Νέο λήμμα: "πιντιγκρί"

πιντιγκρί: παραφθορά του “πεντιγκρί”= πιστοποιητικό καταγωγής/προέλευσης (ετυμ. γαλλ./αγγλ. pedigree: γενεαλογικό δέντρο/καταγωγή/πιστοποιητικό καταγωγής)

Το συναντάμε στο επιθεωρησιακό “Θα γίνω γυναίκα” του Πέτρου Κυριακού (1936):
έχω παραγγείλει μάλιστα
*και μεταξωτά σουτιέν, κομπινεζόν, *
ζαρντιέρες και γούνα πιντιγκρί!

2 «Μου αρέσει»