Απαγορευμένες ουσίες σε τανγκό του Μεσοπολέμου

(Κώστας Βλησίδης)

Θα ήθελα να καταθέσω στο κοινό ταμείο δύο πρόσφατα ευρήματά μου που νομίζω ότι δεν στερούνται ενδιαφέροντος. Υφίσταται ως γνωστόν η εδραία αντίληψη ότι το ρεμπέτικο μονοπώλησε την “χασικλίδικη” θεματολογία, πράγμα για το οποίο και σφόδρα κατηγορήθηκε. Να όμως που τέτοια δείγματα απαντούν και στο Ελαφρό τραγούδι της εποχής, έστω κι αν συνιστούν ψήγματα συγκρινόμενα με την παραγωγή του ρεμπέτικου…

Ένα πρώτο-και μοναδικό έως τώρα, όσο γνωρίζω- δείγμα είχε δημοσιεύσει το 1982 ο S. Gauntlett στο μελέτημά του “Rebetiko tragoudi as a generic term” (Byzantine and Modern Greek Studies 8/1982-83). Ο τίτλος είναι “Χασίς” (Ι. Ριτσιάρδη-Σύλβιου).Το παραθέτω:
Μες στου χασίς τα πλάνα χάδια/βρίσκεις στιγμές ηδονικές/περνάς ονειρεμένα βράδια/και νύχτες μαγικές/μες στου χασίς θέλω να γείρω/τα συννεφάκια του καπνού/για να ‘βρω στο γλυκό του μύρο/τα μάγια τ’ ουρανού
ΡΕΦΡΑΙΝ: Το πιο γλυκό μεθύσι/το βρίσκεις στο χασίσι/μ’ αυτό ο καθείς ξεχνάει την κάθε συμφορά/τον κάθε πόνο σβήνει/τη λησμονιά σού δίνει/και σε γλυκοπλανεύει σ’ ατέλειωτη χαρά

Σε αυτό το μεμονωμένο δείγμα έρχονται τώρα να προστεθούν άλλα δύο που εντόπισα πρόσφατα. Το πρώτο έχει τίτλο “Πρέζα-κοκαϊνη”, (Στίχοι-μουσική Μ. Θωμάκου),είναι τανγκό και έχει ως εξής:
Εζήτησα παληούς καϋμούς να πνίξω/στου χασισιού τη μέθη τη βαρειά/ήπια κρασί όξω για να το ρίξω/μήπως γελάσει η δόλια μου καρδιά/
Πήρα μορφίνη μήπως την ξεχάσω/κι άλλα πολλά βαριά ναρκωτικά/ώσπου μια νύχτα κόντεψα να σκάσω/γιατί μπροστά μου βρισκόταν ταχτικά/
ΡΕΦΡΑΙΝ: Πρέζα μόν’ από κοκαϊνη/στο νου τίποτα δεν αφήνει/μ’ αυτήν ξεχνάω και λησμονάω/πόνους και καημούς/μια πρέζα όταν ρουφώ/το παν ξεχνώ

Το δεύτερο έχει τίτλο “Χασίς” (Στίχοι Σ.Β, Μουσική Σ. Ζουμπέρ), είναι κι αυτό τανγκό και έχει ως εξής:
Ρε όποιος στην καρδιά μαράζι αγάπης έχει και φωτιά/μέσα στου χασίς τη ζάλη κάποια θαύρη λησμονιά/με πλάνα όνειρα το νου του μεθά και λάγνες πιθυμιές/και στο τρελλό μεθύσι γλυκές περνούν στιγμές/
ΡΕΦΡΑΙΝ: Πλαστή χαρά παντού κερνώ/πίκρες μεράκια λησμονώ, ωχ!/σε μαραμένια στήθια/με των ονείρων παραμύθια/με το λουλά θα με τραβάν/στη ζάλη τους παραμιλάν, ωχ!/της ζωής τη σκληρή απονιά αμάν/την ξεχνώ στου χασίς τη συντροφιά

Θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε εάν έχουν εντοπιστεί και άλλα “χασικλίδικα” του Ελαφρού τραγουδιού της εποχής, πράγμα που θα οδηγούσε τη σχετική προβληματική σε νέα κοίτη…

Είσαι άψογος, Κώστα. Μόλις πριν ένα μήνα, ο Παναγιώτης Κουνάδης μου ανήγγειλε την ανακάλυψη μιάς οπερέτας με τίτλο “ΤΟ ΧΑΣΙΣ”. Νομίζω πως είναι του Σακελλαρίδη, ή του Χατζηαποστόλου. Όποιος επικοινωνεί με τον Παναγιώτη, ας μας πει, είμαι βουλιαγμένος στο στούντιο αυτές τις μέρες.
Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε πως το “Δική μου είναι η Ελλάς” (Πρέζα όταν πιείς) είναι γραμμένο από τους Ιωαννίδη και Σαββίδη, γιά μιάν επιθεώρηση. Εξ ού και η άγνοια των πραγμάτων, η “πρέζα” δεν “πίνεται”, αλλά “πρεζάρεται”, και η κατάσταση της ηρωϊνης δε λέγεται “μαστούρωμα”. Παραμένει όμως γεγονός πως με τη μαστούρα γίνεσαι… “βασιλιάς δικτάτορας”.
Η αλληλεπίδραση ρεμπέτικου και περιθωριακών, με τους έντεχνους και καθώς πρέπει αστούς, έχει και άλλα πολλά φαινόμενα. Λαπαθιώτης, Πέτρος Πικρός, Νίκος Γούναρης, ο ηθοποιός Μπέζος που υπογράφει ως Α. Κωστής, Πέτρος Κυριακός κ.ο.κ.
Από την εποχή που δούλευα ως βοηθός, γνωρίζω πως π.χ. ο Μίμης Φωτόπουλος δεν είχε καμιά σχέση (πολύ νοικοκύρης, διανοούμενος και αριστερός), ενώ ο Τσιφόρος, ο Φέρμας, ο Μανέλλης φυσικά (σύζυγος της Παπαγιαννοπούλου), ο Χατζηχρήστος και άλλοι πολλοί είχαν σχέσεις αγάπης με τους μάγκες.
Είναι ένα τεράστιο θέμα αυτό που άνοιξες, και αξίζει να μελετηθεί.

