"Mammon and the Greek Oriental Muse. Rebetika as a Marketing Construct"

Γεια σας,

Βρήκα ένα λιγάκι “προβοκατόρικο” άρθρο του Στάθη Gauntlett για την εμπορική πλευρά του ρεμπέτικου.
Εγώ προσωπικά δεν συναρπάστηκα τόσο με το γνωστό “μύθο” της ρεμπέτικης ζωής, αλλά νομίζω ότι για πολλούς ξένους ειδικά, η υποτιθέμενη αντι-εξουσιαστική και “ρέμπελη” όψη του ρεμπέτικου είχε πάντα μια ξεχωριστή αίγλη.

http://dspace.flinders.edu.au/dspace/bitstream/2328/8147/1/179_194%20Gauntlet.pdf

Δεν ξέρω αν το άρθρο ταιριάζει σ’ αυτήν την ενώτητα ή αλλού…ας το μεταφέρουν οι αδμινάτορες αν νομίζουν ότι πρέπει να μπει σε άλλη συζήτηση.

Εύα

Ενδιαφέρον άρθρο, αναφέρει και το Ρεμπέτικο Φορουμ από το μακρινό 1997… Τα αγγλικά του είναι δύσκολα, με λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σπάνια. Epater le bourgeois… Θέλει λεξικάκι.
Εαν κατάλαβα καλά μεταξύ άλλων ενδιαφέρεται για την επίδραση των δισκογραφικών εταιριών στην ονομασία ρεμπέτικα. Καθόλου κολακευτικά τα σχόλια του για δημιουργούς του ρεμπέτικου όσον αφορά τη σχέση τους με το χρήμα, σύμφωνα με τις προσωπικές του εμπειρίες.

The rebetes whom I interviewed in 1972, including the legendary Markos Vamvakaris, Stelios Keromytis, Vasilis Tsitsanis and Μichalis Yenitsaris, were far from loath to discuss rebetika as commodity. Indeed, I was a little disappointed to find that these artistic advocates of prodigality were quite preoccupied with the commerce of their art. Cynically dismissive of theories about immaterial aspects of their art, they never tired of discussing the material gains which had either accrued to them through their art or had been denied them by competitors and disloyal collaborators

Αφήνει στο τέλος ανοιχτό ένα προβληματισμό : τα ρεμπέτικα, αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, στην πραγματικότητα ήτανε πάντα ένας υπηρέτης της δυτικής κουλτούρας/τρόπου ζωής.

“My concern here has been to establish a prima facie case for at least exploring the paradox, distasteful
to some devotees of the Greek Oriental Muse, that rebetika, the counterdiscourse par excellence to the Westernisation of Greece, has in reality always been the handmaiden of Western corporate culture.”

οπως λέει χαρακτηριστικά στο τέλος.

Μου φάνηκε σαν να αναρωτιέται: Ρε μπας και τα ρεμπέτικα από την εποχή της δισκογραφίας ήταν πάντα μέσα στο σύστημα, οι ρεμπέτες ήταν εμποράκοι του προϊόντος τους και ο όρος ρεμπέτικα ψιλοεπιβλήθηκε από τις εταιρίες;

Ευχαριστώ για τα σχόλια, Διόνυσε! Νομίζω ότι το θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση. Προσωπικά, δεν με εκπλήττει το γεγονός ότι οι δημιουργοί του ρεμπέτικου ενδιαφέρονταν και για το χρήμα. Επαγγελματίες μουσικοί ήταν οι άνθρωποι, πώς να μην νοιάζονται για τις αμοιβές τους και για τα δικαιώματά τους;

Υπάρχει μια (κατά τη γνώμη μου) κάπως λαθεμένη άποψη ότι η εμπορικότητα πάντα βλάπτει την ποιότητα ή, ανάστροφα, ότι ένα τραγούδι που γράφεται με “αγνές”/μην εμπορικές διαθέσεις είναι πάντα ποιοτικό. Μπορεί ένας προικισμένος μουσικός/συνθέτης να κάτσει να γράψει ένα “σουξεδιάρικο” ή “πιασάρικο” τραγούδι, που στην πορεία του χρόνου να αναδεικνύεται διαχρονικό και κλασσικό. Π.χ., ο σκοπός των ιδιοκτήτων της εταιρίας Tamla Motown ήταν να παράγουν σουξέ, για αυτό λεγόταν και Hitsville…όμως με αυτά τα εμπορικά κατασκευάσματα (όπως τα ονόμαζαν οι κριτικοί κάποτε), οι συνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές της Tamla Motown άφησαν μια πολύ σπουδαία κληρονομιά στο χώρο της Αμερικάνικης μουσικής. Σίγουρα, στη σημερινή εποχή έχουν παραγίνει τα πράγματα, όταν άνθρωποι εντελώς ατάλαντοι γίνονται σταρ και κερδίζουν εκατομμύρια, γιατί έχουν πίσω τους έναν εμπορικό μηχανισμό με όλα τα μέσα της μάρκετιγκ.

