Απαγορευμένες ουσίες σε τανγκό του Μεσοπολέμου

Δε νομίζω ότι αυτά τα τρία τραγούδια μπαίνουν στο ίδιο καλάθι όμως. Ή, πάντως, κι αν μπαίνουν, προσωπικά δε βρίσκω ποιο είναι αυτό το καλάθι. Δεν είναι τρία ρεμπέτικα, δεν είναι τρία ελαφρά, δεν είναι τρία ρεμπετοφανή. Είναι ίσως τρία τραγούδια από δημιουργούς του ελαφρού με τεχνοτροπία και ερμηνευτές εκτός ελαφρού; Ή είναι απλώς τρία διαφορετικά παραδείγματα της όσμωσης των ειδών;

Τουλάχιστον ο «Μανώλης» είναι εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση, αφού στιχουργικά ανήκει στην εντελώς παραδοσιακή περίπτωση της συρραφής διστίχων, κυρίως παλιών και ίσως και μερικών καινούργιων, δηλαδή παραδοσιακό ρεμπέτικο, ενώ μουσικά μόνο παραδοσιακό ρεμπέτικο δεν το λες!

[Να σημειώσουμε ότι το «Γεντί Κουλέ» έχει ένα λάθος στην καταγραφή, στο σημείο που δείχνει και το thumbnail -ή όπως λέγεται- του βίντεο: για σένα ισοβίτης στο Γεντί-Κουλέ θρηνώ, όχι πριν βρω.]

Αυτό Περικλή.

Το θέμα των ουσιών, δεν ήταν προνόμιο των ρεμπετών. Όλοι οι δημιουργοί και οι εκτελεστές, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, έγραψαν θέματα για τον κόσμο των ουσιών. Ειδικά το ΄34-36, υπήρξε δισκογραφικά μία εκτόξευση τραγουδιών για ουσίες. Και συμμετείχαν μουσικοί της ελαφράς, της δημοτικής και φυσικά του ρεμπέτικου.

Έχει ένα σχετικό μίνι αφιέρωμα και στο Ελληνικό Τραγούδι του Λιάβα, αλλά δε βρίσκω άλλα τραγούδια εκτός από όσα ήδη αναφέρθηκαν. Δεν προκύπτει λοιπόν, μέχρι στιγμής, να είχε λάβει ιδιαίτερες διαστάσειςτο φαινόμενο της θεματολογίας των ναρκωτικών στο ελαφρό. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι σε πανελλήνιο επίπεδο δεν έχει γίνει ανάλογη δουλειά με το ελαφρό όπως με το ρεμπέτικο, όπου από δεκαετιών στρατιές συλλεκτών, ερευνητών και μουσικών αναδιφούν και προβάλλουν τα μουσικά τεκμήρια της προ '40 εποχής κι έχουν και το ανάλογο κοινό. Επομένως, μπορεί να υπάρχουν αρκετά και να μην τα ξέρουμε. Όταν κοτζάμ Βέμπο έβγαλε τέτοια τραγούδια, θα με εξέπληττε να ήταν η εξαίρεση.

Παρεμπιπτόντως, σχετικά με το ευρύτερο θέμα της όσμωσης ελαφρού, ρεμπέτικου κλπ., βρίσκω στον Λιάβα άλλα τρία τραγούδια με ενδιαφέρον. Πρόκειται για φυλλάδια με παρτιτούρες που αναπαράγονται φωτογραφικά στο βιβλίο, με σύντομο σχολιασμό στη λεζάντα αλλά χωρίς να εικονογραφούν συγκεκριμένα σημεία του κυρίως κειμένου. Τα δύο πρώτα:

  • «Μη δακρύζεις», Ιφ! άσμα, στίχοι Α.Β., μουσ. Α. Ξανθόπουλου.
  • «Μ’ αυτά τα λόγια σου λιγώθηκα», μάγκικο φοξ από την οπερέτα Γυναίκες-Γυναίκες, Χ. Χαιρόπουλου - Γ. Γιαννακόπουλου.

