Το να βρεις τις άλλες όταν έχεις κουρδίσει μία, αυτό σημαίνει κουρδίζω. Το διαπασών ή το κουρδιστήρι είναι για να σου πει πού θα κουρδίσεις την πρώτη. Αυτό λοιπόν δεν το έκαναν οι παλιοί, κούρδιζαν κατά κρίση. Ή, κούρδιζαν πάνω στο σταθερό όργανο (πιάνο, ακορντεόν…) αν υπήρχε.
(Δεν εννοώ «όλοι οι παλιοί», καταλαβαίνετε. Ορισμένος τύπος παλαιών μουσικών, οι πρακτικοί.)
και βεβαίως, όταν ήταν να παίξουν περισσότεροι μαζί, “να ταιριάξωμεν τα λαλούμενα” που είχε πει και ο Κασομούλης. Φυσικά, ταιριάζονταν όπου λάχαινε, αφού διαπασών δεν υπήρχαν πρόχειρα…
Μη σας τρομάζει το κούρδισμα, εξάσκηση θέλει. Μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν ήταν διαδεδομένα τα κουρδιστήρια, όλος ο κόσμος με το αυτί κούρδιζε από αρχαιοτάτων χρόνων. Πώς το χάσαμε μέσα σε δύο μόνο δεκαετίες;
Εξάλλου, ειδικά στην κιθάρα το να κουρδίσεις τις ανοιχτές ακριβώς πάνω στο κουρδιστήρι δεν εξασφαλίζει σωστό κούρδισμα. Για να μην φαλτσαρει το όργανο, πρέπει να ταιριάξεις τις οκτάβες και κυρίως να κλέψεις λίγο το διάστημα 3ης μεγάλης μεταξύ δεύτερης και τρίτης χορδής.
Ναι, σαφώς. Εγώ θυμάμαι ξεκάθαρα ότι το πολύ ένας να είχε πάρει το Λα από το κουρδιστήρι, και αφού κούρδιζε τις υπόλοιπες χορδές έδινε τον τόνο και στους υπόλοιπους. Ή μερικές φορές ο πρώτος ερχόταν λέγοντας «έχω κουρδίσει από το σπίτι πάνω στον τάδε δίσκο», και κουρδίζαμε απάνω του. Ή, αν υπήρχε πιάνο ή πνευστό κλπ., κουρδίζαμε πάνω του. Καμιά φορά και στον αέρα.
Υπήρχαν κουρδιστήρια βέβαια, και στιγά σιγά η χρήση τους γενικεύτηκε. Αλλά μόνο για την αρχική νότα, συνήθως Λα. Το να παίρνεις από το κουρδιστήρι έναν έναν τους τόνους όλων των χορδών είναι πρόσφατο φαινόμενο.*
Στην κλασική μουσική, όπου τα πράγματα είναι πραγματικά απαιτητικά, με το αφτί κουρδίζουν: το όμποε (που δεν ξεκουρδίζει) δίνει το Λα, και όλοι -δεκάδες όργανα ταυτόχρονα!- συντονίζουν το Λα τους με αυτό του όμποε και στη συνέχεια φτιάχνουν τις υπόλοιπες χορδές.
Το κουρδιστήρι μπορεί βέβαια να δείξει ότι δεν έχουν πετύχει όλοι 100% ακρίβεια. Αλλά αν ο μουσικός δεν ακούει διαφορά, οι άλλοι μουσικοί δεν ακούνε διαφορά, ε, τότε δεν υπάρχει ακουστή διαφορά. Σε ανθρώπινα αφτιά απευθύνουμε τη μουσική μας, όχι σε ψηφιακά εργαλεία!
