αλάθητος, χωρίς σφάλματα (επίθετο που συναντάμε και στα τρία γένη)
2.b[/b] άσφαλτος: μείγμα από το μαύρο, στερεό κατάλοιπο της απόσταξης του πετρέλαιου που χρησιμοποιείται για μονώσεις ή για την επίστρωση δρόμων.
[ Και στις δυο περιπτώσεις, φυσικά, από το α (στερητ.) + σφαλτός < σφάλλω ].
Για το Γλωσσάρι: Τσανακάκια: τουμπελεκάκια, πήλινα τούμπανα.
Επίσης, γαβάθες, πήλινα πιάτα.
Από “Τα Τσανακάκια”, Σέμση, 1929.
[τουρκ. çanak ]
Σηλυβρία: πόλη της Ανατ. Θράκης στην Προποντίδα.
Από το “Σηλυβριανό” , παραδοσιακό ερωτικό τραγούδι που πέρασε στη δισκογραφία το 1927 με τον Νταλγκά.
δεν είναι ξένη είναι η ίδια που πήρε μια δεύτερη ένοια : μίγμα από πίσα και χαλίκια και ο δρόμος που είναι στρωμένος μ’ αυτό το μίγμα
το καινούργιο είναι ότι ο άσφαλτος αναφέρεται στο λεξικό με την ένδειξη : προφορικό
Νομίζω το βρήκα!!!
Ηταν εναλλακτικός τρόπος παιξίματος στο Σαντούρι (αντί μπαγκέτες)
Δαβαστε το παρακάτω Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο έπαιζαν το σαντούρι, στην τεχνική κατασκευής, αλλά και στην προέλευση του σαντουριού του πατέρα του:
Τα σαντούρια είναι, είναι ασημάδευτα, πώς να μπορείς να τα κουρδίσεις, να μπορείς να κάνεις το κάθε κομμάτι, έχει το δρόμο του. Να κάνεις έτσʼ, νʼ ανεβείς, να κατεβείς. Ε, έτσι το παίζεις, τό ʼπαιζε (με δακτυλήθρες). Αλλά τα σαντούρια δουλεύαν με μπαγκέτες. […] Ι πατέρας ιμ το είχε αγορασμένο το 1923-1924 ήταν τόσο - εγώ ήμουν πιτσιρικάς - απʼ την Κωνσταντινούπολη. Πόσες λίρες; Θυμούμι ότι ήτανε η λίρα τότις, είχε 24-25 δραχμές, η χρυσή και δε θυμάμαι, ήταν πολλές οι λίρες, το πλέρωσε εκεί πέρα να πούμε στην Κωνσταντινούπολη. […] Ήταν ένας Γιάννης στην Αθήνα (εννοεί πιθανά τον κατασκευαστή σαντουριών Γιάννη Ζαφειρόπουλο), καλός ήτανε αλλά πέθανε. Σαντούρʼ ποιος να κάνει; Το σαντούρʼ είναι και δύσκολο και επικίνδυνο. Για να γίνει σαντούρι, ξέρεις πόσα τέλια (χορδές) θέλει; 128-130 τέλια. Λοιπόν λογάριασε να δεις ότι το κάθε τέλι, κάθε φωνή έχει 5 τέλια. Τα 5 τέλια αυτά το ʼνα κομμάτι να μην είναι το ίδιο το τέλι και να βάλεις άλλο τέλι, δεν μπορείς να παίξεις, δε συμφωνούν, δεν έρχεται στο αυτό. Να το κουρδίζεις, δεν μπορείς να το φέρεις. Απʼ την Αθήνα τα φέρναμε εκεί πέρα (τις χορδές). Ε παγαίνανε να τούτοι, γι ι ένας πάγαινε, ο άλλος πάγαινε, μάλλον στην Εύβοια πάνω ήταν αυτός, στην Εύβοια πάνω ήτανε το μαγαζί (για τις χορδές). Τώρα μήδε ξέρω, μήδε[…]. Τους τα δίνανε, έχει, αλλά θέλει να βρεις, να είσαι έξυπνος, πως θα μπορέσεις να βρεις τέλι σκληρό-σκληρό και να μη βάλεις χοντρό τέλι και μπει το άλλο πιο ψιλό. Διαφωνούν.
“… έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα συ μου ξηγιόσουν τρίχες…”
Ισως να εννοεί ένα τυχερό παιχνίδι,όπως το ‘‘εδώ παππάς εκεί παππάς’’.
Στο παιχνίδι αυτό,χρησιμοποιείται ένα στραγάλι και 3 δαχτυλήθρες.
