπέτικο διά στόματος ενός εξέχοντος μέλους του ΚΚΕ, δημοσιοποιούμενη μέσα από τον εκδοτικό φορέα του ΚΚΕ. Σα να «κλείνει» δηλαδή ένας ιστορικός κύκλος που άνοιξε το 1947.
Από αυτόν ήδη τον λόγο καθίσταται, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η ανάγνωση του βιβλίου και όχι από το αν είναι ενδιαφέρον -εν τέλει και κατά περιεχομενική ουσία- το βιβλίο, κάτι που θα κριθεί εκ των αναγνωστικών υστέρων.
Έχουμε πληροφορίες / βιογραφικό για τον συγγραφέα ?
… και πάρα πολύ, μάλιστα! Έλα όμως που είμαστε όλοι χορτάτοι…
Μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 10/9 στο Κερατσίνι. Ο Στέφανος Λουκάς (συγγραφέας) μαζί με την Αλέκα Παπαρήγα και το Δημήτρη Ξεκαλάκη θα παρουσιάσουν και θα συζητήσουν το βιβλίο “Ανιχνεύοντας το Ρεμπέτικο” (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Η εκδήλωση θα πλαισιωθεί μουσικά από πολλούς καλλιτέχνες του ρεμπέτικου …
Γρηγόρης Βασίλας - μουσική επιμέλεια, μπουζούκι, τραγούδι
Γιώργος Βεντουρής - κοντραμπάσο
Παναγιώτης Γαλάνης - μπουζούκι
Μανώλης Καλπάκης - μπουζούκι
Θοδωρής Μέρμηγκας - τραγούδι
Γιώργος Νικόπουλος - κιθάρα, τραγούδι
Εύα Ξένου - τραγούδι
Φίλιππος Παχνιστής - πιάνο
Θεοδώρα Αθανασίου - κιθάρα, τραγούδι
Αιμιλία Γαλιάτσου - τραγούδι
Λάκης Ορφανίδης - μπουζούκι, τραγούδι
Βιβή Αποστολάτου - τραγούδι
Αργύρης Νικολάου - κιθάρα, τραγούδι
Κώστας Τσιγώνιας - μπουζούκι, τραγούδι
Γιώργος Ζορμπάς - τραγούδι
Γιάννης Λεμπέσης - μπουζούκι, τραγούδι
Νώε Ζαφειρίδης - κιθάρα, τραγούδι
Γιάννης “Βλάχος” Παπαβασιλείου - μπουζούκι, τραγούδι
Αλέκος Αρβανίτης - τραγούδι
Μαρία Καπετανίδου - τραγούδι
Θύμιος Στουραΐτης - μπουζούκι, τραγούδι
Ανεβάζω εδώ ολόκληρο το βίντεο της εκδήλωσης για το βιβλίο “Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο”, για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν.
Να βάλουμε και τη σχετική ομιλία της Α. Παπαρήγα όπως δημοσιεύτηκε στο τχ. 5/2023 της ΚΟΜΕΠ:
Ίσως επανέλθω σχετικά με κάποια σημεία του βιβλίου που αφορούν την αντιμετώπιση του ρεμπέτικου από την Αριστερά
Πότε;
(και τα απαραίτητα παραγεμίσματα, που δεν θα προσθέσουν ή διευκρινίσουν κάτι…)
Στο βιβλίο υπάρχει μια ενότητα που επιγράφεται “Το ΚΚΕ και το ρεμπέτικο” και αναφέρεται στην περίοδο 1947-1976
Στην ενότητα αυτή ο συγγραφέας προβάλλει τη θέση πως το ΚΚΕ ήταν μεν, για ευνόητους λόγους, αντίθετο με το χασικλίδικο τραγούδι, αλλά δεν ήταν ενάντιο στο ρεμπέτικο τραγούδι συλλήβδην. Συγκεκριμένα, μάλιστα, σε ό,τι αφορά τους έγκλειστους/μη έγκλειστους κομμουνιστές, ισχυρίζεται ότι τραγουδούσαν -μη χασικλίδικα- ρεμπέτικα τραγούδια.
Κατ’ αρχάς, ο ενήμερος αναγνώστης διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας αγνοεί και πάντως δεν «συνδιαλέγεται» με βασικά σχετικά μελετήματα, ιδίως το «Οι έγκλειστοι κομμουνιστές και το ρεμπέτικο τραγούδι: μια άσκηση ελευθερίας» του Παναγή Παναγιωτόπουλου (στον συλλογικό τόμο Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι, Πλέθρον 1996), καθώς και τα κείμενα του Γιάννη Ζαϊμάκη, «“Bawdy songs and virtuous politics”: ambivalence and controversy in the discource of the greek Left on rebetiko», History and Anthropology, 20/1 (2009) και «“Forbidden fruits” and the communist paradise: Marxist thinking on greekness and class in rebetika», Music and Politics, 4 (2010).
Προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του (όσον αφορά τους κομμουνιστές, εγκλείστους ή μη), ο συγγραφέας επικαλείται δύο μαρτυρίες (χωρίς ωστόσο να παραπέμπει καθόλου στα βιβλία τους!): του Τρ. Γεροζήση και του Στ. Σκούρτη. Ως προς τον Γεροζήση (Ανταρτόπουλο στο ΔΣΕ, Σύγχρονη Εποχή 2005), πράγματι αναφέρεται ότι τραγουδούσαν ρεμπέτικα, όπως «Φαληριώτισσα», «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική», «Μες της Πεντέλης τα βουνά», «Ένα τραγούδι απ’ τα’ Αλγέρι», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια».