Η λεζάντα:

Συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού όπως ο Τιμ. Ξανθόπουλος […] και ο Χρ. Χαιρόπουλος «φλερτάρουν» με τη θεματολογία του ρεμπέτικου, γράφοντας «μάγκικο φοξ» […]

Δεν ξέρω το περιεχόμενο των τραγουδιών, να σχολιάσω απλώς τον χαρακτηρισμό «Ιφ! άσμα». Το «Ιφ!» ήταν στερεοτυπικό κουτσαβάκικο επιφώνημα.

Το τρίτο είναι φυλλάδιο με το «Κουκλάκι» του Τούντα, με την εντελώς απροσδόκητη ένδειξη Φοξ-Τροτ!

Είχε παιχτεί πάντως το 1990-τόσο στη συναυλία «Μέρες Μουσικής», και υπάρχει στον σχετικό δίσκο. Προσωπικά για μένα τόσο η συναυλία όσο και ο δίσκος είχαν αποτελέσει κομβικά γεγονότα στη διαδικασία της γνωριμίας μου με το ρεμπέτικο. Διερωτώμαι αν αποτελώ εξαίρεση και αν συνολικά είχαν περάσει απαρατήρητα. Τόσα χρόνια στο φόρουμ, ενώ έχω βρει αρκετές αφορμές να τα μνημονεύσω, δεν έχω δει κανένα άλλο σχετικό σχόλιο από κανέναν (αν και ο Νίκος Π. έχει αναφέρει ότι κι αυτός είχε πάει).

Νομίζω πάντως ότι ούτε κι εγώ το έχω ακούσει να παίζεται αλλού. Οι στίχοι επιβεβαιώνουν ένα παλιότερο σχόλιο της παρούσας συζήτησης:

…αν και βέβαια είναι και λίγο αντιφατικοί: […] πριν να γίνει κοχλαράκιας ήτανε κι αυτός μαγκιώρος, τουφατζής και τρακαδόρος. Ποια είναι η μαγκιά του τρακαδόρου; Μήπως απλή στιχουργική αμηχανία μπρος στις ανάγκες της ομοιοκαταληξίας; Θα μπορούσε, αφού στο ίδιο τραγούδι έχουμε και άλλο ένα από τα πολλά παραδείγματα της άνευ περιεχομένου επανάληψης της ρίμας «μάγκες - ματσαράγκες», θα μπορούσε και όχι, αφού όλο μαζί το τραγούδι δεν είναι καθόλου άνευ περιεχομένου, αντιθέτως εκφράζει σαφή θέση.

Φώτη, για παράγοντες του Δημοτικού, δεν έχω ακούσει κάτι σχετικό. Έχεις παραδείγματα;

Και όμως, δεν ήταν εξαίρεση. Είναι ελάχιστα τα κομμάτια «ελαφράς» μουσικής με τέτοιες θεματολογίες. Μπορεί να μην έχει γίνει σχολαστική έρευνα, αλλά μία γρήγορη έρευνα μπορεί να γίνει, και την έκανα: Ο Μανιάτης, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν αυτή τη στιγμή, έχει προσθέσει έναν αστερίσκο σε κάθε τίτλο τραγουδιού (από όλα τα μουσικά είδη) όπου στους στίχους έστω υπαινίσσεται συσχετισμός με ουσίες. Έψαξα στην ηλεκτρονική μου έκδοση και δεν βρήκα περισσότερους τίτλους από όσους έχουμε ήδη εντοπίσει. Ρεμπέτικα με αστερίσκο όμως, κάργα….

Ε, ΄ντάξ’, σε κάποιες από τις πολλές ηχογραφήσεις του κομματιού, το τέμπο είναι τέτοιο που μπορείς και να το χορέψεις φοξ τροτ…

Ακριβώς. Το έχουμε πει πολλές φορές, η στιχουργική των αστικών λαϊκών τραγουδιών, στη συντριπτική της πλειοψηφία δεν είναι επιπέδου Παλαμά ή Σολωμού…

Ο Παπασιδέρης και η Μηττάκη, στα παραδείγματα του #18. Ο Παπασιδέρης έχει πει και τον Τεκέ της Μαριγώς. Βέβαια αυτό είναι ξεκάθαρο ρεμπέτικο, ενώ δεν είμαι σίγουρος αν ο Παπασιδέρης είναι ξεκάθαρος δημοτικός, μάλλον στους επαγγελματίες παντός καιρού θα τον βάζαμε, αλλά εν πάση περιπτώσει στα δημοτικά ήταν που κυρίως διέπρεψε (και από καριέρα, όπως θυμάμαι από ξώφαλτσα αναγνώσματα, πιο πολύ πανηγύρια παρά πάλκα).


