Και η «επίσημη» ονομασία του τεχνίτη σαμαρά, σαγματοποιός.
Εδώ στην Κρήτη το λένε σωμάρι (ή σομάρι, δεν ξέρω πώς πρέπει να γραφτεί) και τον τεχνίτη σωμαρά, που είναι και επώνυμο.
Όσο για το σκουτί: μσν. σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος `αργασμένο τομάρι΄, βρίσκω στο ΛΚΝΕ.
Όλα αυτά τα θεωρώ βέβαια εκτός θέματος για το λήμμα. Αρκεί ένα «σαμαροσκούτι < σαμάρι + σκουτί (ύφασμα)».
Για να επιστρέψουμε στο ίδιο το λήμμα, θέλω να ρωτήσω:
Μας ενδιαφέρει πρωτίστως η κύρια/αρχική σημασία της λέξης, ή αυτή που απαντά στα ρεμπέτικα;
Στην πρώτη περίπτωση θα έλεγα (αν έχω καταλάβει και καλά) ότι η σειρά των εννοιών πάει ως εξής: (α) οτιδήποτε βάζουν κάτω από το σαμάρι, π.χ. σάκκος με άχυρα (β) συγκεκριμένο πανί γι’ αυτή τη χρήση, υφασμένο με ειδικό τρόπο (γ) το ίδιο είδος υφάσματος ακόμη κι αν δε χρησιμοποιείται έτσι αλλά για ρούχα.
Στη δεύτερη περίπτωση: είδος υφάσματος (μπλα μπλα) για ρούχα. Και ως πρόσθετη πληροφορία: ονομάζεται έτσι επειδή από το ίδιο ύφασμα έφτιαχναν και τα υποστρώματα του σαμαριού.