Προσθήκη στο λήμμα ΝΕΦΕΣΙ

Στο λήμμα αυτό έχουμε 3 σημασίες:

1.Κυριολεκτικά, η αναπνοή, το χνώτο.
2.Επίσης, η εισπνοή, η ρουφηξιά.
3. Κατ’ επέκταση, η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς.

Έχω την εντύπωση ότι πρέπει να προστεθεί και μία τέταρτη (και κατά την ουσία πρώτη) σημασία:

(συνεκδ.): χασίς/ναργιλές

Η μεν σημασία «χασίς» τεκμηριώνεται από τον παρακάτω στίχο:

« Για την απονιά σου, Ρίτα, ντερβισάκι θα γινώ
το νεφέσι θα φουμάρω, τον καημό μου να ξεχνώ»
(«Δερβίσης και Ρίτα» του Μοντανάρη, 1934)

Η δε σημασία «ναργιλές» τεκμηριώνεται από το πρώιμο αυτό παράθεμα:

«Ρε Μιστόκλη, δε μας φτιάνεις ένα νεφέσι; Είπε στραφείς προς τον καφεπώλην. Άιντε, να ξεχάσουμε κομμάτι τα ντέρτια. […] Μετά πέντε λεπτά, ο Θεμιστοκλής εκόμισε ναργιλέν χωρίς μαρκούτσιˑ και έκαστος των εταίρων ερρόφησε κατ’ επανάληψιν δύο ή τρεις μεγάλας εισπνοάς καπνού εκ του χαλκίνου σωληναρίου. Με’ ολίγον δε το δωμάτιον επληρώθη αχλύος και βαρείας οσμής χασίς.»

(Ι. Κονδυλάκη, «Οι άθλιοι των Αθηνών», 1895, σελ. 621-622)

ΥΓ. Έχω επίσης επιφυλάξεις για την τρίτη σημασία: “νεφέσι”= η ευχαρίστηση που δημιουργείται

Εύστοχο.

Δε θα τη δεχόμουν αυτή τη σημασία αν δεν έβλεπα το απόσπασμα του Κονδυλάκη, αλλά πλέον αυτό δεν αφήνει αμφιβολίες. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο Κονδυλάκης δείχνει να ξέρει γενικά αυτή την αργκό (δεν έχω διαβάσει τους Αθλίους του, μόνο κείμενα τοποθετημένα σε εντελώς άλλο κοινωνικό πλαίσιο, άρα δεν έχω άποψη επ’ αυτού) και δεν πέφτει στις γνωστές παγίδες των τούρκικων λέξεων που άμα δεν τις ξέρουμε τις καταλαβαίνουμε κατά φαντασίαν.

Αλλά γιατί «κατ’ ουσίαν πρώτη»; Η πρώτη αργκοτική σημασία είναι η τζούρα, η ρουφηξιά. (Από την πρώτη κυριολεκτική, που είναι η ανάσα.) Από την τζούρα στο όργανο από το οποίο τραβάς τζούρα, τον ναργιλέ, η μετακύλιση είναι ακριβώς παρόμοια όπως στην εποχή μας, «μπάφος» = αρχικά το τσιγαριλίκι, πιο πρόσφατα και το ίδιο το χασίσι.

Επίσης:

Χασίς ή ναργιλές; Ναργιλέ καταλαβαίνω: «Φτιάξε μας ένα νεφέσι», λέει ο πελάτης στον Μιστόκλη, όχι φερειπείν «φέρε μας λίγο νεφέσι». Το παράθεμα του τραγουδιού, «το νεφέσι θα φουμάρω», όπως και ο άλλος στίχος που μου ‘ρχεται στον νου, «ο λουλάς και το νεφέσι / μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση», βρίσκω ότι ταιριάζουν με τη σημασία «ναργιλές».

Για τη σημασία «χασίσι» έχεις βρει Άνθιμε καμιά ένδειξη;

Μα, το κείμενο του Κονδυλάκη δεν είναι ικανοποιητική ένδειξη;

για το 3, συμφωνώ κι εγώ ότι δεν μπορεί αυτό το ουσιαστικό να σημαίνει ευχαρίστηση, ούτε για ναργιλέ ούτε για ορειβασία

Όχι, με το ίδιο στιχάκι ταιριάζει νομίζω: αντί “το νεφέσι θα φουμάρω”, το “μαυράκι/χασίσι” θα φουμάρω.

Εννοώ ως προς τα συμφραζόμενα του συγκεκριμένου παραδείγματος στίχων που ανέφερες εσύ και που έχει το λήμμα

Όχι, αυτό ακριβώς είπα:

«Φτιάξε μας ένα ___________________ ρε Μιστόκλη». Συμπληρώστε:
α. ναργιλέ
β. χασίσι

Θα έβαζες Νίκο το β;

Ναι, σωστά ως εδώ,αλλά παρακάτω γίνεται σαφές ότι ο ναργιλές δεν είναι σκέτος, άρα λέγοντας “φτιάξε μας ένα νεφέσι” υπονοείς “με χασίς, όχι σκέτο τουμπεκί!”

Παίζει και το εύλογο ενδεχόμενο το “νεφέσι” να είναι ακριβώς ο"ναργιλές χωρίς μαρκούτσι" που σπεύδει να φέρει ο Μιστόκλης εκτελών την παραγγελία.

Σύμφωνοι, αλλά σε κάθε περίπτωση με χασίς, όχι σκέτο. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι θα έπρεπε να ψάξουμε κατά πόσον και ο σκέτος ναργιλές θα μπορούσε να αποκληθεί νεφέσι. Δεν έχω παραδείγματα, αλλά θυμάμαι πιτσιρικάς στην Αίγινα να έχω προφτάσει δυό – τρεις ναργιλέδες στο καφενείο του Καραγιάνη, απέναντι απ’ την προκυμαία, και όποιος ήθελε να παραγγείλει τον παρήγγελνε με το όνομά του! «Φτιάξε μας ένα ναργιλέ, Κώστα!