[Ξέχασα να πω ότι δεν είμαι ο Φώτης] :slight_smile:

μια χαρά είναι οι στίχοι του βαγγέλη παπάζογλου, “κασαδόρος” λέει και όχι “τρακαδόρος”. σημαίνει ότι ήτανε διαρρήκτης που έκανε την δουλειά του και δεν είχε ανάγκη κανέναν, αλλά μετά κατάντησε πρεζάκιας… αυτήν την αντίθεση την έχει και σε άλλα τραγούδια του ο παπάζογλου.

1 «Μου αρέσει»

Για ένα και μόνο ένα κομμάτι πρόκειται. Και οι δύο είναι “παντός καιρού”, ο Παπασιδέρης πάντως έχει ηχογραφήσει και αρκετούς αμανέδες.

Νομίζω ότι σωστά ο Νίκος Π. σημειώνει την μικρή παραγωγή τραγουδιών για τις ουσίες, από τους ελαφρούς καλλιτέχνες. Μικρή ήταν, έτσι κι αλλιώς, σε όλη την δισκογραφία των 78 στροφών.

Η έλευση των μπουζουκιών, αύξησε κατακόρυφα για μία τριετία, τα τραγούδια για το χασίς κυρίως, την ηρωίνη, την κοκαΐνη κτλ.

Κοντά σε αυτούς και οι Μικρασιάτες μας μουσικοί, που και πριν είχαν γράψει δικά τους ή παραδοσιακά τραγούδια για τις ουσίες, κάποιοι μουσικοί και στιχουργοί του ελαφρού αλλά και μερικοί όπως είδαμε του δημοτικού τραγουδιού. Ας μην ξεχνάμε ότι η Γεωργία Μηττάκη τραγούδησε το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη που ήταν χασικλίδικο.

Πολλές φορές όλοι οι παραπάνω ή κάποιοι από αυτούς, συνεργάζονταν μεταξύ τους και έτσι ακούμε την Ρόζα και την Μαρίκα Πολίτισσα να τραγουδάνε στίχους του Σαββίδη σε μουσική Ιωαννίδη, η Μητάκη να τραγουδάει Τσιτσάνη.

Μετά ήρθε η επιτροπή λογοκρισίας του Μεταξά.

Σε όλα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται οι ηχογραφήσεις τραγουδιών που γίνανε στην Αμερική. Εκεί ηχογραφούνταν και κυκλοφορούσαν τα πάντα.

Ε ναι, προς το παρόν σ’ αυτό καταλήγουμε.

Αλλά εκτός του ότι είναι λίγα, επιπλέον μιλάνε και για τα ναρκωτικά με διαφορετικό τρόπο, άλλη οπτική, άλλη αντιμετώπιση, απ’ ό,τι τα ρεμπέτικα. Για παράδειγμα, ένα κλασικό μοτίβο στα χασικλήδικα ρεμπέτικα είναι «μας κυνηγούν αλλά εμείς επιμένουμε» (και μπορεί να προστεθεί και το «γιατί δεν πειράζουμε κανέναν»). Στα λίγα ελαφρά που είδαμε, δεν υπάρχει ούτε ο πιο απόμακρος υπαινιγμός προς κάτι τέτοιο.

Άρα, τελικά, το κοινό στοιχείο που μας μένει στο χέρι δεν είναι και τίποτε σπουδαίο: απλώς η από κοινού μνεία κάποιων λέξεων. Σαν να λέμε ότι εντοπίσαμε μία κοινή λέξη ανάμεσα στις φράσεις «ζήτω η φούντα» και «κάτω η φούντα»: εντάξει, υπάρχει όντως κοινή λέξη, αλλά λίγα άλλα κοινά.