Ένα ανάλογου περιεχομένου «ελαφρό» άσμα που έχω υπόψιν μου είναι το ακόλουθο :
«Ρούμπα ο τεκές», των Γιαννακόπουλου-Κυπαρίση,
ηχογραφημένο με την Κίτσα Κορίνα (1935):
«Όλα τα φαρμάκια μου
κι όλα τα μεράκια μου
πνίγω μες στο χασίς
παύω να στοχάζουμε
και ποτέ δε νοιάζομαι
όσο κι αν με μισεί.
Τι στιγμές γλυκές,
μεθυστικές και μαγικές
πού κρύβει ο ντεκές!
Αχ, αχ, αχ του ναργιλέ μου η φωτιά,
αχ πάει να σβήσει,
αχ ωρέ ντερβίση.
Στα πολλά μου όνειρα, άλλα κουτοπόνηρα
και άλλα νοσταλγικά
βλέπω τα ματάκια του
και τα δυό χειλάκια του
να με φιλούν γλυκά.
Διώχνει απ’ το νου μου τα παλιά
με μια σταλιά με κάνει βασιλιά.
Αχ, αχ, φέρε μου από κείνη μια ματιά…,
αχ αν την αλλάξω…,
αχ γιατί θα κλάψω…»

Είμαι σίγουρος ότι αν ψάξουμε λίγο περισσότερο μπορεί να βρούμε περισσότερα τέτοια άσματα που έχουν γραφτεί είτε στα πλαίσια κάποιας οπερέτας , επιθεώρησης ή στα πλαίσια της ευρείας αποδοχής των «χασικλίδικων» αντλώντας από την θεματολογία τους αλλά με τελείως φολκλορικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη ενός περιθωριακού «ελαφρού» τραγουδιού είναι μάλλον αδύνατη γιατι από την φύση του έχει καθαρά διασκεδαστικό χαρακτήρα και απευθύνεται σε οικονομικά εύρωστα τμήματα του πληθυσμού.
Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη το ρεμπέτικο τραγούδι «πουλάει» και ο απόηχος του φτάνει μέχρι τα σαλόνια , αστοί και διανοούμενοι της περιόδου πιθανώς επισκέπτονται τα καταγώγια και αντλούν εικόνες .Η χρήση του χασίς , τολμώ να εικάσω , δεν σταματάει στους τεκέδες του Πειραιά αλλά επεκτείνεται και σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες που όμως μάλλον δεν έχουν την τόλμη να το φωνάξουν μέσα από τα τραγούδια τους.
Δηλαδή πρέπει να αναζητήσουμε ανάλογου περιεχομένου άσματα στην περίοδο της δισκογραφικής ακμής του ρεμπέτικου και φυσικά εώς την 31 Αυγούστου 1936 που επιβλήθηκε η Μεταξική λογοκρισία με τον νόμο 45/36 ο οποίος τυπικά καταργήθηκε το 1994.Το ενδιαφέρον της υπόθεσης βρίσκεται στην δυναμική αληλεπίδρασης του αστικού λαικού τραγουδιού με το αστικό ελαφρό τραγούδι , αν δηλαδή κάπου λειτουργούν σαν τεμνόμενοι κύκλοι.Οι δικές μου γνώσεις επάνω στο «ελαφρό» είναι ελάχιστες και μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε από τον Φράνκ να μας διαφωτίσει.

Αυτό το topic πρέπει να διατηρηθεί.
Είναι πολύ ενδιαφέρον το θέμα που αποτέλεσε την βασικότερη μομφή κατά του ρεμπέτικου, γιά να μάθομε επιτέλους πως οι αστοί και οι διανοούμενοι πάντα ενδιαφέρονταν τόσο γιά τις ουσίες, όσο και γιά τον εκθειασμό τους.
Ας θυμηθούμε τως το τραγούδι ΤΟ ΧΑΣΙΣ μεταφράζεται στην ετικέτα του δίσκου L’OPIUM γιά να τραβήξει το ενδιαφέρον των… Γαλλομαθών.
Ακόμα πως ο Παπαδιαμάντης συχνά-πυκνά αναφέρεται σε διάφορες “ουσίες” (στον “Χρήστο Μηλιώνη” μάλιστα καταπληκτικά το χαλάρωμα που είχαν οι χανούμισες που είχαν καταναλώσει το χασίς) ανάκατα με άλλα βότανα, που κι αυτά “ουσίες” είναι.
Δε θα πω γιά τον Πέτρο Πικρό ή τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αλλά θα θυμίσω πως ο μεγαλοαστός Σπύρος Μελάς έγραψε βιβλίο με τίτλο ΤΟ ΠΕΓΙΟΤΛ.
Ακόμα ας θυμηθούμε τους οπιομανείς και χρήστες άλλων ουσιών των ρωμαντικών, Βύρων, Σέλλεϋ, Ουγκώ, πολύ πριν τους Συμβολιστές Μπωντλέρ και Βερλαίν, πολύ πριν τον Ανρύ Μισώ.
Τέλος, θα σας αναφέρω κάτι που θεωρώ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ, και χαρακτηριστικό του μεγαλείου του αραβικού κόσμου.
Ο μεγαλύτερος Μουσικός και Δημιουργός της Αραβικής μουσικής, ονομάζεται Σάγιεντ Νταρουίς, και δημιούργησε κυρίως στην Αλεξάνδρεια στις δεκαετίες του 20 και του 30. Αυτό που πιθανόν έχετε ακούσει όλοι, το “Σάλμα γιά σάλαμα ρούχνα ου γκένα μπι σάλαμα” στο τραγούδι του Δάκη, είναι έργο του Σάγιεντ Νταρουίς. Αυτός ο κύριος λοιπόν, όχι μόνο ήταν διάσημος χασικλής, αλλά και τα μισά από τα τραγούδια πούγραψε, ήσαν χασικλίδικα. Να σας πω λοιπόν την έκπληξη; ΣΗΜΕΡΑ, ο Εθνικός Ύμνος της Αιγύπτου, είναι το “Μπιλάντι” (Πατρίδα μου) του αξιοσέβαστου κυρίου Σάγιεντ Νταρουίς. Σα να λέγαμε πως στην Ελλάδα, καθιερώσαμε ως Εθνικό Ύμνο το “Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά”.
(Θέλω ν’ ακούσω αντιδράσεις…)

