Το sex στο "ρεμπέτικο"...

Από την αρχή δηλώνω ότι ο τίτλος “Το sex στο ρεμπέτικο” δε με αντιπροσωπεύει. Το έβαλα σα “κράχτη” γιά να το ανοίξουν περισσότεροι/ες. Ο κανονικός τίτλος είναι: "Ο αισθησιασμός στο “ρεμπέτικο”.

Το “ρεμπέτικο” στάθηκε ένα τολμηρό είδος τραγουδιού. Δε δίστασε να μιλήσει γιά καταστάσεις δύσκολες, γιά ταμπού, γιά πράγματα που δε θέλαμε να τα βλέπουμε και στρουθοκαμηλίζαμε. Αυτό ομολογείται απ΄όλες τις πλευρές. Ταυτόχρονα όμως, αυτό είναι μιά κουλτουριάρικη αντιμετώπιση. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν λαϊκοί. Βρέθηκαν να ζουν σε μιά εποχή πολύ δύσκολη αλλά δημιουργική (στο μεσοπόλεμο φυσούσαν άνεμοι δημιουργίας σ΄όλη την Ευρώπη), με ανακατατάξεις που δημιουργούσαν ένα κενό εξουσίας και μίλησαν με τη γλώσσα τους, αυτή που είχαν.
Υπάρχει όμως μιά πλευρά στην οποία στάθηκαν προσεκτικοί και μετρημένοι. Στο θέμα του ερωτισμού μέσα στα τραγούδια. Ενώ η εποχή, γιά διάφορους λόγους (που θίγονται στο www.elkibra-rebetiko.blogspot.com) “ευνοούσε” τις “ελεύθερες” σχέσεις και τις “αλλαγές ερωτικών συντρόφων” μέσα στη νεολαία (νεολαία με σημερινά κριτήρια), οι στίχοι κρατήθηκαν σ΄ένα προσεκτικό επίπεδο. Υμνήθηκε ο έρωτας και όλα τα παρεπόμενά του, αλλά δε πέρασαν σε στίχους φτηνού ερωτισμού.

Υπάρχουν ελάχιστα τραγούδια που μπαίνουν ανοιχτά σ΄αυτή την περιοχή. Ελάχιστοι το τόλμησαν, ίσως και γιατί δεν ήξεραν πως ακριβώς. Κι αυτοί οι ελάχιστοι ήταν Μικρασιάτες, αν δε μού΄χουν ξεφύγει κάποια τραγούδια από την επόμενη στάση. Αυτοί οι ελάχιστοι κινήθηκαν σε δύο επίπεδα:

  1. σ΄αυτό του “πονηρού”, μ΄ένα τρόπο που θυμίζει τα νέα αγόρια και τους ώριμους άντρες που συνεχίζουν να “γαργαλάν” και να “γαργαλιούνται” με σεξουαλικά υποννοούμενα, και εννοώ την περίπτωση του πολύ ταλαντούχου και πολυδιάστατου Παναγιώτη Τούντα και,

  2. κάποιον άλλον που “τόλμησε” αλλιώς. Εννοώ την περίπτωση του φίνου μάγκα, Βαγγέλη Παπάζογλου. Αυτός μπήκε σ΄αυτή την περιοχή χωρίς τζιριτζάντζουλες, με τον κάθετο και περήφανο τρόπο που τον διέκρινε. Αυτός ο άνθρωπος είχε το δικό του μπαϊράκι. Δεν υπολόγιζε ισορροπίες, δεν έκανε παραχωρήσεις, δε “τό΄παιζε”. Ότι έκανε τό΄κανε άξια, έξυπνα, με γνώση και έμπνευση και προπάντων, περηφάνεια. Δεν έκρυβε, τά΄βγαζε όλα στη φόρα. Ήξερε, εκτός από μουσική, και να στιχοπλοκεί. Ήξερε να παίζει με τις λέξεις, να τις “στριφογυρίζει” τις λέξεις, να λέει αυτό που ήθελε και ταυτόχρονα, να κάνει τραγούδια που πουλούσαν, χωρίς να “νερώνει το κρασί του”.

Ο Παπάζογλου έγραψε, κατά τη γνώμη μου, κάποια ελάχιστα, αλλά" αισθησιακά" ρεμπέτικα. Το πιό “αισθησιακό” - ενώ μπορεί να μη του φαίνεται - είναι το “Βάλε με στην αγκαλιά σου”.
Οι στίχοι του είναι οι παρακάτω:

Βάλε με στην αγκαλιά σου
γιά να κοιμηθώ κοντά σου
Βάλε με, φως μου, βάλε με,
και πριν να φέξει, βγάλε με.

