Προσθήκη στο λήμμα ΝΕΦΕΣΙ

Ναι, σωστά ως εδώ,αλλά παρακάτω γίνεται σαφές ότι ο ναργιλές δεν είναι σκέτος, άρα λέγοντας “φτιάξε μας ένα νεφέσι” υπονοείς “με χασίς, όχι σκέτο τουμπεκί!”

Παίζει και το εύλογο ενδεχόμενο το “νεφέσι” να είναι ακριβώς ο"ναργιλές χωρίς μαρκούτσι" που σπεύδει να φέρει ο Μιστόκλης εκτελών την παραγγελία.

Σύμφωνοι, αλλά σε κάθε περίπτωση με χασίς, όχι σκέτο. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι θα έπρεπε να ψάξουμε κατά πόσον και ο σκέτος ναργιλές θα μπορούσε να αποκληθεί νεφέσι. Δεν έχω παραδείγματα, αλλά θυμάμαι πιτσιρικάς στην Αίγινα να έχω προφτάσει δυό – τρεις ναργιλέδες στο καφενείο του Καραγιάνη, απέναντι απ’ την προκυμαία, και όποιος ήθελε να παραγγείλει τον παρήγγελνε με το όνομά του! «Φτιάξε μας ένα ναργιλέ, Κώστα!

Μα προφανώς με χασίσι. Χωρίς χασίσι ούτε θα ενδιέφερε το ρεμπέτικο γλωσσάρι (δεν ξέρω ούτε ένα τραγούδι ρεμπετικο που να αναφέρεται στον αθώο ναργιλέ με τουμπεκί), ούτε θα χρειαζόταν συνθηματική ονομασία.

Στο Φόρουμ τώρα παρέχεται η δυνατότητα να συζητάμε ξεχωριστά για την κάθε λέξη / φράση, πριν τις περάσουμε ως λήμμα στο γλωσσάρι.

Μπορούμε δηλαδή να επεκταθούμε εδώ σε όλες τις σημασίες που απαντούν και να προσθέτουμε στο γλωσσάρι ίσως μόνο εκείνες που βρίσκουμε σε στίχους.

Οπότε, εδώ συγκεκριμένα, αν πούμε.

  1. Ως πρώτη: «η ρουφηξιά του λουλά/ τσιγάρου με χασίς", μας καλύπτει;
  2. Ως δεύτερη, να προσθέσουμε την κυριολεκτική σημασία, όπως υπάρχει στη γλώσσα προέλευσης της λέξης: ανάσα, αναπνοή, πνοή, ψυχή.
  3. Γιατί όχι, να προστεθεί εδώ και η σημασία που δίνεται στο «Λεξικό της ντάλγκας» Χρηστάκη – Επαράτου: «κατ’ επέκταση, η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς».
  4. Και μια ακόμα: νέφες/ νεφές είναι μπεκτασικός ύμνος / ποίημα.

Καθαρά για τη συζήτηση (δεν αφορά το ίδιο το Γλωσσάρι), η εντύπωσή μου είναι ότι και στα ελληνικά αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία. Όχι η ψυχή, το υπόλοιπο. Σε ελληνικά που μπορεί να είναι παλιότερα λαϊκά, ή και ιδιώματα. Όχι βέβαια στημερινά κοινά νέα ελληνικά, αλλά ούτε και ρεμπέτικη αργκό.

Για παράδειγμα, σε κρητικό λεξικό βρίσκω: «αναπνοή, φύσημα καπνού», και παράδειγμα «νεφέσα καπνός ήβγαινε ‘πό τ’ αρθούνια ντου». (Νεφέσα = νεφέσια, το ιδίωμα τρώει το ι σε ορισμένες θέσεις.) Έτσι, αδιαχώριστα, χωρίς πρώτη και δεύτερη ή κυριολεκτική και μεταφορική σημασία.

Βέβαια αυτό είναι δείγμα ιδιώματος, όχι πανελλήνιας γλώσσας. Αλλά πιστεύω ότι την εποχή που η κάθαρση της ελληνικής από τα τούρκικα δάνεια δεν είχε ακόμη ολοκηρωθεί, η λέξη πρέπει να λεγόταν ευρύτερα.

Θεωρώ ότι τα δύο παραδείγματα ρεμπέτικων στίχων που έχουμε όλα κι όλα («ο λουλάς και το νεφέσι / μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση»— «το νεφέσι θα φουμάρω, τον καημό μου να ξεχνώ») δεν δικαιολογούν, ως πρώτη μάλιστα σημασία, το «ρουφηξιά», αλλά το «χασίς/ναργιλές»

Να και μια ακόμη πρωιμότερη πηγή, όπου νεφές=ναργιλές

«πάντες, άνδρες, γυναίκες, παίδες, πίνουσιν αδιακόπως σιγάρον, και μάλιστα νεφές (ναργιλέ)»

https://books.google.gr/books?id=plYOAAAAYAAJ&pg=PA209&dq="νεφές"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiNqo7RhqPtAhUMmIsKHUnOCPo4HhDoATAIegQICBAC#v=onepage&q="νεφές"&f=false

[περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ, φυλλάδιον 467 ( 1/9/1869), σελ 209]

Το ναργιλές, ναι. Για το χασίς είναι που δεν πείθομαι.

