Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

στο τραγούδι ο μπουφετζής λέει ο Μπάτης
και όταν μπαίνω στον τεκέ, βλέπω τρία μεράκια
τρεις κοπέλες έμορφες να πίνουν τσιμπουκάκια
η μια βαστάει τον αργιλέ κι η άλλη τον τακάρει
κι η τρίτη η μικρότερη γυρεύει να φουμάρει
νομίζω ότι οι λέξεις μεράκια που φαίνεται να σημαίνει ωραία κορίτσια και τακάρει, για την οποία δεν είμαι σίγουρος, πρέπει να μπουν στο γλωσάρι
τακάρω τον αργιλέ μάλλον βγαίνει από το τάκος και είναι συνώνυμο με το πατώ τον αργιλέ

Δεν βρήκα το κουμπί που είχαμε στο παλιό site για τις διορθώσεις, γι αυτό ξαναγράφω το κείμενο…γιατί scripta manent…

Γεια σας,

Να προσθέσω μερικά στοιχεία σχετικά με το Μποχώρη. Όπως γράφει ο Παραδοξολόγος, bohor είναι εβραϊκή λέξη που σημαίνει πρωτότοκος. Μια ακόμα σημασία (που μάλλον ταιριάζει στο Μποχώρη του τραγουδιού) είναι “χαζός”, “βλάκας”. Πήρε αυτή την έννοια από το επεισόδιο της Γραφής όπου ο Ιακώβ απέσπασε τα πρωτοτόκια από τον μεγαλύτερο αδελφό του Ησαύ “αντί πινακίου φακής”. Η έκφραση απαντάται επίσης στις σεφαρδίτικες παροιμίες και εκφράσεις, όπως bohor de los bohores, “μέγας ηλίθιος”, no seas bohor, “μην είσαι ανόητος”. Η λέξη πέρασε και σαν κύριο όνομα και σαν επώνυμο στις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας, και στους Ρωμανιώτες στα Γιάννενα εξελληνίστηκε σε “Μποχορόπουλος”.

Το όνομα Μπεραχά δεν βγαίνει από το bohor, απ ότι ξέρω…είναι από το εβραϊκό Bracha, που σημαίνει περίπου “ευλογημένη” ή “ευλογία” (blessing). Το αντρικό αντίστοιχο είναι Baruch, που είναι το ίδιο με το όνομα Barak του περίφημου Obama! Όμως τα παιδάκια τα έλεγαν πολλές φορές Μποχόρ ή Μποχόρα-Μποχορούλα πριν πάρουν το πραγματικό τους όνομα και μερικές φορές τους έμεινε το χαϊδευτικό σαν πραγματικό όνομα.

Τις πληροφορίες αυτές τις βρήκα στο όμορφο βιβλίο του Αλμπέρτου Ναρ, “Κειμένη επί ακτής θαλάσσης”, στο κεφάλαιο που μιλάει για τις σχέσεις Εβραίων και ρεμπέτικου.

Εύα

Υπάρχει και χωριό με την ονομασία “Μποχώρι”. Είναι το Ευηνοχώρι, πριν το Μεσολόγγι (από Αντίριο) Δεν ξέρω όμως, αν έχουν την ίδια ρίζα.

φωνογραφιτζής : απʼ το 1920 κι ως λίγο μετά το δεύτερο παγκόσμϊο πόλεμο γύριζε στις ταβέρνες μʼ ένα γραμόφωνο όπου έπαιζε δίσκους 78 στροφών.
Ακούγεται στο τραγούδι οι φωνογραφιτζήδες (1936), τραγουδάει και παίζει μπαγλαμά ο Μπάτης
Όλ’ οι φωνογραφιτζήδες
είναι μάγκες και ατσίδες

σερσέ λα φαμ. Η ακριβή ένοια στα γαλικά είναι και ήταν, και μʼ αυτήν το λέει ο Τσιτσάνης, ψάξτε το ερωτϊακό κίνητρο, το πάθος, που έκανε έναν άντρα να δράσει (cherchez le mobile passionel qui a poussé un homme à agir) δηλαδή αιτία είναι η γυναίκα, αυτή τον σπρώχνει να κάνει πράξεις που τον βλάπτουν.
Το αναζητήστε τη γυναίκα είναι μετάφραση καταλέξη και δεν αποδίδει το νόημα, ο άντρας αναζητάει μια γυναίκα γιατί τη θέλει.