Μη φοβάσαι τη μαμά σου
βάλε με στην κάμαρά σου.

  • Βάλε με, παιδί μου!
    Βάλε με φως μου, βάλε με και πριν να φέξει, βγάλε με.

Βάλε με απ΄το πορτί σου,
για να κοιμηθώ μαζί σου.
Βάλε με, φως μου, βάλε με και πριν να φέξει, βγάλε με
βάλε με, φως μου, βάλε με, κι απ΄την μάντρα, βγάλε με.

Τώρα θα μου πείτε, πού το βλέπω το αισθησιακό; Το τραγούδι δε λέει κάτι ιδιαίτερο που δε το λένε άλλα τραγούδια.
Ακούστε το πρώτα. Γιά να τ΄ακούσετε όμως, σας παραπέμπω στο www.elkibra-rebetiko.blogspot.com γιά να μη βάλω σε δύσκολη θέση το rebetiko forum. Μετά, μπορείτε να διαβάσετε τη συνέχεια αυτού του γραφτού εκεί…

Σ΄ευχαριστώ, Αντώνη, που απάντησες και πέρασες τους στίχους.

Ακριβώς!
Υπάρχει ένας συγκρατημένος αισθησιασμός και στο στίχο, τον οποίο δεν συναντάμε εύκολα σε τραγούδια (ακόμα και στα δημοτικά ή στα “ελαφρά” ) της ίδιας εποχής.
Υπάρχει και ερωτισμός και αισθησιασμός, αλλά δίνονται με τρόπο λιτό, απέριττο.
Είναι η εσωτερική δύναμη του στίχου που συγκλονίζει, επομένως δεν χρειάζεται τίποτε το κραυγαλέο, για να σταθεί.
Αυτή η αυτοσυγκράτηση στο στίχο είναι που δίνει τη θέση στην εικονοποιητική δύναμη και στη φαντασία…
Όσο για το ποιος είναι πιο τολμηρός… εγώ θα έλεγα πιο ερωτικός…
Ο Μάρκος: Η “Αγγελοκαμωμένη” του είναι από τα πιο μεστά ερωτικά τραγούδια που μπορεί να βρει κανείς. Αλλά και τα υπόλοιπά του, δεν υστερούν καθόλου. Πόσο ερωτισμό εκπέμπουν τα “Μπλε παράθυρα” , η “Αλάνα Πειραιώτισσα”, π.χ…
Αλλά, και το “Μαγκαλάκι” του Χατζηχρήστου και η “Αρχόντισσα” του Τσιτσάνη;

“Δε με θέλεις πια”, (1933) Δ. Σέμσης - Άγγελος Ραφτόπουλος. Ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ.
Περιγραφή προσωπικών και τολμηρών, για την εποχή εκείνη, ερωτικών στιγμών! Η συνεισφορά μου στο γλυκύτατο άρθρο του Κώστα. :063:

Ξημερώνει και βραδιάζει και με τρώει το μαράζι,
μα εσένα δε σε νοιάζει, γέννηκες κακιά.

Σαν περνώ απ’ τη γειτονιά σου, βλέπω στα παράθυρά σου
και μου λέγεις άντε χάσου, δεν σε θέλω πια!

Σ’ αγαπώ κι εσύ θυμώνεις κι όλο θες να με μαλώνεις,
δε λυπάσαι που με λιώνεις, αχ, δεν θυμάσαι τα παλιά μας,
τα λυσσάρικα φιλιά μας, τα μεθύσια τα τρελά μας, αχ,
όλα ήταν μια ψευτιά και δε με θέλεις πια.

Ποιος σε έχει ξεμυαλίσει κι από με σ’ έχει χωρίσει
να το ξέρεις δεν θα ζήσει, μα την Παναγιά!

Το μπελά σου μη γυρεύεις, θα’ ρθει η μέρα που θα κλαίγεις
σαν ακούγω όταν μου λέγεις δεν σε θέλω πια.

Mάλλον όμως με παρεξήγησες. Δεν εννοώ ερωτικούς στίχους. Εννοώ στίχους που παραπέμπουν στον αισθησιασμό και στον ερωτισμό. Στη σαρκική απόλαυση και όχι στον έρωτα. Ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Χατζηχρήστος, ούτε ο Τσιτσάνης έγραψαν τέτοια τραγούδια. Γράψαν ερωτικά. Δίνω ακόμα ένα παράδειγμα στο www.elkibra-rebetiko.blogspot.com. To “Θάρθω, κούκλα μ΄, στη μαμά σου” του Τούντα, με τη Ρόζα.