Το μάγκικο φοξ και το ιφ άσμα, τι να λένε άραγε; Υποθέτω ότι κι αυτά θα έχουν μια μαγκιά άλλου είδους, αλλιώς ειδωμένη, από τη μαγκιά των ρεμπέτικων. Δε θέλω ν’ αρχίσω απαξιωτικές εικασίες προεξοφλώντας π.χ. μια ψεύτικη μαγκιά, αλλά το θέμα είναι ότι ακόμη κι αν είναι σε πλήρως ρεμπέτικο στιλ και μόνο η μουσική διαφοροποιείται, και πάλι θα πρόκειται για σπάνιες εξαιρέσεις. Τουλάχιστον, έτσι δείχνουν τα μέχρι στιγμής δεδομένα.

Αντίθετα, βρίσκω όλο και πιο ενδιαφέρον το άλλο θέμα που αναφύεται μέσα από αυτή τη συζήτηση: τα παντρέματα μεταξύ μουσικών, τραγουδιστών, δημιουργών, από τα διάφορα μουσικά είδη που κυριαρχούσαν στην εμπορική δισκογραφία.

Τείνω να πιστέψω ότι όταν η δουλειά σου είναι τραγουδιστής, ή συνθέτης, ή στιχουργός, ή (σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις) οργανοπαίχτης, και δουλεύεις για τη δισκογραφία και για τα επαγγελματικά πάλκα, η διαφορά ανάμεσα στον ελαφρό και τον ρεμπέτη, στον δημοτικό και στον λαϊκό, είναι ελάχιστη. Ας μην κοιτάξουμε τον Τούντα που έγραφε (λέει) φοξ-τροτ που σήμερα σπάμε το κεφάλι μας να ερμηνεύσουμε την τροπική δομή τους, γιατί ο Τούντας ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση υπερχειλίζοντος ταλέντου. Ας δούμε κάτι πιο ταπεινό:

Υπάρχουν κάποιες ηχογραφήσεις ρεμπέτικων με πιάνο, ή με κλαρίνο. Είναι τόσο λίγες ώστε αποκλείουν το ενδεχόμενο να υπήρχαν πιανίστες ή κλαριντζήδες ειδικευμένοι στα ρεμπέτικα. Προφανώς στις ηχογραφήσεις επιστρατεύτηκαν πιανίστες του ελαφρού (αν όχι της κλασικής μουσικής) και κλαριντζήδες του δημοτικού. Μπουζούκια εκτός ρεμπέτικου δεν έχουμε βέβαια, ούτε ούτια και λύρες, τραγουδιστές όμως που έλεγαν απ’ όλα έχουμε, έστω κι αν η Ρόζα, ο Νταλγκάς, η Ρίτα Αμπατζή δεν έχουν πει καθαρόαιμα ελαφρά (στην Αμερική το 'χουμε κι αυτό) και κανείς καθαρόαιμος ελαφρός δεν έχει πει ρεμπέτικα ή δημοτικά.

Στο ρεμπέτικο κατά τη γνώμη μου η θεμελιώδης διαφορά δεν είναι στο ρεπερτόριο, ρεμπέτικο ή μη ρεμπέτικο, αλλά στους ρόλους των συντελεστών: κατανεμημένοι κατά αρμοδιότητες ή συγκεντρωμένοι σ’ ένα πρόσωπο. Με την κατανομη μπορούμε να έχουμε συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές, οργανοπαίχτες (δεν ξέρω αν μου διαφεύγει και τίποτε άλλο). Στο συγκεντρωτικό μοντέλο έχουμε έναν, ας τον πούμε «τροβαδούρο», που πιάνει το μπουζούκι του ή όποιο άλλο όργανο παίζει, και τραγουδάει ό,τι έχει να μας πει, δηλ. πράγματα που μπορεί να τα έχει βγάλει ο ίδιος, ή να είναι παλιότερα, ή να είναι παλιότερα μεν αλλά επανεπεξεργασμένα από τον ίδιο, ή παλιότερα και δικά του αναμίξ στο ίδιο τραγούδι.

