Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Από το “Όσοι έχουνε πολλά λεφτά”, του Μάρκου.
“…Εγώ ψιλή στην τσέπη μου
ποτές δεν αποτάζω
κι όλα τα ντέρτια μου περνούν,
μόνο σα μαστουριάζω…”

αποτάζω = [< αποτάσσω (και πιο σωστά) < υποτάσσω =] αποκτώ.
Όπου η έννοια της κτήσης προέρχεται από το γεγονός ότι γίνεσαι κύριος των αγαθών που έχει εκείνος, τον οποίον υπέταξες, κατέκτησες.
Γνωστή και η ευχή : “να αποτάξεις τα καλά του Αβραάμ”.
(το α αντί του υ στο “αποτάσσω” αντί για το “υποτάσσω”, όπως π.χ.: αψηλός αντί υψηλός).

Σωστήηηηηη!!!αλλά θα μου επιτρέψεις χωρίς παρεξήγηση να κάνω διόρθωση σε μια άλλη λέξη απο το γλωσσάρι.
Μπουλασίκ ανταμ=ενοχλητικός άνθρωπος.
Μπουλασίκης είναι ο σιχαμερά ενοχλητικός(κολλώδης)που προσκολλάται επίμονα σε κάποιον,(φορτώνετε,κολλάει).
Χίλια συγνώμη για τη διόρθωση αλλά γνωρίζω τη γλώσσα.:230:

Λίλα, ξέρεις μήπως τουρκικά;
Αν ναι, είμαστε πάρα πολύ τυχεροί, θα μας λύσεις πολλές απορίες, ίσως και λάθη πουέχουμε κάνει…

Για το “μπουλασίκης”.
Για να βγάλουμε μια άκρη, γράφω πάλι τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού:

“Συναχωμένος μουʼρχεσαι αμάν αμάν, μουρμούρη μου, από πέρα
Και μεσʼ τα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα.
Με ποιον ταʼ χεις, συνάχη μου, αμάν αμάν και πας να καθαρίσεις;
Την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου, και πας να εγκληματήσεις ;
Κοίτα καλά, συνάχη μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις
Και κει πʼ ανακατεύεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώνεις
Αςʼ το μπουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν, και πάψε το συνάχι
Και δεν ανακατεύομαι, συνάχη μου, σε ό,τι κι αν σου λάχει …”

Νομίζω πως από τα συμφραζόμενα περισσότερο η έννοια του θυμού, της οργής, συνάγεται, όχι της ενόχλησης.
Η προτροπή του Μάρκου: “ας το μπουλασιλίκι…” μοιάζει πιο πολύ να είναι κάτι σαν : “άσε τους θυμούς στην άκρη…”.

Υ.Γ. Δεν ξέρω τουρκικά, τις λέξεις τις ψάχνω σε λεξικά και πολλές από αυτές τις έχω διασταυρώσει από έναν Τούρκο που ζει εδώ πέρα.
Για τη συγκεκριμένη λέξη μου είπε πως “μπουλασίκης” = τσαντισμένος, αναίτια θυμωμένος, άνθρωπος που έχει λύσει το ζωνάρι του για καυγά και γι’ αυτό ο Μάρκος μιλά κάπως ειρωνικά, περιφρονητικά γι’ αυτόν.
Και βέβαια ο “συνάχης” έχει και άλλη έννοια, είναι ο “φτιαγμένος” από τη δόση του, άρα επιρρεπής και σε καυγάδες.

Ελενάκι μου, ναι ξέρω τη γλώσσα και στο τραγούδι εννοεί άσε το κόλλημαμ’αυτή την ιστορία.:089:

μπουζούκι-μπουζουξής, κα¨ί¨κι - καιξής, τούρκικη λέξη για τον βαρκάρη μάλλον. Το τραγούδι μιλάει για μια λίμνη. Οι περισσότεροι λένε λύπη η λήθη άλλα μάλλον κάνουν λάθος

Asik στα τουρκικά σημαίνει εραστής –ερωτευμένος
Asig στα αραβικά
Ασίκης αυτός που έχει ωραία κορμοστασιά,λεβέντης,παλληκάρι

Μπούλης 1. μικρό παιδί,μπέμπης
2.μεγάλο παιδί ή ενήλικος που έχει την ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά
μικρού παιδιού
λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Γ.Μπαμπινιώτη
αυθαίρετη μετάφραση δική μου στη σύνθεση της λέξης :slight_smile:
μπουλ-ασίκης ο ερωτευμένος που φέρεται σαν παιδί

Δεν ξέρω Τουρκικά, γι αυτό και χρησιμοποιώ λεξικό.

Bulaşıcı: επιδημικός, κολλητικός, λοιμώδης, μεταδοτικός, μολυσματικός. –hastalık: κολλητική αρρώστια, μεταδοτική ασθένεια, λοιμώδης νόσος.

Bulaşıcılık: μεταδοτικότητα

Bulaşık 1: λάντζα 2: βρώμικος 3: μολυσμένος –adam: φορτικός άνθρωπος, κολλιτσίδα

Την ερμηνεία «άσε το κόλλημα», που με κλείσιμο ματιού γίνεται ερωτικό (αν κατάλαβα καλά τη Λίλα), δύσκολα θα τη δεχτώ: από τα συμφραζόμενα δεν προκύπτει ερωτική ατμόσφαιρα παρά μάλλον αντρικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, έστω πιθανά και ερωτικών. Από τις ερμηνείες του λεξικού (που το θεωρώ καλό) δεν προκύπτει έννοια τσαντισμένου, θυμωμένου ή εριστικού.