Ναι, κατάλαβα! Τα λυσσάρικα φιλιά όμως δίνουν το στίγμα τους!

Νομίζω πως τα μεταπολεμικά διασκεδαστικά τραγούδια του Τσιτσάνη ‘‘Είμαι κόκορας κεφάτος’’ και ‘‘Ο φλώρος’’ έχουν πασιφανή σεξουαλικά υπονοούμενα. Το ότι πρωταγωνιστές αυτών των τραγουδιών είναι συμπαθή ζωάκια δίνει τη δυνατότητα για πονηρά,σεξουαλικά υπονοούμενα.
Ενδεικτικοί στίχοι από τον ‘‘Κόκορα’’:’’ κουκορίκο κοκοκό,κοκοκό κάνει κι η κότα,την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα!/Έλα,κότα μου,να πάμε μες στον κήπο μου να φάμε.Άσ’ τους άλλους τους κοκόρους κι από μένα τρώγε σπόρους’’.Κι από τον ‘‘Φλώρο’’ ‘‘Από γυναίκας πονηριά ο φλώρος δε γλυτώνει κι η καρδερίνα ένα πρωί μες στο κλουβί τρυπώνει.Πάει το πουλί μου πάει,η γαλιάντρα θα το φάει.’’

Καλημέρα, αν καλά κατάλαβα το περιεχόμενο των τραγουδιών που αναζητάς, μου΄ρχονται είδη μερικά πρόχειρα στο μυαλό. Ελπίζώ μόνο να θυμηθώ σωστά τους στοίχους, επειδή είμαι από ταξίδι κι άυπνη :
Ένα πειραιώτικο το :
ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΑ
(Ανέστης Δελιάς, Στράτος Παγιουμτζής ,1935)
Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα.
Να της ζητάω ένα φιλί και να μου δίνει δέκα.

Θυμήσου μια τον άντρα σου, θυμήσου και εμένα.
Δώσε μια του άντρα σου φιλιά, δώσε και μένα ένα.

Με λίγωσες απ’τα φλιά μες ΄τη θερμή αγκαλιά σου.
Και μ ’εκανες και γίνηκα κλειδί για την καρδιά σου.

Μ ’εσενανε που έμπλεξα κοντεύω να χτικιάσω.
Άλλαξε πια τη γνώμη σου, τα νιάτα μου θα χάσω .

Άλλο πειραιώτικο πάλι είναι του Σ. Παντελίδη :
Ο ΨΥΛΛΟΣ
[b] /b
Να ΄μουνα ψύλλος μάτια μου, αμάν, αμάν,
Παντού για να τρυπώνω
Το τρυφερό σου το κορμί να στο κεντώ με πόνο

Ψύλλος θα γίνω άσπλαχνη, αφού δε με λυπάσαι.
Και θα ’ρχομαι να σ ’ενοχλώ την ώρα που κοιμάσαι
-Αχ ψύλλε να΄ χα την χάρη σου!

Αχ, πες το ναι τσαχπίνα μου, αμάν, αμάν.
Για θα το μετανιώσεις .
Ψύλλος θα γίνω άπονη και δε θα μου γλιτώσεις

Ρε μη μου κάνεις τσαχπινιές και άσε τα γινάτια
Για σε και τίγρης θα γενώ για τα γλυκά σου μάτια
-Γεια σου ρε Ρίτα, γεια σου Νούρο μου!

Δύο κάπως παράτολμοι αμανέδες είναι αυτοί του Γιάνγκου
Ψαματιάνου ή Ψαματιάλη (1911) :
ΧΙΩΤΙΚΟΣ ΜΑΝΕΣ
Αχ, ας ήμουνα τι να ‘μουνα
Αμάν, αμάν, αμάν!
Αχ, ο γύρος του φουστανιού σου.
Να έσκυβα να έβλεπα
Την τρ… του …. Σου
-Έξω φτώχειες , γεια σας κοπέλες!
ΜΠΟΡΔΕΛΟ

Αμάν, αμάν, αμάν!
Αχ, τούτο κι αν αποφάσισα
Εγώ να σε προσβάλω .
Ααα! Εγώ να σε προσβάλω!
Αμάν μέσα στα σχέλια σου
Τον ψ… να βάλω
-Μπαρντόν βρε παιδιά, με συγχωρείται!
-Γεια σας κοπέλες!