Στο τραγούδι μες στου Βάβουλα τη γούβα (1937) νομίζω ότι ο Κερομύτης μιλάει για μια τοποθεσία ή γειτονιά, πού βρίσκεται ;
Μες στου Βάβουλα τη γούβα
έχω ψήσει μια μικρούλα
κι ανταμώνουμε τα βράδια
στις δροσιές και τα σκοτάδια

από τη συζήτηση που είχε γίνει για το γιαλάνι και τη βιόλα που βαράς είχα μείνει με την εντύπωση ότι θα έμπαιναν στο γλωσάρι κι ότι θα δϊορθονώταν το γλωσσαρίου

“Για την κατάντια μου φταίει μια γυναίκα. Μην ψάχνετε γι’ άλλη αιτία”. Έτσι νομίζω μεταφράζεται το “σερσέ λα φαμ”.

Για το πρώτο υπάρχει η Ελένη που είναι συντονίστρια στο Γλωσσάρι. Όσο για το δεύτερο, δεν ξέρω γιατί σχημάτισες τέτοια εντύπωση. Ίσως επειδή το είπες;

Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά από τα γραπτά σου, τη λέξη “δϊορθονώταν” τη γράφεις με διαλυτικά στο “ι” επειδή την προφέρεις “δγιορθονώταν”;

Αυτή, Άρη, είναι πραγματικά η έννοια με την οποία χρησιμοποίησε τη λέξη ο Τσιτσάνης. Ο Σπίρος και εγώ ψάξαμε (όχι για τη γυναίκα αλλά) για την αρχική σημασία της έκφρασης στα γαλλικά.

Σε απάντηση προηγούμενης ερώτησης του Σπίρου, η γούβα του Βάβουλα είναι γειτονιά του Πειραιά. Όπως κατεβαίνουμε με τον ηλεκτρικό από το σταθμό Φαλήρου στο σταθμό Πειραιά, στο λιμάνι, του Βάβουλα η γούβα είναι η περιοχή κυρίως στα αριστερά μας, στη μέση περίπου της διαδρομής αυτής.

δεν κατάλαβες καλά, είναι ακριβώς το αντίθετο, το δγιορθωνόταν δε χρειάζεται δϊαλυτικά ούτε και το διαβάζω

δεν είμαι ο μόνος, η έκφραση συναντιέται σε δυο τουλάχιστον τραγούδια και παρόλο που η ένοια είναι κατανοήσιμη έχει μάλλον πέσει σε αχρηστεία

Τσιρίγο: τα Κύθηρα, από παραφθορά του Cytherigo Cerigo, ονομασία που έδωσαν στο νησί Σταυροφόροι και Μεταβυζαντινοί.
(Από την “Τσιριγώτισσα”, παραδοσιακό που πέρασε στη δισκογραφία με την Αντωνοπούλου).

Καστιγκάρι: εξελληνισμένο και με παραφθορά το διαβόητο Καστλ Γκάρντεν (Castle Garden), το κτηριακό συγκρότημα στο Έλις Άϊλαντ, νησάκι στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.
Εκεί ήταν το σημείο υποδοχής και ταυτόχρονα λοιμοκαθαρτήριο για τους των μετανάστες μας.
(Από το “Ο μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι”, 1927).

