Νέο λήμμα : ρούσα

ρούσα : πυρόξανθη/ ξανθοκόκκινη

ΕΤΥΜ. :< ελνστ. ρούσιος (ήδη ω ς κύρ. όν. (Ροϋσ(σ)ος) < λατ. russ(e)us «κοκκινωπός, ξανθός»

Ακούγεται στο τραγούδι «Ο καημός της φυλακής» (1933) του Γ. Καμβύση:

Κι ας ξαναμπώ στη φυλακή

κι ας φάω άλλα δέκα

ρούσα και ξανθιά

και ο Μάρκος έχει ενα.

“Για σένα ρούσα και ξανθιά “

Σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρη· το ερμηνεύει ο ίδιος. Φωνογραφήθηκε το 1939. Δίσκος Odeon GA 7183.

Ναι το Ρουσα και Ξανθή συναντάται τακτικα ως τσακισμα. Στην Αλατσατιανή επίσης.

Υπάρχει και το Ρούσα Γαλανή σε κάποιες παραλλαγές.

Δεν είναι κοινή λέξη; Δεν είναι πολύ συνηθισμένη σίγουρα, γιατί δεν είναι συνηθισμένοι οι ρούσοι στην Ελλάδα, αλλά όποτε τυχαίνει να τους αναφέρουμε, έτσι τους λέμε. Αλλιώς, καταφεύγουμε σε περιφραστικές περιγραφές: ξανθοκόκκινος, πορτοκαλομάλλης, καροτοκέφαλος, ή στο όχι και τόσο ακριβές «κοκκινομάλλης», αλλά αυτά είναι σαν να λέμε «καφέ μαλλιά» αντί για καστανά, «μαυρομάλλης» αντί για μελαχρινός.

Ας γίνει ένα ενδοφορουμικό “δημοψήφισμα”…

Ευκαιρία επίσης να δούμε εάν αρκετά λήμματα στο Γλωσσάρι είναι κοινές λέξεις, π.χ. από το Μ ενδεικτικά:

μαντάρα, μαρμάγκα, μαυραγορίτης, μαχαραγιάς, μερακλής, μπαγάσας, μπαϊράκι, μπαμπέσης, μπατίρης, μπεγλέρι, μπελαλής κ.ο.κ.

Αν δεν χρησιμοποιούνται στα τραγούδια με κάποια έννοια πέρα από τις σημερινές κοινές, τότε πράγματι είναι κοινές λέξεις.

Κι εσύ και ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει, εφόσον παραπεμπόμαστε σε στίχους

και

Ποια είν’ η άσπρη, ποια είν’ η ρούσα

ποια είν’ η γαϊτανοφρυδούσα

1 «Μου αρέσει»

Προτείνω γενικότερα να επανεξετάσουμε όλα τα λήμματα του Γλωσσαρίου και να αφαιρέσουμε όποιες λέξεις είναι κοινολεκτούμενες και σήμερα.

Για παράδειγμα (και εντελώς ενδεικτικά):
Ατζαμής, αλάνης, αραμπάς, βαλαντώνω, ζοριλίκι, κάπελας, καρσιλαμάς, καψούρης, κόνξες, κρεπάρω, λάγνος, λεβέντης, λιμοκοντόρος, λωλός, παραδόπιστος, παστουρμάς, πρέζα, πρέφα, ρεζίλης, ρεμπελιό, ρέστος, σαλταδόρος, σαράκι, σεβντάς, σεργιάνι, σερμπέτι, σκέρτσο, σκούνα, στραπατσάρω, συρμός, τεκές, τουμπελέκι, τραγιάσκα, τρακάρω, τσαλαπάτημα, τσαχπίνης, τσιράκι, τσοντάρω, τσούρμο, φθίση, φουμέρνω, χαμάμ, χαραμίζω, χαρέμι, χτικιάζω

Έτσι ώστε να μείνουν μόνον όσες πληρούν τα κριτήρια που τέθηκαν στον Πρόλογο του Γλωσσαρίου μας:
"με γνώμονα λέξεις και εκφράσεις σπάνιες, ιδιωματικές, που αποτελούν δάνεια από ξένες γλώσσες, διαφοροποιημένες σημασιολογικά από την επίσημη κοινή νεοελληνική ή και παραφθαρμένες σε σχέση μ’ αυτήν.
Επίσης, άγνωστες στο ευρύ κοινό στην πλειοψηφία τους,"

Ενδεικτικά κι εγώ αναφέρω, πως 2 συνάδελφοι μου κάτω των 30 ετών , δεν γνώριζαν τι σημαίνει “ντουζίνα”, ενώ υπάλληλος μεσιτικού γραφείου δεν γνώριζε την σημασία της λέξεως “καπάρο”.