Σκοπος είναι να βρείς και να ποντάρεις σε ποιά δαχτυλήθρα μπορεί να βρίσκεται το στραγάλι,
αφού νωρίτερα εχουν ανακατευτεί με επιδεξιότητα απο τον ‘‘παππατζή’’.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Παπάζογλου εννοεί τις δαχτυλήθρες με τη φακή ή το ρεβίθι. Εναλλακτικό παιχνίδι, αντί για τον παπά που παίζεται με τρία τραπουλόχαρτα.
Ενδιαφέρον όμως, αυτό που λέει ο Άρης για το σαντούρι. Με κάποιους φίλους από ένα αγγλόφωνο φόρουμ αναρωτιώμασταν χρόνια για το αν ο Μαργαρώνης, στα κομμάτια του Παπάζογλου, έπαιζε σαντούρι με δαχτυλήθρες και όχι μπαγκέτες (όπως το κανονάκι, δηλαδή) ή κανονάκι. Η διαμάχη μας πήρε τέλος όταν η κυρία Ευαγγελία Μαργαρώνη μου επιβεβαίωσε τηλεφωνικά ότι ο πατέρας της είχε και κανονάκι και το έπαιζε πολύ συχνά. Στο συγκεκριμένο δίσκο, μάλιστα, όπου ο Στελλάκης αναφωνεί «γειά σου Μαργαρώνη με το κανονάκι σου) έπαιζε πράγματι κανονάκι.
Αργότερα, όταν άρχισε να μην ακούει καλά και πλέον είχε πρόβλημα με το κούρδισμα, ή του σαντουριού ή του κανονακιού, το κανονάκι παρέπεσε και κάποτε δωρήθηκε σε συγγενικό (εξ αγχιστίας) πρόσωπο στο Βόλο.
μια έκφραση για το γλωσάρι
σερσέ λα φαμ : φταίει η γυναίκα, στο ομώνυμο τραγούδι του Τσιτσάνη
από τη γαλική έκφραση chercher la femme που σημαίνει καταλέξη ψάξτε τη γυναίκα
σε μια λίστα με τραγούδια του Τσιτσάνη το είδα με τον τίτλο αναζητήστε τη γυναίκα που στα εληνικά έχει περίπου το αντίθετο νόημα από αυτό που θέλει να δώσει καί ο ποιητής καί η γαλική έκφραση
Κι αν τα νιάτα μας τα κάναμε ρημάδια
και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ’
Σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ
Αυτό το έχουμε ξανασηζητήσει. Το σωστό αρχικό νόημα αποδίδεται με το αναζητήστε. Πρόκειται για έκφραση που είχε γίνει της μόδας όταν έγιναν της μόδας τα αστυνομκά κινηματογραφικά έργα (τέλος δεκαετίας ΄30 και για πολλά χρόνια ακόμα). Όταν ο αστυνομικός, αντιμέτωπος με ένα δύσκολο στην εξιχνίασή του έγκλημα, προσπαθεί να βρεί ποιός μπορεί να είχε το κίνητρο, η πρώτη σκέψη που του έρχεται είναι να είναι η πράξη αποτέλεσμα προβλημάτων με τις σχέσεις των φύλων. Αυτή την εξήγηση μου είχε δώσει η μητέρα μου, φανατική με τα αστυνομικά τότε.
Είναι βέβαια πιθανόν η έκφραση να έχει σήμερα αλλάξει έννοια στη Γαλλία, ο Σπίρος τα ξέρει αυτά καλύτερα.
Προσθέτω στα γρήγορα γιατί είμαι φευγάτος, κάποιες πληροφορίες, σχετικές ίσως με τον “Μποχώρη” Μποχώρης (στο Γλωσσάρι) σε περιστατικό που συνέβη περίπου το 1880, σε πλοίο της γραμμής Σμύρνης - Μπουρνόβα είτε, κατ’ άλλη εκδοχή, Κωνσταντινούπολης - Πειραιά, μια ομάδα μικροαπατεώνων από αυτές που συστηματικά λυμαίνονται τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, «στήνουν μηχανή» στον αφελή Εβραίο συνταξιδιώτη τους Μποχώρη και του παίρνουν στα ζάρια ή με άλλο τρόπο τα λεφτά του, το ζουνάρι, ακόμα και τη γυναίκα του. Σύμφωνα με το λεξικό Ελευθερουδάκη, το γεγονός συμβαίνει στην Καβάλα, με θύμα έναν Εβραίο νταβατζή. Ο Μποχώρης παρουσιάζεται σαν ένας αγαθός άνθρωπος που έπεσε θύμα μικροαπατεώνων λόγω της αφέλειάς του. [bohor = πρωτότοκος, εβραϊκή λέξη. Το όνομα αυτούσιο ή παραλλαγμένο (π.χ. Μπεραχά) συναντάται στις εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα].