Ελπίζω να καταλάβατε τι ήθελα να πω!

Εύα

Θα ήθελα να αναδείξω έναν άλλο παράγοντα που δεν αναφέρεται στο άρθρο του Στάθη, εκτός κι αν μου ξέφυγε: ο παράγοντας πίεση.
Πολλά μεγάλα έργα έγιναν κάτω από συνθήκες πίεσης. Συνθέτες που έπρεπε να γράψουν μια όπερα, συγγραφείς που έπρεπε να γράψουν ένα βιβλίο κλπ. Πολλά είναι τα παραδείγματα.

Από βιογραφίες ορισμένων καλλιτεχνών αυτής της περιόδου βλέπουμε ότι πολύ συχνά δούλευαν κάτω από συνθήκες πίεσης. Ολη νύχτα στο κέντρο, το πρωί στο στούντιο για ηχογράφηση κλπ. Ο Ζαμπέτας το αναφέρει αλλά και άλλοι.

Η καλλιτεχνική δημιουργία για να βγει μερικές φορές θέλει πίεση. Επειδή λοιπόν είχαν μπει στο σύστημα των δισκογραφικών έπρεπε και να παίζουν και να δημιουργούν. Επομένως συμφωνώ μαζί σου Ευα ότι το να μπαίνεις σε τέτοια λούκια δεν είναι απαραίτητα κακό για την τέχνη.

Μάλιστα θα τολμήσω να πω ότι τα ρεμπέτικα τραγούδια άρχισαν να φθίνουν δημιουργικά από τη στιγμή που δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτα όπως πριν από τις εταιρείες.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αγιοποιώ τις εταιρείες, γιατί γνωρίζουμε καλά ότι κυρίως το κέρδος ήταν το κινητρό τους. Ομως αν θέλουμε να κάνουμε μία ουσιαστική θεώρηση δε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι μαζί με το ρεμπέτικο βάδισαν χέρι χέρι.

Είναι πολύ χρήσιμο αυτό που κάνει η Eva που ξετρυπώνει με τα ψαξίματά της διάφορα pappers που, δυστυχώς, αυτοί που τα γράφουν δε μπαίνουν ποτέ στον κόπο να τα μεταφράσουν και στα ελληνικά, αφήνοντας τις συζητήσεις για το Ρεμπέτικο να ανακυκλώνονται στα ίδια και τα ίδια. Σα να απαξιούν…

Σαν ένα απ΄τα πιό μεστά που έχουν γραφτεί θεωρώ πως είναι το

Pappas, Nicholas G.
Concepts of Greekness: The Recorded Music of Anatolian Greeks after 1922
Journal of Modern Greek Studies - Volume 17, Number 2, October 1999, pp. 353-373

Κύρια γιατί η γλώσσα του, ή καλύτερα τα νοήματα που μεταφέρει η γλώσσα του, είναι σε ζεστό κι ανθρώπινο επίπεδο.

Με το συγκεκριμένο που βρήκε η Eva, εκνευρίστηκα αρκετά, τεντώνοντας τις περιωρισμένες γνώσεις μου στα αγγλικά.
Η όλη διάθεση του κειμένου μου θύμισε λίγο τα παιδιά που ανακαλύπτουν κάποια στιγμή ότι δεν υπήρχε ο Άγιος Βασίλης… Είναι σημαντικό όμως και χρήσιμο σα θέμα.

Αυτό που φράφει η Eva, ότι ”για πολλούς ξένους ειδικά, η υποτιθέμενη αντι-εξουσιαστική και “ρέμπελη” όψη του ρεμπέτικου είχε πάντα μια ξεχωριστή αίγλη ”, όντως ισχύει. Το βλέπει κανείς φανερά, για παράδειγμα, στο Rebetiko Google Groups.
Βλέπει την ανάγκη ανθρώπων που ζουν σε απόλυτα ρυθμισμένες κοινωνίες που προσπαθούν να κατευνάσουν τα ανθρώπινα πάθη, να εκκενώσουν τους πολίτες τους, κάνοντάς τους υπάκουους καταναλωτές.

