Νέο λήμμα: φριξιόν

φριξιόν

Από τη γαλλική λέξη friction: εντριβή με αρωματισμένο οινόπνευμα

Με τον όρο «φριξιόν», την εποχή χονδρικά μεταξύ 1900-1950, εννοούσαν όχι μόνο την εντριβή αλλά και τις πολυποίκιλες λοσιόν που παρασκευάζονταν για αυτή τη χρήση (κυρίως επί της κεφαλής ανδρών και γυναικών)

Τη συναντάμε στο τραγούδι του Μ. Μάτσα «Μπαρμπεράκι» με τη Ρόζα Εσκενάζι (1933):

Μπαρμπεράκι μου, με τ’ οντουλασιόν,

βρε, μαγκάκι μου και με τη φριξιόν.

(Ρε, τι λεξιλόγιο έχει θησαυρίσει το ρεμπέτικο…)

3 «Μου αρέσει»

Ε, εντάξει, ο Μάτσας το θησαύρισε. Να τον ονοματίσουμε (κι αυτόν…), ρεμπέτη;

Και παρατάξει :upside_down_face:
Το τραγούδι συμφωνούμε ότι το ονοματίζουμε ρεμπέτικο;
Αν ναι, τότε η συγκεκριμένη λέξη έχει αυτοδικαίως θέση λήμματος στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι

1 «Μου αρέσει»

Με την ευκαιρία της πρότασης του νέου λήμματος, επισημαίνω ότι δεν έχουν ενταχθεί στο Γλωσσάρι τα εξής λήμματα:
ζαμπαράς, μπερλίνα, κιζλάρ αγάς, πιντιγκρί, φόρεμα, αλατζαδένιος, καχπέ

Ανακαλύψεις του Rembetobot

Η λέξη “πιντιγκρί” στο ρεμπέτικο γλωσσάρι είναι παραφθορά του “πεντιγκρί”, που σημαίνει πιστοποιητικό καταγωγής ή προέλευσης (από το αγγλικό/franc. pedigree: γενεαλογικό δέντρο/πιστοποιητικό καταγωγής). Τη συναντάμε π.χ. στο επιθεωρησιακό “Θα γίνω γυναίκα” του Πέτρου Κυριακού (1936). Δείτε τη συζήτηση στο φόρουμ εδώ.

Σωστό, το ρεμπετομπότ!