Γιλντίζ: (τουρκ. λέξη) αστέρι.
(“Γιλντίζ”, 1947, Βασιλειάδης - Καλφόπουλος)
“…κι είνʼόνειρο θαρρείς ,
αλλού δε θα τα βρεις τα τόσα κάλλη του Γιλντίζ…”

Χαλιμά: κεντρική ηρωίδα της συλλογής ανατολίτικων ιστοριών Χίλιες και μια νύχτες, με το οποίο όνομα ο άγνωστος μεταφραστής του 19ου αιώνα αντικατέστησε το αυθεντικό όνομα Σεχραζάτ (περσ. προέλευσης), ίσως γιατί είχε ακούσει αραβική διασκευή του παραμυθιού.
[παραμύθια της Χαλιμάς: λόγια, υποσχέσεις που δύσκολα γίνονται πιστευτά ή που δεν μπορεί κανείς να αποδείξει].
(“Χαλιμά”, 1948, Τατασσόπουλος, Καλφόπουλος).

Κισμέτ : η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία. [τουρκ. kιsmet < αραβ. qismah = μερίδιο, μοίρα].
(“Ήταν κισμέτ”, 1948, Καλφόπουλος, Χασκίλ - Περπινιάδης).

Κόνιαλης:

  1. Κάτοικος του Ικονίου (Κόνια, στα τουρκικά).
  2. Χορός των τουρκόφωνων Ρωμιών του Ικονίου. Πολλοί ταβερνιάρηδες του Γαλατά ήταν Κονιαλήδες και τον χόρευαν.
    (“Κόνιαλης”, 1933, Δραγάτσης, Εσκενάζυ).

Σκουζέ: λόφος που βρίσκεται στην Αθήνα.
Η παλιά του ονομασία ήταν λόφος της Ευχλόου Δήμητρος. Πριν από την Επανάσταση του '21 όμως η οικογένεια Σκουζέ απέκτησε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή με αποτέλεσμα όλος ο λόφος να πάρει το όνομά της, το οποίο διατηρείται ακόμα και σήμερα.
(“Στο λόφο του Σκουζέ”, 1940, Κοσμαδόπουλος, Παγιουμτζής).

Πόγραδετς: κωμόπολη της Αλβανίας, στη νότια όχθη της λίμνης Οχρίδας. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο την κατείχαν οι Βούλγαροι, αλλά την κατέλαβαν μετά από επίθεση τα συμμαχικά στρατεύματα του Μακεδονικού μετώπου.
Είναι επίσης γνωστό το Πόγραδετς και από ’ το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Κατά την επίθεση της Ιταλίας, μετά απ’ την κατάληψη της Κορυτσάς απ’ το δικό μας Γ’ Σώμα στρατού, οι Ιταλοί ανασυντάχτηκαν στο Πόγραδετς. Μετά από σκληρή επίθεση, καταλήφτηκε από το Γ’ Σώμα στρατού.
[σλαβική λέξη (από αντίστοιχη βουλγαρική: κάτω + πόλη)]
και Μοράβας: βουνό που 15 χιλιόμετρα από τα Αλβανικά σύνορα.
Η κατάκτησή του από τον ελληνικό στρατό το 1940 σήμανε και την κατάκτηση της Κορυτσάς και την υποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων.
(“Το Μοράβα, το Πόγραδετς”, 1947, Κασιμάτης, Μηττάκη).

Τσέλιος Θανάσης (Νάσος): ληστής, γνωστός ως Τσεκούρας από τη Βασιλική Καλαμπάκας.
Έδρασε τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μεταξύ Τρικάλων και Καλαμπάκας, προς την περιοχή του Πηνειού και τον Κόζιακα, με ορμητήριο το χωριό Περιστέρα.
Στις 17 Μάη 1911 η συμμορία του Νάσου Τσεκούρα συνέλαβε αιχμαλώτους τον ανακριτή Τσιριγώτη και τον ειρηνοδίκη Φαρκαδόνας Πλάτυκα, τους οποίους άφησε ελεύθερους μόλις έμαθε την ιδιότητα τους. Μετά από τέσσερις ημέρες ο Τσεκούρας έπεσε στα χέρια της αστυνομίας, μετά από προδοσία φίλου του.
(“Τσέλιος”, παραδοσιακό, 1929, Α. Βάκα).

