Παραδοσιακό τραγούδι

Α, μα είμαι πολύ πρόθυμος να πειστώ! Έλα όμως που σε κάποια τραγούδια αυτής της ομάδας πρόκειται σαφώς για πατέρα! (Μια Παρασκευή κλπ.)

Η διαφορά από τα 15σύλλαβα είναι ότι εδώ έχουμε μια περιορισμένη ομάδα συγκοινωνούντων τραγουδιών. Τα 15σύλλαβα τραγούδια είναι όσα η άμμος της θαλάσσης, αλλά δεν έχουν όλα αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους -αλλιώς θα τρελαινόμασταν! Το θέμα που κατά βάση με απασχολεί είναι αν το επεισόδιο με το δέντρο προέρχεται από τον Ύπνο του Άγουρου ή από ανεξάρτητο τραγούδι. Αυτό άλλωστε θα μας πείσει οριστικά και για την ταυτότητα του αφέντη. Τον τυπά που κοιμάται στο δέντρο τον έδιωξε ο πατέρας του. Αν αυτός δεν είναι ο ίδιος με τον άλλο που ήταν στον πόλεμο, τότε τον άλλο τον έδιωξε ο άρχοντας κύριός του. Αν είναι ο ίδιος (αν δηλαδή το αρχέτυπο τραγούδι είναι ένα για όλα τα επεισόδια), τότε μάλλον οι λέξεις πατέρας, και κατ’ επέκταση μάνα και γονείς, στα τραγούδια με το δέντρο, προέρχονται από παρερμηνεία του αφέντης -την ίδια παρερμηνεία που έκανα κι εγώ- όταν αποσπάστηκε το επεισόδιο και αυτονομήθηκε.

Μα τι λες, σαφώς και έχει ενδιαφέρον! (Αν έχει κανείς την πετριά μου! ) Φιλολογικός ντεντεκτιβισμός…

Θα ανακαλύψεις τροχό, Περικλή μου και αν είσαι μάγκας, ο τροχός σου θα είναι στρογγυλός. Αλλά αξίζει τον κόπο; όλοι οι τροχοί σήμερα, στρογγυλοί είναι.

Όσο για τα υπόλοιπα, μπορεί οι στίχοι για το διώξιμο από το σπίτι να ανήκαν σε αυτοτελές τραγούδι που ξεχάστηκε, άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε τι στόρυ είχε. Από τη στιγμή που η ιστορία χάθηκε, οι στίχοι είναι διαθέσιμοι για κάθε χρήση, π.χ. και σε τραγούδια της τελετουργίας του γάμου.

Στην προφορική παράδοση, το μόνο υλικό που διατίθεται για τη μελέτη μας είναι οι υπάρχουσες, σήμερα ακόμα, παραλλαγές με τους συμφυρμούς και τις παρανοήσεις τους. Φυσικά και οι “γνήσιες” καταγραφές τους, κυρίως από τον 19ο αιώνα, αλλά γνήσιες, όχι πειραγμένες από τον καταγραφέα ή την αρχική του πηγή.

Μήπως ξέρει κανείς το παρακάτω τραγούδι αν ανήκει στα ακριτικά, ή στα κοινωνικά - οικογενειακά ή αλλού;

Τρείς χρόνους έχ’ ο Κωσταντής, για νύφη π’ αραδίζει*
να βρεί καλή να βρεί όμορφη, να βρεί γραμματισμένη.

Βρήκε καλή βρήκε όμορφη, βρήκε γραμματισμένη
ο Κωσταντής παντρεύεται, αρχοντοπούλα παίρνει.

Όλο τον κόσμο κάλεσε, στη γης την ξακουσμένη
Τον Γιάννη δεν τον κάλεσε, που ήταν παλιοί συντρόφοι.

Όπου σκοτώνει τους γαμπρούς, και παίρνει τις νυφάδες.

Κι ο Γιάννης πείσμα το 'βαλε, πολύ του κακοφάνει
πάει και τους καρτέρησε, σε τρίχινο γιοφύρι.

Πιάνει της νύφης τ’ άλογο, και του γαμπρού το χέρι

  • γαμπρέ μου τα περατικά*, για να περάσ’ η νύφη

  • πόσα Γιάννη περατικά, να διάβουμε τη νύφη;

  • εννιά χιλιάδες του γαμπρού, και τέσσερις της νύφης.