Ως προς τον Σταμάτη Σκούρτη (Αυτοί που ντρόπιασαν το θάνατο, εκδ. Γιαννίκος 1996), πράγματι αναφέρει ότι 4 Πειραιώτες οδεύοντας προς την εκτέλεση (φυλακές Κέρκυρας 1948) τραγουδούσαν το «Γεια σου Περαία αθάνατε». Στη συνέχεια ο Στέφανος Λουκάς γράφει: «Ο Σκούρτης καταγράφει και άλλα λαϊκά τραγούδια που τραγουδούσαν οι φυλακισμένοι και μελλοθάνατοι αντάρτες στις φυλακές της Κέρκυρας: “Αντιλαλούν οι φυλακές”, “Αραπίνες”, “Το πορτοφόλι”, “Μπουζούκι μου διπλόχορδο”».
Αυτά είναι όσα αναφέρει ο συγγραφέας για τη μαρτυρία από το βιβλίο του Σκούρτη. Ωστόσο, ανοίγοντας ο αναγνώστης το βιβλίο, πέφτει επάνω σε μαρτυρίες (σελ. 308-311) που περιέργως αποσιωπώνται από τον Στ. Λουκά:
«Αλλά βλέπεις δεν είναι μόνο τα επαρχιωτάκια, υπάρχουνε στη συντροφιά και τα παιδιά από τον Πειραιά. Η κιθάρα γίνεται μπουζουκάκι και το κέφι ζωηρότερο. Οι πενιές ωραίες και μελωδικές ανεβαίνουν ψηλά και μετά κατασταλάζουν ίσια στην ψυχή σου.
Αντιλαλούν δυο σήμαντρα
Συγγρού και παραπήγματα.
Όταν ο Χάρος τριγυρνά
Μες στις αχτίνας τα στενά.
Στ’ αρχίδια γράφτε τον παιδιά
Και μια κλωτσιά στα πισινά.
Οι στίχοι αυτοί είναι του Πάνου. Όταν το πρωτοτραγούδησε το χειροκρότημα πήγε σύννεφο. Όμως το πράγμα έφτασε και στ’ αυτιά της καθοδήγησης. Αυτή με τη σειρά της σοκαρίστηκε. Τα ρεμπέτικα τραγούδια δεν ταιριάζουν στους αγωνιστές. Αυτά είναι αντιλαϊκά και μόνο οι λούμπεν μπορούν να τα τραγουδούν. Κι ακόμα χυδαίοι στίχοι σαν τους παραπάνω δεν ταιριάζουν στα χείλια ανθρώπων που λένε πως παλεύουνε για ιδανικά. Κριτική για τα ρεμπέτικα, κριτική για τα άπρεπα λόγια και τέλος μια διάλεξη το μεσημέρι για πληρέστερη διαφώτιση των αγωνιστών. Ο ομιλητής ιδρώνει να αποδείξει ότι τα τραγούδια αυτά είναι αντιλαϊκά, εχθρικά και κατασκευάσματα της εκφυλισμένης αστικής τάξης κι ότι μυρίζουν τεκέ, καταγώγιο, υπόκοσμο και ένα σωρό επίθετα κοσμητικά.
Όταν καπνίζει ο λουλάς
Εσύ δεν πρέπει να μιλάς.
“Καμαρώστε στίχο, ποίηση, ιδέες και ιδανικά. Και, μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι σύντροφοι που μαζεύονται και τραγουδάνε αυτού του είδους τα αστικά χυδαία και διεφθαρμένα κατασκευάσματα, τους λέμε πως δεν τα επιτρέπει η καθοδήγησή μας και συνεπώς πως απαγορεύονται. Αν παρ’ όλα αυτά συνεχίσουν, η οργάνωση θα αναγκαστεί να πάρει μέτρα για να σταματήσει μια για πάντα αυτός ο διασυρμός. Δεν έχουν το δικαίωμα οι λίγοι αυτοί να προκαλούνε το αγωνιστικό αίσθημα των συντρόφων τους.”
Άλλο ένα απαγορεύεται, λέει ο Αλέκος, κι είναι πιο ζόρικο. Ο Λευτέρης όμως δεν μπορούσε να το χωνέψει. Πειραιωτάκι, ναυτικός ξενητεμένος, χρόνια στο λιμάνι και στα πόρτα, που μονάχα αυτά τα τραγούδια γνώριζε και τραγουδούσε, στο τέλος της ομιλίας ρώτησε τον ομιλητή: “Σύντροφε, εσένα δε σε ταρακούνησε η θάλασσα, ούτε ξέρεις τι θα πει να κάθεσαι στην πλώρη που τη δέρνουν τα κύματα του ωκεανού, αλλά πού βρίσκεις το σκάρτο και το ανήθικο στο τραγουδάκι:
Μια χούφτα πλουτοκράτες, μια σπείρα φασιστών
Με τη ζωή μας παίζουν, το αίμα των φτωχών.
Στον πόλεμο μας στέλνουν σαν τα βουβά τ’ αρνιά
Για να πλουτίζουν κείνοι να κάνουνε λεφτά.