Επειδή το «συνάχι» (έστω και το υποτιθέμενο, στην περίπτωσή μας) θεωρείται κολλητική ίωση, το μόνο που θα μπορούσα να σκεφτώ είναι «παράτα το κολλητικό σου συνάχι», τη μαστούρα σου, που σε οδηγεί σε κάτι με το οποίο εγώ (ο Μάρκος) δεν συμφωνώ».

Δεν αποφασίζω όμως εγώ.

Από το “Όσοι γεννούν πρωθυπουργοί” του Μάρκου.

"…την πούλεψε κι ο Δεμερτζής…"
Δεμερτζής Κων/νος (1876 – 1936)
Πολιτικός, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, καθηγητής της Νομικής, συνέβαλε στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911. Μετά το θάνατο του Κονδύλη έγινε πρωθυπουργός το 1935, ιδιότητα όμως που διατήρησε πολύ λίγο, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις 13/4/1936.

Σκλάβαινας Στέλιος.
Εκλέχτηκε βουλευτής Θεσσαλονίκης στις εκλογές της 26/1/1936 με το Παλλαϊκό Μέτωπο (περιλάμβανε το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, το Σοσιαλιστικό, το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό, τη ΓΣΕΕ, και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα ). Στις εκλογές όμως αυτές κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα (Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί) δεν είχε την απόλυτη πλειοψηφία, άρα δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, και έτσι το Παλλαϊκό Μέτωπο, το οποίο έχοντας πάρει το 25% των ψήφων, έγινε ο ρυθμιστής της κατάστασης.
Τελικά στις 19/2/1936 προέκυψε η συμμαχία Φιλελευθέρων (Σοφούλης) με το Παλλαϊκό Μέτωπο (Σκλάβαινας).
«Μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας…» λέει ο Μάρκος, φράση που δείχνει ότι ήταν υπολογίσιμη δύναμη το Παλλαϊκό Μέτωπο. Οι όροι για τη συμφωνία αυτή προέβλεπαν την παροχή αμνηστίας σε βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου, αλλά και όλων των εξορίστων, φυλακισμένων, πολιτικών καταδίκων, κατάργηση επίσης του Ιδιωνύμου, διάλυση των φασιστικών οργανώσεων κ.λπ. Διατάξεις που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη, μια και είχε ήδη δρομολογηθεί από κύκλους εντός και εκτός Ελλάδας η δικτατορία του Μεταξά.

Υ.Γ. Συνημμένο αρχείο με αναλυτικά τους όρους της συμφωνίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου.

Άν μπορώ να βοηθήσω την έρευνά σας και εγώ.
Υπάρχει και ο τύπος bulaskan με τη σημασία “καυγατζής, εριστικός”
παράλληλα και το bulasikis = βρωμοδουλειές, ύποπτη δουλειά κ.λπ.

[quote=Ελένη;174450]Από το “Όσοι γεννούν πρωθυπουργοί” του Μάρκου.

"…την πούλεψε κι ο Δεμερτζής…"
Δεμερτζής Κων/νος (1876 – 1936)
Πολιτικός, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, καθηγητής της Νομικής, συνέβαλε στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911. Μετά το θάνατο του Κονδύλη έγινε πρωθυπουργός το 1935, ιδιότητα όμως που διατήρησε πολύ λίγο, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις 13/4/1936./quote]

Θα ήθελα να συμπηρώσω ότι το παραπάνω τραγούδι του Μάρκου, στηρίζεται σε μια πραγματική, όσο και εξαιρετικά σπάνια συγκυρία. Συγκεκριμένα, το 1936, έτος δίσεκτο για τους προληπτικούς αλλά και έτος επιβολής της μεταξικής δικτατορίας απεβίωσαν έξι(!!!) πολιτικοί οι οποίοι είχαν διατελέσει ή ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργοί του άμοιρου αυτού τόπου. Έκτός από τον Κ.Δεμερτζή, που αναφέρει η Ελένη, έχουμε λοιπόν:Ελ. Βενιζέλος, +18.03.1936, Π. Τσαλδάρης, +17.05.1936, Αλ. Ζαίμης , 15.09.1936, Αλ. Παπαναστασίου, +17.11.1936, και ο Γ.Κονδύλης που μετά την καταστολή του κινήματος των βενιζελικών είχε αυτοαναγοτευτεί, το 1935, Αντιβασιλέας(!!). Το γεγονός των απανωτών θανάτων, που σχολιάστηκε πολύ από την κοινή γνώμη, δε μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από το μεγάλο Μάρκο: “Όσοι γινούν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν,
τους κυνηγάει ο λαός, απ’ τα καλά που κάνουν”…

Ευχαριστώ πολύ!
Τελικά, αποδείχνεται για μια ακόμα φορά πως στην περίπτωσή μας απαιτούνται τα εξής:
α) προσεχτική χρήση του λεξικού (και σ’ αυτό το σημείο ΜΠΡΑΒΟ σου, Άλκηστη!)
β) η βοήθεια ενός αυτόχθονος, ο οποίος γνωρίζει καλά όλη τη σημασιολογία της λέξης και
γ), το πιο δύσκολο… : ποια από αυτές τις έννοιες γνώριζε άραγε ο στιχουργός και κυρίως ποια ταιριάζει με τα συμφραζόμενα, ποια αποδίδει το νόημα καλύτερα, έτσι που να μην παραποιείται ο στίχος;;;