Η νύφη ήταν φρόνιμη, κι αρχοντομαθημένη
απλώνει στην τσεπούλα της, και βγάν’ εννιά χιλιάδες.

Σχαρκιάδες πάνε κι έρχονται, στης πεθεράς το σπίτι
τα συχαρίκια πεθερά, τα συχαρίκια μάνα.

Η νύφη που σου φέρνουμε, με τ’ άσπρα* ζυγιασμένη
η πεθερά σαν τ’ άκουσε, πολύ της κακοφάνει.

Τσαπί και φτυάρι άρπαξε, σε περιβόλι μπαίνει
να βρει αστρίτη* παρδαλό και οχιά με δυο κεφάλια.

Σαν τα 'βρε τα τηγάνησε, σε αφόρεγο* τηγάνι
κι αυτά σαν ετοιμάστηκαν, στη νύφη τα παένει

  • για πάρε νύφη μ’ μια φορά, για πάρε τρείς και πέντε
  • εμείς αντέτι* το 'χουμε, δεν τρώγουν οι νυφάδες
  • κι εμείς αντέτι το 'χουμε, να τρώγουν οι νυφάδες.

Και παίρνει η νύφη μια φορά, και παίρνει η νύφη δύο

  • νερό μανούλα μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω

  • εγώ νυφούλα μ’ γέρασα, τη βρύση δεν τη φτάνω

  • νερό πατέρα μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω

  • εγώ νυφούλα μ’ γέρασα και δεν μπορώ να πάω

  • νερό ταιράκι μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω.

Το χαλκοστάμι άρπαξε νερό,να πάει να φέρει
ώσπου να πάει κι ώσπου, να 'ρθεί τη βρίσκει πεθαμένη.

Χρυσό μαχαίρι έβγαλε, απ’ ασημένιο φκάρι*
στους ουρανούς το πέταξε και στην καρδιά του βρέθει.

Παήσαν* και τους βάλανε, τους δυο σ’ ένα κιβούρι.*

Στο ‘να φυτρώνει κάλαμος, και στ’ άλλο κυπαρίσσι
σκυφτογυρίζει ο κάλαμος, φιλεί το κυπαρίσσι.

΄Οσοι διαβάτες κι αν περνούν, όλοι θάμα το κάνουν
το βλέπουν και θαμαίνονται*, και με το νου τους λένε.

Για δέστε τα καψόχρονα, τα καψομοιριασμένα
δεν φιληθήκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα.

*ιδιωματικές εκφράσεις:
αραδίζει - πηγαινοέρχεται, περιδιαβαίνει.
περατικά - πληρωμή.
άσπρα - χρήματα.
αστρίτη - δηλητηριώδες φίδι.
αφόρεγο - καινούργιο, αχρησιμοποίητο.
αντέτι - συνήθεια.
φκάρι - θήκη.
παήσαν - πήγανε.
κιβούρι - τάφος.
θαμαίνονται - συλλογίζονται, απορούνε.

Το τραγούδι ανήκει σε εκείνα που ονομάστηκαν “Παραλογές”, δηλαδή διηγήσεις φανταστικών, όχι πραγματικών γεγονότων.

Ξέρουμε από ποιά περιοχή είναι η συγκεκριμμένη παραλλαγή; Συμφύρονται σε αυτήν το λιγότερο τρία τραγούδια.

Τα “περατικά” είναι συγκεκριμένη, όχι γενική πληρωμή, είναι αυτό που σήμερα λέμε διόδια.

Ο Κωνσταντής - ως κεντρικό πρόσωπο - αναφέρεται σε αρκετά ακριτικά τραγούδια, αλλά και σε άλλα, του δημοτικού μας κύκλου.

Ωστόσο, μ’ αυτή τη μορφή δεν υπάρχει (από όσο ξέρω) καταγραφή, χωρίς φυσικά να αποκλείεται να υπήρχε στην προφορική παράδοση των ακριτικών, και απλά να μην έχει καταγραφεί.