Όχι πες μου σε παρακαλώ, γιατί εμένα δεν τα χωράει η γκλάβα μου, κι αυτά τα τραγούδια μ’ αρέσουνε”…
-Σύντροφε, ό,τι είχα να πω το ανέπτυξα στην ομιλία μου, αν θέλεις περισσότερες εξηγήσεις κάνε ερώτηση στην καθοδήγηση, αν θέλεις και την προσωπική μου γνώμη σού λέω: πως μπορεί μερικά από αυτά να έχουνε ωραία λόγια, όμως η μουσική τους, η μελωδία τους και τεχνοτροπία τους, σου θυμίζουν χασισοποτεία και σε οδηγούν κατευθείαν στα καταγώγια”
Η κομματική απαγόρευση έχει για τους αγωνιστές ισχύ νόμου. Η καθοδήγηση ξέρει, για να το λέει, έτσι πρέπει νάναι. Δεν πρέπει εμείς που δίνουμε τη ζωή μας για ανώτερα ιδανικά να γινόμαστε φορείς των αστικών αντιλήψεων ψυχαγωγίας. […] Όμως κάτι δεν πάει καλά με τη συντροφιά. Μερικοί σπάσανε, πειθαρχώντας στην ανακοίνωση της καθοδήγησης […] παρόλο που μέσα τους άλλα έλεγε η καρδιά τους. Τα τραγούδια αυτά τους εξέφραζαν. Τους συγκινούσαν. Δεν καταλάβαιναν γρι από όσα τους τσαμπουνάγανε. Απορούσαν με την απαγόρευση και στα μουγκά ή μέσα τους μουρμούριζαν τους ρεμπέτικους ρυθμούς. “Τι ωραίο τραγούδι και να μην τους αρέσει”, έλεγε κι ο μπάρμπα Μήτσος ο τσαγκάρης: Η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι/στον κόσμο το σημερινό αυτό το ξέρουν όλοι […]
Η κιθάρα μπουζουκογυρισμένη στα χέρια του Πάνου γίνεται ολόκληρη ορχήστρα παίζει από το Τραγούδι της χαράς του Μπετόβεν μέχρι τη Μανταλένα και τους καημούς των Μπάτη και Τσιτσάνη»
[Ένα απόγευμα, γράφει ο Σκούρτης, έρχεται ο υπεύθυνος εκπολιτισμού της ακτίνας και ενώ παίζονταν όλα τα είδη τραγουδιών εκτός των λαϊκών, δεν κρατήθηκε και τους είπε]:
«-Δε θα πούμε ρε Παναγιώτη και κανένα Πειραιώτικο; Πειραιωτάκια δεν είμαστε; Ξέχασες τι λέγαμε τότε
-Δηλαδή τι θέλεις τώρα; Να τραγουδήσουμε Κάτω στα Λεμονάδικα για να μας καλέσετε για αυτοκριτική;
-Όχι, ρε παιδιά…δεν ήρθα για ρουφιανιά. Ήρθα γιατί μ’ αρέσει και θέλω να ξεσκάσω κι εγώ…»
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη μαρτυρία που συναντά ο αναγνώστης στον Σκούρτη σε ό,τι αφορά την «υποδοχή» που επιφύλασσε η «καθοδήγηση» στα ρεμπέτικα. Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί πως ο ομιλητής της «καθοδήγησης» στο παραπάνω παράθεμα δεν αρκείται στον στιγματισμό της «επιλήψιμης» στιχουργίας, αλλά στιγματίζει και τη μουσική μορφολογία…
Παραθέτω και άλλες μαρτυρίες αριστερών εγκλείστων, τις οποίες επίσης δεν λαμβάνει υπόψη του ο Στ. Λουκάς:
Χρόνης Μίσσιος: «Μια ζωή ρε οι κερχανατζήδες μάς μπαφιάσανε, μας γανώνανε το μυαλό πως ήταν ανήθικο ν’ ακούμε μπουζούκι και γενικά ρεμπέτικα τραγούδια, και πολύ περισσότερο να τα τραγουδάμε, διότι ήταν, λέει, τραγούδια της παρακμής και της απαισιοδοξίας. Όλο αισιοδοξία, βλέπεις, ήταν η ζωή μας γενικά κι έφταιγε η μουσική, να πούμε, που ξεστράτιζε τον επαναστάτη από τον σωστό δρόμο […] Μας μπαφιάσανε στο καλαματιανό, στο αργεντίνικο τανγκό και στις γλυκανάλατες καντσονέτες. Όλο παράνομα και ζούλα, με χίλιες ενοχές, να ψιλοπιάσουμε κάνα Τσιτσάνη κάνα Βαμβακάρη…» (…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα 1985).
Ακολουθεί η μαρτυρία του Μίνου Σταυρίδη από τις φυλακές Αβέρωφ το 1949: «Μέσα στο καταθλιπτικό κλίμα της φυλακής […] ξεπηδούσε σαν κάτι αναπόδραστο και σαν αντίδραση στη μεγάλη θλίψη για τον άδικο χαμό των συντρόφων μας λίγο γέλιο, λίγη χαρά, λίγο τραγούδι, ένα ξέσπασμα κεφιού […] Μα κι εδώ η “σοφή” καθοδήγηση είχε γραμμή αντίθετη. Απαγορεύονταν, όπως έλεγε, τέτοιες εκδηλώσεις γιατί δεν άρμοζαν σε κομμουνιστές αγωνιστές. Για παράδειγμα, ένα ρεμπέτικο τραγούδι μ’ ένα σκουπάκι για μπαγλαμαδάκι το θεωρούσαν έγκλημα καθοσιώσεως» (Β. Βαρδινογιάννης-Π. Αρώνης, Οι μισοί στα σίδερα, εκδ. Φιλίστωρ 1996: σελ. 543-544).
