Γειά σου Πάνο,
Ευχαριστώ για τη συγκρατημένη απάντηση.
Ας πω πρώτα ότι, οι παρακάτω γραμμές μπορεί να είναι βαρετές, μίζερες και μιά απ΄τα ίδια… Πιστεύω όμως και ελπίζω να έχουν μιά γενικότερη ισχύ.
Ας δοκιμάσω δυό γενικότερες σκέψεις.
Η πρώτη, έχω την εντύπωση ότι παντού, όταν κάποιος εκφράζει κάποια άποψη και εμπλέξει το όνομα του Μάρκου, έστω και με ελάχιστη κριτική διάθεση, δημιουργούνται σπίθες στην ατμόσφαιρα.
Η δεύτερη, πως όταν μιλάμε για το Ρεμπέτικο, μιλάμε συνήθως βλέποντάς το ”από μέσα”. Θέλω να πω, προσπαθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα που είναι, από χέρι, αναμειγμένα με την αγάπη μας γι αυτό, με μιά πολιτική ιδεολογία, με τον όποιο θερμό φανατισμό μας και, με μιά ακλόνητη πίστη στα είδωλα του Ρεμπ.
Εγώ, με τη σειρά μου, είμαι επίσης εκτεθειμένος σ΄αυτά, αλλά βάζω ακόμα έναν παράγοντα. Αυτόν των ανθρώπινων μηχανισμών που επαναλαμβάνονται, λίγο πολύ, σε κάθε γενιά.
Όχι, δεν άφησα να εννοηθεί ότι τον Μάρκο τον αφομοίωσε το σύστημα. Έγραψα,
Όταν ο Μάρκος έβγαλε το ”Όσοι εχουνε πολλά λεφτά”, που τόοοσο πολύ αρέσει, μπορεί
να το πίστευε κι ο ίδιος. Αργότερα όμως υπόφερε από ανέχεια και τον κατάκλυσε η πίκρα.
Ο Μάρκος, μέχρι το τέλος του, υπήρξε μιά καλή καρδιά. Μιά καρδιά που δε μπορούσε να προσαρμοστεί στις καταστάσεις που άλλαζαν.
Γενικά, σ΄ότι αφορά τη προσαρμογή μας σε κάτι υπάρχει το, ”θα ήθελα ίσως, αλλά δε μπορώ”. Ξέρω να φτιάχνω τον καφέ μ΄ένα τρόπο που είναι ο δικός μου τρόπος και δε θέλω να μπω σε διαδικασίες να τον φτιάξω μ΄άλλες μεθόδους.
Το ”δε θέλω” μπορεί να είναι έλλειψη προσωπικής ευελιξίας, ή αδυναμία, ή πείσμα, ή συνειδητή άποψη.
Ο Μάρκος λοιπόν δεν άλλαξε και τέλειωσε στην όποια στέρηση. Είχε όμως όνειρα. Το 1936, σε ηλικία 31 χρονών, χτύπησε το τραγούδι ”Στο Χόλυγουντ”. Να μερικοί από τους στίχους:
Θα πάω στην Αμερική και πλούτη θʼ αποχτήσω,
Αμερικάνους και Ρωμιούς να τους ευχαριστήσω…
Ακόμα και στο Χόλυγουντ θα βάλω το ποδάρι
που ʽναι στρωμένο μάλαμα κι όλο μαργαριτάρι…
Ένα χρόνο νωρίτερα έχει χτυπήσει το ”Αν μ΄αξιώσει ο Θεός” (λεφτά και αποκτήσω)
Όταν ο Μάνος Χατζηδάκης έδωσε εκείνη τη διάλεξη ο Μάρκος ήταν 44 χρονών.
Ας κάνουμε κάποιες αστείες υποθέσεις. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώτικα τότε και έμπαινε σε μεγάλα μαγαζιά και συνέχιζε η ανταπόκριση και πήγαινε και στην Αμερική, πώς άραγε θα αντιδρούσε;
Τέτοια όμως δεν έγιναν και πορεύτηκε στο δρόμο που ήξερε και τον έπαιρνε.
Η χειρότερη, για μένα, στιγμή του ήταν όταν αναγκάστηκε να πει τα παρακάτω λόγια στο δίσκο 33 στροφών “Μάρκος Βαμβακάρης- 40 χρόνια”:
Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που ετραγούδησα γιά πρώτη φορά, με το γλυκό μπουζούκι μου, μπροστά σε χωνί φονογράφου. Το θυμάμαι καλά. Ήταν ο φονόγραφος της ODEON. Και ήρθαν όμορφες εποχές, και ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως, όλο κι έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Έλεγα: κάλιο, Μάρκο, να σβύσεις όρθιος, ζωντανός, με ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα, μετά από 40 χρόνια, με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου τα ωραιότερα κι εγώ, άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σα βάλσαμο στην πονεμένη και πικραμένη ψυχή του Μάρκου…
Θυμάμαι, όταν το πρωτάκουσα, πόσο με πλήγωσε. Μου χαλούσε την εικόνα που είχα γι αυτόν, αυτή η σχεδόν ζητιάνικη ευγνωμοσύνη. Δε στρέφομαι εναντίον του, τον καταλαβαίνω. Είναι η ζωή έτσι και πως μας κάνουν. Μας χτυπάνε ακατάπαυστα, μας διαλύουν την προσωπικότητα, μας κλέβουν την αξιοπρέπεια, μας κάνουν να αισθανόμαστε ευγνώμονες, δίνοντάς μας κουρέλια και μπουκιές.
Για την περίπτωση Τούντα, ότι ”χρησιμοποιήθηκε”. Ναι, όλοι μας χρησιμοποιούμαστε με κάποιο τρόπο. Μέσα απ΄αυτη τη συλλογιστική κι ο Μάρκος χρησιμοποιήθηκε. Τό΄ξεραν και συνέχισαν.
Ο Β. Παπάζογλου όμως;
Ο Γρηγόρης Ασίκης που συνέχισε αλλά ”τά΄χωνε” όπου μπορούσε;
Η περίπτωση Παπάζογλου είναι η πιό πειστική.
Μπορούσε, τον ήθελαν, δε τό΄κανε, προτίμησε τη φτώχεια και τη πεισματάρικη και περήφανη πίστη στις αρχές του.
Για τους στρατευμένους που λες, έχω ανάγκη να τηρούν τις παραπάνω προδιαγραφές για να με πείθουν. Κύρια το, μπορώ, με θέλουν, αλλά δε το κάνω.
Για τους υπόλοιπους κρατάω πισινή.
Κατά τ΄άλλα, δεν έχω βασικές διαφωνίες μ΄όσα λες.
Φιλικούς χαιρετισμούς.
Κ. Λαδόπουλος