Και ο Τούρκος που συμβουλεύομαι ακούγοντας προσεκτικά τα λόγια επέμενε πως “θυμό”, “νεύρα” πρέπει να εννοεί στο συγκεκριμένο σημείο.
Δεν μου πολυπήγαινε ως νόημα το “κόλλημα” δηλαδή να πούμε εκεί συγκεκριμένα, περίπου:
“…ας το κόλλημα και πάψε το μαστούρωμα…”
Κόλλημα με τι ;
Για ποιο “κόλλημα” δηλαδή να μιλάει ;
Δεν προκύπτει από τα συμφραζόμενα του τραγουδιού καμιά άμεση τουλάχιστον αναφορά στη μαστούρα.
Αντίθετα, όλοι οι προηγούμενοι στίχοι δίνουν την εικόνα ενός νταή ο οποίος έρχεται ξεσπαθωμένος για καυγά, μάλλον ανούσιο, επιδειξίας είναι ο συγκεκριμένος,
Mάλλον έχει στο νου του ο Μάρκος - ίσως και να υπαινίσσεται μάλιστα - μάγκες τύπου Μάθεση και να τους σατιρίζει στο πρόσωπο του ανώνυμου “συνάχη”.

Νομίζω πως έχει ξεκαθαρίσει πια το νόημα της λέξης αυτής.

Μπράβο στην Άλκηστη, βεβαίως. Αλλά όχι και ότι δεν προκύπτει αναφορά σε μαστούρα: Όταν το τραγούδι ξεκινάει με τη φράση «Συναχωμένος μου ΄ρχεσαι…», τι χρείαν έχομεν μαρτύρων;

Στο τραγούδι “Όσοι γινούν πρωθυπουργοί” του Βαμβακάρη υπάρχει και η φράση:
“και κάνουν κόζι οι Έλληνες”.
Τι ακριβώς σημαίνει;

Κοζαρω = κοιταζω καποιον προσεκτικα , βλεπω , διακρινω , μπανιζω , παρατηρω ,
κοιταζω με επιμονη …
Δημιουργηθηκε απο το ουσιαστικο κοζι , με την προσθηκη της καταληξης - αρω …

Υπαρχει στο Ρεμπετικο Γλωσσαρι …

Η φράση αυτή δεν υπάρχει στην αρχική ηχογράφηση. Μάλλον προστέθηκε αργότερα, σε εκτελέσεις σύγχρονων “σχημάτων”. Το τι σημαίνει, το εξήγησε επαρκώς η Πελαγία.

“Κάνω κόζι” (έτσι μόνον) = “χαλβαδιάζω”, “παίρνω μάτι”.

Δεν έχει σχέση με τα κόζια της πρέφας ή του μπουρλότου. Είναι απ’ το κοζάρω.

Καλή εξήγηση έχει και ο Μπαμπινιώτης, ο οποίος γράφει επίσης ότι είναι απ’ το τούρκικο koz.

κοζάρω=σε κόβω,σε μετράω

άλλο το μπουλασκάν κι’ άλλο το μπουλασίκ

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τόλη Καζαντζή [ (1938 - 1991), Θεσσαλονικιού δικηγόρου]
“Το τελευταίο καταφύγιο και άλλα διηγήματα”, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, '89.

[i]"…Διάβαζα και ξαναδιάβαζα την εφημερίδα και δεν πίστευα στα μάτια μου.

  •  Γιατί τα κάνει αυτά ο Τσιτσάνης; αναρωτιόμουνα, το «ντρέπομαι για τους παλιούς μου φίλους», σημαίνει «απαρνιέμαι τον εαυτό μου». Άραγε δεν το καταλαβαίνει;
    
      Ο Μήτσος ο Σιδέρης ήτανε, παλιά, γείτονάς μας και πράγματι, μάλαμα παιδί. Πονόψυχος και ταπεινός μέχρις αηδίας, που λένε. Το σπίτι του ήτανε κολλητό στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Εκεί το σπίτι, εκεί κι ο ντεκές. Γιατί, ασʼ τον τον Τσιτσάνη να λέει· ο Μήτσος, επί κατοχής, είχε τον πιο ονομαστό ντεκέ στη Σαλονίκη και κάθε λίγο και λιγάκι, παρʼ όλα ʼκείνα τα λαδώματα σʼ αστυνομίες και δε συμμαζεύεται, για να κάνουνε τα στραβά μάτια αυτοί, μπέσα γυρεύεις; Κάνανε τα ντου τους στου Μήτσου και να σου τον ύστερα τον καλό σου στο «Γεντί Κουλέ». Τότε ήτανε που η Ανδρομάχη ανηφόριζε κάθε λίγο και λιγάκι στο «Γεντί Κουλέ» κι η Γιασεμώ, το φίδι, την παραμόνευε να τη φιδιάσει με τα λόγια της:
    
  • Πάλι γαστρορραγία ο Μήτσος, Ανδρομάχη μου; Κόσκινο πια γίνηκε το στομάχι τʼ ανθρώπου, της φώναζε απʼ το παράθυρο, τάχα μʼ πονετικιά, μα στην πραγματικότητα χαμογελώντας πονηρά κάτω από τα μουστάκια της. Ώσπου, η Ανδρομάχη δεν τʼ άντεξε μια μέρα η γυναίκα και,
    
  • Ναι, γαστρορραγία, μωρή γεροντομπασμένη βδέλλα. Εσένα τι σου κόφτει; που να μη δεις, ξυλόκοτα, χαρά στα σκέλια σου, την καταράστηκε.
    