Σειρά έχει η μαρτυρία του Π. Σαλαπατάρα, για τον οποίο ο Κ. Τσακίρης γράφει ότι «δεν μπορούσε να αντέξει το καθεστώς των διακρίσεων και απαγορεύσεων που είχε επιβάλει στους κρατούμενους αγωνιστές, το διορισμένο από την ηγεσία του ΚΚΕ “Ιερατείο’. Ο Σαλαπατάρας έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε και του άρεσαν πολύ τα ρεμπέτικα τραγούδια και ιδίως η “Φαληριώτισσα” μια που ήταν φαληριώτης. Ένα βράδυ λοιπόν τους είπε “θα σας τραγουδήσω ένα τραγούδι απαγορευμένο”! και ξεκίνησε τη “Φαληριώτισσα” και όλοι μαζί το τραγούδησαν σε όλη την ακτίνα. Και στο τέλος είπε: “τι τους έφταιγε το τραγουδάκι αυτό και τ’απαγόρεψαν; ήθελα να ήταν απόψε εδώ οι ηγούμενοι της καθοδήγησης ν ’άκουγαν τη φαληριώτισσα να την τραγουδάν ο Σαλαπατάρας μ’ όλους τους συντρόφους”»! (Κ. Τσακίρης, Βούρλα, η μεγάλη απόδραση, εκδ. Οδυσσέας 1994 («απαγορεύονται τα ρεμπέτικα!»)]
Τέλος, στο βιβλίο του Θ. Πανάγου (Μνήμες Ιστορίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1986: σελ. 173) παρατίθεται μαρτυρία εγκλείστων γυναικών (για τις οποίες επισημαίνω ότι είχαν εσωτερικεύσει την «απαγορευμένη» χρήση του ρεμπέτικου):
«Στη φυλακή τραγουδούσαμε ας πούμε “κλασσικά” ή δημοτικά τραγούδια, αλλά όχι ρεμπέτικα. Στη φυλακή ήταν απαγορευμένα από εμάς τις ίδιες. Δεν μας αρέσανε. Δεν τα θεωρούσαμε σωστά. Τα λόγια και η μουσική ήταν τέτοια που καλλιεργούσαν έναν πεσιμισμό κι ακόμα μιλούσαν περισσότερο στα ένστικτα. Στη φυλακή δίναμε ό,τι καλύτερο μας βοηθούσε να σταθούμε όρθιες μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Μόνο κατ’ εξαίρεση λέγαμε ένα ρεμπέτικο κι αυτό “ανεπίσημα” από την πίσω μεριά της κουζίνας, έτσι για αστείο. Ήταν το “όταν μπαίνεις στην ταβέρνα, κάθεσαι και δεν μιλάς”, κι αυτό γινόταν προς το τέλος του 1955, όταν οι φυλακές άρχισαν ν’ ανοίγουν κι επικρατούσε ένα πνεύμα ότι σε λίγο καιρό θα βγούμε έξω».
Ευχαριστούμε τον Άνθιμο για την εμπεριστατωμένη εναπόθεση στοιχείων και τεκμηρίων περί της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στο ρεμπέτικο.
Όσοι έχουμε φίλους και γνωστούς που ανήκουν στο ΚΚΕ και είμεθα και ολίγον παλαιότεροι ίσως έχουμε και ιδίαν άποψη για το πόσο αρνητικά διακείμενοι ήταν ειδικά ως προς τα χασικλίδικα και τεκετζίδικα. Αν δεν ήταν άσματα που εμπεριείχαν αγώνα και πάλη ταξική είχαν εκ προοιμίου απορριφθεί.
Από τον καιρό των φοιτητικών μου χρόνων θυμάμαι να βιώνω τέτοιες καταστάσεις.
Τα τελευταία χρόνια όμως τείνουν να γίνουν αποδεκτά άπαντα τα ρεμπέτικα ίσως λόγω της αποδοχής που γνωρίζουν από τη νεολαία ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας ή προσανατολισμού.
Αυτό θα πει τεκμηριωμένη απάντηση!
Ευχαριστούμε πολύ Άνθιμε.
Στέκομαι από μέρες κάπως αμήχανος μπροστά σε αυτή την πρόταση:
Αν η πρόταση περιοριζόταν στο ότι…
…θα μπορούσα να το συζητήσω.
Και να το συζητήσω με τρόπο όχι μονοδιάστατο.
Δηλαδή να το συζητήσω τόσο από την άποψη της γνησιότητας μιας τέτοιας θεματολογίας που σαν τέτοια -δηλαδή σαν γνήσια (και γι’ αυτό με τη σειρά της όχι μονοδιάστατη και η ίδια)- καταξιώνεται μέσα στην έκταση που της αναλογεί στο “σώμα” του ρεμπέτικου τραγουδιού…
Όσο επίσης και να το συζητήσω από την άποψη της προώθησης ενός καταναλωτικού lifestyle συνδεμένου επίσης με αυτή τη θεματολογία, για την οποία προώθηση δεν είναι νομίζω ανεπαρκή τα τεκμήρια, τοτινά (δηλ. της εποχής της ρεμπέτικης δισκογραφίας) και σημερινά. Θα μπορούσα λοιπόν να το συζητήσω κριτικά τόσο απέναντι στην αρνητική στάση που καταγράφει η πρόταση (και που δεν έχω πρόθεση να αμφισβητήσω) όσο επίσης κριτικά και απέναντι στην “κάθετη” απαξίωση αυτής της αρνητικής στάσης.