Όντως, το θέμα που άνοιξες φίλε Βλησίδη αφορά σε μιαν από τις πιο ανεξερεύνητες περιοχές της δισκογραφημένης Ελληνικής μουσικής. Ουσιαστικά, μπαίνουν τρια θέματα:

α) καταγραφή και σχολιασμός των λογίων τραγουδιών που αναφέρονται ρητώς ή εμμέσως στα “ναρκωτικά”

β) καταγραφή και σχολιασμός των λογίων τραγουδιών που φλερτάρουν με την “μάγκικη” θεματολογία είτε από την μουσική είτε από την στιχουργική πλευρά

γ) διερεύνηση των σχέσεων της άρχουσας τάξης με τις “ουσίες”, όπως αυτή φαίνεται μέσα από την τέχνη που παράγει ή έστω καταναλώνει

ΓΙΑ ΤΟ Α:
Τα ελαφρά τραγούδια που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα και μιλούν ευθέως για “ουσίες” είναι λιγότερα από 10. Εκ του προχείρου συμπληρώνω στα παραπάνω και τον “Κοχλαράκια”, επιθεωρησιακό νούμερο του Μεσολογγίτη το οποίο έχει ανατυπώσει ο Τσάρλυ στα “Μουρμούρικα”. Θα επανέλθω από τον σπίτι με μιαν πρώτη απόπειρα καταλογογράφησης.

Το σίγουρο είναι πως τα τραγούδια αυτά μιλούν για τις “ουσίες” είτε απαξιωτικά είτε με περιπαικτική διάθεση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για επιθεωρησιακά κυρίως νούμερα που απλώς αναπλάθουν έναν θολό κόσμο “μαγκιάς”, όπως τον αντιλαμβάνονται μέσω του απόηχού του. Δεν θα βρεις δηλ. τραγούδι που να έχει αυτοβιογραφικά (άρα “αυθεντικά”) στοιχεία όπως π.χ. τα πιο πολλά τραγούδια του Μάρκου. Και βέβαια, δεν πρόκειται να συναντήσεις εκείνη την απλοική μαγκιά που έχει π.χ. ο “Συνάχης”, διότι η προσέγγιση των λογίων δεν είναι ειλικρινής. Ναι μεν κάποιοι από αυτούς (όπως θα δούμε παρακάτω) έχουν προσωπική επαφή με τις “ουσίες”, πλην όμως ντρέπονται ή φοβούνται να την εκδηλώσουν τραγουδιστικώς.

…Συνεχίζεται αργότερα γιατί έχουμε και δουλειά. Δυστυχώς, δεν τόδα το Σαββατοκύριακο …

Φραγκίσκος

Θα καταθέσω κι εγώ μια άποψη, θα μπλέξω το θέμα και είστε ελεύθεροι να με βρίσετε.
Παίζουμε προχτές σε μια ταβέρνα (όλοι μέλη του Forum). Ανάμεσα στ’ άλλα “ρίχνουμε” και την Προύσσα. Πετάγεται η ξενέρωτη γκόμενα που κάθεται δίπλα και τι ζητάει; Τον κοκαϊνοπότη! Γιατί έχει μάθει ότι όσο πιο “σκληρά” ρεμπέτικα ακούς, τόσο πιο in είσαι στο χώρο. Μ’ άλλα λόγια “πούλησε μούρη” η τύπισσα.
Το παραπάνω παράδειγμα το συνδέω με την εποχή του ‘25 - ‘40. Ακούγοντας διάφορα τραγούδια και βλέποντας τους συντελεστές τους έφτασα κι εγώ σε κάποια …“ευρήματα”. Υπήρχε και τότε μόδα!!!
Γράφει ο Β. Παπάζογλου το “Λαθρέμπορα”. Μεγάλη επιτυχία. Αμέσως κυκλοφορεί κι άλλος “Λαθρέμπορας”, ευρωπαϊκός αυτός. Καπάκι η εταιρία ζητάει απ’ τον Παπάζογλου να γράψει άλλον ένα “Λαθρέμπορα”. Ο Μεγάλος Αγγούρης όμως αρνήθηκε. Επιανε λοιπόν ο μαέστρος της εταιρίας και το ‘γραφε αυτός το άσμα, ακολουθώντας τη …συνταγή των ρεμπετών.
Με το πρώτο άκουσμα όλα τα χασικλήδικα (τα λέω έτσι χάριν συντομίας) φαίνονται ίδιο. Θα μου επιτρέψετε να καυχηθώ πως εγώ πια δεν πέφτω σ’ αυτό το λούκι. Τα “γιαλαντζί” χασικλήδικα απ’ τα γνήσια (αυτά δηλαδή που έκφραζαν τους δημιουργούς τους) κάνουν …κρα από μακριά! Ακούστε στίχο:
“Πρέζα όταν πιεις βρε θα ευφρανθείς…(!!!)”…
Αν είναι δυνατό να πει ένας ρεμπέτης ότι …ευφραίνεται!
Αλλο λοιπόν τα τραγούδια του Μάρκου, του Δελιά και άλλο οι στιχουργικές …ανησυχίες του Σαββαίμ και του Μάτσα.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εξαιρέσεις:
Ο Π. Τούντας π.χ. δεν είχε σχέση με τέτοιες ουσίες. Εγραψε όμως κάμποσα ανάλογα τραγούδια πολύ καλά.
Η γυναίκα του Τσαούς (έγραφε συνήθως τους στίχους του) δε μαστούριαζε, αλλά περιέγραφε αυτά που έβλεπε απ’ το παράθυρο του σπιτιού της. Κι αν κρίνουμε απ’ το αποτέλεσμα, καλά κατάλαβε…
Κι ο Μητσάκης δε μαστούριαζε. Το “Λουλά” όμως τον έγραψε σ’ έναν τεκέ (τον είχαν πάει ο Παπαϊωάννου κι Χιώτης, όπως ο ίδιος ομολογεί).
Γενικά πιστεύω ότι γράφτηκαν ένα σωρό τραγούδια “πρί ουσιών” προκειμένου να καλύψουν την αγορά. Και μη με ρωτήσει κανείς ποιος αγόραζε χασικλήδικα. Πολλοί αγόραζαν. Γούσταρε ο κόσμος τους μάγκες. Απόδειξη ότι σε πάμπολλες επιθεωρήσεις υπήρχε ο ρόλος του μάγκα, που συχνά μάλιστα “έχωνε” και κανά τραγουδάκι (βλ. Πέτρος Κυριακός).
Πάμε πιο βαθιά:
Τα “πρεζάδικα” τραγούδια. Οταν είναι γραμμένα απ’ απ’ το Μάρκο αναφέρονται στην πρέζα και στους πρεζάκηδες κοροϊδευτικά και απαξιωτικά. Οταν τα γράφει ο Δελιάς μιλάνε για πόνο και κατάρα. Γιατί για τους ρεμπέτες αυτό σήμαινε πρέζα. Κοροϊδία, αναξιοπρέπεια, λύπηση, θάνατος. Τα άλλα είναι …τρίχες κατσαρές. Κανείς ρεμπέτης δεν υμνεί την πρέζα. Ολοι την μισούν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα πρεζάδικα τραγούδια γράφτηκαν από ανθρώπους που ήταν “έξω απ’ το χορό”…
Τα ξαναλέμε.
ΑΝ