Όμως, σώζεται σε παραλλαγές, όπως λέει και ο Νίκος, με κοινωνικό περιεχόμενο, όπου οι στίχοι, παρεμφερείς, προσαρμόζονται ανάλογα και προκύπτει άλλοτε τραγούδι γάμου και άλλοτε τραγούδι θανάτου.

Υπάρχει τραγούδι με τους εξής στίχους, καταγεγραμμένο στην Ήπειρο (από τον Σ. Καρά):
Ο Κωσταντής κι ο Κωσταντάς κι ο Μικροκωνσταντίνος
τρεις χρόνους επερπάταγε να βρεί καλή γυναίκα
να βρει ψηλή, να βρει λιγνή, να βρει της αρεσκειάς του.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στου Κωσταντή το γόνα
(;;;;;;;;;;:wink:
Κωστάκη μην παντρεύεσαι και μην πολλά ξοδιάζεις,
΄τι σήμερα θα παντρευτείς κι αύριο θα πεθάνεις.

Μια παραλλαγή ακόμα:

Στον Άδη τʼ άργανα λαλούν στον Άδη κάνουν γάμο.
Ρηγόπουλο παντρεύεται βασιλοπούλα παίρνει.
Όλο τον κόσμο τους καλεί, της γης τους ξακουσμένους
το Δίγιανο δεν κάλεσε που’ ταν ανταμακάρης
όπου σκοτώνει τους γαμπρούς και παίρνει τις νυφάδες.

Και ποιον γαμπρό εσκότωσε και ποια νυφούλα πήρε;
το Δήμο τον εσκότωσε, τη Δήμαινα την πήρε.
Και ο Δίγιανος σαν τʼ άκουσε βαριά του κακοφάνη.
Καρτέρι πήγε κι έκανε σε ξύλινο γιοφύρι.
Πιάνει το γκέμι του γαμπρού και τ’ άλογο της νύφης.

Βγάλε γαμπρέ περαστικά να σου περάσει η νύφη
Μα η νύφη πουʼ ταν γνωστικιά, αρχοντομαθημένη,
απλώνει στην τσεπούλα της στην αργυρή την τσέπη
και βγάζει μια και βγάζει δυο και βγάζει εννιά χιλιάδες.
Οι πέντε να΄ναι του γαμπρού κι τέσσερις της νύφης
κι αυτές οι δεκάτεσσερις ναʼναι του σχαρικιάρη
και ο σχαρικιάρης κίνησε στην πεθερά πααίνει.

Καλή σπερά σου πεθερά, καλώς το σχαρικιάρη
τη νύφη σου τη φέρνουμε βαριά ξαγορασμένη
τσ΄ πεθεράς τσ΄φάνηκε πως τσ’ πε γκαστρωμένη.

Τσαπί και φτάρι άρπαξε στο πετροβούνι πάει
και πιάνει φίδι με φτερά κι οχιά με δυο κεφάλια.
Τα πήρε τα τηγάνισε σʼ ένα χρυσό τηγάνι
τα πήρε και τα απίθουσε μπροστά απ’τη νυφούλα

Πάρε νυφούλα μ ’ μια φορά, πάρε νυφούλα μ’ δυο
παίρνει το η νυφούλα, παίρνει το, στα χείλη της το βάζει.
Νερό μανούλα και σκασα, νερό και θα πεθάνω.
Από μικρή στον αργαλειό τη βρύση δεν την ξέρω.
Νερό αστέρι μ’ και σκασα, νερό και θα πεθάνω.

Χρυσό τσουκάλι άρπαξε και για νερό πααίνει.
Όσο να πάει και όσο να΄ρθεί την βρίσκει πεθαμένη.
Χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ αργυρό θουκάρι
ψηλά ψηλά το σήκωσε και στη καρδιά το βάζει.

Τα πήραν και τα θάψανε τα δυο σε ένα κιβούρι
Στοʼ να φυτρώνει κάλαμος και στ’ άλλο κυπαρίσσι
λιγοβεργάει ο κάλαμος φιλεί το κυπαρίσσι.

*Παραλλαγή από τη Θεσσαλία.