Όταν όμως η παραπάνω πρόταση συμπληρώνεται ως εξής…
…το πράγμα οδηγείται σε ένα στερεότυπο που βρίσκεται σε απόσταση από την πραγματικότητα.
Καταρχήν, από την άποψη της λογικής και μόνο, υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο σχήμα “αρνητική στάση απέναντι στα χασικλίδικα - αν δεν υπήρχε ταξική πάλη τα άσματα απορρίπτονταν”. Εδώ από ένα ειδικό ζήτημα ξαφνικά με ένα λεκτικό άλμα περιλαμβάνονται τα πάντα, και - σαν να λέμε - όποιου τ’ αρέσει…
Δεύτερον, ξεκινώντας από αυτήν: η δική μου εμπειρία από τα φοιτητικά μου χρόνια (δεκαετία 80) είναι πολύ διαφορετική, με σιγουριά μιλώντας ως προς αυτό το σκέλος της πρότασης περί της “εκ προοιμίου απόρριψης ασμάτων που δεν εμπεριείχαν αγώνα και πάλη ταξική”…
…Και πηγαίνοντας την προσωπική εμπειρία προς τα πίσω, θυμάμαι ότι και στα γυμνασιακά μου χρόνια (2ο μισό δεκαετίας 70) αν πρωτοάκουσα “ζωντανά” το ρεμπέτικο τραγούδι, το πρωτοάκουσα σε φεστιβάλ της ΚΝΕ -όπου μάλιστα τύγχανε να παίζει μπαγλαμά στην κομπανία ένας συμμαθητής μου- και ακόμα και τώρα θυμάμαι χαρακτηριστικά την εντύπωση που μου είχε προξενήσει το “πριν το χάραμα μονάχος” του Παπαϊωάννου και -λέω τώρα- σε ποιον και για ποιο λόγο πρέπει να “απολογηθώ” ότι να: σε τόσο ανύποπτο χρόνο και σε μια “κεντρική” εκδήλωση ένα ανάμεσα σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια που “δεν εμπεριείχαν αγώνα και πάλη ταξική”;;;
Κι αν τελικά “απολογούμαι”, το πρώτο και ίσως το βαθύτερο κίνητρο δεν είναι πολιτικό αλλά προσωπικό. Δεν πρόκειται δηλαδή για την υπεράσπιση κάποιας πολιτικής ή κομματικής αλήθειας αλλά για την υπεράσπιση μιας προσωπικής αλήθειας, της αλήθειας της προσωπικής μου ζωής…
Αλλά η μνήμη πήγε παραπίσω, και θυμηθηκα πως και πιο πριν, προτού ακόμα ηλικιακά αρχίσω να αποκτώ “αυτόνομη” συνείδηση περί μουσικής κλπ, είχα ακούσει από τα μεγάφωνα κάποιων φεστιβάλ της ΚΝΕ να τραγουδά μια βαριά ρεμπέτικη φωνή, απροσδιόριστο ποιου και, για να βεβαιωθώ τώρα, ανέτρεξα στο αρχείο εφημερίδων της ΕΒΕ, αναζήτησα στο Ριζοσπάστη το πρόγραμμα του 1ου φεστιβάλ της ΚΝΕ (Σεπτέμβριος 1975) και “ανακάλυψα” ότι την πρώτη μέρα του τριημέρου, στη μια και μοναδική εξέδρα του φεστιβάλ, είχε μεταξύ άλλων “τραγούδια από τους καλλιτέχνες Άννα Χρυσάφη και Νίκο Περγιάλη” (για τον δεύτερο βρήκα κάποια πράγματα εδώ). Και ότι την τρίτη μέρα του τριημέρου εμφανιζόταν η Σωτηρία Μπέλου.
Παραθέτω τα αποκόμματα “για την ιστορία”:
Κι έτσι, ταυτόχρονα, οδηγούμαι και στο ζήτημα που θίγεται από το βιβλίο του Στέφανου Λουκά (το οποίο δεν έχω τουλάχιστον ακόμα διαβάσει) καθώς και από τα παραθέματα και αναφορές του Άνθιμου (όπου -σχετικά- πριν περίπου 3 μήνες έτυχε να διαβάσω του Γεροζήση το “Ανταρτόπουλο στο ΔΣΕ”), και οδηγούμαι λοιπόν στο ζήτημα με τον εξής τρόπο:
Αν η αντιμετώπιση της “καθοδήγησης” ήταν μονοσήμαντα αυτή που περιγράφουν τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Άνθιμος, όπου επίσης δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τα περιγραφόμενα περιστατικά, τότε πώς μπορεί την επόμενη κιόλας χρονιά βγαίνοντας από την παρανομία 30 χρόνων το πρώτο φεστιβάλ της ΚΝΕ (με τη μια εξέδρα κι όχι με το σημερινό πολλαπλό πρόγραμμά του) να αφιερώνει στο ρεμπέτικο ένα μέρος του προγράμματος δυο εκ των τριών ημερών του;
Ανάλογο το ερώτημα που μου υποβάλλει και η ανάγνωση του βιβλίου του Γεροζήση: “Καθοδήγηση” υπήρχε στις φυλακές, αλλά “καθοδήγηση” υπήρχε και στα τμήματα του ΔΣΕ στο βουνό. Στη μια περίπτωση εμφανίζεται μια ορισμένη αντιμετώπιση, στην άλλη περίπτωση όχι - και κρίνοντας από το σύνολο του βιβλίου (Γεροζήσης), καθόλου δεν φαίνεται ότι ο συγγραφέας θα έκρυβε τις αρνητικές του εντυπώσεις, όποια κι αν θα ήταν η προέλευσή τους.
