όχι, μάλλον για ελληνική “δημιουργία” το βλέπω. Είναι και υποκοριστικό του Κωνσταντίνος.
“…και ζούλα ζούλα κυνηγάς
τους φιόγκους και ντιντήδες.…”
Μήπως τα “μαλθακός” και “θηλυπρεπής” αποδίδουν καλύτερα το νόημα των λέξεων αυτών;
Το «θηλυπρεπής» δεν μου πολυαρέσει, θα προτιμούσα λοιπόν «άνδρας μαλθακός, εκλεπτυσμένος, χωρίς έκδηλο ανδρισμό» ή κάτι τέτοιο. Τώρα προσέχω, το ίδιο το τραγούδι εξηγεί: το αντίθετο του «μάγκας και νταής».
Επισημαίνετε πως πρέπει να μπουν στον πίνακα και οι παρακάτω λέξεις:
μπλόκο : αποκλεισμός ενός χώρου, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν.
[ιταλ. blocco]
τραγιάσκα : είδος κασκέτου που το φορούν συνήθως εργάτες.
[ρουμ. traiasca = “ζήτω” κατά λέξη, επιφώνημα που παρερμηνεύτηκε, επειδή ζητωκραυγάζοντας οι Ρουμάνοι πετούσαν τους σκούφους στον αέρα]
κλωστηρού: η εργάτρια σε εργοστάσιο κατασκευής νημάτων, νηματουργείο.
[ρήμα “κλώθω”].
Προσθέτω και εγώ:
Ποδαράδες ( Ποδαριώτισσα): παλιά ονομασία της Ν. Ιωνίας, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες ταπητουργοί από την Πισιδία.
τομπουρλίκα: η εύσωμη, η παχουλή γυναίκα.
Στη Σύρο, νομίζω,κλωστήριον λεγόταν αυτό το εργοστάσιο.
“Νταϊλιζω” ;
… Πόσες κλωτσές έχεις να φας
που πάντα νταϊλίζεις
και στα καλά καθούμενα, κορόιδο
όλο τον κόσμο βρίζεις…
Να μπει και το “ταξιμι” ;
Αν δεν κάνω λάθος, “νταηλίζω” = πουλάω νταηλίκι, κάνω τον νταή.
Προσθέτω μερικές λέξεις από ένα μικρασιάτικο λεξιλόγιο:
αγλάμα, προστακτική-“μην κλαις”, από το τουρκικό aglama
άλα!- φύγε, από το βενετικό ala
το αλάνι (ο αλανιάρης, τα αλάνια)- ανοιχτός χώρος, από το τούρκικο alan
ο αμανατζής-κουβαλητής με πραμάτειες, ιδιωτικός ταχυδρόμος που μεταφέρει αμανάτια (ενέχυρα), από το τουρικό emanetci, emanet
το αντέτι-συνήθειο, έθιμο, από το τούρκικο adet
γιουρουντάρω-κάνω έφοδο, από το τούρκικο yuruyus (λείπουν τα umlaut, αλλά δε βγαίνουν).
γκεβεζές (και γκεβεζελίκι)-αστείος (το αστείο), από το τούρκικο geveze, gevezelik
εντεψίζης- χωρίς τρόπους, από το τούρκικο edepsiz
ζεβζέκης-αδιάκριτος, ηλίθιος, από το τούρκικο zevzek
Εύα
Προσθέτω λέξεις που ζητήσατε:
ταξίμι : εισαγωγικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής κατά το οποίο ο οργανοπαίκτης αυτοσχεδιάζει επιδεικνύοντας τη δεξιοτεχνία του.
[τουρκ. taksim = διανομή, διαίρεση]
λάγνος: φιλήδονος, αυτός που εκπέμπει και προκαλεί ερωτισμό.
αγλαμα - δεν τοχω ακουσει
άλα - δεν ειναι μικρασιατικο, πρωτοτυπη ερμηνεια προελευσης !
αλανι, αλάνα, αλανιάρης- εχω ακουσει την ερμηνεια απο ομόριζη ελληνικη λεξη της αρχαιας ελληνικης (εξ ου και αλέα αλσος κλπ)
αμανατζης - δεν τοχω ακουσει ουτε περιεχεται σε ρεμπετικο (υπαρχει ομως στην Κρητη επωνυμο : Αμανάκης, ο φιλος ο Γιωργος…),
αντέτι - το λεμε (λεγαμε) στην Κρητη κανονικα με αυτη την εννοια !