Υ.Γ. Έχω την εντύπωση πως δεν πρέπει να μπει ξεχωριστά ως λήμμα λέξη “γιαλάνι” ή “γιαλάνης”.
Η κανονική λέξη είναι “αλάνης” [ή “αλάνι” στο ουδέτερο].
Το “γι” λέγεται σε δυο - τρεις περιπτώσεις και μόνο χάριν ευφωνίας.
Μπορούμε να προσθέσουμε απλά και αυτή την εκφορά της λέξης μαζί με τη λέξη “αλάνης”.

Και βέβαια, δεν έχουμε τελειώσει ακόμα με το γλωσσάρι.
Προσθήκες όλο και γίνονται. :088:

μερικά τοπωνύμϊα και μια λέξη που δεν ξέρω σε τραγούδια του Γενίτσαρη
Νιος ; στο τραγούδι με πιάσαν επί Μεταξά πρωτοηχογραφήθηκε το 1982, αλλά όπως λέει ο ίδιος γραμμένο και συνθεμένο το 1939 στο νησί του θανάτου τη Νιο.
Σʼ ένα ξερόνησο, στη Νιο
Πούχε εκκλησιές και μύλοι
Και υποδοχή μου κάνανε
ένα κοπάδι ψύλλοι

Μεταξουργείο : στο τραγούδι στη φυλακή θα λιώσω (1982) Γενίτσαρης, Χάρις Αλεξίου
Με πιάσαν ένα απόγεμα
Μες στο Μεταξουργείο
Γιατί επούλαγα νερό
Για λάδι ένα δοχείο
Και παρακάτω ένα άλλο παράδειγμα άκλιτης, ή μάλλον ακλίσiμης για το Γενίτσαρη, λέξης

Και μʼ έκλεισαν μες στου Συγγρού
Σαν λέων διψασμένο

Αγια-Σοφιά, Ρέντης, Αγιο-Διονύσης : γειτονιές στο τραγούδι Στέλιος Καρδάρας

Χαβάνι : για το τραγούδι όρκο κάνω ο Γενίτσαρης γράφει. Ζεϊμπέκικο καμηλιέρικο αγνώστου συνθέτη. Διασκευασμένο από μένα το 1945. ηχογραφήθηκε το 1982. Με την ευκαιρία να μπει ο στίχος και στο λήμα νταμίρα.
Μπαρμπα-Γιάνη, σαν πεθάνεις
τον λουλά τι θα τον κάνεις,
το λουλά και το καλάμι, βρε,
τη νταμίρα, το χαβάνι;

Ανάφη Αίγενα : φυλακή και εξορία (1982)
Με στείλανε στην Αίγενα
κι ύστερα στην Ανάφη,
μα η ξερή μου κεφαλή
έπρεπε να τα πάθει.

στου Καραϊσκάκη : εγώ μάγκας φαινόμουνα. Έχει γραφτεί και συνθεθεί το 1935 και το γραμμοφώνησα το 1937
Αντί σχολείο πήγαινα
μες στου Καραϊσκάκη
επίνα διάφορα ποτά,
να μάθω μπουζουκάκι

Λιπάσματα, Καμίνια, Ζέα, Ταμπούρια, Πασαλιμάνι : στο τραγούδι γειάσου Περαία αθάνατε (1956) Καζαντζίδης, Ελένη Κότσογλου, Αντώνης Κλειδωνιάρης
Γεια σου Περαία αθάνατε, της εργατιάς κολόνα
Πασαλιμάνι, Κοκκινιά, Καμίνια, Δραπετσώνα
Κούπες κρασί αμέτρητες
στην Τρούμπα θα ρουφήξω
και στο Χατζηκυριάκειο
στουπί θα καταλήξω
Γεια σου Περαία αθάνατε, απόψε κάνω γιούργια
στη Ζέα, στα Λιπάσματα, και στα γνωστά Ταμπούρια

Και μια απορία. Γιατί μέσα στο γλωσάρι, στο γράμα «Τ», το τέλι κι ο τέρτσος βρίσκονται πριν απʼ το ταξίμι ;

Στην Ίο (τη Νιό) είχε σταλεί εξορία ο Γενίτσαρης.