Οπότε, καταλήγω, ότι σε γενικές γραμμές αυτό το όχι μονοσήμαντο που εκφραζόταν (και συνέχισε να εκφράζεται μέχρι -τουλάχιστον- και τη λαϊκή ενορχήστρωση του Επιτάφιου από τον Θεοδωράκη) ήταν το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης που εκφράστηκε μέσα από την σε πολλούς γνωστή συζήτηση για το ρεμπέτικο από τις στήλες του Ριζοσπάστη το 1946.
Αυτά και ελπίζω να μην κούρασα με πράγματα πολυσυζητημένα σε διάφορα νήματα του φόρουμ, πολυσυζητημένα ίσως σε βαθμό αναμασήματος, όμως ταυτόχρονα και “ανεξάντλητα”.
ΥΓ Αν τυχόν ενδιαφέρει κανέναν αυτό, ήταν για μένα απρόσμενο (και συγκινητικό) το παρακάτω στιγμιότυπο από το βιβλίο “Ανταρτόπουλο στο ΔΣΕ” (Γεροζήσης):
Η Κατίνα από τα Καϊλάρια, έτσι την έλεγα εγώ, γιατί τραγουδούσε ένα τραγούδι που ανακάτευε μέσα τα Καϊλάρια, ήταν ίσως και δυο κεφάλια ψηλότερη από μένα στο μπόι, γελαστή, όμορφη, με τις μπούκλες της, γεροδεμένη. (…) Κουβαλούσε οπλοπολυβόλο Μπρεντ, αυτόματο Στάγιερ, πιστόλι ή περίστροφο στη μέση, δε θυμάμαι πια καλά, μαχαίρι, παγούρι, σακίδιο και πυρομαχικά για όλο αυτό το σιδερικό. Και από πάνω περπατούσε ανάλαφρα, σαν να ήταν τελείως άδεια από φορτίο.
Με πήρε με συμπάθεια, γίναμε φίλοι. (…)
Με έπαιρνε από τον ώμο και καθόμασταν και σιγοτραγουδούσαμε ένα τραγουδάκι της εποχής που έλεγαν οι στρατιώτες. Το άλλαζε, εκεί που έλεγε «το φανταράκι» η Κατίνα το ’κανε «το ανταρτάκι» και την «Αθήνα» την έκανε «Καϊλάρια»:
Το ανταρτάκι απόψε πάλι,
έχει μεράκι και τα ’χει πιεί,
γιατί έχει μέρες να λάβει γράμμα,
απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί.
Θελεί να πάει στο λοχαγό του,
να του ζητήσει και καμιά χάρη,
φοβάται όμως μην του αρνηθεί.
Ο λοχαγός του είναι λεβέντης,
έχει και κείνος χρυσή καρδιά,
τόνε γνωρίζει απ’ τα Καϊλάρια,
που κατοικούσανε σε μια γειτονιά.
Ο λόγος της προσωπικής συγκίνησης είναι μια -σε ανύποπτο επίσης χρόνο- αφήγηση της μάνας μου για το πόση δυσφορία της προκαλούσε εκείνα τα χρόνια όταν άκουγε αυτό το τραγούδι του Μητσάκη, έχοντας η ίδια έναν αδελφό εκτελεσμένο κι άλλα τρία αδέρφια στη φυλακή. (Δυσφορία, προσθέτω εδώ ως προσθήκη, για το χάσμα ανάμεσα στο παράπονο που τραγουδούσε το φανταράκι και τον δικό της πόνο που έπρεπε να καταπνίγει κάθε ωρα και στιγμή).
Αλλά πέρα από το προσωπικό, υπάρχει νομίζω και κάτι το γενικότερο σε αυτή τη λειτουργία του λαϊκού τραγουδιού και στον τρόπο που παραλλάζεται για να εκφράσει ίδιους πόθους κάτω από -εκ πρώτης όψεως- “διαμετρικά” αντίθετες συνθήκες.
Τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Άνθιμος, ;αναφέρονται σε έγκλειστους - φυλακισμένους. Οι συνθήκες για τις οποίες μιλάμε δεν είναι κάτι απλό. Η ¨περιφρούρηση" είναι κάτι ουσιαστικό και αναγκαίο. Ειδικά σε ανθρώπους που αντιμετώπιζαν τον θάνατο κάθε μέρα.
Η συναναστροφή με ποινικούς δημιουργούσε την ανάγκη ¨στεγανών", για λόγους συνωμοτικότητας - επιβίωσης.
Είναι γνωστή η χρήση ποινικών κρατούμενων από την ασφάλεια - διοίκηση φυλακών και του ρόλου που έπαιξαν.
Και ας θυμηθούμε τον τεκέ στην Γυάρο που οι βασανιστές έπαιζαν ρεμπέτικα τραγούδια, κάπνιζαν χασίσι και μετά βασάνιζαν τους κρατούμενους.
