Από πού προκύπτει ότι στιγκάρω = μαζεύω τα πανιά; Ρωτάω γιατί απ’ ό,τι ξέρω, όταν ένα ιστιοφόρο ψαράδικο καΐκι βιράρει (σηκώνει άγκυρα), ως επόμενο βήμα ισάρει τα πανιά του (= τα σηκώνει), δεν τα μαζεύει. Και ξεκινάει για την επιστροφή στη στεριά, έχοντας γεμίσει τα δίχτυα του.
Άρα, μήπως το τραγούδι περιγράφει (με τις σωστές λέξεις) λανθασμένα μια διαδικασία; Ή, μήπως πέταξε αυτή τη σπάνια (για τον πολύ κόσμο) λέξη στην τύχη;
Το ότι άμα σηκώσεις την άγκυρα ανοίγεις πανιά να φύγεις, δεν τα μαζεύεις, το καταλαβαίνω κι εγώ που δεν είμαι ναυτικός. Αλλά το κατάλαβα απλώς επειδή το εξήγησε ο Νίκος, γράφοντας στην κοινή κι όχι στην ειδική ναυτική γλώσσα. Έτσι όπως το λέει το τραγούδι, ούτε που θα πρόσεχα αν βγάζω νόημα κι αν αυτό το νόημα είναι λογικό.
Βεβαίως και δεν στέκει να μαζέψω και να τακτοποιήσω πανιά όταν έχω ξεκινήσει το ταξίδι, μόνο όταν επιστρέψω στο λιμάνι. Συμπέρασμα: συμβαίνει αυτό που λέει και ο Περικλής στο #4 του: λανθασμένη περιγραφή διαδικασίας. Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη φορά, σε τραγούδι μεσοπολέμου. Σιγά που θα τον στήσουν στον τοίχο τον Τούντα « - Μα, πώς στιγγάρεις, αφού έχεις βιράρει; Θα μας τρελλάνεις;». Απλά, απλούστατα, ο Τούντας δεν κάθησε να σκάσει: Του κατέβηκε η ομοιοκαταληξία βιράρω – στιγγάρω και τέρμα, φτιάχτηκε ο στίχος! Και βγήκε λάδι, ο Τούντας που ούτε στη Σμύρνη, ούτε στην Αλεξάνδρεια ασχολήθηκε ποτέ με θάλασσα.