Ένας τέτοιος τροβαδούρος κατά πάσα πιθανότητα θα πει όντως αυτό που έχει να πει - δε θα κάτσει να σκεφτεί «χμ, τι συγκινεί το κοινό αυτή την περίοδο; η ξενιτιά! ας γράψουμε για την ξενιτιά». Θα γράψει βιωματικά, δε θα μιλήσει για χασικλήδες ή φυλακόβιους ή νταηλίκια αν δεν έχει ο ίδιος τέτοιες παραστάσεις -δε χρειάζεται να έχει κάνει αυτοπροσώπως φυλακή, αρκεί που δε διαβάζει για την κατάσταση στις φυλακές στην εφημερίδα- και γι’ αυτό, συνήθως, θα γράψει καλά και θα συγκινήσει ακόμη και εντελώς «τρίτους» ακροατές.

Όσο το ρεμπέτικο φεύγει από αυτούς τους τροβαδούρους και περνάει στα χέρια πιο εξειδικευμένων επαγγελματιών της μουσικής βιομηχανίας, η ιδιαιτερότητά του αμβλύνεται. Τείνει όλο και περισσότερο να εξισωθεί με κάθε άλλο είδος μουσικής, διατηρώντας μόνο εξωτερικές διαφορές (το μπουζούκι, τα εννιάσημα, η τροπικότητα ή η ανάμνησή της κλπ.). Βέβαια, με το που το ρεμπέτικο μπαίνει στη δισκογραφία και γενικά στους κυρίαρχους και μαζικούς μηχανισμούς προώθησης, ήδη αρχίζει η απομάκρυνσή του από το μοντέλο του τροβαδούρου (π.χ. συνοδεία από επαγγελματίες κιθαρίστες, τη στιγμή που ο Δελιάς λ.χ. ούτε που σκέφτηκε να συνοδέψει με κιθάρα την υπόλοιπη Τετράδα παρόλο που κιθάρα ήταν το αρχικό του όργανο), όσο όμως ο τροβαδούρος παραμένει ισχυρός πόλος, τα ντοκουμέντα που μας αφήνει είναι κοντά στην αυθεντικότητα.

Αντίστοιχο αυτού του ρεμπέτη τροβαδούρου, που αφενός τα κάνει όλα μόνος του αλλά αφετέρου είναι η φωνή της κοινότητας όπου ανήκει, υπήρχε κάτά κάποιο τρόπο και στο δημοτικό (και κάπου κάπου ψιλοϋπάρχει ακόμη). Στο ελαφρό όμως δεν είχε υπάρξει ποτέ τίποτε αντίστοιχο. Ούτε -πιστεύω- και σ’ εκείνο το είδος μικρασιάτικου αστικού λαϊκού τραγουδιού με τις περίτεχνες μακαμίστικες συνθέσεις. Αυτά γεννήθηκαν από επαγγελματίες (το ελαφρό, ακριβέστερα, εισήχθη από επαγγελματίες).

Μήπως λοιπόν το λεγόμενο «σμυρναίικο» είναι τελικά η άλλη όψη του ελαφρού μάλλον, και όχι του ρεμπέτικου με το οποίο κατά παράδοση το συνδέουμε; Μήπως θα ‘πρεπε να μιλάμε αφενός για σμυρναίικο ελαφρό και ευρωπαϊκό ελαφρό και αφετέρου για ρεμπέτικο; (Σημειωτέον ότι, όταν στα σμυρναίικα θαυμάζουμε την έμπνευση και την τέχνη ορισμένων συνθετών και μουσικών, στο ευρωπαϊκό ελαφρό υπάρχουν κάποια τουλάχιστον τραγούδια που καθόλου δεν υπολείπονται, μπορείς ν’ ακούσεις απίστευτα παιξίματα.)

Κάποια χασικλίδικα ταγκό αναφέρονται στη διατριβή της Αγγελικής Κουφού, θα την ξανακοιτάξω και θα σας πω.

Αξίζει να σημειώσουμε τη μικρασιατική καταγωγή του Κωσταντινίδη (Κώστα Γιαννιδη) και του Σουγιουλ(τζόγλου), την πολίτικη καταγωγή του στιχουργού Πωλ Μενεστρέλ (Γιάννης Χυδίρογλου), θα υπάρχουν κι άλλοι πρόσφυγες του ελαφρού που δεν τους ξέρω.