Ο Άνθιμος παίρνει μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση και την ανάγει σε γενικότητα. Αυτό δεν ισχύει. Δεν υπήρχε μια ενιαία “γραμμή”, κάτι που θα αποδείκνυε σύμφωνα με την λογική του την εχθρική στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ρεμπέτικο. Υπάρχουν αντίστοιχες καταγραφές με ακριβώς τα αντίθετα να συμβαίνουν.
Όπως λέει και ο Άγης τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε μια ενιαία αντιμετώπιση. Όλα είχαν να κάνουν με τις συνθήκες που υπήρχαν κάθε φορά.
Θα ήθελα να σταθώ και σε κάτι άλλο όμως.
Αν επιβίωνε το τραγούδι με τους στίχους που περιγράφονται στο απόσπασμα:
" Μια χούφτα πλουτοκράτες, μια σπείρα φασιστών
Με τη ζωή μας παίζουν, το αίμα των φτωχών.
Στον πόλεμο μας στέλνουν σαν τα βουβά τ’ αρνιά
Για να πλουτίζουν κείνοι να κάνουνε λεφτά.
Θα ήταν ρεμπέτικο ή όχι;
Δείξε μου σε παρακαλώ πού στα γραφόμενά μου έκανα κάτι τέτοιο
Το μόνο που έκανα ήταν να παραθέσω τα μελετήματα και τις μαρτυρίες που αγνόησε/παρέλειψε ο συγγραφέας του συζητούμενου βιβλίου.
Σίγουρα όλα είχαν να κάνουν με τις συνθήκες που υπήρχαν κάθε φορά, αλλά πάντα στην αντιμετώπιση των εκάστοτε συγκεκριμένων συνθηκών επιδρά και ο “υποκειμενικός παράγοντας”.
Και είναι αλήθεια ότι η ζωή και συμβίωση των πολιτικών κρατούμενων στη φυλακή και στις συνθήκες που αναφερόμαστε, υπαγόταν κατ’ ανάγκη σε “συμπυκνωμένα” πειθαρχημένους κανόνες, αλλά αυτό από μόνο του δεν απαντά σε ερωτήματα για την ορθότητα της αντιμετώπισης του κάθε συγκεκριμένου περιστατικού ή ευρύτερα κατάστασης, για τον αν στην α ή τη β αντιμετώπιση μετρούσε μόνο η αντικειμενική ανάγκη ή και οι όποιες υποκειμενικές αντιλήψεις κλπ.
Μάλιστα νομίζω ότι στο πλαίσιο αυτής της κατ’ ανάγκη “στενότητας” των κανόνων συμβίωσης, οι διάφορες υποκειμενικές αντιλήψεις θα μπορούσε να ασκούν μια έντονη επίδραση, και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι αφηγήσεις κάποιων γεγονότων αντανακλούν αυτή την ένταση, ενώ “έξω” οι ίδιες υποκειμενικές αντιλήψεις (και οι μεταξύ τους διαφορές) θα μπορούσε να περιορίζονται στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Όμως εντός φυλακής οι διάφορες αντιλήψεις μετατρέπονται (πότε με τρόπο αναγκαίο και πότε όχι, κατά τη γνώμη μου σε αυτό δεν χωρά γενική απάντηση) σε απαντήσεις στο ερώτημα τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε, πώς φερόμαστε και πώς δεν φερόμαστε, κι αυτό κάνει τα πράγματα δυσκολότερα.
Μήπως θα ήθελες να “αναπτύξεις” λίγο το νόημα του ερωτήματος; Κατά τη γνώμη μου ναι, θα μπορούσε να “είναι ρεμπέτικο”, αλλά ίσως το νόημα της απάντησης βρίσκεται στο νόημα της ερώτησης.
Καταρχήν Άνθιμε έχεις δίκιο και δεν έπρεπε να σου προσάψω την συγκεκριμένη απόδοση. Μόλις είχα διαβάσειτην κριτική του Στέφανου Λουκά, απέναντι στον Βλησίδη και τον Κουνάδη. Τις οποίες θα αναρτήσω σε επόμενα ποστ. Κατά κάποιο τρόπο “σε πήρε η μπάλα”.
Αυτό που ήθελα να σταθώ σχετικά με το ποστ σου είναι η εξής έκφραση:
Αυτό που γράφεις αφήνει ερωτήματα. Τι σημαίνει το “περιέργως”; Τι ακριβώς πρόθεση αποδίδεις στον συγγραφέα; Να ωραιοποιήσει μια κατάσταση;, Να αγνοήσει ότι δεν τον συμφέρει; Πολλές φορές ο τρόπος γραφής αφήνει υπονοούμενα και έτσι εξέλαβα την δική σου παραπάνω πρόταση. Εκτός και αν περίμενες από τον Στέφανο Λουκά να απαντήσει σε οτιδήποτε έχει γραφτεί σε σχέση με το ΚΚΕ και το ρεμπέτικο και σε απογοήτευσε.
Άγη, το ερώτημα ήταν κατά κάποιο τρόπο ρητορικό. Θυμήθηκα την κουβέντα που είχε γίνει για τον “Μπεζεντάκο”, και την αντίρρηση του κατά πόσο ένα τέτοιο τραγούδι έχει θέση στο ρεμπέτικο φόρουμ.
Για μένα, κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι ρεμπέτικο τραγούδι οι παραπάνω στίχοι και μάλιστα της φυλακής.
