Πρόταση για νέο λήμμα ΤΣΑΓΚΟΣ

τσαγκός

ζόρικος, αψύς, δύστροπος, δύσκολος

Ακούγεται στο τραγούδι «Το εισπρακτοράκι» του Σέμση (1934):

Κι από τα μπούνια ως την κορφή,
μέχρι τακούνι πι και φι,
κάργα φιλότιμο, τσαγκός και μπελαλής

Νομίζω ότι αυτή τη λέξη την έχω ακούσει και ως παραλλαγή του ταγκός, που λέγεται για το λάδι και το βούτυρο όταν αρχίσουν να χαλάνε.

Το «τσαγκός άνθρωπος» δεν το γνώριζα, φαίνται ωστόσο ότι δε θεωρείται περιθωριακή λέξη: το έχει το ΛΚΝ, και το ετυμολογεί, πράγματι, από το ταγκός.

Το έβαλα ήδη το ΛΚΝ!

Τώρα που το λες, πράγματι! :slight_smile:

Κι εγώ έχω πετύχει χρήση της λέξης και με, και χωρίς το σ (για τάγγισμα / τσάγγισμα τροφίμων εννοώ).