-“Μποχόρ” στην Υεμένη ονομάζεται το φυτό του Μύρου, του άλλωτε πολύτιμου σαν χρυσάφι.
-Στην Υεμένη και πριν το “Ισλάμ του πετρελαίου” ζούσαν πάρα πολλοί Εβραίοι"
Βλέποντας χθές βράδυ την επανάληψη της εκπομπής, άκουσα την πληροφορία από την παρουσιάστρια, η οποία στεκόταν δίπλα σε ένα θάμνο μύρου.
Ο τρόπος και το ύφος, που επανέλαβε δυό φορές το όνομα, έδειξε πως κι αυτή δεν ήταν απόλυτα σίγουρη για την προφορά της λέξης. Ακούστηκε πάντως “μποχόρ” κι όχι “μπαχάρ”, Νίκο… ίσως έχεις δίκιο όμως, στα αραβικά το Μύρο λέγεται Murr, στα αραμαϊκά Μura και στα εβαραϊκά Mor.
“εβαραϊκά” προφέρουν το “εβραϊκά” οι τσιγγάνοι στη Κάτω Αχαγιά
Να προσθέσω μερικά στοιχεία σχετικά με το Μποχώρη. Όπως γράφει ο Παραδοξολόγος, bohor είναι εβραϊκή λέξη που σημαίνει πρωτότοκος. Μια ακόμα σημασία (που μάλλον ταιριάζει στο Μποχώρη του τραγουδιού) είναι “χαζός”, “βλάκας”. Πήρε αυτή την εννοιά από το επεισόδιο της Γραφής όπου ο Ιωκώβ απέσπασε τα πρωτοτόκια από τον μεγαλύτερο αδελφό του Ησαύ “αντί πινακίου φακής”. Η έκφραση απαντάται επίσης στις σεφαρδίτικες παροιμίες, όπως bohor de los bohores, “μέγας ηλίθιος”. Η λέξη πέρασε και σαν κύριο όνομα και σαν επώνυμο στις εβραϊκες κοινότητες της Ελλάδας, και στους Ρωμανιώτες στα Γιάννενα εξελληνίστηκε σε “Μποχορόπουλος”.
Το όνομα Μπεραχά δεν βγαίνει από το bohor, απ ότι ξέρω…είναι από το εβραϊκό Bracha, που σημαίνει περίπου “ευλογημένη” ή “ευλογία” (blessing). Το αντρικό αντίστοιχο είναι Baruch, που είναι το ίδιο με το όνομα Barak του περίφημου Obama! Όμως τα παιδάκια τα έλεγαν πολλές φορές Μποχόρ ή Μποχόρα πριν πάρουν το πραγματικό τους όνομα και μερικές φορές τους έμεναν το χαιδευτικό σαν πραγματικό όνομα.
Τις πληροφορίες αυτές τις βρήκα στο όμορφο βιβλίο του Αλμπέρτου Ναρ, “Κειμένη επί ακτής θαλάσσης”, στο κεφάλαιο που μιλάει για τις σχέσεις Εβραίων και ρεμπέτικου.
το τραγούδι λέγεται ο θερμαστής, ο Μπάτης τραγουδάει και παίζει μπαγλαμά κι Βαμβακάρης μπουζούκι
Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό
τον Μπέη να περάσω
και μες του Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πάω ν’ αράξω.
Και βέβαια δεν το έγραφαν και φυσικά, ποτέ δεν τους απασχόλησε η ορθογραφία της λέξης. Και με την ευκαιρία, να αναφέρω τα εξής: Στις εκπομπές του τότε, στο Κανάλι 1 του Πειραιά, κάποτε ο Κουνάδης είχε σχολιάσει λέγοντας "Ο Μπέης είναι ένα ακρωτήριο στη διαδρομή από Πειραιά για Κάρντιφφ, όπου έχει πάντα φουρτούνα. Τον είχα πάρει τηλέφωνο (δεν τον γνώριζα τότε) και του παρατήρησα ότι μάλλον Μπέϊ πρέπει να είναι ο Βισκαϊκός κόλπος, όχι κάποιο ακρωτήριο. Μου είπε - και που το στηρίζετε αυτό; και φυσικά του αντερώτησα -και εσείς που στηρίζετε το δικό σας; Η αλήθεια είναι ότι όταν, αργότερα, εξέδωσε τη σειρά των δίσκων του στο Νο. 9, Γιώργος Μπάτης, για το Θερμαστή σχολιάζει “Μπέης: το ακρωτήριο στην Ισπανία για να μπείς στον Βισκαϊκό κόλπο”. Η ορθογραφία του στίχου στο ένθετο είναι “το Μπέη να περάσω”.