Μα προφανώς με χασίσι. Χωρίς χασίσι ούτε θα ενδιέφερε το ρεμπέτικο γλωσσάρι (δεν ξέρω ούτε ένα τραγούδι ρεμπετικο που να αναφέρεται στον αθώο ναργιλέ με τουμπεκί), ούτε θα χρειαζόταν συνθηματική ονομασία.

Στο Φόρουμ τώρα παρέχεται η δυνατότητα να συζητάμε ξεχωριστά για την κάθε λέξη / φράση, πριν τις περάσουμε ως λήμμα στο γλωσσάρι.

Μπορούμε δηλαδή να επεκταθούμε εδώ σε όλες τις σημασίες που απαντούν και να προσθέτουμε στο γλωσσάρι ίσως μόνο εκείνες που βρίσκουμε σε στίχους.

Οπότε, εδώ συγκεκριμένα, αν πούμε.

  1. Ως πρώτη: «η ρουφηξιά του λουλά/ τσιγάρου με χασίς", μας καλύπτει;
  2. Ως δεύτερη, να προσθέσουμε την κυριολεκτική σημασία, όπως υπάρχει στη γλώσσα προέλευσης της λέξης: ανάσα, αναπνοή, πνοή, ψυχή.
  3. Γιατί όχι, να προστεθεί εδώ και η σημασία που δίνεται στο «Λεξικό της ντάλγκας» Χρηστάκη – Επαράτου: «κατ’ επέκταση, η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς».
  4. Και μια ακόμα: νέφες/ νεφές είναι μπεκτασικός ύμνος / ποίημα.

Καθαρά για τη συζήτηση (δεν αφορά το ίδιο το Γλωσσάρι), η εντύπωσή μου είναι ότι και στα ελληνικά αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία. Όχι η ψυχή, το υπόλοιπο. Σε ελληνικά που μπορεί να είναι παλιότερα λαϊκά, ή και ιδιώματα. Όχι βέβαια στημερινά κοινά νέα ελληνικά, αλλά ούτε και ρεμπέτικη αργκό.

Για παράδειγμα, σε κρητικό λεξικό βρίσκω: «αναπνοή, φύσημα καπνού», και παράδειγμα «νεφέσα καπνός ήβγαινε ‘πό τ’ αρθούνια ντου». (Νεφέσα = νεφέσια, το ιδίωμα τρώει το ι σε ορισμένες θέσεις.) Έτσι, αδιαχώριστα, χωρίς πρώτη και δεύτερη ή κυριολεκτική και μεταφορική σημασία.

Βέβαια αυτό είναι δείγμα ιδιώματος, όχι πανελλήνιας γλώσσας. Αλλά πιστεύω ότι την εποχή που η κάθαρση της ελληνικής από τα τούρκικα δάνεια δεν είχε ακόμη ολοκηρωθεί, η λέξη πρέπει να λεγόταν ευρύτερα.

Θεωρώ ότι τα δύο παραδείγματα ρεμπέτικων στίχων που έχουμε όλα κι όλα («ο λουλάς και το νεφέσι / μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση»— «το νεφέσι θα φουμάρω, τον καημό μου να ξεχνώ») δεν δικαιολογούν, ως πρώτη μάλιστα σημασία, το «ρουφηξιά», αλλά το «χασίς/ναργιλές»

Να και μια ακόμη πρωιμότερη πηγή, όπου νεφές=ναργιλές

«πάντες, άνδρες, γυναίκες, παίδες, πίνουσιν αδιακόπως σιγάρον, και μάλιστα νεφές (ναργιλέ)»

https://books.google.gr/books?id=plYOAAAAYAAJ&pg=PA209&dq="νεφές"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiNqo7RhqPtAhUMmIsKHUnOCPo4HhDoATAIegQICBAC#v=onepage&q="νεφές"&f=false

[περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ, φυλλάδιον 467 ( 1/9/1869), σελ 209]

Το ναργιλές, ναι. Για το χασίς είναι που δεν πείθομαι.

Ε, δεν πειράζει…ουδείς άσφαλτος! (σωστά το είπε η έρμη, γιατί την κράξανε;)

Π.χ., στα ποντιακά:
“εκόπεν το νεφέσι μου” = κόπηκε η αναπνοή μου.

Μου κόπηκ’ η ανάσα, που λέμε…

νεφέσι (το), εκ του τουρκ . ουσ . nefes ( = εισπνοή ). Επί μιάς εισπνοής, καταπόσεως καιομένου τουμπεκιού του ναργιλέ . «Πάρε και συ ένα νεφέσι ναργελέ»

(Γ. Ε. Παγκάλου, « Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, ήτοι, διάγραμμα γραμματικής και γλωσσάριον του σημερινού γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης» (1955): σελ. 154)

Αν μου επιτρέπεται να συμπληρώσω : Οι τούρκοι την λέξη “νέφες” την πήραν από την αρχαία εβραϊκή γλώσσα. Νέφες στα αρχαία εβραϊκά κυριολεκτικά σημαίνει «πλάσμα που αναπνέει».

Το Τουρκο – Ελληνικό λεξικό υπό Αβρ. Μαλιάκα, Κων/λη 1876, δίνει για τη λέξη νεφές αραβική προέλευση. Να σημειωθεί βέβαια, ότι Αραβικά και Εβραϊκά είναι γλώσσες συγγενικές.