γιουρντάρω (συνωνυνο-μουντάρω) - το λεμε (λεγαμε) στην Κρητη με αυτη την εννοια !
γκεβεζες, εντεψιζης - αγνωστα
ζεβζέκης - το εχω ακουσει και στην Κρητη και αλλου, συνωνυμο-παράωρος, μισόχαζος
Επισης
Μισιρι - η Αιγυπτος (ακουγεται στην Γκιουλ Μπαχαρ)
Μισεύω (στην Κρητη μισεύγω) - φευγω, εγκαταλειπω, ξενητευομαι
Αν είναι να προστεθεί και το ταξίμι, θα το συμπλήρωνα κάπως:
Εισαγωγικό οργανικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής, όπου παρουσιάζεται και αναπτύσσεται ο δρόμος στον οποίο θα ακολουθήσει το κυρίως κομμάτι.
Και για να ξέρουμε εμείς: ο όρος προέρχεται από την «κλασική» αν ισχύει ο προσδιορισμός, οθωμανική μουσική και ονομάζεται έτσι γιατί παίζεται ανάμεσα σε δύο μελωδικά κομμάτια (Hane, αποδίδεται ως Οίκος) μιάς ολοκληρωμένης σύνθεσης με αρκετούς Οίκους (fasil), «χωρίζοντάς» τους μεταξύ τους. Αν ο επόμενος Οίκος είναι τονισμένος σε διαφορετικό μακάμ, το ταξίμι που θα προηγηθεί εισάγει το μακάμ αυτό.
Αμπάτη, για να την ακούσουμε, την αρχαία ρίζα! Η αλέα πάντως είναι δάνειο από τα γαλλικά: Allee, το δε άλσος δεν μπορεί να τραπεί σε αλάνα ή αντίστροφα.
Οι λέξεις , όπως μας τις έδωσε η Εύα, σωστές είναι.
Πράγματι, το “άλα” είναι βενετικό ναυτικό πρόσταγμα, σημαίνει “εμπρός” και έχει ενδιαφέρον η χρησιμοποίηση της λέξης αυτής και από τους Μικρασιάτες.
Απ΄όσο ξέρω το “αλέα” προέρχεται από την αντίστοιχη γαλλική λέξη και το “άλσος” είναι άγνωστης ετυμολογίας.
Παραθέτω ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από “Το Λεξικό της Αμαρτίας” (sic), όπως είχε δημοσιευτεί στη “Μακεδονία”, 5-7-1929 από τον ευθυμογράφο Στάμ. Στάμ. (Σταμάτη Σταματίου).
“κούτσουρο” = το τάληρο
“παππούς” = το κατοστάρικο
“πάπλωμα” = το πεντακοσάρικο
“σεντόνι” = το εικοσιπεντάρικο
“κρομμύδι” = το ρολόγι
“παλαμάρι” = το δαχτυλίδι
“τσεκμετζές” = το συρτάρι
“κρεμαστή” = η καδένα
“τσακιστή” = η πόρτα
“χαμούρα” = η κοινή γυναίκα
“στριφτό” = το κλειδί
“φλαμερή” = η ταμπακέρα
Λίγες λέξεις ακόμη…
γκιουζέλ (γκιουζελίμ)-ωραία, όμορφη τουρκικό guzel, guzelim
καρσί-απέναντι τουρκικό karsi
κατσιρματζής-λαθρέμπορος τουρκικό kacirmaci
κιοπέκ-σκύλος τουρκικό kopek
κιορ-τυφλός τουρκικό kor
κουτουρντίζω-περνώ τον καιρό μου απερίσκεπτα τουρκικό goturu (πάλι χωρίς umlaut, όπως τα παραπάνω!)