*: όλα αυτά είτε σε ρεμπέτικα, είτε σε «παραδοσιακά» της πόλης. Όταν άρχισα να μπλέκω με πραγματικούς παραδοσιακούς μουσικούς, πολύ συχνά η όλη ιδέα του «αντικειμενικού» κουρδίσματος, όλοι στο Λα 440, τους ήταν εντελώς άγνωστη, ακατανόητη, και περιττή. Απλώς το ένα όργανο με το άλλο. Ποιος να ενδιαφερθεί αν το Λα είναι στο Λα ή στο Λα# ή στο Σι, και γιατί;
Κατανοητό. Χάθηκε αυτή η ικανότητα εξαιτίας της ευκολίας με τα χορδιστήρια . Ίσως κάτι ανάλογο με την ικανότητα της διά χειρός γραφής και των μαθηματικών πράξεων. Γράφω με την ευκαιρία κάτι που με άφησε άφωνο Πριν μία εβδομάδα κατά την διάρκεια του μαθήματος μου είπε ο δάσκαλος να κατεβάσω τις χτύπους του ηλεκτρονικού μετρονόμου. Ενώ λοιπόν κατέβαζα και χωρίς να βλέπει ο δάσκαλος, μου λέει να σταματήσω εκεί στο αργό 38 ενώ ήμουν στο 40 . Όταν έκπληκτος ρώτησα πώς το καταλάβαινε, μου είπε πως ο αδελφός του με τα ντραμς μπορεί να βρει ακριβώς σε ποια ρύθμιση χτυπάει ο μετρονόμος. Συμπεραίνω λοιπόν πως η εμπειρία και σίγουρα κάποιο ταλέντο είναι καθοριστικά στοιχεία για όλα. Να είστε πάντα καλά ώστε από εσάς τους δασκάλους να μαθαίνουμε και εμείς οι μαθητάδες.
Κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα είναι το εξής:
Πάω σε μια παρέα για οργανοκατάσταση. Κουρδίζω από το σπίτι με το κουρδιστήρι. Φτάνω, παίζουν ήδη. Διαπιστώνω ότι δεν έχουμε το ίδιο κούρδισμα. (Γιατί; Γιατί λίγο διόρθωσε ο ένας, λίγο διόρθωσε ο άλλος, έφτασαν όλοι μαζί να μετακινηθούν από το αρχικό τους κούρδισμα, που μπορεί να ήταν στο κουρδιστήρι, αλλά παραμένουν κουρδισμένοι μεταξύ τους.) Επειδή δεν κρατιέμαι να περιμένω να τελειώσουν για να κουρδίσω στην παύση, προσπαθώ να τους βρω ενόσω παίζουν.
Θα κοιτάξω να πιάσω μια ανοιχτή. Θα κουρδίσω τη δική μου ανοιχτή πάνω της. Τις υπόλοιπες πάνω σ’ αυτήν. Κάθε τόσο θα τσεκάρω χαμηλόφωνα ότι όντως είμαι μαζί με τους άλλους. Με λίγη τέχνη, λίγη τύχη και λίγο χρόνο, μπορώ να μπω μαζί τους κουρδισμένος πριν τελειώσει το κομμάτι. Το κουρδιστήρι ας λέει ό,τι θέλει.
Κι ένα τελευταίο:
Δε θα ξεχάσω που σε κάποια εκδήλωση σ’ ένα χωριό έρχονται οι διοργανωτές, λίγο πριν ξεκινήσουμε, να μας παρακαλέσουν να παίξει λίγο μαζί μας ένας του χωριού, που έπαιζε κανονάκι. Ένας ερασιτέχνης, παπάς, που οι συχωριανοί του τον καμαρώνουν. Και πάμε να τσεκάρουμε το κούρδισμα, και βγαίνει αυτός να είναι λίγο οφ. Και ο σταρ της παρέας μας, με το βιολί, τον έβαλε να κουρδίσει επάνω μας επειδή ήμασταν στο διαπασών, 100-τόσες χορδές το κανονάκι, αντί να κουρδίσουμε εμείς πάνω στο κανονάκι του φιλοξενούμενου, που είχαμε από 4 έως 8 χορδές έκαστος!
Συμφωνώ με τα λεγόμενά σου, επειδή κάποιες φορές μου περνάει από το μυαλό ότι, σιγά και αν είναι λίγο πάνω λίγο κάτω δεν έγινε και τίποτα εφόσον το " αυτί" σχεδόν δεν το καταλαβαίνει.
στο σημειο που λες(5.40),περιγραφει το μπουζουκι, αλλα στο 2’.10" περιγράφει το πως μάθαιναν(χωρις ειδικά μαθήματα).
“έτσι έμαθαν όλοι” μας λέει.