Ε, δεν πειράζει…ουδείς άσφαλτος! (σωστά το είπε η έρμη, γιατί την κράξανε;)

Π.χ., στα ποντιακά:
“εκόπεν το νεφέσι μου” = κόπηκε η αναπνοή μου.

Μου κόπηκ’ η ανάσα, που λέμε…

νεφέσι (το), εκ του τουρκ . ουσ . nefes ( = εισπνοή ). Επί μιάς εισπνοής, καταπόσεως καιομένου τουμπεκιού του ναργιλέ . «Πάρε και συ ένα νεφέσι ναργελέ»

(Γ. Ε. Παγκάλου, « Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, ήτοι, διάγραμμα γραμματικής και γλωσσάριον του σημερινού γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης» (1955): σελ. 154)

Αν μου επιτρέπεται να συμπληρώσω : Οι τούρκοι την λέξη “νέφες” την πήραν από την αρχαία εβραϊκή γλώσσα. Νέφες στα αρχαία εβραϊκά κυριολεκτικά σημαίνει «πλάσμα που αναπνέει».

Το Τουρκο – Ελληνικό λεξικό υπό Αβρ. Μαλιάκα, Κων/λη 1876, δίνει για τη λέξη νεφές αραβική προέλευση. Να σημειωθεί βέβαια, ότι Αραβικά και Εβραϊκά είναι γλώσσες συγγενικές.

Πρόταση:

  1. (συνεκδ.) χασίς, ναργιλές
  2. Κυριολεκτικά, η εισπνοή, η τζούρα, η ρουφηξιά
  3. ανάσα, αναπνοή, πνοή.

Ακούγεται στα τραγούδια: «Δερβίσης και Ρίτα» (1934)
Σύνθεση του Ιάκ. Μοντανάρη
Ερμην.: Αμπατζή, Ατραΐδης

« Για την απονιά σου, Ρίτα, ντερβισάκι θα γινώ
το νεφέσι θα φουμάρω, τον καημό μου να ξεχνώ»

Και στο παραδοσιακό Μ. Ασίας «Οι μπαγλαμάδες» (1927)
με τον Κ. Καρίπη

«…ο λουλάς και το νεφέσι
μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση…»

Πιο σωστά θα έβλεπα τη σειρά ως

  1. Κυριολεκτικά, ανάσα, αναπνοή, πνοή.
  2. Κατ’ επέκτασιν, εισπνοή, τζούρα, η ρουφηξιά ευφορικής ουσίας
  3. (συνεκδ.) χασίς, ναργιλές με χασίς
1 «Μου αρέσει»

Σε άλλο παρεμφερές νήμα ρώτησα:

Μάλλον όλοι συμφωνούμε ότι μας ενδιαφέρει πρωτίστως η ρεμπέτικη σημασία, ακόμη κι αν είναι η τρίτη ή τέταρτη.

Τώρα όμως βλέπω τις προτάσεις του Νίκου και της Ελένης, η μία με πρώτη την πρώτη σημασία και η άλλη με πρώτη τη ρεμπέτικη σημασία,

και πρέπει να πω ότι το να ξεκινάμε από τη συνεκδοχική μού φαίνεται κάπως παράξενο. Θα έκλινα υπέρ της σειράς που προτείνει ο Νίκος, και θα το υποστήριζα και ως γενικότερη πρόταση. Το ότι από τις διάφορες σημασίες υπάρχει μία που τη συναντάμε σε ρεμπέτικα τραγούδια μπορεί με κάποιο τρόπο να επισημαίνεται.

Επίσης, είτε γίνει δεκτή αυτή η πρόταση είτε όχι, καλό είναι να προσδιορίζεται ποια απ’ όλες τις σημασίες είναι που βρίσκουμε στα παραδείγματα.

Βεβαίως. Επίσης όμως, και ειδικά επειδή η λέξη νεφέσι δεν είναι και τόσο συνηθισμένη, είναι οπωσδήποτε επιβεβλημένο να προηγηθεί η κυριολεκτική σημασία, που πιθανότατα ο αναγνώστης την αγνοεί.

Επομένως, προτείνω την εξής τροποποίηση:

  • Κυριολεκτικά, ανάσα, αναπνοή, πνοή.
  • Κατ’ επέκτασιν, εισπνοή, τζούρα, η ρουφηξιά ευφορικής ουσίας
  • (συνεκδ.) χασίς, ναργιλές με χασίς

Ακούγεται με την τρίτη σημασία στα τραγούδια: «Δερβίσης και Ρίτα» (1934)
Σύνθεση του Ιάκ. Μοντανάρη
Ερμην.: Αμπατζή, Ατραΐδης

« Για την απονιά σου, Ρίτα, ντερβισάκι θα γινώ
το νεφέσι θα φουμάρω, τον καημό μου να ξεχνώ»

Και στο παραδοσιακό Μ. Ασίας «Οι μπαγλαμάδες» (1927)
με τον Κ. Καρίπη

«…ο λουλάς και το νεφέσι
μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση…»

(Στο κόπι-πέιστ κάπου χάλασα την αρίθμηση, σόρι :slight_smile: )

2 «Μου αρέσει»