Τα ”δήθεν” αντι-καπιταλιστικά μηνύματα κάποιων Ρεμπέτικων, ούτε εγώ τα πήρα ποτέ στα σοβαρά.
Θα μπορούσα αμέσως να ξεχωρίσω περιπτώσεις σαν αυτή του Γιοβάν Τσαούς ή του Φραγκίσκου Ζουριδάκη

(http://www.google.se/imgres?imgurl=http://i4.ytimg.com/vi/o4tzlWXHRK4/default.jpg&imgrefurl=http://www.youtube.com/user/variemai86&usg=__7FJ5guhxKVmHsx0IuSLef7Y5jho=&h=90&w=120&sz=2&hl=sv&start=25&zoom=0&itbs=1&tbnid=Xt_rGmw5Ed_JIM:&tbnh=66&tbnw=88&prev=/images%3Fq%3D%CE%A6%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%82%2B%CE%96%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82%26start%3D20%26hl%3Dsv%26sa%3DN%26gbv%3D2%26ndsp%3D20%26tbs%3Disch:1

και κάποιων λίγων ακόμα που δε θέλησαν να μπουν στο παιχνίδι.

Το κατά πόσο ο Μάρκος ή ο Τσιτσάνης αδιαφορούσαν για το χρήμα, αφήνω σε σας να το κρίνετε.

Το ρητό ”το χρήμα πολλοί εμίσησαν, την δόξα ουδείς”, είναι σχετικό και παραπλανητικό. Πιό σωστά θά΄ταν να λέγαμε, ”και τα δυό τα θέλουν όλοι” ή, ”όταν δεν υπάρχουν ευκαιρίες να βγει χρήμα, ικανοποιούμαστε με τη δόξα”.

Ας μη ξεχνάμε πως, σε νεανικές ηλικίες πολλά λέει κανείς. Όταν όμως περνούν τα χρόνια και σγίγγουν τα πράγματα, ξεχνάμε τα πιό πολλά απ΄ αυτά που λέγαμε.

Όταν ο Τούντας έβγαζε το τραγούδι ”Φτώχεια μαζί με την τιμή”, είχε ο ίδιος τις τσέπες του γεμάτες από λεφτά.
Όταν ο Μάρκος έβγαλε το ”Όσοι εχουνε πολλά λεφτά”, που τόοοσο πολύ αρέσει, μπορεί να το πίστευε κι ο ίδιος. Αργότερα όμως υπόφερε από ανέχεια και τον κατάκλυσε η πίκρα.
Όσο για τον Τσιτσάνη, δεν άφηνε τίποτα να του ξεφύγει…

Καθόλου δε τους κατηγορώ. Δώσαν τη ζωή τους ολόκληρη γι αυτή την υπόθεση κι άφησαν λαμπρό έργο.
Ας μη κοροϊδευόμαστε όμως…

Για το άρθρο του Gauntlett.
Κινείται στα όρια της πρόκλησης και της προσβλητικότητας.

Κώστα.
Για να είναι σήμερα κάποιος τάχα υπεράνω των “χυδαίων υλικών αγαθών”, σημαίνει ότι είτε έχει λύσει το οικονομικό του πρόβλημα και μας πουλάει θεωρία και μικροαστίλα, ή έχει πρόβλημα αντίληψης της πραγματικότητας.
Το ότι ο Μάρκος αντιλαμβάνεται, πχ στο “πορτοφόλι”, ότι δυστυχώς έτσι γίνεται η δουλειά σήμερα, τον καθιστά αυτομάτως “αφομοιωμένο” από το σύστημα;

Δηλαδή για τους τόσους και τόσους καλλιτέχνες (και όχι μόνο) που έφαγαν όχι μόνο τα… παρορμητικά τους νιάτα, αλλά και τα βαθιά τους γεράματα στην θυσία, τί να πούμε; ότι πιάστηκαν κορόιδα ή μήπως ότι ήταν υπεράνθρωποι; για να μην αρχίσω για τους τόσους και τόσους συνειδητά στρατευμένους καλλιτέχνες (και όχι μόνο) στο σήμερα.

Πάμε γι’ άλλα.