    Και πράγματι, τι της έκοφτε της Γιασεμώς; Πείραζε κάναν ο Μήτσος; Ίσα ίσα. Άσε πια τʼ άλλα του τα καλά, μα ήτανε και νοικοκύρης πρώτος· να μην τους λείψει τίποτε στο σπίτι κι από κουβαλητής; και του πουλιού το γάλα. Την πόρτα με τον κώλο πάντα την άνοιγε, έτσι με τα δυο χέρια φορτωμένα απʼ όλα τα καλά, που γυρνούσε απʼ έξω κάθε μέρα. Και για ποιόνα από ʼκει μέσα δε νοιαζότανε; Την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του; Βασίλισσα, κορώνα στο κεφάλι του την είχε. Την αδελφή του, πάλι, τη Σοφία, χήρα με δυο κορίτσια ορφανά, την Αννούλα και τη Βούλα; Να μην τους λείψει το παραμικρό, αρχοντοπούλες, ούτε να τους περάσει από το νου, πως τάχα πέσανε στην καταφρόνια. Ως και για τον καημένο τον πεθερό του νοιαζότανε, ένα ασπρομάλλικο κακόμοιρο γεροντάκι, που όλη μέρα καθότανε σα μισοχαμένο έξω απʼ την πόρτα τους και λέγανε ότι έχει κάτι σα μελαγχολία. Του ʼπαιρνε τα τσιγαράκια του, καραμέλες-ευκάλυπτους για το λαιμό και για να του γλυκαίνουνε το στόμα και τʼ απογευματάκι τον πήγαινε αγκαζέ στην παραλία να πάρει τον αέρα του. Αν, πάλι, τύχαινε και κάνα μοτοράκι, τον πήγαινε και περίπατο για το «Φάρο» και τα «Λιμενικάρια».

    Τʼ απόγευμα, ο Μήτσος κάθονταν σʼ ένα χαμηλό σκαμνί, έξω απʼ την πόρτα του, πλάι σʼ ένα χαμηλό τραπεζάκι με μια μπουκάλα ούζο κι από μεζέ, της ώρας, που κουβαλούσανε αβέρτα από μέσα οι γυναίκες. Εκεί το ʼστρωνε κανονικά, όσο νʼ αρχίσει να ʼρχεται η πελατεία και τότε, λιμουζίνα και λουστρίνι-μέγγλα να δει το μάτι σου. Όσο νʼ αρχίσουν, όμως, να ʼρχονται όλοι αυτοί για να φτιαχτούνε, οι γείτονες γυρνώντας ή απʼ τη δουλειά ή απʼ το καφενείο, τη «Λέσχη των κυνηγών», σταμάταγαν μια δόση εκεί, στου Μήτσου, ρίχνανε ένα-δυο ούζα μαζί του, στο πόδι, αλλάζανε και κάτι κουβέντες κι ύστερα, «καληνύχτα, καληνύχτα κι αύριο με υγεία».

    Ρολόι πηγαίναν όλα στο σπιτικό του Μήτσου κι όσο για τις γυναίκες – και τι γυναίκες, σωστές τσαούσες όλες τους – δεν είχανε ποτέ αλλάξει μια πικρή κουβέντα. Γιατί ο Μήτσος το μόνο που γύρευε απʼ όλο εκείνο το γυναικαριό ήταν «ομόνοια».

  • Ομόνοια και ξερό ψωμί, τις συμβούλευε κάθε τόσο κι άμα έλεγε ο Μήτσος κατιτίς,

«βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα»… Ποιος να κοτίσει να του χαλάσει την καρδιά; Κανένας απολύτως, γιατί όλοι τον αγαπούσαν και τον εχτιμούσανε το Μήτσο. Και το πως έκανε εκείνη τη δουλειά, ποιον, όχι πες, ποιόνα πείραζε; Ή μήπως δεν ήταν κι αυτή μια δουλειά; Ή λες πως θα ʼτανε καλύτερος αν ήτανε ταγματαλήτης, γκεσταπίτης, ρουφιάνος, μαυραγορίτης ή χαφιές; Ίσα ίσα· απʼ τα χέρια του χίλια καλά και κακό κανένα δεν είδανε άνθρωποι κι άνθρωποι… Γιατί, λοιπόν, να μην τον εχτιμάνε;

Ένα πρωί, καλοκαιράκι ήτανε, παίζαμε στο υπαίθριο, στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Βγαίνει ο καλός σου να μας φοβερίσει, μα πού εμείς;

  • Ξεφτίλα Δαλαμάγκα, κουμαρτζή, ****μπαρά, του σέρναμε και κείνος, πού να τα βάλει μαζί μας; Τα μάζεψε και πήγε μες στο μαγαζί και μοναχά,

  • Δε θα μου πέσει, ρε τσογλάνια, κανένας σας στα χέρια; θα τον σκίσω σα σαρδέλα, θα τον χτυπήσω από καταγής σαν το χταπόδι, μας λέει και στέλνει το γκαρσόνι του, το Γιώργη το Μαχαλόμαγκα και ʼκείνος μας κυνήγησε μʼ ένα κοντόξυλο. Κάναμε, τάχατες πως φύγαμε, μα σε λιγάκι, να σου μας πάλι στα «Κούτσουρα», να κάνουμε χειρότερα και πιο άγαρμπα παιχνίδια, λες κι είχε μέλι εκεί μέσα και μεις, σαν τις μύγες, δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε.
    Εκεί, λοιπόν, που παίζαμε, ακούμε μες στου Μήτσου φασαρία. Βγαίνει έξω ο Δαλαμάγκας να δει, νʼ ακούσει, τέλος πάντων, τι συμβαίνει; και ʼκει επάνω, πέφτουνε από πίσω απʼ του Μήτσου μες στα «Κούτσουρα», βροχή οι λουλάδες και το κατόπι, ένας ένας, η παρέα, με πρώτο και καλύτερο τον Τσιτσάνη. Τρέχει ο Μαχαλόμαγκας κι εξαφανίζει, όπως όπως, τους λουλάδες κι ο Δαλαμάγκας βουτάει από το μπράτσο τον Τσιτσάνη και,

  • Ανέβα στο πάλκο και κάνε την κυρία, τον προστάζει.