Η διάκριση σε Ακριτικά, Παραλογές, Ιστορικά κλπ. αφορά μόνο το περιεχόμενο: είναι μάλλον φιλολογική. Ωστόσο ακόμη και με φιλολογικά κριτήρια δεν είναι πάντοτε σαφές αν ένα τραγούδι είναι ακριτικό ή όχι. Τα ακριτικά ξεκίνησαν ως τραγούδια που εξυμνούσαν άθλους πραγματικών προσώπων (ενδεχομένως μάλιστα και ως συνθέσεις μουσικών που δούλευαν στις αυλές των ίδιων των ακριτών), αλλά με την πολλή χρήση μέσα σε τόσους αιώνες ορισμένα έχουν απομακρυνθεί τελείως από τον αρχικό τους πυρήνα.

Υπάρχει και η άλλη διάκριση, η -ας πούμε- λειτουργική: ανάλογα με την περίσταση όπου κατά παράδοση λέγεται το κάθε τραγούδι, δηλαδή του γάμου, μοιρολόι, εργατικό κλπ. Συμβαίνει συχνά ένα ακριτικό τραγούδι ή μια παραλογή να λέγεται ως γαμήλιο ή ως μοιρολόι (ιδίως αν στη ζωντανή μνήμη έχουν διατηρηθεί μόνο μερικοί από τους στίχους).

Εδώ θα έλεγα ότι η κύρια ιστορία είναι αυτή του Αρχοντογιού (της κακοπαντρεμένης που τη δηλητηριάζει η πεθερά της), που είναι παραλογή. (Βλ. εδώ και ανοίξτε και την «περιγραφή», έχει ενδιαφέρον.) Τα στοιχεία από ακριτικά τραγούδια έχουν μάλλον συμπτωματική παρουσία. Άρα συμφωνώ με το Νίκο Π.:

Τονίζω ωστόσο ότι η ερώτηση είναι κρίσεως και δεν επιδέχεται αντικειμενική αδιαμφισβήτητη απάντηση.

Νίκο, πρόκειται για το γνωστό ζαγορίσιο “ο κωνσταντάκης”. Πολύ όμορφη μελωδία.

Και δυο ακόμη τραγούδια για περισσότερα συμπεράσματα.
Το προηγούμενο τραγούδι, όπως και αυτά τα δυο (δεν γνωρίζω αν έχει γίνει η καταγραφή τους) απαντώνται στην περιοχή των Αγράφων (Θεσσαλικά και Ερυτανικά).

Την νύχτα βγαίν’ ο αυγερινός και το πρωί ο ήλιος
το μεσημέρ’ ο βασιλιάς, να λαγοκυνηγήσει
με 'ξήντα δυο λαγωνικά, με 'ξήντα δυο ζαγάρια
τον Κώστα συναπάντησε, που πάηνε για τη νύφη.

Με τετρακόσια φλάμπουρα, με χίλια παληκάρια
μ’ εννιά ζυγιές λαλούμενα, μ’ εννιά λογιών παιχνίδια
εκεί που στέκουν και βαρούν ο κόσμος καμαρώνει
τα δέντρα περιφέρονται και τα βουνά ραγιούνται.

Πουλάκι πάησε κι έκατσε στου Κωσταντή τη σέλα
μα δε λαλούσε σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι
μα κελαιδούσε κι έλεγε ανθρώπινες κουβέντες
εσύ αύριο Κώστα 'μ χάνεσαι, τη νύφη τι τη θέλεις;

  • Που το 'ξερες πουλάκι μου κι ήρθες και μου το λέγεις;
  • Εψές ήμουν στους ουρανούς, απάνω στους αγγέλους
    και τ’ άκουσα που σ’ έβαζαν με τους αποθαμένους.

Σιγά φίλοι μ’ τα φλάμπουρα, σιγά και τα παιχνίδια
την αρραβώνα μ’ ξέχασα και πάω να την πάρω
τον είδε ο κόσμος κι άφριξε, κι η γης αναστενάζει
τον είδε κι η μανούλα του κι έπεσε να πεθάνει.

-Κώστα μ’ μην είσαι από κρασί, μην είσαι μεθυσμένος;
-στρώσε μανούλα μ’ στρώματα, να πέσω να πεθάνω
και φέρε μου τον Γιάννη μου, για να τον ορμηνέψω
για να του δώσω τ’ άλογο, να πάει για τη νύφη.