“ο Μάρκος ο Ανέστος…”
Από 2.10 και επέκεινα, δεν περιγράφει πώς έμαθε. Αυτό το εξηγεί νωρίτερα: Με «κλέψιμο» απ’ τον πατέρα του, χωρίς όμως τη δική του συγκατάθεση και βοήθεια, κρυφά. Και βεβαίως επιβεβαιώνει ότι η δική του, «αρχική» γενιά ήταν όλοι αυτοδίδακτοι.
Γιατί, αμφέβαλλε κανείς; Δε θα μπορούσαμε να φαντατούμε μαθητή με δάσκαλο στο μπουζούκι, εκείνα τα χρόνια! Δεν ισχύει όμως το ίδιο για βιολιά, σαντούρια και άλλα πιο επαγγελματικά όργανα. Μαθητεύεις σε μια τέχνη που θα σε θρέψει, όχι σ’ ένα χόμπι.
Βέβαια, σα να θυμάμαι ότι είχε εμφανιστεί στο φόρουμ κάποια διαφήμιση για μέθοδο? παρτιτούρες? μαθήματα σε σχολή? …κάτι τέτοιο, για μπουζούκι, σε εφημερίδα (παροικιακή?) εντυπωσιακά πρώιμης ημερομηνίας. Θυμάται κανείς τίποτε παραπάνω;
Τι όμορφα που ακούγεται αυτός ο άνθρωπος!
Απο το στυλ που μιλάει, τη χροιά της φωνής και τον τρόπο έκφρασης καταλαβαίνεις πως δικαίως τον αποκαλούσαν “αριστοκράτη”!
Δεν χρειάζεται να τον βλέπεις για να νιώσεις την αριστοκρατία και μια ευγένεια που αποπνέει!
Ευχαριστούμε για την παράθεση αυτής της συνέντευξης!
Φίλε, η αλήθεια είναι ότι πολλοί ρεμπέτες της εποχής εκείνης δεν είχαν επίσημη μουσική εκπαίδευση, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να γίνουν μάστορες στο είδος τους. Τα περισσότερα μάθαιναν “με το αυτί” και μέσα από την πράξη, παρακολουθώντας και παίζοντας μαζί με άλλους. Ήταν θέμα εμπειρίας, ταλέντου και ατελείωτων ωρών ενασχόλησης με το όργανο.
Οι δρόμοι και οι κλίμακες δεν ήταν για αυτούς θεωρητικές έννοιες όπως τις ξέρουμε σήμερα. Τους μάθαιναν βιωματικά, μέσα από την παράδοση και την τριβή. Έπαιζαν αυτό που “ένιωθαν” και αυτό που άκουγαν γύρω τους. Για παράδειγμα, ο Μουφλουζέλης ήξερε πώς να εκφράζει το συναίσθημα που ήθελε με το ταξίμι του, χωρίς να χρειάζεται να αναλύσει τι κάνει θεωρητικά.
Είναι και θέμα πολιτισμού. Οι μουσικοί εκείνης της εποχής ζούσαν μέσα στη μουσική. Τα μακάμια, οι δρόμοι, και οι ρυθμοί ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους, οπότε τα απορροφούσαν φυσικά.
Ονόματα σαν τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Δελιά, ή ακόμα και τον Παπαϊωάννου δεν είχαν θεωρητική κατάρτιση, αλλά άφησαν τεράστια κληρονομιά. Είναι η απόδειξη ότι η μουσική δεν είναι μόνο θεωρία· είναι ψυχή, εμπειρία και αυθεντικότητα.
Κατά τη γνώμη μου, από τη στιγμή που ήξεραν να πουν με όνομα τι δρόμο παίζουν, καθώς και τι κούρδισμα, αυτό είναι ήδη ένα πρώτο βήμα θεωρητικής γνώσης. Κατακτημένο βιωματικά, ασφαλώς, αλλά αυτό δεν το εμποδίζει να αποτελεί θεωρία.
Δε νομίζω όμως ότι ήξερε κανείς να πει «επειδή παίζω χιτζάζ, θα κάνω πρώτα αυτό στα χαμηλά και μετά εκείνο στα ψηλά, που είναι κλασικά στο χιτζάζ, και μετά θα τους κάνω μια έκπληξη και θα πεταχτώ εκεί, που είναι ασυνήθιστο… κλπ.». Αυτά μόνο τα έκαναν, δεν τα έλεγαν. (Πιστεύω.) Οπότε η θεωρία τους έφτανε μέχρι εκεί, «τώρα παίζω χιτζάζ».