Πρόταση για νέο λήμμα: ΣΑΜΑΡΟΣΚΟΥΤΙ

σαμαροσκούτι

  1. Ύφασμα, συνήθως λινάτσα με πυκνή ύφανση, που μπαίνει κάτω από το σαμάρι των ζώων

2)Είδος χοντρού υφάσματος για πανωφόρια

3)(μτφ.) Χοντρό και φτηνό ύφασμα

[ΕΤΥΜ. < σαμάρ(ι) + -ο- + σκουτί]

Ακούγεται στο τραγούδι των Κ. Κάνουλα-Σ. Παγιουμτζή «Κίτρινο σαμαροσκούτι» (1940):

Κίτρινο σαμαροσκούτι, κούκλα μου, σ’ αγόρασα,

αφού τόσο το ζητούσες, έκανα ό,τι μπόρεσα.

Και τι ακριβώς θέλει να πει ο ποιητής;

Δεν μπορώ να φανταστώ να λέει άντρας στην κοπέλα του «κίτρινο σαμαροσκούτι, κούκλα μου, σ’ αγόρασα» χωρίς ειρωνεία, αλλά το υπόλοιπο τραγούδι δε φαίνεται χιουμοριστικό. Το έλεγαν στα σοβαρά με τη 2η και την 3η έννοια;

Ε, πώς ειρωνικά; Εδώ το φόραγε ο Θάνος Βελούδιος («Τον χειμώνα φοράω κοστούμι από σαμαροσκούτι με κουμπιά από πεταλίδες της θάλασσας.»)

1 «Μου αρέσει»

Μία μικρή ένσταση: δεν είναι λινάτσα, η λινάτσα είναι βιομηχανικό προϊόν από αχρωμάτιστες κλωστές, το σαμαροσκούτι είναι χειροποιίητο αργαλιού, με έντονα χρώματα συνήθως. Εγώ θα πρότεινα για «1»: Ειδικό ύφασμα που μπαίνει κάτω από το σαμάρι των ζώων

Εγώ δεν διακρίνω ειρωνεία στα λόγια.

Το σαμαροσκούτι αρχικά ήταν ένας απλός σάκος γεμάτος άχυρα ή ψάθες που το έβαζαν στο κάτω μέρος του σαμαριού, ώστε να μην έρχεται το σαμάρι σε επαφή με το ζώο και το πληγώνει.
Όταν οι εποχές αργότερα το επέτρεψαν, το σακί αντικαταστάθηκε από χοντρό υφαντό ύφασμα, πιο καλοφτιαγμένο και περιποιημένο, ειδικά όταν επρόκειτο να πάνε έφιπποι π.χ. σε πανηγύρι, σε γάμο κ.λπ.

Εκτός από υποδοχές για τα σαμάρια, φυσικά εκμεταλλεύτηκαν τα μαλλιά των ζώων και για οικιακή χρήση και για ένδυση, για καπέλα κ.λπ.
Και εδώ εγώ έχω μια ένσταση [βλέποντας και τη χρονολογία που αναφέρεται στην ανάρτηση του Άνθιμου: 1940]:
μπορεί μεν το ύφασμα αυτό [κάτι σαν τσόχα] να χρησιμοποιήθηκε αρχικά για στολές π.χ. αστυνομικών, για φτηνά ρούχα ή εξοπλισμό του σπιτιού, σταδιακά όμως και με την επεξεργασία που γινόταν στο ύφασμα αυτό, [αδιαβροχοποίηση, ποικιλία χρωμάτων, κεντήματα …] κάθε άλλο παρά φτηνό ήταν.
Αν ρωτήσετε σε ένα Λύκειο Ελληνίδων, θα σας πουν ότι - από χρόνια και όχι τώρα - το σαμαροσκούτι είναι ακριβό ύφασμα και οι στολές στοίχιζαν αρκετά για να τις φτιάξουν.
Σήμερα, δε, το «ταπεινό» σαμαροσκούτι είναι πιο ακριβό και από τα μπροκάρ και από αρκετά μεταξωτά υφάσματα, επίσης!