ΥΓ. Για όσους δεν το ξέρουν:
Απ’ το σύνολο των ρεμπετών ΜΟΝΟ δυο (2) έπεσαν στην πρέζα. Το Ανεστάκι που το πλήρωσε με τη ζωή του και ο Μπαγιαντέρας που (με την ψυχική δύναμη που τον χαρακτήριζε) κατάφερε να την κόψει νωρίς, αλλά παρόλα αυτά την πλήρωσε με τα μάτια του (το πιο πιθανό είναι ότι η τύφλωσή του προήλθε από νευρικές παρενέργειες του στερητικού συνδρόμου).

Διακρίνω στους προλαλήσαντες μια σύγχιση μεταξύ πρεζάκικου και χασικλίδικου τραγουδιού.
Ισως δεν κατάλαβα καλά, όμως το “απαγορευμένες ουσίες” που πάει;
Και στα δύο (πρέζα / φούντα);

Από διηγήσεις παλαιωτέρων κατάλαβα πως “απαγορευμένη” ουσία ήταν (για το φτωχόκοσμο) το καλό κρασί λόγω κόστους. Η δε φούντα, φύτρωνε και στους βράχους.

Επανέρχομαι

Όσον αφορά τα “ελαφρά” τραγούδια με “επίμαχους” στίχους, οι δίσκοι που έχω στην κατοχή μου είναι

  1. “Μην με ρωτάτε (Κοκαΐνη)”, μη χορευτικό ταγκό σε μουσική De Angelis και στίχους Σπ. Μεταξά. Ηχογραφήθηκε το 1936 στην ΗΜV με την Βέμπο (η οποία είχε το προσωνύμιο “πρεζού” όπως ξέρουν οι παλαιότεροι και η οποία φαίνεται ότι ξέκοψε μ’ αυτά λόγω Τραϊφόρου γύρω στο 1940). Έχει ανατυπωθεί μια και μοναδική φορά σε κάποιο cd του “Δίφωνου” αφιερωμένο στην Βέμπο.
  2. “Είμαι πρεζάκιας” , τσιφτετέλλι των ψευδώνυμων Ψυριώτη και Ν.Δέλτα,. Ηχογραφήθηκε το 1934 στην ΗΜV με την Ρόζα. Έχει ανατυπωθεί πολλές φορές σε cd με καλύτερο ηχητικά αυτό της HERITAGE που είναι αφιερωμένο στην Ρόζα.
  3. “Κοχλαράκιας”, σε μουσική Γ. Βιδάλη και στίχους Βασίλη Μεσολογγίτη. Ηχογραφήθηκε το 1936 στην Parlophone με τραγουδιστή τον Β. Μεσολογγίτη και διαλογική πρόζα στην αρχή στην οποίαν συμμετέχει μάλλον ο Καμβύσης. Έχει ανατυπωθεί στο cd “Μουρμούρικα” της ROUNDER. O Μεσολογγίτης υπήρξε ηθοποιός του ελαφρού θεάτρου κατά τον Μεσοπόλεμο. Αναφορές σ’ αυτόν γίνονται στο βιβλίο της Δανάης για τον Αττίκ.

Συνολικά τα ελαφρά τραγούδια με θεματολογία σχετική με “ναρκωτικά” είναι ελάχιστα και σίγουρα αναπαράγουν μια διαστρεβλωμένη και μη βιωματική οπτική για τις “ουσίες” και την χρήση τους. Δεν νομίζω πως με 5-10 τραγούδια στοιχειοθετείται απόπειρα εμπορευματοποίησης όπως λέει ο ʼρης. Απλώς, η χρήση “ουσιών” υπήρξε ευρύτατα διαδεδομένη και κατά τον μεσοπόλεμο και ήταν μοιραίο να αγγίξει και κανα δυο περιπτώσεις “ελαφρών” ασμάτων τα οποία αλληθώριζαν προς το κοινωνικό περιθώριο.

<U>Β. Λόγια τραγουδιών που φλερτάρουν με την “μάγκικη” θεματολογία είτε από την μουσική είτε από την στιχουργική πλευρά.</U>