Σχετικά με αυτή την επισήμανση έχω τη γνώμη ότι υποβάλλει μια εξωτερική αντίληψη των πραγμάτων.
Με άλλα λόγια, δεν είναι καθόλου “απόλυτο” το ότι υπήρχε μια “απαγόρευση” την οποία οι φυλακισμένες γυναίκες είχαν “εσωτερικεύσει”, και ότι -αντίθετα- δεν επρόκειτο σε πολύ μεγάλο βαθμό για μια προϋπάρχουσα εσωτερική στάση που εκφραζόταν με τη μορφή της “απαγόρευσης από εμάς τις ίδιες” όπως αναφέρεται στην πηγή.
Θα επικαλεστώ ξανά -αν και δε νιώθω τόσο “άνετα” γι’ αυτό- τη μαρτυρία της μάνας μου, που (ίσως έχω αναφερθεί ξανά σε άλλο νήμα) στα 16 της βρέθηκε στην Αθήνα από τα ορεινά της Ρούμελης, με τη δημοτική παράδοση και τα πατροπαράδοτα ήθη στην ψυχή της.
Πράγματα, να το πω έτσι: ασύμβατα με τη “γυναίκα φίνα ντερμπεντέρισσα” που την επόμενη κιόλας “στιγμή” τραγουδούσαν δίπλα της οι εργάτριες-συναδέλφισσές της στην Πειραϊκή-Πατραϊκή (“σσσύρμα” όταν εμφανιζόταν προϊστάμενος, και το τραγούδι σταματούσε), και χρειάστηκε γι’ αυτήν αρκετή “τριβή” για να πάψει το ρεμπέτικο-λαϊκό τραγούδι να ενεργοποιεί αρνητικά εσωτερικά της αντανακλαστικά…
Να το προεκτείνω και σε μια αντίστροφη όψη: Σχόλαγε η ίδια γυναίκα, ή μάλλον κορίτσι τότε, την ίδια περίοδο πριν-μετά το 1950, από τη νυχτερινή σχολή, και τη συνόδευε ένας συν-σπουδαστής της Αθηναίος: ωραίος, ευγενικός, καλλιεργημένος και που ίσως έδειχνε κάποιο εμδιαφέρον γι’ αυτήν, χωρίς όμως ακόμα να ξέρει την προέλευσή της…
Φτάνοντας στις αφετηρίες των λεωφορείων, βρέθηκαν μπροστά σε ένα σκηνικό όπου τα “εισπρακτοράκια” κι οι οδηγοί είχαν στήσει αυτοσχέδια “συναυλία” με δημοτικά τραγούδια.
Και την ίδια στιγμή που για τη μάνα μου αυτό ήταν βάλσαμο στην ψυχή, ο Αθηναίος συνοδός βρήκε την ώρα να αστειευτεί και να χλευάσει τους “βλάχους που έχουν γεμίσει την Αθήνα”.
Η γοητεία του έσβησε μεμιάς…
Δεν ξέρω πώς “διαβάζονται” αυτά από έναν τρίτο, αλλά για μένα το νόημά τους βρίσκεται στο ότι στην όλη ιδεολογική αντιπαράθεση γύρω από το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, συναντιόνται τόσο πολλοί και πολύπλευροι παράγοντες, ώστε είναι πολύ περιορισμένη η οπτική που θα την ερμήνευε με όρους στενά πολιτικούς.
Ήθη και κουλτούρα της υπαίθρου απέναντι σε ήθη και κουλτούρα της πόλης, ήθη και κουλτούρα των μεσαίων αστικών στρωμάτων απέναντι σε αντίστοιχα εργατικά-προλεταριακά ήθη και κουλτούρα, αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αντιλήψεις της εργατικής τάξης και της λόγιας διανόησης, όλα αυτά (μαζί και με άλλα ακόμα) συγχωνεύονται στην πολιτική οργάνωση του εργατικού κινήματος, σαν διαφορές “δευτερεύουσες” σε σύγκριση με τον “κύριο” κοινό σκοπό, και απαιτείται μια ολόκληρη διαδικασία για το ξεπέρασμά τους.
Κάτι άλλο θα ήταν ήταν μάλλον αφύσικο. Οπότε ο καθένας (και αναφέρομαι και στις πηγές που παρατέθηκαν) ιεραρχεί προσωπικά αν προτιμά να γίνει συμμέτοχος σε αυτή τη διαδικασία “μέχρι τέλους” ή στην “πρώτη” (ή και δεύτερη ή και εικοστή) παρόμοια αντίθεση και αντιπαράθεση “διαχωρίζει τη θέση του” και μένει στη “δική του” πλευρά.
Επίσης δύσκολο και πολυπαραγοντικό ζήτημα, που δεν χωρά απλουστεύσεις, αλλά έχει κι αυτό -σαν τέτοιο που είναι- τη μια ορισμένη σημασία του τόσο για την υποκειμενική τοποθέτηση των προσώπων απέναντι στην εμπειρία τους, που για μας αποτελεί “πηγή”, όσο και για την εκ μέρους μας ερμηνεία των πηγών.
Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός: Δεν τις αγνοώ ούτε τις παρακάμπτω. Κι αυτό δεν είναι άποψη για το βιβλίο του Στ. Λουκά. Για να έχω γι’ αυτό άποψη, θα έπρεπε να το έχω διαβάσει. Οπότε απλώς συζητάω πάνω στα θέματα που τέθηκαν και όπως τέθηκαν από την παράθεση των αφηγήσεων.