Υπάρχουν κι άλλα πολλά που μου ‘ρχονται, αλλά κλείνουν τα ματάκια μου και λέω να ξεκουράσω μιαν στιγμή το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Καλημέρα:047:

Μου ήρθε μια σκέψη στο μυαλό και θα ήθελα να σας ρωτήσω με ποιό τρόπο παρουσιάστηκε το θέμα “σεξ” στην ελληνική επιθεώρηση?
Κανόνικα (τουλάχιστον στον πολιτισμό μου) ο απλός λαός στην εποχή αυτήν στους δίσκους που ξέρουμε έχει εκφράσει τα πράγματα με τον παραπάνω τρόπο, δηαλδή έχει κάνει υπαινιγμούς ενώ οι πιο επαγγελματικοί που ήρθαν από μια άλλη στρώμα και που είχαν ένα άλλο κοινό ήταν πιο καθαρά. Ήταν το ίδιο στην Ελλάδα?
Αυτό σίγουρα δεν σημαίνει ότι οι απλοί δεν είχαν “καθαρά” τραγούδια (ιδιαίτερα οι ρεμπέτες με την πλούσια ερωτική ζωή τους) μόνο που δεν το είπαν σε δισκογραφήσεις.

Και κάτι άλλο>
πως παρουσιάστηκε ο μάγκας στην επιθεώρηση? Ξέρω ότι ο Κούναδης το έχει μελετήσει, αλλά δεν έχω καιρό να το διαβάσω τώρα.

Χθες είδα σε μια εργασία ότι η ελληνική επιθεώρηση ήταν σαν θέατρο και ήταν πολύ καλή σε σχέση με της κοινωνικές συνθήκες, τις περιέγραψαν πολύ καλά. Είναι σωστή αυτή η γνώμη?

Τώρα, παιδιά, δε ξέρω αν υπάρχει άλλο “ψωμί” γι αυτό το θέμα. Νιώθω λιγάκι πως χαθήκαμε. γιατί μιλάμε γιά κάπως διαφορετικά πράγματα, ή διαφορετικές προσλήψεις εννοιών. Έχουμε μπει και στην περιοχή προσωπικής “χημείας” κι εκεί, δε βγαίνει άκρη. Είναι σα κάποιος/α να προσπαθεί να πείσει κάποιον/α άλλο/η ότι το τάδε κρασί είναι πιό εύγευστο από ένα δείνα. Δε γίνεται, είναι θέμα προσωπικής γεύσης, εμπειρίας στα κρασιά κλπ., κλπ. Πάντως, άλλα πράγματα είχα στο νου μου όταν έλεγα “αισθησιακά” τραγούδια.

Γιά να δώσω παραδείγματα, δε θεωρώ πως το “ρεμπετολαϊκό” “Είμαι κόκορας κεφάτος” του Β. Τσιτσάνη είναι αισθησιακό τραγούδι. Ας μη πέσουμε όμως και σε κατηγοριοποιήσεις που είναι, συνήθως, αχρείαστοι ακαδημαϊσμοί, νοητικές κατασκευές και προβολές του σήμερα στον κόσμο του χτες (κάτι που δεν είναι κακό, αλλά θέλει προσοχή).

Ο Τσιτσάνης σ΄αυτό το τραγούδι κάνει πλάκα πετώντας σεξουαλικά υπονοούμενα. Προσέξτε ότι, ίσως, αυτός ή η Νίνου, όταν τραγουδάνε μαζί το στίχο “την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα” (όπου το “τραβούσε” είναι επίτηδες επιλεγμένο από το στιχουργό Τσάκαλο γιά ν΄ακούγεται σα “γαμούσε”, ίσως ο ένας απ΄τους δυό τους να ψιλολέει “γ…”, αντί “τρ…”.

Το τραγούδι είναι του 1953. Το ρεμπέτικο ήταν ήδη πεθαμένο, άσχετα αν βγήκαν κάποια “μεταθανάτια” αριστουργήματα, κύρια απ΄τον Τσιτσάνη. Ωστόσο, η σελίδα έχει γυρίσει. Άλλος κόσμος πάει στα μαγαζιά, κόσμος νερουλός που θέλει να σπάσει πλάκα, που δε καταλαβαίνει γιατί ποτέ δε κατάλαβε. Ο Τσιτσάνης τα ξέρει όλ΄αυτά και σερβίρει και κάποιες “ολίγες”, γιά νά΄ναι όλοι/ες ευχαριστημένοι/ες.