Πάρε Γιάννη μ’ τ’ άλογο και σύρε για τη νύφη
κι εκεί σιμά κι εκεί κοντά, στη νύφη που θα φτάσεις
να λιανοπαίξεις τ’ άλογο, μη σε γνωρίσει η νύφη

η νύφη ήταν στα κάγκελα ψηλά στα παραθύρια
-μάνα μ’ στου Κώστα τ’ άλογο, ο Γιάννης είν’ καβάλα

  • κόρη μ’ σαν δεν είν’ ο Κωσταντής, καλός είν’ κι ο Γιάννης
  • εγώ μανούλα μ’ χάνομαι, τον Γιάννη δεν τον παίρνω.

==================================================

Τριών μερών ήμουν γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
ποτές μου δεν ηξάδιασα, λίγο ύπνο να πάρω

και μια λαμπρή, μια πασχαλιά, μια επίσημην ημέρα
στο χέρι μου ακούμπησα, λίγο ύπνον να πάρω
και βαριό - ονειρεύτηκα κακό όνειρο μεγάλο
είδα φωτιά στο σπίτι μου, λύπη στα γονικά μου

βαριά, βαριά αναστέναξε κι εστάθη το καράβι

καραβοκύρης φώναξε, μέσα απ’ το καράβι
ποιός είναι π’ αναστέναξε κι εστάθη το καράβι;
αν είναι απ’ τους δούλους μου, μισθό να τ’ αυγατίσω
κι αν είναι από τους σκλάβους μου, να τον ελευθερώσω

-αφέντη εγώ αναστέναξα κι εστάθη το καράβι
εγώ είμαι από τους σκλάβους σου και να με λευθερώσεις

  • Κώστα γιατί αναστέναξες κι εστάθη το καράβι;

  • γιατί έχω τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
    ποτέ δεν ονειρεύτηκα την όμορφη γυναίκα
    κι απόψ’ είδα στον ύπνο μου, είδα στ’ ονειρό μου
    είδα φωτιά στο σπίτι μου, λύπη στα γονικά μου

  • κατέβα Κώστα στον ταβλά που ‘ναι δεμένοι οι φάροι
    θέλεις τον Γρίβα έπαρε, θέλεις τον Ταξιδιάρη
    θέλεις τ’ αφέντ’ τ’ αγλήγορο τρείς ώρες να σε πάει

κατέβει ο Κώστας στον ταβλά, που 'ταν δεμένοι οι φάροι
φάρος άξιος και αγλήγορος, φάρος κι αντρειωμένος;
δώδεκα μέρες περπατσιά, τρείς ώρες να το πάρει;

όσα φαρίκια τ’ άκουσαν, όλα του ψόφου πέφτουν
και οι φοράδες π’ άκουσαν κι αυτές τα πλάγια ρίξαν
ένας Γρίβας παλαίγριβας, αφρουμανάει και λέει:

  • εγώ είμ’ αξιός κι αγλήγορος, είμαι κι αντρειωμένος
    δώδεκα μέρες περπατσιά, τρείς ώρες να το πάρω
    αυγάτισέ μου το φαί, σαρανταπέντε κούπες
    και δέσε το κεφάλι σου με δυο μακριά μαντήλια
    και δέσε τη μεσούλα σου με τη δική μου μέση

όσο ν’ αφήσει την υγειά, σαράντα μίλια αφήνει
όσο να να πούνε στο καλό, άλλα σαρανταπέντε
σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στ’ αμπέλι πάει κι εστάθη
και βρίσκει τον πατέρα του, σαν καλογριά ντυμένο

  • καλή σου μέρα γέροντα, - καλώς τον ξένο που 'ρθε

  • στο Θεό το ρίχνω γέροντα, αλήθεια να μου ‘δώσεις
    σ’ απού λαλούν τα όργανα, σ’ απού βαρούν νταούλια;

  • στην ερημιά στην σκοτεινιά, στου γιου μου του χαμένου

  • προκάνω γέρο τη χαρά, προτού να στεφανώσουν;

  • αν ειν’ ο φάρος γλήγορος, σπίτι θα τους προκάνεις
    κι αν είν’ ο φάρος άναργος, στην εκκλησιά τους βρίσκεις

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στη βρύση πάει κι εστάθη
και βρίσκει την μανούλα του, σαν καλογριά ντυμένη