Τόσο περίεργο είναι που ο Τούντας (μιας και χρησιμοποιήθηκε) επηρεάστηκε από τις μεγάλες αλλαγές (οργάνωση-άνοδος εργατικού κινήματος) της εποχής εκείνης; Τί διαπιστώνουμε; το αυτονόητο: ο Τούντας, όπως και ο κάθε δημιουργός, είναι παιδί της εποχής του. Το αν ήταν εργάτης ο συγκεκριμένος ή όχι, λίγη σημασία έχει για την κουβέντα μας και λίγη σημασία έχει γενικά (ο συγκεκριμένος δεν ήταν).

Το ρεμπέτικο ως καλλιτεχνική έκφραση της εργατικής τάξης στον Πειραιά και αλλού, βεβαιότατα κουβαλούσε μέσα του και αντανακλούσε κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που συνέβαιναν την εποχή εκείνη. Θα μπορούσε αυτή η μεταφορά να είναι ομοιογενής ή πιστή, ή πολιτικά συνεπής; εννοείται πως όχι. Και όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό δε έχει καταλάβει τί πάει να πει αστικό λαϊκό τραγούδι, και πώς διαμορφώνεται η συνείδηση της εργατικής τάξης. Από την άλλη, όποιος το χρησιμοποιεί αυτό για να βγει στο απέναντι συμπέρασμα, κάτι χάνει πάλι.

Γειά σου Πάνο,

Ευχαριστώ για τη συγκρατημένη απάντηση.
Ας πω πρώτα ότι, οι παρακάτω γραμμές μπορεί να είναι βαρετές, μίζερες και μιά απ΄τα ίδια… Πιστεύω όμως και ελπίζω να έχουν μιά γενικότερη ισχύ.

Ας δοκιμάσω δυό γενικότερες σκέψεις.
Η πρώτη, έχω την εντύπωση ότι παντού, όταν κάποιος εκφράζει κάποια άποψη και εμπλέξει το όνομα του Μάρκου, έστω και με ελάχιστη κριτική διάθεση, δημιουργούνται σπίθες στην ατμόσφαιρα.

Η δεύτερη, πως όταν μιλάμε για το Ρεμπέτικο, μιλάμε συνήθως βλέποντάς το ”από μέσα”. Θέλω να πω, προσπαθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα που είναι, από χέρι, αναμειγμένα με την αγάπη μας γι αυτό, με μιά πολιτική ιδεολογία, με τον όποιο θερμό φανατισμό μας και, με μιά ακλόνητη πίστη στα είδωλα του Ρεμπ.
Εγώ, με τη σειρά μου, είμαι επίσης εκτεθειμένος σ΄αυτά, αλλά βάζω ακόμα έναν παράγοντα. Αυτόν των ανθρώπινων μηχανισμών που επαναλαμβάνονται, λίγο πολύ, σε κάθε γενιά.

Όχι, δεν άφησα να εννοηθεί ότι τον Μάρκο τον αφομοίωσε το σύστημα. Έγραψα,

Όταν ο Μάρκος έβγαλε το ”Όσοι εχουνε πολλά λεφτά”, που τόοοσο πολύ αρέσει, μπορεί
να το πίστευε κι ο ίδιος. Αργότερα όμως υπόφερε από ανέχεια και τον κατάκλυσε η πίκρα.

Ο Μάρκος, μέχρι το τέλος του, υπήρξε μιά καλή καρδιά. Μιά καρδιά που δε μπορούσε να προσαρμοστεί στις καταστάσεις που άλλαζαν.

Γενικά, σ΄ότι αφορά τη προσαρμογή μας σε κάτι υπάρχει το, ”θα ήθελα ίσως, αλλά δε μπορώ”. Ξέρω να φτιάχνω τον καφέ μ΄ένα τρόπο που είναι ο δικός μου τρόπος και δε θέλω να μπω σε διαδικασίες να τον φτιάξω μ΄άλλες μεθόδους.
Το ”δε θέλω” μπορεί να είναι έλλειψη προσωπικής ευελιξίας, ή αδυναμία, ή πείσμα, ή συνειδητή άποψη.