Εδώ γίνεται κυριολεκτικά Ο χαμός. Σχεδόν ΟΛΟΙ οι “ελαφροί” συνθέτες έχουν ηχογραφήσει τραγούδια με λαϊκότροπο ή και αμιγώς λαϊκό ύφος, ακόμη κι αυτοί που πολέμησαν μέχρι τέλους τα μπουζούκια (π.χ. ο Χατζηαποστόλου έχει το “Μοδιστράκι”, το “Μελαχροινό” και πολλά άλλα ενώ έχει οπερέτες που όλη τους η θεματογραφία είναι λαϊκότατη όπως η “Βλάμισα” του 1928 και οι “Απάχηδες των Αθηνών” του 1921). Αυτό το άνοιγμα έγινε κατ’ εμέ καθαρά για εμπορικούς λόγους οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητοι από τις ηχογραφήσεις μπουζουκιών. Εξηγούμαι: οι μουσικές των λογίων είχαν στις περιπτώσεις μεγάλη εμπορική απήχηση παρόλην τη “δυσκολία” ακρόασης που παρουσιάζουν, πλην όμως η θεματολογία τους ήταν εξ αντικειμένου περιορισμένη (μεγάλη επιτυχία το “νερωμένο κρασί” του Χατζηαποστόλου μόλο που είναι “δύσκολο” άκουσμα, αλλά πόσα τραγούδια για κρασί να βγάλει κι αυτός ο άνθρωπος;) Δεδομένης της ανανέωσης ρεπερτορίου στην οπερέτα σε ετήσια (και κάποιες φορές σε συντομότερη) βάση, ήταν επιτακτική ανάγκη η διεύρυνσης της θεματολογίας της, κάτι που μοιραία την έφερε κοντύτερα στα λαϊκά στιχουργικά και μουσικά μοτίβα. Από την άλλη μεριά μπήκαν στον την ίδια εποχή στην επιθεώρηση άνθρωποι με λαϊκότατες καταβολές όπως ο Κυριακός (που ξεκίνησε την καριέρα του από τον Καραγκιόζη του Μόλλα και το λέει κιόλας περήφανα στους “Αστέρες του Χόλλυγουντ”), ο Σπαρίδης κι ο Καμβύσης. Αποτέλεσμα: μέχρι και το 1932 έχουμε πάμπολλες λαϊκότατες ηχογραφήσεις λογίας μουσικής οι οποίες γίνονται πολύ περισσότερες μετά την επιτυχία των μπουζουκιών. Λίγο πριν τον πόλεμο έχουμε μια απελευθερωμένη “μεικτή” κατάσταση αρκετά μεγάλης έκτασης, όπου λαϊκοί τραγουδιστές λένε τραγούδια λογίων και το αντίστροφο. Αυτό συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο όπου μέχρι και η φανατικότατη μπουζουκομάχος Δανάη είπε σε δίσκο δυο τραγούδια του Τσιτσάνη. Τι “άλλην χρείαν μαρτύρων έχομεν”;

Φραγκίσκος

Η μόδα μάλιστα στην οποία αναφέρεται ο Άρης Νικολαίδης (πως βάζετε διαλυτικά ρε γαμώτο) πρέπει να δημιουργήθηκε για χάρη των αστών της εποχής. Οι αστοί πάντα γοητεύονταν από το περιθώριο και το εξιδανίκευαν εκ του μακρόθεν. Άλλωστε αυτοί θα αποτελούσαν και το κύριο έσοδο των μαγαζιών που έπαιζαν οι ρεμπέτες και όχι οι λούμπεν πρεζάκηδες. Αλλιώς δεν εξηγείται πως δημιουργοί σαν τον Τούντα δεν είχαν για μια μεγάλη περίοδο άλλο θέμα ν’ ασχοληθούν από την πρέζα, το χασίσι και την κοκαίνη.
Πάντως για να συνεισφέρω στην συζήτηση θα σας θυμίσω ότι και ο μεγάλος του δημοτικού τραγουδιού Γιώργος Παπασιδέρης έχει τραγουδήσει το ΄΄στον τεκέ της Μαριγώς΄΄ του Περιστέρη.
Παναγιώτης.