Αν προσθέσουμε στο γλωσσάρι και το Μεταξουργείο, τότε να βάλουμε και τα Πετράλωνα, το Θησείο και άλλες γνωστές συνοικίες της Αθήνας. Ανάλογα ισχύουν και για τα νησιά Αίγινα και Ανάφη.

Μια χαρά κατάλαβα φίλε Σπύρο: ως αποτέλεσμα της υπερβολικής σου “αναζήτησης”, έχεις καταλήξει σε ένα εφεύρημα “νέας” νέας ελληνικής, που -όπως παρατήρησε επιεικώς και ο Νίκος Πολίτης σε άλλο θέμα- είναι ανορθόγραφη. Με πιο απλά λόγια: το “κούρασες”… :240:

Συμφωνώ μαζί σου μάστορα αλλά όπως τη βρίσκει ο καθένας (άλλοι μαζεύουν γραμματόσημα, άλλοι το ρίχνουν στις προσευχές, άλλοι στο ψάρεμα, άλλοι στα ναρκωτικά).
Με την έκταση που πήρε το θέμα θα προτιμούσα το ψάρεμα, ή τα ναρκωτικά.:044:

Κούλουρη: η Σαλαμίνα.
(“Από την Κούλουρη ως τον Περαία”, 1950, Τσιτσάνη).

Αντελικιώτισσα: η γυναίκα που κατάγεται από το Αντελικό, άλλη ονομασία του Αιτωλικού, κωμόπολης στο νομό Αιτωλοακαρνανίας.
(“Αντελικιώτισσα”, 1947, Κασιμάτη).

χαρακίρι:

  1. Κάθε πράξη αυτοκαταστροφής
  2. “θα κάνω χαρακίρι”= έκφραση απόγνωσης, όταν κάποιος δεν μπορεί να αντέξει άλλο μια κατάσταση
  3. τελετουργική αυτοκτονία με βαθύ σκίσιμο της κοιλιάς με ξίφος ή μαχαίρι. Ήταν μέρος της παλιότερης παράδοσης της ιαπωνικής στρατιωτικής τάξης των σαμουράι και αποτελούσε βασικό στοιχείο του κώδικα τιμής για πολεμιστές ή αξιωματούχους που είχαν ατιμαστεί, καταδικαστεί σε θάνατο ή ήταν έκφραση βαθύτερου πένθους.
    (“Το χαρακίρι”, 1952, Τσιτσάνη).

Σακαφλιάς ή Σαρκαφλιάς:
Υπήρξε γυναικοκατακτητής, είχε τραυματίσει με μαχαίρι έναν «αντίδικό του» στην καρδιά της αγαπημένης του και έτσι βρέθηκε στη φυλακή, το 1924, περίπου.
Χαρτόμουτρο μεγάλο και ο ίδιος, αλλά όπως γινόταν σε κάθε σχεδόν φυλακή του μεσοπολέμου, έπαιζαν οι κρατούμενοι παράνομα παιχνίδια, ενώ ο πιο νταής, ο «αρχηγός» έπαιρνε ένα σεβαστό μερίδιο, τη λεγόμενη γκανιότα.
Ο Σαρκαφλιάς είχε τη φαεινή ιδέα να διεκδικήσει τη γκανιότα από τον αρχηγό, τον Αντωνίτση, και εκείνος έβαλε δυο δικούς του να τον καθαρίσουν.
Όργανο του εγκλήματος ήταν το χερούλι ενός τηγανιού, τροχισμένο στις πλάκες της φυλακής, έτσι που να μοιάζει με λεπίδι.