Ο Μάρκος λοιπόν δεν άλλαξε και τέλειωσε στην όποια στέρηση. Είχε όμως όνειρα. Το 1936, σε ηλικία 31 χρονών, χτύπησε το τραγούδι ”Στο Χόλυγουντ”. Να μερικοί από τους στίχους:

Θα πάω στην Αμερική και πλούτη θʼ αποχτήσω,
Αμερικάνους και Ρωμιούς να τους ευχαριστήσω…

Ακόμα και στο Χόλυγουντ θα βάλω το ποδάρι
που ʽναι στρωμένο μάλαμα κι όλο μαργαριτάρι…

Ένα χρόνο νωρίτερα έχει χτυπήσει το ”Αν μ΄αξιώσει ο Θεός” (λεφτά και αποκτήσω)

Όταν ο Μάνος Χατζηδάκης έδωσε εκείνη τη διάλεξη ο Μάρκος ήταν 44 χρονών.
Ας κάνουμε κάποιες αστείες υποθέσεις. Αν τα πράγματα ήταν αλλιώτικα τότε και έμπαινε σε μεγάλα μαγαζιά και συνέχιζε η ανταπόκριση και πήγαινε και στην Αμερική, πώς άραγε θα αντιδρούσε;

Τέτοια όμως δεν έγιναν και πορεύτηκε στο δρόμο που ήξερε και τον έπαιρνε.
Η χειρότερη, για μένα, στιγμή του ήταν όταν αναγκάστηκε να πει τα παρακάτω λόγια στο δίσκο 33 στροφών “Μάρκος Βαμβακάρης- 40 χρόνια”:

Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που ετραγούδησα γιά πρώτη φορά, με το γλυκό μπουζούκι μου, μπροστά σε χωνί φονογράφου. Το θυμάμαι καλά. Ήταν ο φονόγραφος της ODEON. Και ήρθαν όμορφες εποχές, και ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως, όλο κι έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Έλεγα: κάλιο, Μάρκο, να σβύσεις όρθιος, ζωντανός, με ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα, μετά από 40 χρόνια, με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου τα ωραιότερα κι εγώ, άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σα βάλσαμο στην πονεμένη και πικραμένη ψυχή του Μάρκου…

Θυμάμαι, όταν το πρωτάκουσα, πόσο με πλήγωσε. Μου χαλούσε την εικόνα που είχα γι αυτόν, αυτή η σχεδόν ζητιάνικη ευγνωμοσύνη. Δε στρέφομαι εναντίον του, τον καταλαβαίνω. Είναι η ζωή έτσι και πως μας κάνουν. Μας χτυπάνε ακατάπαυστα, μας διαλύουν την προσωπικότητα, μας κλέβουν την αξιοπρέπεια, μας κάνουν να αισθανόμαστε ευγνώμονες, δίνοντάς μας κουρέλια και μπουκιές.

Για την περίπτωση Τούντα, ότι ”χρησιμοποιήθηκε”. Ναι, όλοι μας χρησιμοποιούμαστε με κάποιο τρόπο. Μέσα απ΄αυτη τη συλλογιστική κι ο Μάρκος χρησιμοποιήθηκε. Τό΄ξεραν και συνέχισαν.
Ο Β. Παπάζογλου όμως;
Ο Γρηγόρης Ασίκης που συνέχισε αλλά ”τά΄χωνε” όπου μπορούσε;

Η περίπτωση Παπάζογλου είναι η πιό πειστική.
Μπορούσε, τον ήθελαν, δε τό΄κανε, προτίμησε τη φτώχεια και τη πεισματάρικη και περήφανη πίστη στις αρχές του.

Για τους στρατευμένους που λες, έχω ανάγκη να τηρούν τις παραπάνω προδιαγραφές για να με πείθουν. Κύρια το, μπορώ, με θέλουν, αλλά δε το κάνω.

Για τους υπόλοιπους κρατάω πισινή.

Κατά τ΄άλλα, δεν έχω βασικές διαφωνίες μ΄όσα λες.

Φιλικούς χαιρετισμούς.
Κ. Λαδόπουλος

Βρήκα επιτέλους το χρόνο να διαβάσω το άρθρο του Gauntlett. Είναι ένας πολύ σοβαρός μελετητής αλλά σε αυτό το άρθρο δεν επιβεβαιώνει (φυσικά, κατά τη γνώμη μου) τον προσδιορισμό αυτό.

