Για το “τζες”.
Σε τραγούδι, το συναντάμε στο “Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ” στη φράση: “φυλαχτείτε από τους τζέδες” , όπου η έννοια είναι αυτή που έχουμε βάλει στο γλωσσάρι: “κάποιος που δεν εκτιμούμε, ρουφιάνος, αλλά και αστυνομικός”.
Θα είχε ενδιαφέρον να βρίσκαμε τη διαδρομή, την εξέλιξη της λέξης αυτής, το πώς έφτασε να σημαίνει και την έννοια αυτή που εντοπίζουμε στα Καλιαρντά.
Και επειδή έχουμε μάλλον συμφωνήσει να αναφέρεται όχι μόνο η έννοια της λέξης όπως τη συναντάμε μέσα στα τραγούδια, αλλά και η εξέλιξή της στο χρόνο, ναι, πρέπει να συμπληρωθεί στο γλωσσάρι και αυτή η έννοια.
Το χαρακτηρισμό «τζες» τον έχω ακούσει στα Γιάννενα και έχω την αίσθηση ότι μπορεί να συνδέεται με ή να προέρχεται από αυτή την περιοχή. Κάποιος από κει μπορεί να μας διαφωτίσει καλύτερα.
Παρένθεση: Στα θρανία μιας αίθουσας στο Παν. Ιωαννίνων είχαν γράψει: “Ase re je”. Δεδομένου ότι ήμουν στα Γιάννενα, νόμιζα ότι αυτός ή αυτή που το ’γραψε εννοούσε «Άσε ρε, τζε». Μετά από κάποιο χρόνο αναθεώρησα. Μάλλον εννοούσε το Ισπανόφωνο τραγουδάκι που αν θυμάστε ήταν hit πριν μερικά χρόνια (Asereje). Θα μου πείτε ποιος το θυμάται πια;
Νίκο μου, έχουμε βάλει στα λήμματα τη λέξη “τζες”, μπορεί κανείς να την βρει και με αναζήτηση στο γλωσσάρι.
Η λέξη “τζες” στα Γιάννενα σημαίνει: “άντρας, τύπος, μάγκας”… κ,λπ.
Δεν έχει καθόλου αρνητική σημασία, ίσως να έχει σχέση με αντίστοιχη εβραϊκή λέξη.
Τη συζήτηση αυτή, για τη γιαννιώτικη σημασία της λέξης αυτής, την έχουμε κάνει και παλιότερα.
Το δίστιχο που αναφέρει ο Αντώνης είναι χαρακτηριστικό της μεταγενέστερης σημασίας της λέξης αυτής, όπως είπε και ο Κώστας.
Στο συγκεκριμένο δίστιχο, που αναφέρει ο Πετρόπουλος, η λέξη “τζες” έχει την έννοια του κμπαρά ( ο όρος "κμπαράς", είναι ελληνική πατέντα. Ένας όρος για να ξεχωρίζουμε τους ενεργητικούς από τους παθητικούς ομοφυλόφιλους, με τη διαφορά ότι το κ***μπαριλίκι θεωρούνταν και ¨λίγο" μαγκιά). “Μπέμπης” είναι ο νεαρός τρόφιμος που εκτελούσε χρέη “αγαπητικιάς” , “κεφτές” ο κ^^^ς του και “τζες”, ο παλιός τρόφιμος, ο μάγκας της φυλακής. Σίγουρα, όμως, στην πορεία η λέξη απέκτησε κι άλλες χρήσεις, όπως στο τραγούδι του Μάρκου “εφουμέρναμ’ ένα βράδυ” όπου ασφαλώς, εννοούνται οι ρουφιάνοι ή και οι ίδιοι οι αστυνομικοί…
Οι ρουφιάνοι αποκλείεται να εννοούνται, για τη συγκεκριμένη περίπτωση την έχουν κάνει αυτοί ήδη τη δουλειά τους, και αποτελεσματικά μάλιστα. Είναι κάπως αργά να φυλαχτείς από αυτούς. Άρα, σίγουρα οι αστυνομικοί εννοούνται.
“Εκατόν δέκα στάλια πια
καθημερνώς τα παίρνω…” “Στάλια” μια ακόμη άγνωστη λέξη…
Συμφορουμίτες τα φώτα σας. Ο Σκαρβέλης στο τραγούδι του «Είμαι τεχνίτης ξακουστός» (Αφού μου λες πως μ’ αγαπάς), Σκαρβέλης Κ., 1940, Δίσκος Parlophone B-74028, μπορεί κάποιος να μου πει σε τι νομισματική μονάδα αναφέρεται; :112:
Ας πει και κανείς άλλος που ίσως ακούει καλύτερα ή έχει καλύτερη εκτέλεση.
Και μια προσθήκη στο γλωσσάρι. ειρκτή: η φυλακή, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης .
Κάθε χώρος στον οποίο καταλήγει κανείς χωρίς να μπορεί να ξεφύγει.
Επίσης, κάθε ποινή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας για χρονικό διάστημα 5 έως 20 ετών, η κάθειρξη.
[< είργω = περικλείω, φράζω].
(Από το τραγούδι “Ο καϋμός της φυλακής”, 1933, Γ. Καμβύση
“…μα οι ένορκοι με δίκασαν ειρκτή
χρονάκια δέκα…”
Ελένη το βρήκα σε καθαρότερη εκτέλεση και διαπίστωσα ότι έχετε όλοι απόλυτο δίκιο! ακούγεται καθαρά “στα γιαπιά”
Είπα και εγώ… :082:με παρέσυρε σε λανθασμένους συνειρμούς και το stixoi.info που το έχει καταχωρημένο λάθος, (http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=12558). :087:
Σας ευχαριστώ όλους!
Γεράσιμε,καϊξης ή καϊκσης είναι στην τουρκική ο βαρκάρης.
Μάγκας=
Μάγκας θα πει άντρας σωστός,με μπέσα και μεράκι.
Μαγκιά θα πει φιλότιμο και όχι ζοριλίκι.
Στον Ωρωπό,ναι υπήρχαν φυλακές.
Γεράσιμε,καϊξης ή καϊκσης είναι στην τουρκική ο βαρκάρης.
Μάγκας=
Μάγκας θα πει άντρας σωστός,με μπέσα και μεράκι.
Μαγκιά θα πει φιλότιμο και όχι ζοριλίκι.
Στον Ωρωπό,ναι υπήρχαν φυλακές.
Γεράσιμε,καϊξης ή καϊκσης είναι στην τουρκική ο βαρκάρης.
Μάγκας=
Μάγκας θα πει άντρας σωστός,με μπέσα και μεράκι.
Μαγκιά θα πει φιλότιμο και όχι ζοριλίκι.
Στον Ωρωπό,ναι υπήρχαν φυλακές. [/i]