Κάρμεν:
Κινηματογραφική ταινία του 1938 σε μουσική του Ισπανού συνθέτη Μostozo που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στην οποία πρωταγωνιστούσε η τραγουδίστρια Ιμπέριο Αρζεντίνα.
Διεθνές σουξέ της Ιμπέριο Αρζεντίνα έγινε το τραγούδι «Αντώνιο Βάργκας Χερέδια» από αυτή την ταινία.
Ένα χρόνο μετά, το ΄39, γράφτηκε το τραγούδι “Ο Αντώνης ο βαρκάρης” επηρεασμένο από την επιτυχία αυτή.
Ο Mostozo ζητούσε πνευματικά δικαιώματα και έτρεχε τους συντελεστές του τραγουδιού αυτού στα δικαστήρια, αλλά την υπόθεση δεν την κέρδισε, τελικά.
Μάλιστα, οι Περιστέρης και Μάτσας πρωτοτύπησαν στην εκδοχή του Antonio, με το τραγούδι “Η Κάρμεν στην Αθήνα”, έτσι που να μη μπορεί να τους πει τίποτε κανένας Ισπανός, μια και η Κάρμεν - σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή - έρχεται στην Αθήνα για να πάρει την κληρονομιά του νεκρού ταυρομάχου Antonio, αλλά …συναντά μπροστά της ολοζώντανο τον Αντώνη το βαρκάρη, ο οποίος της ομολογεί πως έκανε το ψευτοθύμα…
(“Η Κάρμεν στην Αθήνα”, 1938, Περιστέρη).

Υ.Γ.
Μήπως πρέπει να προσθέσουμε στο γλωσσάρι την ιστορία του τραγουδιού “Κακούργα πεθερά”;
Σε ένα λήμμα “Αθανασόπουλος” και “Φούλα” κ.λπ. θα μπορούσαμε να εντάξουμε τα γνωστά πια στοιχεία αυτού του εγκλήματος.

Γειά σου Ελένη, συνεχίζεις ακάθεκτη! Και βέβαια μπορούμε να προσθέσουμε τα του Αθανασόπουλου, γλωσσάρι του ρεμπέτικου είναι, όχι σκέτο λεξικό. Θα έλεγα ότι και μόνο το λήμα Αθανασόπουλος αρκεί.

Νομίζω ότι η πιο έμπιστη άποψη για το θέμα είναι αυτή του Μπαγιαντέρα (που ήξερε τα πράγματα “από μέσα”), όπως αναφέρεται σε κάποιον από τους 4 τόμους του Σχορέλη.

Δεν είναι άλλη ονομασία. Η ίδια είναι, με τοπική προφορά είναι…αντιλ’κιώτ’σα.:slight_smile:

Το Αιτωλικό παλιότερα είχε και άλλη ονομασία, λεγόταν “Ανατολικό”, πιθανόν γιατί είναι ανατολικά του Ασπροπόταμου.
Με παραφθορά της ονομασίας αυτής λεγόταν “Αντελικό” και έτσι το συναντάμε και σε δημοτικά τραγούδια και σε κείμενα π.χ. στο Μακρυγιάννη, ο δε Παλαμάς το ονομάζει “Αντλικό”.

Για το Σακαφλιά:
Δεν υπάρχει συνέντευξη σχετικά με το περιστατικό αυτό στο Σχορέλη, ίσως είναι κάπου αλλού.
Τα στοιχεία που έγραψα είναι από το ομώνυμο βιβλίο ενός ερευνητή, αλλά και από όσα αφηγείται μια παλιότερη κινηματογραφική ταινία με τον ίδιο τίτλο.
Πάντως, αν κάποιος εντοπίσει τη συνέντευξη του Μπαγιαντέρα και τα στοιχεία που παρέχονται εκεί είναι διαφορετικά, θα παρακαλούσα να μας τα παραθέσει αν μπορεί.

Προσθήκες:

Σέκερη: οδός στο Χαϊδάρι, όπου ήταν η έδρα της Γκεστάπο στην κατοχή.
(Απʼ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει).

Βεδουίνος, Βεδουΐνα: οι νομαδικές φιλές των Αράβων βοσκών, οι οποίες εντοπίζονται σε όλο το μήκος των εκτάσεων που καλύπτει η έρημος, από τις ακτές της Σαχάρα στον Ατλαντικό μέχρι τη Χερσόνησο του Σινά και ανατολικά την Αραβική έρημο.
(“Βεδουΐνα”, 1936, Τούντας)
[από την αραβική λέξη badawī που σημαίνει γενικά αυτόν που βαδίζει στην έρημο].