Εφόσον μιλούμε για την αναφορά σε ουσίες των τραγουδιών του λαικού αλλά και του λόγιου αστικού τραγουδιού
Παραθέτω αντιγράφοντας και σταχυολογώντας ορισμένα στοιχεία από κείνη την περίοδο.
Το φαινόμενο της μαζικής χρήσης ναρκωτικών, καθοριστικό για την εξέλιξη της κοινωνικής συνείδησης της εποχής που εξετάζουμε, αποκρύπτεται, μέχρι τις μέρες μας, από το επίσημο κράτος. Διατρεβλώνεται σκόπιμα ως προς τα αίτια, τις πραγματικές διαστάσεις και τους ηθικούς αυτουργούς. Το πολύ πολύ προβάλλεται ως κατακριτέα ιδιαιτερότητα, βασικός λόγος απόρριψης του «ρεμπέτικου» τραγουδιού. Δεν τυγχάνει της δέουσας προσοχής των πάσης φύσεως παλιότερων και σύγχρονων μελετητών του. Αμέτρητες xιλιάδες πεινασμένοι χάνονται σε τεχνητούς «παράδεισους», ζοφερότερους και από την κόλαση της καθημερινής τους ζωής. Η εξουσία σε απόλυτη σύμπνοια με τους εμπόρους «βαρά τους ζουρνάδες» του ξέφρενου θανατερού ρυθμού.
Το χασίς είναι γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων. Αναλογίες με την νεότερη χρήση του συναντάμε στο πρώτο βιβλίο της Ιστορίας τον Ηρόδοτου, όπου αναφέρεται ότι οι Μασσαγέτες μαζεύονται γύρω από την φωτιά, καίνε κάνναβι, εισπνέουν και μεθούν με την μυρωδιά, όπως οι Έλληνες με το κρασί. «Όσο περισσότερο καρπό πετούν στην φωτιά, τόσο πιο πολύ μεθούν, ώσπου σηκώνονται, αρχίζουν το τραγούδι και το ρίχνουν στον χορό». Ο ίδιος ιστορεί ότι οι Σκύθες χρησιμοποιούν τις αναθυμιάσεις από το κάψιμο σπόρων κανναβουριάς ως είδος ατμόλουτρου, που απολαμβάνουν ωρυόμενοι.
Στο νεοελληνικό κράτος το χασίς είναι, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, από τα πιο προσοδοφόρα εξαγώγιμα προϊόντα. Λόγω του ευνοϊκού για την καλλιέργεια κλίματος αρχίζει (μετά το 1880), στην Πελοπόννησο, μαζική παραγωγή. Από το 1885 καταγράφονται επισήμως στα δημόσια θεραπευτήρια κρούσματα χασισοποσίας.
Ο υπουργός Εσωτερικών Στέφανος Δραγούμης φέρεται ότι επιβάλλει (1890) τον παλιότερο περιορισμό, απαγορεύοντας με εγκύκλιο να πίνουν χασίς στις φυλακές. Στις 12 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, το ιατρικό συνέδριο ασχολείται με το θέμα, ζητά την με νόμο απαγόρευση της χρήσης χασίς στις φυλακές και τα καφενεία, όπως, επίσης, και το κλείσιμο των χασισοποτείων. Πρώτη νομοθετική «ρύθμιση» θεωρείται ένας νόμος του 1906. Νομιμοποιεί την καλλιέργεια, φορολογεί τους παραγωγούς και θέτει τελωνειακούς κανόνες για την εξαγωγή του προϊόντος. Λόγω της νέας εμπορικής συμφωνίας με την Αίγυπτο, η Ελλάδα δεσμεύεται απλώς να μην επιτρέπει τις εξαγωγές «μαύρου» προς αυτή την χώρα. Ο νόμος 1681 (1919) «Περί αλητείας» τιμωρεί τους άνεργους, που διάγουν ατάκτως και επιδίδονται συστηματικά στην χασισοποσία.
Με τον νόμο 2107 (11 Μαρτίου 1920), απαγορεύεται η καλλιέργεια, χρήση και εμπορία ινδικής καννάβεως. Για τα μάτια του κόσμου θεσπίζεται κατ’ ουσίαν εξαιτίας των συμβατικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την Συνθήκη των Βερσαλιών. Δεν περιλαμβάνονται η μορφίνη, η ηρωίνη και η κοκαίνη, που με νομοθετικό διάταγμα (24 Δεκεμβρίου 1920) «τίθενται υπό κρατικό έλεγχο».Αρχίζει να διαφαίνεται στροφή στα λεγόμενα σκληρά ναρκωτικά, χωρίς να μειώνεται η κατανάλωση του χασίς. Το πολυτραγουδισμένο «Μαυράκι» δεν είναι μόνο απαντοχή χιλιάδων εξαθλιωμένων αλλά και βάλσαμο της βαριάς τραυματισμένης ελληνικής οικονομίας· από τις ελάχιστες πηγές εσόδων του κρατικού κορβανά. Γι’ αυτό και διαρκώς αναβάλλεται η εφαρμογή του νόμου 2107. Με τον νόμο 3070 (24 Μαρτίου 1924), επαναφέρονται οι διατάξεις του 1906 για την εξαγωγή του χασίς και μετατίθεται η υλοποίηση του 2107 την 1η Ιανουαρίου 1926. Με το νομοθετικό διάταγμα στις 7 Νοεμβρίου 1925, παρατείνεται η δυνατότητα νόμιμης χρήσης και εμπορίας χασίς μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1936! Τον Οκτώβριο του 1927 οι αστυνομικές διευθύνσεις της πρωτεύουσας αναφέρουν ότι επισήμως λειτουργούν 35 χασισοποτεία στην Αθήνα και 22 στον Πειραιά.Οι εραστές της «φούντας» πολλαπλασιάζονται στην Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή· το μόνο που βρίσκουν στις αφιλόξενες μικρασιατικές εκτάσεις οι χιλιάδες στρατιώτες, καθώς παίζουν κρυφτό με τον εχθρό φάντασμα. Περνώντας «του λιναριού τα πάθη», αρκετοί αναζητούν στην μαστούρα την ψευδαίσθηση της απόδρασης από την εξαθλίωση, την ήττα, τον εφιάλτη του παράλογου πολέμου. Δεν έχουν λόγους να αλλάξουν τρόπο ζωής όσοι επιστρέφουν στην πατρίδα. Εθίζουν, μάλλον, και τους φίλους τους, με τους οποίους μοιράζονται την ταυτότητα του «ξεγραμμένου». Αρκετοί πρόσφυγες, που «το πίνουν» στα μέρη τους συστηματικά ή περιστασιακά, συνήθως, σαν δείγμα κοινωνικής απελευθέρωσης και επίδειξης, το θεωρούν, τώρα, «έξοδο κινδύνου» από το βυθιζόμενο κοινωνικό σκάφος.
Στον νόμο 5539 «Περί μονοπωλίου ναρκωτικών» (Ιούνιος 1932) αντιμετωπίζονται, για πρώτη φορά, το χασίς και το όπιο σαν ναρκωτικά. Το 1934 προωθείται ο νόμος 6025, με τον οποίο τροποποιούνται επί το αυστηρότερο οι ποινές για τους χρήστες (φυλάκιση, εξορία και χρηματικό πρόστιμο). Από το 1933 οι αστυνομικές Αρχές αρχίζουν να σφραγίζουν και να καταγράφουν τις εντοπιζόμενες ποσότητες χασίς,οι οποίες επισήμως δηλώνεται ότι καίγονται (1935). Την χρονιά αυτή η Βουλή συμβιβάζεται ανοιχτά με τους καλλιεργητές και εμπόρους χασίς. Τους επιδοτεί ως αγρότες. Αγοράζει την πραμάτεια τους , υπολογίζεται ότι περίπου 85.000 κιλά συγκεντρώνονται στις κρατικές αποθήκες έναντι 100εκατομμυρίων δραχμών. Οι τιμές εκτινάσσονται στα ύψη, δημιουργείται τεράστια ζήτηση με την απότομη, προσυνεννοημένη έλλειψη. Οι έμποροι γίνονται ζάμπλουτοι, αφού και επιδοτούνται και διαθέτουν, συνήθως με την κάλυψη της αστυνομίας, από τα κρυφά τους αποθέματα, άφθονο «χόρτο» στους χαρμανιασμένους χασικλήδες. Επισήμως η ηρωίνη και η κοκαίνη έρχονται στην Ελλάδα προς το τέλος του 1921- αρχές του 1922. Η Γερμανία έναντι των οφειλόμενων στην χώρα μας πολεμικών επανορθώσεων… παραχωρεί 39,8 κιλά ηρωίνης (η ηρωίνη μπήκε στην αγορά το1890 από ως παυσίπονο απεξαρτητικό της μορφίνης από γνωστή φαρμακευτική εταιρεία) , 35,4 κοκαίνης και 20,4 κιλά μορφίνης .Από αυτά, μικρή ποσότητα διατίθεται στα κρατικά θεραπευτήρια και το μεγαλύτερο μέρος πωλείται από το κράτος με πλειοδοτικό διαγωνισμό! Δυο ή τρεις μεγαλέμποροι φαρμάκων το παίρνουν και το πουλούν ανεξέλεγκτα, μέχρι το 1924. Η εφαρμογή του νόμου «Περί μονοπωλίου ναρκωτικών» αποφέρει περίπου 9.000 κιλά ηρωίνης, τα οποία κατάσχονται από την αστυνομία, πλην, όμως, καταστρέφονται (:wink: μόλις στις αρχές του 1937(την ίδια χρονιά γίνεται η απαγόρευση της χρήσης μαριχουάνας στις ΗΠΑ και καταργείται η ποτοαπαγόρευση).Η αστυνομία εκμεταλλευόμενη και το πλέγμα των αλληλοαναιρούμενων νόμων κάνει, συνήθως, «τα στραβά μάτια». Τα σοκάκια του πειραιώτικου λιμανιού και των φτωχοσυνοικιών, οι παράγκες στην πλατεία Καραϊσκάκη, οι σπηλιές (…του δράκου βγήκα που λέει κι ο Μπάτης) και άλλες ερημικές τοποθεσίες στην παράκτια περιοχή μέχρι την Δραπετσώνα, κάθε μέρα, γεμίζουν από εξαθλιωμένους. Ζητώντας μάταια να απαλύνουν τον πόνο τους, κλείνουν ραντεβού με τον αργό θάνατο ο οποίος θερίζει σκελετωμένα από την πείνα ή υποσιτισμένα κορμιά. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, στον Πειραιά, με τους περίπου 300.000 κατοίκους, στο αστυνομικό δελτίο καταμετρούνται 2.500 θύματα της ηρωίνης. Ποτέ δεν θα μάθουμε, ίσως, πόσοι είναι οι χιλιάδες νεκροζώντανοι πρεζάκηδες, οι εκατοντάδες χιλιάδες αδήλωτοι, περιστασιακοί ή μόνιμοι χασικλήδες. Οι ποσότητες, όμως, των ναρκωτικών τις οποίες κατάσχουν σε μια πενταετία σε όλη την χώρα οι αστυνομικές Αρχές, σύμφωνα με τα δικά τους ελλιπή και αντιφατικά στοιχεία, είναι, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, αστείες σε σχέση με την οξύτητα του κοινωνικού προβλήματος:

ΕΤΗ | ΚΑΤΑΣΧΕΘΕΙΣΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΚΙΛΑ

Χρονια---- Χασίς-------------Όπιο-------------Ηρωίνη----------------Κοκαΐνη- -----------------------Μορφίνη----------------------καταδίκες

1932------------ 0 --------------------- 1,1----------------------- 0 ---------------------------- 0 ----------------------- 0--------------------------160

1933-----------1.012----------------- 25 ----------------------- 2 ---------------------------- 0----------------------- 0-- ----------------------- 288

1934 --------- 163,2----------------- 6,4 -----------------------4,9--------------------------- 0,3 --------------------- 0 ------------------------- 248

1935------------61,6-------------------- 3,5------------------------ 0---------------------------- 0,2--------------------- 0------------------------- 170

1936-----------493,4-------------------10----------------------- 20------------------------------ 1,2 -------------------1,2- ------------------------ 82

ΣΥΝΟΛΟ-- 1.810,2--------------- 41,4------------------- 32,2 ----------------------------- 1,5---------------- -1,2----------------------- 988

Ξεπερνώντας απαγορεύσεις και πουριτανισμούς το λαϊκό αστικό τραγούδι με την αμεσότητα της θεματολογίας τού καταγράφει τολμηρά τον κοινωνικό εφιάλτη. Με τους άλλους κατατρεγμένους «ανεβάζει» και τους αμέτρητους φτωχούς ναρκομανείς από τον πάτο της κόλασης στο προσκήνιο της μαύρης τους ζωής. Αναδεικνύει το οξύτατο πρόβλημα, όταν όλοι, σκόπιμα, το αποσιωπούν. Αδρά ανυπόκριτα, ρωμαλέα, πότε παραστατικά, άλλοτε σαρκαστικά, πάντως αυθεντικά. Σε τέχνη μετουσιώνει και τις χαμένες νύχτες στα ντουμανιασμένα καταγώγια. Λόγω της έντασης και της έκτασης του προβλήματος, του ιδιόρρυθμου κοινωνικού περίγυρου, του πάθους και της ψυχικής διέγερσης, πολλά από τα λεγόμενα χασικλίδικα είναι αξεπέραστα μουσικά αριστουργήματα. Κορυφαίες στιγμές του τραγουδιού. Οι περισσότεροι δημιουργοί και εκτελεστές βιώνουν την κατάσταση ,είναι οι ίδιοι χρήστες. ʼλλοι, χωρίς να «παίρνουν», εμπνέονται από τον περίγυρο τους και περιγράφουν αυτό που βλέπουν.Η επέκταση της χρήσης και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είναι βέβαιη , αδύνατον όμως να υπολογισθεί το μεγεθός της, γιατί αποκρύπτεται εως και σήμερα καθώς το αναγκαίο χρήμα για την εξασφάλιση των ουσιών υπάρχει και η χρήση γίνεται με άλλους όρους.

Ίσως το πιο αξιόλογο αρχαίο θέμα που έχω δει να ανασύρεται. Ας δούμε ποια τραγούδια είναι πιο εύκολο σήμερα να τ’ ακούσουμε απ’ ό,τι ήταν το 2001:

Δεν το βρίσκω.

Νεότερη εκτέλεση: https://www.youtube.com/watch?v=ei-NbYT9rA4

Δεν το βρίσκω

Επιθεωρησιακό, αλλά όχι «ελαφρό», μάλλον ρεμπετοφανές:

Ισχύει;;; Πάντως τον ελαφρό Λαθρέμπορα δεν τον βρίσκω.

Δεν ήξερα τον επίσημο τίτλο: είναι το πασίγνωστο Πρέζα όταν πιεις, που φυσικά δεν είναι ελαφρό (άλλο αν μπορεί να θεωρηθεί «ελαφρά» γραμμένο).