Αυτό που νιώθω εγώ (μπορεί κάλλιστα να κάνω λάθος) είναι ότι, ο Τούντας χτυπούσε επιτυχίες πιάνοντας στον αέρα τι “τραβούσε”. Αν και όλοι αυτοί τη δουλιά έκαναν ή ήθελαν να κάνουν, να πουλήσουν δηλαδή, στην περίπτωση Παπάζογλου βλέπω κάτι ασυνήθιστα διαφορετικό. Μιά απόλυτη ισορροπία προσωπικής έκφρασης και εμπορικού αποτελέσματος.

Τέλος, με αισθησιακά τραγούδια δεν εννοώ όλα αυτά που έχουν άμεσα ή έμμεσα σεξουαλικά υπονοούμενα, φράσεις και λέξεις, σαν αυτές του χαμένου στην ομίχλη Ψαμαθιανού (που τον λατρεύω). Ακόμα και το πολύ όμορφο τραγούδι “Ο ψύλλος” που σωστά ανασύρθηκε και είναι πολύ παλιότερη μελωδία από τότε που τυπώθηκε στην Ελλάδα, έχει αυτό το φίνο εύρημα του ψύλλου που κεντάει, αλλά οι υπόλοιποι στίχοι πηγαίνουν σε γενικότερες περιοχές που είναι αρκετά συνηθισμένες στα τραγούδια της εποχής.

Ξαναγυρίζοντας σε κατηγοριοποιήσεις, που τις απεχθάνομαι, νομίζω πως, άλλο τα ερωτικά τραγούδια, άλλο τα αισθησιακά των Μικρασιατών, άλλο τα ρεμπέτικα ή ρεμπετολαϊκά με σεξουαλικούς υπαινιγμούς και κάτι άλλο, τα αλλέγκρα που κάνουν πλάκες με θέμα το sex.

πολύ φιλικά
elkibra

Τελικά ίσως δεν είχε άδικο ο Πετρόπουλος που χαρακτήριζε τα ρεμπέτικα ως ‘‘τα ηθικώτερα απ’ όλα τα είδη των νεοελληνικών τραγουδιών’’ και συνέχιζε ‘‘σε κανένα ρεμπέτικο,ποτέ,δεν αναφέρεται ούτε μια λέξη σεξουαλικού περιεχομένου.’’ Πάντως τείνω να συμφωνήσω με τον Κώστα ότι ο όποιος αισθησιασμός υπάρχει στο Ρεμπέτικο είναι πολύ πιο έντονος στη σμυρνέικη σχολή παρά στο πιο αυστηρό Πειραιώτικο.
Όσον αφορά το ερώτημα της Μάρθας για πιθανή σεξουαλική θεματολογία των επιθεωρησιακών τραγουδιών νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αυτά τα τραγούδια ήταν οργανικά δεμένα με κάποιο νούμερο της παράστασης,εξυπηρετούσαν την οικονομία ενός ελαφρού θεατρικού είδους που στόχευε όχι μόνο στην κάθε είδους επικαιρότητα,αλλά και να ‘‘γαργαλήσει’’,να προκαλέσει.Συνεπώς στην με παιχνιδιάρικη κι εύθυμη διάθεση επιθεώρηση,αλλά και στην οπερέτα, οι σεξουαλικές αναφορές είναι,σαφώς,πολύ περισσότερες σε σχέση με το Ρεμπέτικο.
Βασικό στοιχείο της επιθεώρησης είναι η παρουσία χαρακτηριστικών τύπων της καθημερινής ζωής.Ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους τύπους της νεοελληνικής ζωής είναι κι ο μάγκας,οπότε λογικό είναι να περάσει στη σκηνή και μάλιστα να πρωταγωνιστήσει σ’ αυτή.
Κατά κάποιο τρόπο το Ρεμπέτικο ,χάρη στη δυναμική και την απήχησή του,διεισδύει,θεματολογικά και μουσικά,στην επιθεώρηση.Και μέσα από τα επιθεωρησιακά νούμερα και τραγούδια θα αποδοθεί ,συχνά επιτυχώς, η φιγούρα του μάγκα,έστω και με κάποια υπερβολή και στυλιζάρισμα.

σ’ ευχαριστώ πολύ, Παναγιώτη!
Μήπως ξέρεις εσύ ή κάποιος άλλος αν στην οπερέτα “οι Απάχηδες των Αθηνών” τους δυο χαρακτεριστικούς τύπους τους είχαν δώσει τον όρο “μάγκες”?