Πριγκηπιώτισσα: κάτοικος της Πριγκήπου, [τουρκ. Büyükada], ενός από τα μεγαλύτερα 9 νησιά, τα Πριγκηπονήσια, στην Προποντίδα.
Παλιότερες ονομασίες του νησιού: «Δημόνησος» και «Πιτυούσα», πήρε το όνομα «Πρίγκηπος» όταν έγινε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄, ο οποίος το 569 έκτισε παλάτι εκεί.
(“Πριγκηπιώτισσα”, 1930, Τούντας).

Σεβιλλιάνες: οι γυναίκες της Σεβίλλης, (Sevilla), καλλιτεχνικής, πολιτιστικής και οικονομικής πρωτεύουσας της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσας της κοινότητας της Ανδαλουσίας.
(“Σεβιλιάνες”, 1947, Λαύκας)

Βαλεντσιάνες: οι γυναίκες της Βαλέντσιας ή Βαλένθιας, μια από τις 17 αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας στα ανατολικά της χώρας.
("Βαλεντσιάνες, 1947, Λαύκας).

Χούβερ Χέμπερτ: Πρόεδρος των ΗΠΑ την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929, εποχή που χαρακτηρίστηκε ειδικά στις ΗΠΑ ως Η “Μεγάλη Εξαθλίωση” και προκλήθηκε μετά από το χρηματιστηριακό κραχ στις 29 Οκτωβρίου του 1929.
(“Με τις τσέπες αδειανές”, Γ. Κατσαρός, 1929.
Με τα μούτρα κρεμασμένα με τις τσέπες αδειανές
περπατούμε μες στους δρόμους, Χούβερ τι μας έκανες …)

Με αφορμή το ίδιο θέμα και η:
Κρίσις: Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 – 1932.
ΚΡΙΣΙΣ - 1934 - Κ. Ρουκουνα.

σκούνα : ιστιοφόρο πλοίο με ψηλά κατάρτια.
(“Η σκούνα”, 1962, Χιώτης)
[ιταλ. scuna < αγγλ. schooner].

παρτίδες: οι δοσοληψίες, τα πάρε – δώσε, οι σχέσεις με κάποιον.
(“Παρτίδες”, 1951, Χιώτης)
[βενετσ. Partida < ιταλ. partita < ρήμα partio (λατιν.) = διαιρώ, μοιράζω, κατανέμω.

Μπενίτο: Ο Μουσολίνι:πρωθυπουργός της Ιταλίας, ιδρυτής του φασισμού. Το 1919 ίδρυσε τον Ιταλικό Σύνδεσμο Μάχης, Fascio Italiano di Combattimento, (όπου το fascio προέρχεται από τις λατινικές fasces, δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, τις οποίες έφεραν ραβδούχοι προπορευόμενοι των αξιωματούχων της αρχαίας Ρώμης ως σύμβολα εξουσίας και δύναμης). Από αυτή τη λέξη προέρχεται ο όρος φασισμός.
Το 1921 εξελέγη βουλευτής και ονόμασε τις ομάδες των φασιστών του Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «μελανοχίτωνες», από τα μαύρα πουκάμισά τους, είχαν εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας σε ολόκληρη τη χώρα κατά των πολιτικών αντιπάλων τους. Το 1922 σχημάτισε κυβέρνηση και αμέσως έθεσε σε ενέργεια το μηχανισμό της πλήρους φασιστικοποίησης του πολιτικού καθεστώτος της χώρας. Στυγνός δικτάτορας πλέον, δεν άργησε να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και να φιμώσει με βίαια μέσα κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Έγινε ο Ντούτσε, ο Ηγέτης. Το 1936 επιτέθηκε αναίτια εναντίον της Αιθιοπίας, συγκρότησε συμμαχία με τη χιτλερική Γερμανία, τον Άξονα, και έσπευσαν από κοινού να προσφέρουν άφθονη στρατιωτική βοήθεια στον επίσης φασίστα στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο που είχε στασιάσει κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας προκαλώντας τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-39). Το 1940 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
(“Το όνειρο τπυ Μπενίτο”, 1941, Περιστέρης).