Αυτά που δανείστηκε το μπουζούκι από το μαντολίνο είναι το σχήμα του σκάφους και οι τεχνικές δούγας και κολλάντζας, το σπάσιμο του καπακιού στο ύψος περίπου του καβαλάρη, τα μεταλλικά τάστα, φυσικά σε συγκερασμένα πλέον διαστήματα και, εξ’ ίσου σημαντικό, η υιοθέτηση βιομηχανικά κατασκευασμένης χορδιέρας για τέσσερις χορδές, αντί για τη μέχρι τότε μοναδική λύση του στριφταριού, που όσα θέλεις βάζεις. Ακριβώς η συγκυρία ότι οι χορδιέρες ήταν για τέσσερις χορδές, ανάγκη που φυσικά προέκυψε από το μαντολίνο, δημιούργησε ένα είδος “μανιέρας”, σε μιά στιγμή της εξέλιξης του οργάνου που το συγκεκριμένο αρμάτωμα, το συνολικό πλήθος των χορδών και τα κουρδίσματα δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου κατασταλαγμένα. Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, αυτό μπορεί να αποδειχτεί πάρα πολύ σημαντικό για την εξέλιξη της αρματωσιάς των μακρυμάνικων λαουτοειδών και ειδικά για το πρώιμο τετράχορδο.
Δεν υπάρχει δυστυχώς καμμία μελέτη σχετικά με πλήθος χορδών, σχέσεις μεταξύ τους (πόσα καντίνια, πόσα μεσάκια, πόσες μπουργκάνες κλπ.) στα όργανα που είχαν στριφτάρια. Αλλά και να υπήρχε, φοβάμαι πως δεν θα ήταν αντιπροσωπευτική της πραγματικής κατάστασης γιατί από γκραβούρες, σκίτσα και τις ελάχιστες φωτογραφίες δεν μπορούν να εξαχθούν συνήθως συμπεράσματα και τα διατιθέμενα σήμερα για μελέτη και σύγκριση όργανα είναι ελάχιστα. Έχουμε όμως την πολύ σημαντική δουλειά του Νίκου Φρονιμόπουλου για τον “Ταμπουρά του Μακρυγιάννη”, όπου μαθαίνουμε ότι εκτός από τους γνωστούς και συνηθισμένους τρίχορδους ταμπουράδες (ο αριθμός τρία αναφέρεται στους φθόγγους των ανοιχτών χορδών, όχι στο πλήθος τους) υπήρχαν και πολύχορδοι ταμπουράδες, με μέχρι δέκα ή και περισσότερες χορδές. Ειδικά αυτός του Μακρυγιάννη είχε δώδεκα στριφτάρια (!) και άλλες τόσες, βέβαια, χορδές. Άρα, οι χορδές μάλλον δεν ήταν ομαδοποιημένες (π.χ. ρε, λα, ρε) αλλά απλά στη σειρά, για συνοδεία μόνο, όπως πολύ σωστά υποθέτει ο κ. Φρονιμόπουλος.
Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη κατασκευάστηκε το 1835 ή και λίγο αργότερα, οι βιομηχανικές χορδιέρες εμφανίστηκαν πολύ αργότερα μέσα στο 19ο αιώνα. Δεν έχουμε καθόλου στοιχεία, αλλά σίγουρα το “μαγικό” νούμερο οκτώ (δύο χορδιέρες των τεσσάρων χορδών) έγινε με τον καιρό το καινούργιο στάνταρ για το πλήθος των χορδών στα μακρυμάνικα λαουτοειδή, ίσως να υπήρξε και η μήτρα του τετράχορδου οργάνου. Ιδού λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν για κάθε επίδοξο ερευνητή της ελληνικής οργανολογίας!