Καλημέρα στη συνονόματη. Με τους «Απάχηδες των Αθηνών» έγινε το 1930 δημοφιλής ο Πέτρος Κυριάκος(1891-1984) ηθοποιός της επιθεώρησης και τραγουδιστής του ρεμπέτικου.
Ο Κουνάδης * υποστηρίζει, πως τον ρόλο τον είχε αναλάβει και έπαιξε με μοναδική επιτυχία ο Γ. Ιωαννίδης. Παρά το γεγονός ότι σ’ αυτό είχαν συμβάλει ο Ζ.Θάνος και ο Π.Κυριακός, η οριστική μορφή του μάγκα καθιερώθηκε στην επιθεώρηση από τον Ιωαννίδη,

Το ρόλο του μάγκα εννοούσα πριν. Sorry:230:

Υπόπτομαι ότι πολλές από τις γνωστές εικόνες του μάγκα που ξέρουμε από τα βιβλία πραγματικά είναι εικόνες απο της οπερέτας και της επιθεώρησης. Έχει πολύ ενδιαφέρον το θέμα.
Ψάχνω ακόμα αν τότε έλεγαν τη λέξη “μάγκας” ή αν έλεγαν κάτι άλλο. Ο Κουνάδης αναφέρει “οι δυο τύποι…”, “αυτοί οι δυο χαρακτήρες”.

Σίγουρα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως πέρασε στην Επιθεώρηση της εποχής ο τύπος του μάγκα.
Ο Γιαννάκης Ιωαννίδης - όπως λέει και ο Κουνάδης - ενσάρκωσε μοναδικά το ρόλο του μάγκα και ήταν ίσως η εξαίρεση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα επιθεωρησιακά νούμερα έδιναν μια καρικατούρα του γνήσιου λαϊκού ανθρώπου, του μάγκα της εποχής.
Τα περισσότερα επίσης τραγούδια που γράφτηκαν για τις ανάγκες της επιθεώρησης μόνο παρωδίες του λαϊκού τραγουδιού της εποχής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.

π.χ.: «Μες στου χασίς τα πλάνα χάδια
βρίσκεις στιγμές ηδονικές
περνάς ονειρεμένα βράδια
και νύχτες μαγικές…"

Ε, τέτοιο κραυγαλέα εξωπραγματικό και ψεύτικο στίχο δεν βρίσκεις στο λαϊκό τραγούδι της εποχής.
Άραγε, προέκυψε από άγνοια ή από συνειδητή προσπάθεια διακωμώδησης και εξευτελισμού οποιουδήποτε στοιχείου έφερε τη σφραγίδα του λαϊκού;

Δεν ξέρω την ποιότητα των τραγουδιών της επιθεώρησης, αλλά γενικά η παροδία, μια σάτηρα και μια υπερβολή δεν είναι καθόλου κακό. Είμαι οπαδός του πολιτικό ή του κοινωνιολογικό “κάμπαρέττο”. Όπως άκουσα αυτό το είδος (καμπαρέττι δεν είναι cabaret/varieté) στην Ελλάδα δεν υπήρχε ποτέ, αλλά λέγεται ότι η επιθεώρηση έπαιζε αυτόν τον ρόλο.

Ναι Μάρθα, καμπαρέ (έτσι λέγεται ελληνικά) ευρωπαϊκού τύπου δεν ευτυχίσαμε να έχουμε στην Ελλάδα αλλά το ρόλο του είχε αναλάβει επιτυχώς η επιθεώρηση, όπως και εκείνον του Βαριετέ. Στην Ελλάδα η λέξη Καμπαρέ είχε παλαιότερα συνδεθεί με κέντρα διασκέδασης ναυτικών, σε λιμάνια, με γυναίκες κλπ. αλλά σήμερα αυτά δεν υπάρχουν, έχουν αντικατασταθεί από άλλα που αναγράφουν ευθέως “sex show” και δεν είναι πλέον απαραίτητα κοντά σε λιμάνια.