Στη συζήτηση θίγονται θέματα όπως η δημοτικότητα του ρεμπέτικου σε κοινωνικά στρώματα άλλα εκτός από αυτά που αποτελούσαν τον φυσικό του χώρο, και η (συνακόλουθη βέβαια) τάση μίμησης κάποιων εξωτερικών στοιχείων του εκ μέρους των δημιουργών του ελαφρού. Κάτι που εντάσσεται στη γενικότερη θεματική της αλληλεπίδρασης ρεμπέτικου και ελαφρού.

Και τα δύο είναι άκρως ενδιαφέροντα.

Ενδιαφέρουσες και οι τοποθετήσεις, για τις οποίες είναι άξιο εκτίμησης ότι βασίζονταν σε πολύ λιγότρα δεδομένα απ’ όσα είναι εύκολα προσβάσιμα σήμερα. Ενδεικτικά, στα νέα «Σπάνια Κείμενα» του Βλησίδη διαβάζουμε πολλά για τους εύθυμους μεσοαστούς που κατέκλυζαν τα κοσμικά ρεμπετάδικα, όμως όταν έγινε η συζήτηση (την οποία ξεκινά ο ίδιος ο Κ. Βλησίδης) δεν είχε βγει ακόμη ούτε η πρώτη έκδοση των Σπάνιων Κειμένων.

Ηχογραφήθηκε και με την Άννα Πολίτισσα. Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα.

Αλλά και με την Κίτσα Κορίνα με τον τίτλο “Μάγισσα Ματσαράγκισσα”. Οι στίχοι διαφέρουν έναντι των άλλων δύο τραγουδιών.

Χμ…

Ακούγοντας την παραλλαγή της Κορίνας Κίτσα που λέει ο Φώτης, ξανάκουσα με καινούργιο αφτί και τη γνωστή εκτέλεση, ή μάλλον όχι την εκτέλεση - το ίδιο το τραγούδι. Και ανακαλώ. Ναι, άνετα εντάσσεται στο ελαφρό. Ναι μεν ρυθμός σαν τσιφτετέλι και δρόμος σαν χιτζαζκιάρ, αλλά μάλλον είναι το ύφος σύνθεσης που μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε στον κινηματογράφο κάθε φορά που εμφανίζονταν Άραβες με γκαμήλες στην έρημο (με γυριστά σπαθάκια, φρεσκοσιδερωμένες κελεμπίες κλπ.), και θέλουμε λίγο κουλέρ λοκάλ, παρά πιστό ρεμπετοφανές.

Το ότι γενικά εντάσσεται στα ρεμπέτικα (δηλ. το παίζουν σήμερα οι ρεμπέτικες κομπανίες) μάλλον οφείλεται σε συνειρμούς που προκαλεί η φωνή και η ερμηνεία της Ρόζας.

[Το ότι εδώ μέσα μπορεί κανείς να ξανα«ανακαλύψει» τραγούδια που ξέρει εδώ και 20-30 χρόνια, …!]

Πραγματικά πολύ ενδιαφέρον, αυτό το θέμα. Πάντως, συγκομιδή πέντε μόλις τίτλων αναφερόμενων σε ουσίες από τον τομέα της «ελαφράς», ουσιαστικά δεν είναι τίποτα μπρος στις εκατοντάδες από Σμυρναίικο, Ρεμπέτικο και συναφή….

(Βασίλης Μεσολογγίτης, Κοχλαράκιας)

Και ο Παπάζογλου έχει γράψει «Κοχλαράκια», που μάλιστα δεν τον έβρισκα γιατί δεν έχει τη λέξη στον τίτλο, αλλά στο κείμενο:

Και δεν έχει γίνει γνωστό, από κομπανίες κλπ. ποτέ δεν το έχω ακούσει, αν και θυμάμαι ότι ο Κουνάδης με τον Παπαϊωάννου το είχαν βγάλει στη φόρα πολύ νωρίς.

με πρόλαβες απαντώντας στον εαυτό σου! το “είμαι πρεζάκιας” δεν το θεωρώ ρεμπέτικο σε καμιά περίπτωση, είναι ελαφρό που έτυχε εκτέλεσης από την φοβερή τριάδα της σμυρνέικης σχολής. νομίζω μόνο για αυτό τον λόγο παίζεται ακόμα, οι στίχοι είναι άθλιοι και δεν υπάρχει περίπτωση να τους έγραφε κάποιος λαϊκός δημιουργός. μην ξεχνάμε ότι ο στιχουργός που ελαφρά τη καρδία μιλάει για την πρέζα σαν να μην τρέχει τίποτα, ήταν από τους ένθερμους υποστηρικτές της μεταξικής λογοκρισίας.

Η Αλεξάνδρεια του Δ.Ατραίδη με τον Μίμη Κουλουριώτη και τον Αντώνη Λαβίδα στο κλαρίνο.

Από τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν μετά τον πόλεμο, όταν δεν υπήρχε λογοκρισία, γι΄αυτό περνάει και η λέξη κοκαΐνη.

http://rebetiko.sealabs.net/display.php?d=0&recid=12170

Κάτω στην Αλεξάνδρεια, γιαλέλι

θα κάνω ένα ταξίδι,

να βρω αυτό το φάρμακο, γιαλέλι,

που βγάζουν κοκαΐνη.

Κι από το φάρμακο αυτό αχ, γιαλέλι,

θα πάρω ένα δραμάκι,

να δώσω στην αγάπη μου αχ, γιαλέλι,

να πιει κι αυτή λιγάκι.

Να ναρκωθεί να μη μιλά, γιαλέλι,

να μη μου βγάζει γλώσσα,

σαν αρχινά δε σταματά, γιαλέλι,

με λίρες και με γρόσια.

Το έχει τραγουδήσει και η Γεωργία Μητάκη με τίτλο “Αλεξανδριανή” και με τον Γ.Ανεστόπουλο στο κλαρίνο.

http://rebetiko.sealabs.net/display.php?d=0&recid=2497

Ακόμη ένα με την Κίτσα Κορίνα, στο τραγούδι “Βρε Μανώλη” του Γιώργου Βιτάλη σε στίχους του Μίνωα Μάτσα.

http://rebetiko.sealabs.net/display.php?d=0&recid=16282

Πάλι τραγούδι του Σώσου Ιωαννίδη (ως Ψυριώτης στον δίσκο) με τον Γιώργο Παπασιδέρη από το 1934.

AO%202197%20%20B