Ο Τσιτσάνης υπάκουσε και μʼ ένα σάλτο ανεβαίνει στο πάλκο – πέντʼ έξι αναποδογυρισμένα κασόνια όλο κι όλο – και πιάνοντας από πλάι του το μπουζούκι, διπλώθηκε πάνω στην καρέκλα κι αρχίνησε τάχα μʼ να παίζει ένα μαργιόλικο αράπικο σκοπό, ενώ με την άκρη του ματιού έκοβε συνέχεια την είσοδο απʼ όπου θα μπουκάρανε σε λίγο, στα σίγουρα, να τον μαγκώσουνε. Πάει βιαστικά εκεί κι ο Δαλαμάγκας, σκύβει, κάτι του λέει κι ο Τσιτσάνης «ναι» κάνει με το κεφάλι, μα πού νʼ αφήσει από τα μάτια του την είσοδο. Μονάχα κοίταξε πίσω του για μια στιγμή, για να στιμάρει, ως φαίνεται, την απόσταση που χώριζε την καρέκλα του απʼ το τεζαρισμένο πίσω στρατσόχαρτο, δήθεν σκηνικό, ζωγραφισμένο αλμπάνικα, δυο χουρμαδιές χαμηλοβλεπούσες κι ένα φεγγάρι ολόγιομο που αρμένιζε καβάλα στα σύννεφα κάτω από μια γιρλάντα με πολύχρωμα αναιμικά λαμπιόνια.

Τους είδε ʼκείνους τους τρεις, με τις φαρδιές καμπαρντίνες, τα καβουράκια τους χωμένα ως τα φρύδια, ίδια παλιά φορτάκια, να ʼρχονται κατά πάνω του και μεις, «πάει το μαγκώσανε τον Τσιτσάνη», είπαμε μέσα μας βαστώντας την αναπνοή μας, να δούμε τι θα γίνει. Όμως, πριν προλάβουν να τον βάλουνε στο χέρι, σπαθάτος κι ευκίνητος όπως ήτανε στα νιάτα του ο Τσιτσάνης, δίνει μια έτσι πίσω την καρέκλα κι αγκαλιά με το μπουζούκι φέρνει μια τούμπα ανάποδη, σκίζει το στρατσόχαρτο κι από κάτι πίσω αυλές, άειντε και σύρε πιάσʼ τον.

Ούτε ʼκείνο το βράδυ ούτε το επόμενο έσκασε μύτη στα «Κούτσουρα» ο Τσιτσάνης. Ήξερε αυτός από αυτόφωρα και τέτοια. Κι αναλάβανε να παίζουν τα τραγούδια του ο Μίγκος κι ο Τσανάκας κι η τελευταία τρύπα του ζουρνά της παρέας, ο κούτσαβλος ο Αριστειδάκιας. Όμως, το παράλλο βράδυ, να σου τον τον Τσιτσάνη, με το φίλο του το Μήτσο αλαμπρατσέτα, σενιαρισμένος κι ωραίος, με το σακάκι του ριγμένο στους ώμους αναπεταρίκ-κουτσαβακίστικα και το μπουζούκι του επʼ ώμου σα καμιά γκλίτσα. Και πάει κατευθείαν και πιάνει τη θέση του στο πάλκο, σκορπώντας στο διάβα του εκείνες τις κιμπάρικες «καλησπέρες» και τʼ αγαθιάρικα, δήθεν, χαμόγελά του. Και ʼκει που κάθονται, κάτι λένε στην παρέα μεταξύ του και χασκογελάνε κι εκείνα εκεί, τα τρία φορτάκια, που τους έτρωγε, ως φαίνεται, ο ***** τους κι ήρθαν κι εκείνοι ʼκείνο το βράδυ, να κάνουνε ποιος ξέρει τι, και να ξύσουν τη μαζώχα τους, καθότανε απάνω σʼ αναμμένα κάρβουνα. Και ʼκει επάνω, σηκώνετʼ η σουπιά ο Τσιτσάνης και τους λέει όλος, τάχα μʼ, σεβασμό:

  • Καλησπέρα σας, κύριοι κύριοι, και γέλια εμείς, μιας και ξέραμε πως το παίζει έτσι για να τους σκυλιάσει περισσότερο. Και πράγματι, εκείνοι δεν τʼ αντέξανε τέτοιο κοροϊδιλίκι και κάνανε να φύγουνε. Μα πού να τους αφήσει ήσυχους ο Τσιτσάνης; Μπουλντόκ ο άτιμος· ή θα τους κράταγε εκεί καρφωμένους στη θέση τους ή θα τους έπαιρνε με τα δόντια κάνα παΐδι ξεγυρισμένο. Και έτσι, ενώ εκείνοι ʼτοιμάζονταν να φύγουνε,

  • Μια στιγμούλα και με το μπαρδονάκι, δηλαδή, κύριοι, τους λέει… Και ʼκείνοι κοντοστάθηκαν καρφωμένοι, θαρρείς, από ένα γύρω βλέμματα, που να μη σώνανε. Μια στιγμή μόνο στάθηκαν που ήταν, όμως, αρκετή για να τους πει:

  • Δε θα μου κάνετε την ευχαρίστηση νʼ ακούσετε το τραγουδάκι που σκάρωσα για σας και προς τιμή σας;

Κόκαλο αυτοί. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, μα στο τέλος είδανε κι απόειδανε, ****καθίσαν στις καρέκλες τους και στριφογύριζαν εκεί επάνω σα να ʼτανε αλμπάνηδες φακίρηδες και τους έβαζες, με το ζόρι, να κάτσουνε απάνω στα καρφιά.