Ο G. προσπαθεί, βασιζόμενος σε κάποια στοιχεία που βρήκε στα αρχεία της αγγλικής Grammophone και σε αντίστοιχα των αντιπροσώπων της στην Ελλάδα, να αποδείξει ότι το Ρεμπέτικο, ως είδος τραγουδιού, ενδυναμώθηκε και έγινε “Νο 1” στην Ελλάδα, όχι επειδή βρήκε ανταπόκριση στο αγοραστικό κοινό (αυτό δεν φαίνεται να του πέρασε από το νου) αλλά επειδή έτσι το θέλησε η “μαμά” εταιρία της Αγγλίας. Δεν θα μπώ σε λεπτομέρειες, όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει το άρθρο και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Όμως, τα στοιχεία που παρουσιάζει ο G. δεν αρκούν, με τίποτα, για να στηρίξουν τη θέση αυτή. Κοντολογής, βασιζόμενος στην εμπορική αλληλογραφία (τριμηνιαίες / ετήσιες εκθέσεις δραστηριότητας) και σε επισκέψεις υψηλόβαθμων στελεχών, θεωρεί ότι το “ρεμπέτικο” προωθήθηκε λόγω εμπορικής πολιτικής των Άγγλων. Του ξεφεύγει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα ρεμπέτικα έγιναν Νο. 1 από την τεράστια ανταπόκριση που βρήκαν στο λαϊκό κοινό, φυσικά μέσω των καφενείων και των γραμμοφωνιτζήδων αφού η κατανάλωση δίσκων, που ξαναγοράζονταν και ξαναγοράζονταν λόγω φθοράς στις ταβέρνες και τις υπαίθριες συγκεντρώσεις γλεντζέδων ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των αστών, που αγόραζαν βαλσάκια, ταγκό και οπερέτες για τις εκδηλώσεις στα (στεγασσμένα) σαλόνια των σπιτιών τους.

Βρήκα την αναφορά του Innes που μνημονεύεται στο άρθρο του Gauntlett, και παρόλο που ο άνθρωπος σε μερικά σημεία φαίνεται να πάσχει από μια αφόρητη γκρίνια (τον καημένο τον Κισσόπουλο τον κάνει λιώμα!), είναι ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο που λέει πολλά για τις προτιμήσεις του ελληνικού κοινού και για την πρόοιμη δισκογραφία. Όπως επισημαίνει ο Νίκος, τα ρεμπέτικα και οι μανέδες είχαν μεγάλη αναπόκριση στο λαϊκό κοινό, κάτι που φαίνεται σε αρκετά σημεία της αναφοράς του Innes.

Το κείμενο είναι παρμένο από την ιστοσελίδα του Hugo Strötbaum, που θα πρέπει να είναι ο περίφημος “Ούχο”!

http://www.recordingpioneers.com/index.html

Εύα

Είναι πολύ εύκολο ζώντας σε μια εποχή και σε μια κοινωνία όπου το 80% των θανάτων οφείλονται στη κατάχρηση τροφής (υπερφαγία) και θρεπτικών συστατικών (παχυσαρκία, χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, αρτηριακή πίεση κλπ κλπ….) να κρίνεις ανθρώπους που έζησαν σε μια εποχή όπου η πείνα ήταν η πρώτη αιτία θανάτου. Αν δε βρεθείς σε τέτοιες καταστάσεις δε μπορείς εύκολα να καταλάβεις. Το αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης είναι το πιο δυνατό από όλα τα άλλα. Όπου άνθισε η τέχνη γενικά εκτός ορισμένων εξαιρέσεων ήταν βγαλμένη από χορτάτα στομάχια. Στη εποχή της Αναγέννησης όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες (συνθέτες, μουσικοί, ζωγράφοι, γλύπτες κλπ) είχαν τους υψηλούς τους προστάτες από όπου αντλούσαν χρήμα δόξα και μέσω αυτών και αναγνώριση. Ιδίως όταν είσαι οικογενειάρχης και έχεις να μεγαλώσεις και παιδιά δε αγνοείς καθόλου το χρήμα, μάλλον το κυνηγάς άσχετα με το επάγγελμα σου, διότι και οι μουσικοί του ρεμπέτικου ήταν στη πλειοψηφία τους επαγγελματίες μουσικοί. Ας μη ξεχνούμε τέλος, ότι εκεί που έπαιζαν δε ήταν συγκεντρώσεις της φιλοπτώχου αδελφότητος Πειραιώς και ότι οι θαμώνες που σύχναζαν εκεί δε ήταν μαθητές και μαθήτριες του κατηχητικού. Ήταν χώροι όπου κυκλοφορούσε χρήμα προερχόμενο από λαθρεμπόρια, εμπόριο λευκής σαρκός και κάθε λογής παρανομία. Έλα τώρα να παίζεις σε τέτοιο περιβάλλον όπου κατά τη ομολογία των ιδίων των ρεμπετών παρόλη τη πείνα, στα κέντρα διασκέδασης υπήρχε αφθονία φαγώσιμων, να σχολάσεις και πηγαίνοντας σπίτι σου να προσπεράσεις και 2-3 πτώματα στο δρόμο ανθρώπων που πέθαναν από πείνα, και να πεις: όχι εγώ δε θα ακολουθήσω το σύστημα, θα αφήσω και εγώ τη οικογένεια μου να πεινάσει, δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα, δε πουλιέμαι κλπ κλπ ωραία και ρομαντικά… Δεν τους βάζουμε καλύτερα και φωτοστέφανα τους ανθρώπους;….Σκέφτεται έτσι ρομαντικά κάποιος μόνο για κάτι που κάνει σαν χόμπι και όχι για το επάγγελμα του. Όλοι από το επάγγελμα μας θέλουμε να βγάλουμε όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα.

