Τη λέξη “μπουλασιλίκι” μόνο στο “Συνάχη” τη θυμάμαι.
Σημαίνει “οργή”, “θυμός”. και υπάρχει στον πίνακα με τη ρεμπέτικη φρασεολογία.
Παραθέτω όλους τους στίχους:
"Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, αμάν αμάν, μουρμούρη μου από πέρα
και μες στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα.
Με ποιον τα΄χεις, συνάχη μου, αμάν αμάν και πας να καθαρίσεις;
Την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου, αμάν αμάν, και πας να εγκληματήσεις;
Κοίτα καλά, συνάχη μου, αμάν αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις
και κει π΄ανακατεύεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δίνεις.
Ας το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν, και πάψε το συνάχι
και δεν ανακατεύομαι, συνάχη μου, σε ό,τι κι αν σου λάχει.
Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα
και μες στα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα".
Έχω την εντύπωση πως εδώ “συνάχης” είναι ο θυμωμένος νταής (όχι ο “φτιαγμένος”) που γεμάτος οργή έρχεται κρατώντας δίκοπη μαχαίρα για να σκοτώσει, επειδή πιστεύει πως τον έθιξαν, πως παραβίασαν τους άγραφους κώδικές του.
Γι΄αυτό και η συμπεριφορά του κατακρίνεται, σχεδόν γελοιοποιείται από το Μάρκο, γιατί δεν είναι αιτιολογημένη.