Ο Τσιτσάνης, δήθεν σημασία. Πήρε απʼ την πλαϊνή καρέκλα το μπουζούκι του και το ʼβαλε προσεχτικά στα γόνατά του. Ύστερα άναψε με το πάσο του τσιγάρο, τράβηξε δυο τρεις γερές ρουφηξιές κι αρχίνησε να σεργιανάει την πένα πάνω στις χορδές, ενώ με τα δάχτυλα τʼ άλλου χεριού τσάκωνε τις νότες πάνω στο τάστο, όπως παίρνουν οι γιατροί το σφυγμό τʼ αρρώστου. Ξαφνικά, παίρνοντας βαθιά ανάσα, έχωσε θαρρείς, ολόκληρο το μπουζούκι στην κοιλιά του κι έγινε δυο κάτια επάνω του. Εκείνο αναστέναξε βγάζοντας ένα μακρόσυρτο και ραϊσμένο ήχο που, λίγο λίγο, πλάθονταν ανάμεσα στα δάχτυλά του και γίνονταν ένα σπαθάτο, υπέροχο ταξίμι, που τελειωμό δεν είχε (κι ας μην είχε, θα πεις). Ώσπου, όλη εκείνη η αρμαθιά απʼ τα κύματα του ήχου που αρμένιζε καταπάνω μας και μας κρατούσε άφωνους, πισωγύρισε σαν ξαφνικό γύρισμα του ανέμου και το μπουζούκι, σαστισμένο, έβγαλε ένα γουργουρητό περιστερίσιο. Πάνω σʼ αυτό, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά ο Τσιτσάνης, ίδιο πουλί, που τεντώνει όσο παίρνει την καταπιόνα του, για να κυλήσει μες στο λούκι το νεράκι κι αρχίνησε το τραγούδι του:

Άνω κάτω χτες τα κάναμε
στου Σιδέρη τον παλιό ντεκέ
πρωί πρωί με τη Δροσούλα…

Στο μεταξύ περάσανε και πώς περάσανε; θα πεις – όλα ʼκείνα τα χρόνια. Ο Τσιτσάνης γύρισε πια στην Αθήνα οριστικά. Τι, εδώ στη φτωχομάνα τη Σαλονίκη θα την έβγαζε; Να ψοφάει για φραγκοδίφραγκα στο μεροδούλι-μεροφάι σαν κάνας φτωχομπινές; Να πιάνει, ας πούμε, το βράδυ καμιά καλοκαιριάτικη βροχή και να τον λοξοκοιτάει εκείνος ο χλεμπονιάρης, ο ιδιοκτήτης του ****ξενοδοχείου «Παλλάδιον», μη τυχόν και του σφυρίξει στο έτσι και τα μαζέψει στη ζούλα, νύχτα Θεού, κι άντε ύστερα σύρε και γύρευέ τον και κούρεψʼ τʼ αυγό να πάρεις το μαλλί; Όχι, αυτός δεν ήτανε για τέτοια· αυτός, από μιας αρχής το ʼδειχνε, πως είναι απʼ άλλο παραμύθι, για μεγάλα γήπεδα, που λένε. Και πράγματι, δεν πέρασε πολύς καιρός κι αρχίνησαν να φτάνουνε και τα καλά μαντάτα. Και ʼμεις καμαρώναμε σα γύφτικα σκεπάρνια για τα χαΐρια και τις προκοπές του δικού μας ανθρώπου. Μαθαίναμε, λοιπόν, πως δεν τραγουδούσε πια στα κουτούκια, αλλά σε κάτι κέντρα φίνα, όπου σύχναζε όλη η αριστοκρατία της εποχής, οι οικονομημένοι. Όλοι, δηλαδή, οι ταγματαλήτες, οι μαυραγορίτες κι οι δωσίλογοι της κατοχής, που σεκλετίζονταν (άκου νʼ ακούσεις) με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι» και μάλιστα, τα σπάγανε πάνω σʼ αυτό – στοίβες τα πιάτα – μπρος στα ποδάρια του Τσιτσάνη και οι ντελμπεντέρισσές τους, κάτι «καμπιόνια», κάτι «καρακαχπέ» της κατοχής, που πηδήξαν και πηδήξανε οι τραβιόλες ένα κάρο παλούκια, απλώνανε και κάναν μόστρα τις μπουτάρες τους να τις κυαλάρουν οι πεινάλες και να ξέρει ο καψούρης, ο γκόμενος, σε τι «ταού κι οξού» απάνω τʼ ακουμπάει.