2 «Μου αρέσει»

http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/27525#page/1/mode/2up

Η κουλτούρα του Ταγκό στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (1922-1940): μια μουσικολογική και ανθρωπολογική προσέγγιση, ΕΚΠΑ (τμ. Μουσ. Σπουδών - επιβλέπων Π. Κάβουρας) 2011.

Ενδιαφέρον, και μόνο που υπάρχει! Να, γι’ αυτό έλεγα ότι θα υπάρχουν και πράγματα που δεν τα ξέρουμε.

Το ξεφυλλίζω τώρα. Δε νομίζω να το μελετήσω εξαντλητικά, γιατί τέλος πάντων η κουλτούρα του ταγκό στην Ελλάδα του 1922-1940 δεν είναι η σημαντικότερη προτεραιότητά μου, αλλά πάντως χαίρομαι που υπάρχει και που το πληροφορήθηκα. Ευχαριστούμε emc!

1 «Μου αρέσει»

Μάλλον θα εννοεί το παρακάτω τραγούδι του Γ.Καμβύση, με τον Χαράλαμπο Παναγή, που μόνο ελαφρό δεν είναι. Το τραγούδι είναι της ίδιας περιόδου με του Παπάζογλου. Δεν έχω βρει και τρίτο λαθρέμπορα, που να είναι ελαφρός :smile:

Ο Στελάκης Περπινιάδης, στην απολογία του για την Βαρβάρα, είπε χαρακτηριστικά ότι σαν τραγουδιστής με συμβόλαιο, ήταν υποχρεωμένος να τραγουδάει ότι του έδινε η εταιρεία.

Δύο ετικέτες με το “Κουκλάκι μου”. Δεν υπάρχει ένδειξη για Φοξ-Τροτ.

Όταν τελείωσε η ηχογράφηση με την Ισμήνη Διατσέντε (GO-702 ο αριθμός ηχογράφησης), ο Τούντας ηχογράφησε αμέσως μετά, ξανά το “Κουκλάκι μου” με τον Κ.Θωμαίδη (GO-703 ο αριθμός ηχογράφησης), που μπήκε στον δίσκο ODEON GA-1350. Δεν έχει βρεθεί αυτή η ετικέτα.

GA%201270%20%20A

Μα γι’ αυτό ακριβώς το χαρακτήρισα άκρως απροσδόκητο! Αν το έλεγε η ετικέτα, ήταν πιο πιθανό να έχει φτάσει κάπως ως εμάς -το ευρύ κοινό- η πληροφορία.

Δεν ξέρω τι εγκυρότητα έχει το φυλλάδιο. Λέει φοξ-τροτ επειδή έτσι ήθελε ο Τούντας, ή είναι αυθαιρεσία του εκδότη ή του διασκευαστή (υποθέτω πως είναι μεταγραφή για ένα όργανο);

Ακόμη και στη δεύτερη περίπτωση, κάποιος θεώρησε ότι ένα τέτοιο τραγούδι ταιριάζει ωραία για φοξ-τροτ. Ούτε κλώτσησε το αισθητήριό του μπροστά στην εντελώς τροπική και συνάμα εκτός πεπατημένης διαχείριση της μελωδίας, ούτε θεώρησε πιθανό να κλωτσήσει το αισθητήριο του κοινού. Αυτό είναι ένδειξη μιας κατάστασης!

(Στη διατριβή για το τανγκό διάβασα έκπληκτος για ελληνικά 7σημα ταγκό. Βρήκα ένα στο ΥΤ και το άκουσα: πράγματι, κάνει για ταγκό!! Ακόμη κι αν κάποια σημεία της μελωδίας, αν τα φανταστούμε χωρίς τη ρυθμική υπόκρουση, ταιριάζουν και για καλαματιανό. Άσε, είναι πολλά που δεν ξέρουμε -εγώ τουλάχιστον- για τη μουσική τότε.)

Με μια καλύτερη ματιά βρέθηκε και η εκτέλεση με τον Κ.Θωμαϊδη. Ούτε και εδώ υπάρχει η ένδειξη Φοξ-Τροτ.

Όπως σημείωσα, ο Παναγιώτης Τούντας ηχογράφησε με την Ισμήνη Διατσέντε το τραγούδι, και κατόπιν άλλαξε την τραγουδίστρια και ηχογράφησε το κομμάτι με τον Θωμαϊδη.