Σωστές οι τοποθετήσεις σου Αυγουστή εκτός από αυτή κατά τη γνώμη μου. Υπάρχουν πολλοί επαγγελματίες που διατηρούν ρομαντισμό και στο επάγγελμά τους. Και πιστεύω επίσης ότι υπάρχουν και πολλοί επαγγελματίες που έχουν ένα προσωπικό όριο το οποίο δεν το ξεπερνάνε ακόμα κι αν μπορούν να βγάλουν περισσότερα χρήματα. Κατά τα άλλα συμφωνώ για τις συνθήκες που περιέγραψες αν και από ένα σημείο και μετά, στα κέντρα διασκέδασης άρχισαν να έρχονται και ο πολύς ο κόσμος συμφωνα με γενική ομολογία.

Συγνώμη Διόνυσε που δε το ξεκαθάρισα ίσως διότι το θεωρώ σαν δεδομένο. Φυσικά στα αποδεκτά νομικά και κυρίως ηθικά όρια. Όχι να κάνουμε λεφτά ασχολούμενοι με κατακριτέες μεθόδους η θέματα και επειδή κάποιος μπορεί να πει και τι είναι αυτά τα κατακριτέα; έτσι άμεσα μου έρχεται στο μυαλό η παιδική πορνογραφία. Αλλά αν για παράδειγμα είμαι φανατικός τρίχορδος μπουζουξής με μεροκάματο 50 ευρώ και μου προτείνουν να παίξω με τετράχορδο για ένα μήνα και να πάρω 1000 θα το κάνω ):. Έτσι για να με λιθοβολήσετε…

Η έκθεση του Innes απλά επιβεβαιώνει αυτά που ήδη ξέρουμε και που έλεγα και παραπάνω. Ο άνθρωπος έμεινε στην Αθήνα (αλλά ταξίδεψε και επαρχία) πάνω από δυο μήνες και αυτό που συνέστησε στον Κισσόπουλο (τότε αντιπρόσωπο της His Master’s Voice) ήταν να διευρύνει το τμήμα του καταλόγου των δίσκων με ηχογραφήσεις “ρεμπέτικων”, αφού είδε ότι αυτά πουλάνε και όχι οι οπερέτες και ο Μπράμς. Ο Innes κατηγορεί τον Κισσόπουλο ότι δεν παρακολουθεί τη ντόπια λαϊκή μουσική σκηνή, καφέ αμάν κλπ. ώστε να “μυριστεί” ποιοί καλλιτέχνες, συνθέτες ή ερμηνευτές, είναι σε ανερχόμενη τροχιά και να τους κλείσει εγκαίρως για ηχογραφήσεις. Αλλά το ίδιο παρατηρεί και για το ξένο ρεπερτόριο, αφού ο Κισσόπουλος “δεν πηγαίνει ποτέ θέατρο ή σινεμά” και επομένως δεν ενημερώνεται για τα καινούργια σουξέ των ταινιών και του μουσικού θεάτρου, που ηχογραφούνταν με ελληνικούς στίχους από τις ανταγωνίστριες εταιρίες. Αυτό λοιπόν που λέει ο Gauntlett, ότι το ρεμπέτικο είναι ένα “κατασκεύασμα του μάρκετινγκ” των εταιριών δίσκων, μόνο απευθείας απ’ το μυαλό του μπορεί να το έχει βγάλει.