Μάλιστα, για τέτοια μεγαλεία ήταν ο Τσιτσάνης. Δεν ήταν δεύτερη πάστα, όπως, ας πούμε ο Μίγκος κι ο Τσανάκας, που τους έφαγε, στα γρήγορα, η μαρμάγκα ή όπως ο φουκαράς ο Αριστειδάκιας, που μας τον άφησε εδώ «αμανάτι» να σέρνει ολονυχτίς την κουτσάβλα του στα κουτούκια του «Κουλέ Καφέ» και της «Καμάρας» και να παίζει για κάτι φραγκοδίφραγκα, που του ʼριχνε μες στο μπουζούκι όλος εκείνος ο στεγνός κοσμάκης με τα μύρια σεκλέτια και ντουζένια του. Κι άμα λάχαινε, σπανίως βέβαια, κάνας σεκλετισμένος κάργα, τον έπαιρνε στο σπίτι ιδιωτικώς, νʼ ακούει με την παρέα του, μέχρι πρωίας, εκείνα τα βαριά κι ασήκωτα τραγούδια, τα ξεκολλημένα, θαρρείς, απʼ την φαρμακωμένη του ψυχή, που τα λαλούσε ο Αριστειδάκιας, Θεός σχωρέσʼ τον, στραβώνοντας το στόμα ως με τʼ αυτί, για να μπορέσει να βγει απʼ τα σπλάχνα του εκείνη η μυστήρια φωνή του, που ʼμοιαζε σα να σερνότανε καρφί πάνω σε λαμαρίνα:

“Μια στενοχώρια, που έχω απόψε
απʼ την καρδιά μου βγαίνει καπνός…”

Όπως, ας πούμε, εκείνο το βράδυ, που σου τον πήρε ο Μανολάκης της κυρα-Βαγγέλας απʼ το «Μπεχ Τσινάρι» σπίτι του, παραμονή του γάμου του, μαζί μʼ όλη του την παρέα, τον Τούρκο, τον Τίτο της Φιλιώς, το Μάνο το φωτορεπόρτερ και το Μαλακαντρέα και παίξε, παίξε, πιες να πιω, του φλομώσανε το μπουζούκι στο τάλιρο, μέχρι που οι χορδές του πια δεν ακουγόταν σαν κανονικές χορδές, αλλά σαν τέλια τεζαρισμένα πάνω σε καδρόνι.

Τα «Κούτσουρα», πάλι, πήγαν να το γυρίσουνε σʼ ένα πράμα που διόλου δεν του πήγαινε ούτε του Δαλαμάγκα ούτε της Σαλονίκης· γκαρσόνια ψαλιδό****ι με μπακαλιαράκια-σκουράντζο, άσπρα-μπουζάτα τραπεζομάντιλα και «καλέ άντες». Στο τέλος, πέρασαν λουκέτο κι ο Δαλαμάγκας τʼ άναψε, που λεν, το σπαρματσέτο, μέρα μεσημέρι κι απόμεινε ρέστος. Στην αρχή, έτσι για ψυχικό, του δίναν καναδυό μεροκάματα τη βδομάδα, κάτι παλιά, τελευταία γκαρσονάκια του, κάτι λιμάρικα χασαπόσκυλα εκεί, που είχανε γεμίσει τα δόντια τους ψίχα από ψωμί στο μαγαζί του επί κατοχής και τώρα τανιότανε σα μαγαζάτορες που γίνανε. Και ποιος; Ο Δαλαμάγκας παρακαλώ, που επί κατοχής είχε περάσει από τα χέρια του όλο το χρήμα της Σαλονίκης. Αλλά τι χέρια; τρύπια. Όπως του ʼρθανε όλα στο έτσι, πάλι στο έτσι φύγανε. Και να πεις πως δεν τον ορμήνευαν; Όλοι: «Έτσι όπως πας στην ψάθα θα πεθάνεις», του λέγανε. Ακόμη κι ο Τσιτσάνης του το ʼφερνε απʼ το πλάι και μάλιστα τραγουδιστά:

“Δαλαμάγκα μου ντερβίση
πώς το πίνεις το χασίσι;
Δαλαμάγκα ταβερνιάρη,
γράφτα κάτω απʼ το σφουγγάρι…”

Έτσι, σε πλάγιο δεύτερο του τα ʼλεγε, ας πούμε, μα πού αυτός; Αντί να τʼ ανθιστεί πως κάτι έλεγε και εννοούσε ο φρόνιμος λόγος του Τσιτσάνη το ʼπαιρνε πως τάχα μʼ τον παινεύει για το κιμπαριλίκι του και ντούρλωνε περήφανος την κοιλάρα του, να ιδεί ο κόσμος τι χορτάτος, απʼ όλα, άνθρωπος ήταν και πάνω σʼ αυτό φώναζε:

  • Γεια σου, ρε Βασιλάκη[b][u] μπουλασίκη[/b][/u] μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα,
    
  • Ρε Γιώργη, του φώναζε, σκούπιστα όλα κι άμε να φέρεις φρέσκο μεζέ και κρασί για το Βασιλάκη και τʼ ασκάρια της εκλεκτής παρέας του.

Μʼ αυτά του και με ʼκείνα του όμως και προπαντός με τα θεότρελα κουμάρια του και τα πανάκριβα τα χούγια του, πάει, τη μπατάρησε τη βάρκα και δεν τʼ απόμεινε μία. Έτσι, πήγε και κούρνιασε στο φτωχοκομείο, στη Σταυρούπολη κι αυτό πάλι με μέσον, γιατί τότε ακριβώς έγινε Δήμαρχος ένας κρασάς, μια τετράφυλλη ντουλάπα από μαόνι με καθρέφτη, που δε γίνεται, όλο και κάποιο κόκαλο θα ʼχε γλύψει κι αυτός επί κατοχής στου Δαλαμάγκα.

Εκεί, λοιπόν, στη Σταυρούπολη, λιγάκι παρακάτω απʼ το τρελοκομείο, το «Λεμπέτ», πέρασε τα στερνά του ο Δαλαμάγκας. Μα, κάθε λίγο και λιγάκι έσκαγε, που λένε, από την πλάτη και τότε πού να του βάλεις του Δαλαμάγκα καπίστρι; Έπαιρνε άδεια, που λένε, απʼ τη σημαία και πήγαινε και την έστηνε στην ταβέρνα, στον «Λουτρό», στην αγορά κι όποιος τον αναγνώριζε (και ποιος, θα πεις, δεν τον θυμότανε τον Δαλαμάγκα) έδινε παραγγελία στον ταβερνιάρη.