Η ώσμωση του ρεμπέτικου με την επιθεώρηση και την οπερέτα νομίζω πως ,αρκετά συχνά, θα δώσει ενδιαφέροντα αποτελέσματα.Προφανέστατα τα τραγούδια που θα προκύψουν απ΄αυτή την αλληλεπίδραση δεν έχουν τη δύναμη του γνήσιου ρεμπέτικου,παρά την υπερβολή,όμως,και την επιτήδευση που τα διακρίνει συχνά θα εκφράσουν κάτι απ’ τη μάγκικη ατμόσφαιρα.Ενδεικτικά από την ‘‘Παλιά Στρατώνα’’ των Ορφέα Καραβία-Δημοσθένη Ζάττα: ‘‘Μες στο μπουντρούμι στην Παλιά γεννήθηκα ένα μεσημέρι/κι εβγήκα απ΄την κοιλιά μ΄ένα σουγιά στο χέρι.’’
Επίσης συχνότατη είναι η θετική στάση,η συμπάθεια απέναντι στο μάγκα.Χαρακτηριστικό το ‘‘Η καρδιά του μάγκα’’ με τον Πέτρο Κυριακό ‘‘Αν ήξερες,μικρό,του μάγκα την καρδιά στον κόσμο τι αξίζει και πως μπορεί τη μεταξένια, που φορείς, ποδιά με δάκρυα να γεμίζει,τότε μικρό μου,αχ μάνι-μάνι,θα έπεφτες στην αγκαλιά…’’ Όντως ωραία η εικόνα του ευαίσθητου μάγκα,που θα συναντήσουμε και σε πολλά γνήσια ρεμπέτικα.
Εξάλλου τα τραγούδια αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε πώς προσέγγισαν το χώρο και τους τύπους του ρεμπέτικου άτομα μη προερχόμενα απ΄αυτό και εν πάση περιπτώσει η καταλυτική παρουσία του τύπου του μάγκα και γενικότερα της ρεμπέτικης θεματολογίας στην επιθεώρηση και οπερέτα δείχνουν την ευρεία διάδοση και επιρροή του ρεμπέτικου.
Όσον αφορά το απόσπασμα από την οπερέτα ‘‘Το χασίς’’ που παρέθεσε η Ελένη δε νομίζω πως υπήρχε από μέρους των δημιουργών καμιά συνειδητή προσπάθεια διακωμώδησης του λαϊκού τραγουδιού,απλώς προσέγγισαν το θέμα με τους όρους του ελαφρού τραγουδιού,εξ ου κι ο ανυπόφορος μελοδραματισμός και στόμφος.Έχει πάντως ενδιαφέρον να συγκρίνει κάποιος το εν λόγω τραγούδι με τα αριστουργηματικά σκληρά χασικλίδικα,που ΄γραφε την ίδια περίοδο ο Μάρκος.

Λίγο χιούμορ σχετικά με τους μάγκες δεν είναι κακό. Και στον Καραγκιόζη μόνο ο ψευδομάγκας παρουσιάστηκε.

Έχεις δίκηο, Μάρθα, δε βλάπτει να κάνουμε χιούμορ τώρα, γιατί τώρα τα πράγματα είναι τελειωμένα και απλώς φιλολογούμε και συζητάμε γιά κάτι που αγαπάμε. Τότε όμως ήταν μόνο χιούμορ στις επιθεωρήσεις και στις ελληνικές ταινίες και στον τύπο ή, ομαδικό πυρ από βρισιές και υποτιμήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν ν΄αρχίσουν να ντρέπονται γι αυτό που ήταν, οι δε κατήγοροί τους να διαβρωθούν απ΄αυτό που κυνηγούσαν και να παραχθεί το ζαρζαβατικό με το όνομα “φασουλόμαγκες”. Κωμικοτραγικό… Μάλλον, τι κωμικοτραγικό. Να πέφτεις κάτω και να χτυπιέσαι απ΄τα γέλια.

Η Μάρθα, σαν άνθρωπος που είναι “απέξω”, και γι αυτό βλέπει με ψύχραιμη ματιά, οσμίζεται και διακρίνει πράγματα που εμείς, πολύ συχνά, δε τα βλέπουμε, ή τα “απωθούμε”. Λέει, πως “υποψιάζεται πως τις εικόνες γιά τους μάγκες τις εισπράξαμε από τις οπερέτες και τις επιθεωρήσεις” και έχει, περισσότερο από αρκετό, δίκηο.

Από πού ένα κοριτσάκι από τις ΗΠΑ που συμμετέχει στο Google rebetiko groups και ξέρει ελληνικά, και είναι τρελαμένη με τους μάγκες και θέλει, επιτέλους, να προλάβει να συναντήσει έναν, και της λέει ο πάντοτε μειλίχιος Νίκος Πολίτης πως, τέτοιοι που ψάχνει δεν υφίστανται πλέον (αν και, κάποια υπολείμματα υφίστανται, αλλά είναι αποτραβηγμένοι), από πού αυτό το κοριτσάκι υιοθέτησε το “να ΄ούμε”; Οι απαντήσεις, δικές σας…

Μιλάτε με συμπάθεια γιά τις επιθεωρήσεις. Ναι, αν και δεν είμαι καλός σ΄αυτό το θέμα, οι επιθεωρήσεις πρόσφεραν. Ασχολήθηκαν με το επίκαιρο θέμα της μαγκιάς, διέσωσαν λέξεις, εκφράσεις, συνώνυμα της γλώσσας τους που δε συναντούνται στη δισκογραφία. Βοήθησαν, στο ψυχολογικό επίπεδο, ένα κοινό που ήταν τραυματισμένο, κουρασμένο και ήθελε να ξεδώσει, να ξεσκάσει.