3 «Μου αρέσει»

Σε κείμενο του Λ. Βρανούση, και μάλιστα την ίδια χρονική περίοδο με το εν λόγω τραγούδι, επιβεβαιώνεται η ενδυματολογική ζήτηση σαμαροσκουτίων:

"στην Ήπειρο, όπου ευδοκιμούσε η οικιακή βιομηχανία μαλλίνων υφασμάτων, κεντημάτων κλπ και κατά τους χρόνους του Αλή Πασά και του Βηλαρά και πριν και μετά, ως τα σημερινά σαμαροσκούτια της μόδας.»
(ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1/9/1939, τχ. 305, σελ. 1219)

Πάλι από την ίδια εποχή (1939) επιβεβαίωση της μόδας των σαμαροσκουτίων:

"στο σκυριανό σπίτι , τα σκυριανά έπιπλα , τα λαϊκά κεντήματα, τα λαϊκά υφαντά, αντρικά και γυναικεία,τα σαμαροσκούτια, έγιναν πλέον μόδα . (ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, 1939, τ. 15: σελ. 419)

Και η Μιμίκα Κρανάκη επίσης επιβεβαιώνει τη σχετική μόδα ως συνολάκι:

«Εν πάση περιπτώσει , όλοι , δεξιοί κι αριστεροί , φοράμε , στραβά και κουτσαβάκικα , το ίδιο, απαράλλαχτο μπλε μπερεδάκι, με μια τόση δα ουρίτσα στην κορφή, πουλόβερ κλειστά ως το σαγόνι , αρβύλες και σαμαροσκούτια. Η στολή της μόδας .
(«Φιλλέληνες» 1992 σελ. 35)

Στο «Μεγάλο Συναξάρι» του Καραγάτση (1951) βλέπουμε επίσης να διαλαλούνται μεταξύ άλλων «τα καλά τα δίμυτα, τα καλά σαμαροσκούτια!»

Να συντάξουμε και ένα τελικό κείμενο για να προωθηθεί ως λήμμα στο γλωσσάρι:

σαμαροσκούτι (το)

  1. Αρχικά, ένας απλός σάκος γεμάτος άχυρα ή ψάθες.
    Αργότερα, αντικαταστάθηκε από χοντρό υφαντό ύφασμα που το έβαζαν στο κάτω μέρος του σαμαριού, ώστε να μην έρχεται το σαμάρι σε επαφή με το ζώο και το πληγώνει

  2. χοντρό υφαντό ύφασμα για πανωφόρια (μάλλινο, κυρίως, τσόχα)

Ακούγεται στο τραγούδι «Κίτρινο σαμαροσκούτι» (1940)
στ.: Παγιουμτζής, μους. Κ. Κάνουλας
ερμην.: Παγιουμτζής, Χιώτης

«…κίτρινο σαμαροσκούτι, κούκλα μου, σ’ αγόρασα,
αφού τόσο το ζητούσες, έκανα ό,τι μπόρεσα…»

[ΕΤΥΜ. < σαμάρ(ι) + -ο- + σκουτί]

Έχει ενδιαφέρον η ετυμολογία, αξίζει να μνημονευθεί, ξέχωρα από το λήμμα.

Από το λατιν.sagum= χλαμύδα, μανδύας <σαγίον, σαγή, σαγάς, σάγμα, μεταβαίνουμε
στα σαγμάριον, και σαμάρι.

Μας θυμίζει ξεχασμένα επαγγέλματα, του σαμαρτζή / σαμαρά: απαιτητική δουλειά, γιατί έπρεπε να καλύψει και τις ανάγκες του ζώου αλλά και τις όποιες απαιτήσεις του αναβάτη του.
Αλλά, και του τσοχατζή, που με το βοηθό του, το τσοχατζόπουλο, έπρεπε να κατασκευάσουν την τσόχα από τις τρίχες γίδας ή τράγου, να τις επεξεργαστούν με ειδική κατεργασία, ώστε να παρέχουν ένα ύφασμα τόσο ανθεκτικό με το οποίο θα κατασκευάζονταν από στολές επαγγελματιών, καπέλα (οι ρεπούμπλικες), παραδοσιακές στολές, είδη σπιτιού κ.λπ.