  • Κρασί και μεζέ στο Δαλαμάγκα, κι αυτός, πιες πιες, μέχρι το βράδυ, γινότανε ασήκωτος, μανάλι και γύρναγε αρκουδίζοντας, που λέει ο λόγος, στη Σταυρούπολη…[/i]


Ενδιαφέρον το κείμενο.
Προσέξτε επίσης πώς μπαίνει στο διάλογο και το “μπουλασίκης”, το οποίο μας έχει απασχολήσει.
Καθόλου αρνητική η σημασία του και καμιά σχέση με τις σημασίες που οι Τούρκοι έδιναν στη λέξη αυτή, άλλο ένα δείγμα πως και οι ξένες λέξεις που “υιοθετήθηκαν” στον τόπο μας, μετάλλαξαν τη σημασία τους με το πέρασμα των χρόνων.

κουβέρτα: στη ναυτική ορολογία το κατάστρωμα του πλοίου, μια συνεχής οριζόντια επιφάνεια, που μπορεί να εκτείνεται σε όλο το μήκος του πλοίου ή να περιορίζεται σε μέρος αυτού.
Από το τραγούδι του Μουφλουζέλη : «Βάρκα μου μπογιατισμένη»
“…και ζεϊμπεκάκι πα’ στην κουβέρτα…”

φρύγανο : το μικρό ξερό κλαδί ή θάμνος, που χρησιμοποιείται συνήθως ως προσάναμμα σε φωτιά.
Επίσης, τύπος φυσικού οικοσυστήματος, ξηρού και άγονου, στο οποίο κυριαρχούν μικροί θάμνοι και ποώδη φυτά.
[ < αρχ. φρύγανον]
Από το “Πήραν τα φρύγανα φωτιά” του Μουφλουζέλη.

Σοφούλης Θεμιστοκλής: (1860, Σάμος - 1949, Αθήνα).
Αρχαιολόγος, βουλευτής αρχικά και αργότερα αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, το 1936 υπέγραψε το περίφημο σύμφωνο «Σοφούλη – Σκλάβαινα» με το οποίο θα συνεργαζόταν με το Παλλαϊκό Μέτωπο, μια και στις εκλογές του ʼ36 το κόμμα του δεν συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία. Αργότερα όμως θα εγκαταλείψει τους συμμάχους του του Παλλαϊκού Μετώπου στον αγώνα για κατοχύρωση της δημοκρατίας, θα παζαρέψει την εκλογή με άλλα κυβερνητικά σχήματα ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο προς τη δικτατορία του Μεταξά.
Από το “Όσοι γινούν πρωθυπουργοί” του Μάρκου.

Άρης Βελουχιώτης (27/8/1905, Λαμία – 16/6/1945, Μεσούντα)
Ο Θανάσης Κλάρας (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), στέλεχος του ΚΚΕ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τη δράση του. Πολέμησε στο μέτωπο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το 1940 και ως ηγέτης μετέπειτα του ΕΛΑΣ στον απελευθερωτικό πόλεμο της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ηγήθηκε με επιτυχία στις 25/11/1942 στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας στις 12/2/1945 συνέχισε τον ένοπλο αγώνα με αποτέλεσμα την απομόνωσή του και το τραγικό τέλος του στη Μεσούντα.

Ακούγεται σε 4 τραγούδια:

  • «Ένας λεβέντης έσβησε (Αρης Βελουχιώτης)» [Μάθεση, Χιώτη - Μ. Γενίτσαρη] (Στίχοι - σύνθεση του 1945).
    “…Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
    ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα…”

  • «Να ναι γλυκό το βόλι (φόρεσε αντάρτη τ άρματα)» [Μπαγιαντέρα] (Στίχοι - σύνθεση του 1942).
    "…και με τον Αρη αρχηγό
    γλυκό να 'ναι το βόλι…».

  • «Αρχηγό μου έχω τον Άρη» [Μπαγιαντέρα] (1941 - 42).
    «Για ντουφέκι δε με νοιάζει,
    ούτε βάζω πια μαράζι,
    αρχηγό μου έχω τον Αρη,
    το λεβεντοπαλικάρι…"

-" Άρης Βελουχιώτης" "Ο ουρανός συννέφιασε κι ο ήλιος σκοτεινιάζει» [Οδυσσέα Μοσχονά] (1943).
“…Δεν έχεις μάνες να θρηνούν, στη μέση στο παζάρι,
έχεις μπροστά σου τώρα πια τον Βελουχιώτη Άρη…”

Αρετσού: παραλιακό προάστιο της Θεσσαλονίκης, στο Δήμο Καλαμαριάς.
Δημιουργήθηκε από Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, προερχόμενοι από την Αρετσού (αρχαία Αρέθουσα), παραλιακή πόλη της Προποντίδας, το όνομα της οποίας και διατήρησαν στη νέα τους πατρίδα.

Τούμπα: περιοχή στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, σε οικισμό που υπήρχε από την αρχαιότητα (νεολιθική εποχή). Οφείλει την ονομασία του στη μορφή λόφων που έχει και οι οποίοι οφείλονται στα διαδοχικά στρώματα επίχωσης που συντελέστηκε από την αρχαιότητα.

Από το τραγούδι:“Θεσσαλονίκη όμορφη” των Χρ. Κολοκοτρώνη - Ανέστου Αθανασίου.