μαντινούτα-μαιτρέσα, σπιτωμένη
μαρκούτσι-δερμάτινη σύρριγα του ναργιλέ, από το περσικό marquc
Εύα
Ραβαϊσι = γλέντι, ξεφάντωμα (στο “Λιναρδο”)
Ραμολί = ξεκούτης, ξεμωραμένος (σε προπολεμικο χασαπικο του Τσιτσανη)
Το “αλσος” και αλάνα κλπ το ψαχνω, αλλα ειμαι σιγουρος οτι εχει ειπωθει παλια εδω …
Γεια σας,
Συνεχίζω με μερικές λέξεις ακόμα. Δεν εγγυώμαι ότι βρίσκονται σε ρεμπέτικα τραγούδια ή ότι δεν έχουν περιληφθεί ήδη στο λεξιλόγιο, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να είναι χρήσιμες, έστω στην ανάγνωση των μυθιστορημάτων με θέμα τη Μικρά Ασία, από τα οποία είναι παρμένες. Όλες οι λέξεις προέρχονται από τα τουρκικά.
μεζάρι-τάφος, mezar
μουατζίρης-μετανάστης, πρόσφυγας, muhacir
μπαϊντός-διακοπές, ανάπαυση από τη δουλειά, paydos
μπαλαμούτι-κατεργαριά, μπερμπαντιά, balamut
μουχτάρης-πρόεδρος κοινότητας, muchtar
μπαμπανάκης-μπράβος, μαχαιροβγάλτης, babanak
μπεζεστένι-παζάρι, αγορά, bezesten
μπελεντιές-δήμος, δημοτικό συμβούλιο, belediye
μπεξής- επιστάτης, αγροφύλακας, bekci
μπιρμπιλίζω-λαμποκοπώ, αστράφτω-piril piril
μπούζι-πάγος, buz, και “μπουζ γκιμπί”= “κρύο σαν χιόνι”
μπουρού-τρουμπέτα, boru
νενέ-γιαγιά, nene
νταγιαντώ-αντέχω, dayanmak
ντερμπεντέρης, ντερμπερντέρικος-μποέμ, αλήτης, derbeder
ντιπ-εντελώς, dip
ντοβλέτι-κράτος, κυβέρνηση, devlet
ντουγρού-κατ΄ευθείαν, dogru
ντουρσέκι-γωνία, καμπή του δρόμου, dursek
πασβάντης-νυχτοφύλακας, pazvant
πατιρντί-θόρυβος, δυνατός ήχος, patirdi
σαβουρντίζω-τινάζω, πετώ, savurmak
Σαμλής-Δαμασκηνός, Samli
σεϊρι-θέαμα, seyir
Εύα
Νομιζω πως πρεπει στο λεξιλογιο να μπει και η πολυχρησιμοποιημενη στο λαϊκο τραγουδι λεξη “μαγκας” .
Επισης εχω βρει τη λεξη “χουλιταρια” αλλα δε μπορω αυτη τη στιγμη να θυμηθω σε ποιο συγκεκριμενα τραγουδι. :241:
Μερικες ακομα λεξεις απο τραγουδι του Χρυσινη με τη Σταμου,
οπως μου τις επιβεβαιωσε η ιδια πριν πολλα χρονια.
Πινει κουπες τα σερμπετια…
Σερμπετι,πολυ γλυκο ποτο,ηδυποτο.
Στο κινα ειναι βαμμενη…
Κινας,υλικο βαφης μαλλιων.
Κι οπως πινει τα ροσσολια…
Ροσσολι,μαλλον ειδος κοκκινου ποτου,απο (rosso).
paris, ευχαριστώ πολύ, θα τα προσθέσω κι αυτά στο νέο πίνακα.
Επίσης θα προσθέσω και το “ντουμπλέδες”, για το οποίο συζητάμε σε άλλο topic.
Προσθέτω:
μπέμπελη: η ιλαρά.
βγάζω την μπέμπελη: ζεσταίνομαι υπερβολικά, σκάω από τη ζέστη.
[σλαβ. pepel = στάχτη]
Το “συναχωμένος” μήπως έχει και την έννοια “θυμωμένος”;
καρσί-η καρσικ σημαινει αναμικτο , το λεω γιατι δουλευω σε μπουγατσατζιδικο και μου ζηταν κιμα τυρι καρσικ μερικοι μουσουλμανοι :019:
μα, από ότι θυμάμαι, συναχωμένος σημαίνει φτιαγμένος.