Και η «επίσημη» ονομασία του τεχνίτη σαμαρά, σαγματοποιός.

Εδώ στην Κρήτη το λένε σωμάρι (ή σομάρι, δεν ξέρω πώς πρέπει να γραφτεί) και τον τεχνίτη σωμαρά, που είναι και επώνυμο.

Όσο για το σκουτί: μσν. σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος `αργασμένο τομάρι΄, βρίσκω στο ΛΚΝΕ.

Όλα αυτά τα θεωρώ βέβαια εκτός θέματος για το λήμμα. Αρκεί ένα «σαμαροσκούτι < σαμάρι + σκουτί (ύφασμα)».

Για να επιστρέψουμε στο ίδιο το λήμμα, θέλω να ρωτήσω:

Μας ενδιαφέρει πρωτίστως η κύρια/αρχική σημασία της λέξης, ή αυτή που απαντά στα ρεμπέτικα;

Στην πρώτη περίπτωση θα έλεγα (αν έχω καταλάβει και καλά) ότι η σειρά των εννοιών πάει ως εξής: (α) οτιδήποτε βάζουν κάτω από το σαμάρι, π.χ. σάκκος με άχυρα (β) συγκεκριμένο πανί γι’ αυτή τη χρήση, υφασμένο με ειδικό τρόπο (γ) το ίδιο είδος υφάσματος ακόμη κι αν δε χρησιμοποιείται έτσι αλλά για ρούχα.

Στη δεύτερη περίπτωση: είδος υφάσματος (μπλα μπλα) για ρούχα. Και ως πρόσθετη πληροφορία: ονομάζεται έτσι επειδή από το ίδιο ύφασμα έφτιαχναν και τα υποστρώματα του σαμαριού.

Ένας φίλος του πατέρα μου μάζευε φωτογραφίες από επιγραφές καταστημάτων. Είχε και επιγραφή “Σαγματοποιείον χψω Σαμαράς”.

Προσωπικά θεωρώ δεδομένο ότι αυτό που μας αφορά (εφόσον πρόκειται για ΡΓ) είναι η σημασία την οποία έχει στο συγκεκριμένο τραγούδι που παραδειγματικά παραθέτουμε. Γενικότερα, για όλα τα λήμματα, θα πρότεινα να μπαίνουν οι σημασίες ενός λήμματος (1, 2, 3 κλπ) και κατόπιν να αναφέρεται: “με τη σημασία 3 απαντά στο τραγούδι τάδε” Δηλαδή πρέπει να ξεκαθαρίζεται ποια από τις πέντε π.χ. σημασίες ενός λήμματος αφορά το συγκεκριμένο τραγούδι, διότι η εστίαση είναι η ειδική σημασία που μπορεί να έχει μια λέξη σε κάποιο ρεμπέτικο τραγούδι.
Όσον αφορά την ετυμολογία, καλό θα ήταν να είναι συνοπτική και να μην απεραντολογεί.

Και λήμμα, στο γλωσσάρι:

σαμαροσκούτι (το)

Αρχικά, ένας απλός σάκος γεμάτος άχυρα ή ψάθες.
Αργότερα, αντικαταστάθηκε από χοντρό υφαντό ύφασμα που το έβαζαν στο κάτω μέρος του σαμαριού, ώστε να μην έρχεται το σαμάρι σε επαφή με το ζώο και το πληγώνει.
Επίσης, το χοντρό υφαντό ύφασμα, κατάλληλο για πανωφόρια (μάλλινο, κυρίως, τσόχα)

Ακούγεται στο τραγούδι «Κίτρινο σαμαροσκούτι» (1940)
στ.: Παγιουμτζής, μουσ. Κ. Κάνουλας
ερμην.: Παγιουμτζής, Χιώτης

«…κίτρινο σαμαροσκούτι, κούκλα μου, σ’ αγόρασα,
αφού τόσο το ζητούσες, έκανα ό,τι μπόρεσα…»

[ΕΤΥΜ. < σαμάρ(ι) + -ο- + σκουτί]

1 «Μου αρέσει»