Και στις δύο εκτελέσεις, προτιμήθηκε να κυκλοφορήσει η δεύτερη εκτέλεση.

Ναι, αλλά μην ξεχνάμε και μίαν ακόμα περίπτωση στο ρεμπέτικο: όταν δεν είναι η καθεαυτού υπόθεση του τραγουδιού συνδεδεμένη με χρήση ουσιών (π.χ. Μάρκος, Σαν μαστουριάσω και γινώ λιώμ’ από τη μαστούρα) αλλά σε τραγούδι π.χ. ερωτικής θεματικής, γίνεται παρεμπιπτόντως, δευτερευόντως, αναφορά σε χρήση ουσίας: Είμουνα φίνο παιδάκι και γουστάρισα μία τσαχπίνα. Μια χαρά ήταν, ωραία περνάγαμε, μας ζήλευε κι ο κόσμος. Αλλά η τύπισσα μου τα χάλασε, γυρνούσε και γλεντούσε με άλλονε. Θόλωσε το μυαλό μου, η ψυχή μου σπάραξε και από τότε, τέρμα οι γκόμενες και τα καλά τους, μόνο τσίκα τραβάω και αργιλέ φουμάρω.

Όχι μόνο, μην ξεχνάμε τον Ροβερτάκη, την Παπαδοπούλου και κυρίως, την Μαργαρώνη.

Για χρόνια έψαχνα ματαίως να βρώ κάποιαν ηχογράφηση όπου ο Νταλγκάς τραγούδησε όπερα, αλλά χωρίς να τα καταφέρω. Πάντως είναι σίγουρο ότι, όταν δούλευε και αυτός, και τα Πολιτάκια στα υπερωκεάνεια, με κοινό τους ταξιδιώτες της πρώτης θέσης, δεν είναι δυνατόν να την έβγαζαν μόνο με σμυρναίικα και πολίτικα, μόνο με ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες και τσιφτετέλια, σίγουρα τα πάντα έπαιζαν. Και βάλς και ταγκό και φόξ ανγκλέ κι απ’ όλα….

Και όμως, ο Τούντας έχει γράψει σειρά ολόκληρη ελαφρών (Φαληριώτισσα, Ζουμπουλένια μάτια κ. ά. πολλά) που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα ταγκό των επαγγελματιών του ελαφρού της εποχής. Αλλά και ο Περιστέρης «συνελήφθη» να παίζει (δυστυχώς χωρίς ήχο) μπάντζο σε πολυτελέστατο καθωσπρέπει κέντρο διασκεδάσεως της καλής Αθηναϊκής κοινωνίας των ΄30, με κουστουμαρισμένους νεαρούς και ντάμες με τουαλέτες να χορεύουν τα ευρωπαϊκά, σε βωβή ταινία της εποχής.

Πραγματικά, δεν θα είχα σοβαρή αντίρρηση. Έτσι κι αλλοιώς, από χρόνια μιλάω (προσωπικώς) για Σμυρναίικο και Ρεμπέτικο (στο οποίο συνήθως προσάπτω τον χαρακτηρισμό «Πειραιώτικο») ως διακριτά μεταξύ τους είδη αλλά, βλέπεις, ο Πετρόπουλος τα τσουβάλιασε όλα και ακόμα δεν ξεφύγαμε από αυτήν την (κάκιστη!) κίνηση, με μία καινούργια πρόταση που να μπορέσει να γίνει γενικά αποδεκτή…

Πάντοτε οι παρτιτούρες ήταν για φωνή και κλειδοκύμβαλον.

Μιάς κατάστασης συνύπαρξης τροπικής και δυτικής προσέγγισης, που από καιρό προτρέπω τον φίλο Γιάννη (Delaflota), σε άλλο νήμα, να προσπαθήσει να δεί και να καταλάβει.

Μία τέταρτη ετικέτα με το τραγούδι του Τούντα με τον Γιώργο Βιδάλη. Ούτε εδώ αναφέρεται σε φοξ-τροτ. Παίζει η ορχήστρα του Bela Dajios. Είναι η τρίτη, διαφορετική, ηχογράφηση και κυκλοφορία του τραγουδιού από την ODEON.