Κρίνοντας από την επιθεωρησιακή δισκογραφία, υπήρξαν πολλά τραγουδάκια ελαφρά, όπως είναι κι ο ρόλος της επιθεώρησης, αλλά και κάποια λίγα που είναι πολύ όμορφα. Δυό απ΄αυτά θα βρείτε στο www.elkibra-rebetiko.blogspot.com, Oκτώβριος 2008, με τίτλο: Δυό τραγούδια “επιθεωρησιακά” . Το, γιά μένα, “δραματικό” “Μόρτης Πειραιώτης” του Μαν. Σκουλούδη που το τραγουδάει εξαιρετικά ο Αραπάκης (υπάρχει και σε έτερη εκτέλεση με περισσότερους στίχους με το Νούρο), και το, επίσης δραματικό και μελαγχολικό, “Στον τεκέ της Μαριγώς” του Σπ. Περιστέρη. Αγνοώ, τελικά, αν συμπεριελήφθηκαν σε επιθεωρήσεις.

Μικρασιάτες συνθέτες όπως, ο Β. Παπάζογλου, ο Χρυσαφάκης, ο Σκουλούδης, ο Περιστέρης, “ψιλοφλερτάρισαν” και έγραψαν κάποια τραγούδια επιθεωρησιακού χαρακτήρα.

Σκηνές, εικόνες ζωντανές από επιθεωρήσεις δεν έχουμε. Έχουμε όμως τις ελληνικές ταινίες. Να υποθέσουμε ότι οι πρώιμες επιθεωρήσεις είχαν ένα άλλο, καλύτερο ποιοτικά ύφος; Να υποθέσουμε ότι οι συγγραφείς επιθεωρησιακών κειμένων και θεατρικοί σκηνοθέτες ήταν τελείως διαφορετικοί από τους αντίστοιχους των ελληνικών ταινιών; Πολύ δύσκολα θα πειθόμουν γιά κάτι τέτοιο.

Οι ελληνικές ταινίες λοιπόν, διακωμώδησαν, γελοιοποίησαν, ψιλόκοψαν όπως κάνουμε με τα κρεμυδάκια, τη μαγκιά. Κυνηγώντας το εύκολο κέρδος (αρπα-κόλα), εκμεταλλευόμενες ένα επιτελείο μέτριων ηθοποιών, αλλά με κωμικό ταλέντο και ανθρώπους της γενικότερης πιάτσας, τα πήραν όλα σβάρνα. Έχοντας ακόμα ζωντανό τον απόηχο των κουτσαβάκηδων, που αποτελούσαν γραφικές περιπτώσεις, “αποπάτησαν” πάνω στους μάγκες. Τότε όμως τα πράγματα ήταν μπερδεμένα, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα και, ποιός νοιαζόταν για το πως σκιαγραφόταν η μαγκιά; Είχαν άλλα να σκεφτούν, κοιτούσε ο καθένας να βγάλει το ψωμί του. “Αποπάτησαν” όχι μόνο με τη μαγκιά αλλά και στο θέμα των προσφύγων και σ΄οτιδήποτε θύμιζε την Τουρκία (όπως γίνεται και σήμερα στα κανάλια), γελοιοποιώντας με μιά “υπερφίαλη” στάση του “έξυπνου, πλην ηττημένου” Έλληνα που δεν είχε βρακί να βάλει αλλά ήταν Έλληνας και είχε να θωρεί, εδώ κι εκεί, ερείπια από το λαμπρό, το αρχαίο παρελθόν του, αμήν…

Το τότε…
<object width=“425” height=“344”><param name=“movie” value=“http://www.youtube.com/v/p5l4iXrk3u8&hl=en&fs=1”></param><param name=“allowFullScreen” value=“true”></param><embed src=“http://www.youtube.com/v/p5l4iXrk3u8&hl=en&fs=1” type=“application/x-shockwave-flash” allowfullscreen=“true” width=“425” height=“344”></embed></object>

Το σήμερα…
<object width=“425” height=“344”><param name=“movie” value=“http://www.youtube.com/v/WUJ6qNNqKqA&hl=en&fs=1”></param><param name=“allowFullScreen” value=“true”></param><embed src=“http://www.youtube.com/v/WUJ6qNNqKqA&hl=en&fs=1” type=“application/x-shockwave-flash” allowfullscreen=“true” width=“425” height=“344”></embed></object>