  • καλή σου μέρα καλογριά, - καλώς τον ξένο που 'ρθε

  • θα σε ρωτήσω καλογριά, αλήθεια να μου δώσεις
    σ’ απού λαλούν τα όργανα, σ’ απού βαρούν νταούλια;

  • στην ερημιά στην σκοτεινιά, στη χήρα μου τη νύφη
    εψές πήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στη σκάλα πάει κι εστάθη

  • γειά σας χαρά σας άρχοντες κι “ευλόγησον” παπάδες

  • καλώς τον ξένο που 'ρθε 'δω να φάμε και να πιούμε
    καλό ζακόνι που 'χουμε στα τόπια τα δικά μας

  • κακό ζακόνι που ‘χετε στα τόπια τα δικά σας
    δεν βγάζετε τη νύφη σας, για να κερνά τους ξένους
    για φέρτε αυτήν την πέρδικα για να κεράσ’ τον ξένο

  • νάτη η νύφη που ‘ρχεται, στη σκάλα κατεβαίνει
    μωρ’ λυγερή ποιός είν’ αυτός που θέλ’ να τον κεράσεις;
    μην είν’ ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω;

  • δεν είν’ ο πρώτος άντρας μου, να βγεις να τον σκοτώσεις
    είν’ ο πρώτος αδελφός που φέρνει τα προικιά μου

  • αφού είν’ ο πρώτος αδελφός, έβγα να τον κεράσεις

χρυσό ποτήρι άδραξε και πάει να τον κεράσει
την αρραβώνα ο Κώστας έριξε, μέσ’ στο ποτήρ’ της νύφης

κι η νύφη σήκωσε φωνή, όσο κι αν ημπορούσε

σύρτε ξένοι μ’ στα σπίτια σας, δικοί μου στα δικά σας
εμένα ήρθε ο άντρας μου, το πρώτο μου στεφάνι.

Φίλε Άταστε, εννοείς ότι τα ξέρεις εξ ακοής; Δηλαδή λέγονται, έτσι ολόκληρα, επί των ημερών μας; Καταπληκτικό!

Το δεύτερο, σε μυτιληνιά παραλλαγή, υπάρχει -εξίσου ολόκληρο- σ’ έναν από τους πέντε δίσκους της έκδοσης «Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο - Λέσβος». Κρατάει μισή ώρα.

ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

Νίκο, πρέπει να αδειάσεις το γραμματοκιβώτιό σου.

Φίλε Pepe,

ευτυχώς ή δυστυχώς από μνήμης κι εξ’ ακοής τα έχω συγκρατήσει. Δυστυχώς για μένα γιατί κάποια από αυτά έχω αρχίσει και τα ξεχνάω. Με πέντε - έξι φορές το χρόνο που πάω στο χωριό που να τα συγκρατήσεις. Με τις ορχήστρες δεν λέγονται ολόκληρα, αλλά ένα πολύ μικρό μέρος τους για 5, 10 λεπτά το πολύ. Ολόκληρα λέγονται μόνο αντιφωνικά (μερικά από τα οποία κρατάνε και πάνω από μισή ώρα) από ομάδες σε διάφορα γλέντια. Οι γεροντότεροι όμως φεύγουν, τα γλέντια και οι μερακλήδες λιγοστεύουν, άρα και τα τραγούδια…

Υ.Γ. Αν έχεις το τραγούδι της παραλλαγής που ανέφερες, κι έχεις τη διάθεση, παρέθεσε αν θες τους στίχους, είμαι περίεργος να το διαβάσω.

Παραθέτω ακόμη ένα τραγούδι, μπορεί να το ξέρεις κι αυτό, μου φαίνεσαι αρκετά ενημερωμένος πάνω στο θέμα.

Αλέξης εξεκίνησε στην ξενιτιά να πάει
την Μάρω του ορμήνεψε, την Μάρω του ορμηνεύει
όμορφα Μάρω μ’ το παιδί, όμορφα το Γιαννάκη
να τον εστέλνεις στο σχολειό να ψάλει, ν’ αναγνώσει

κι ο Γιάννης εξεκίνησε και στο σχολειό πηγαίνει
ξέχασε το βιβλίο του και την καλαμαριά του
γυρίζει πίσω να τα βρει, γυρίζει να τα πάρει
και βρίσκει την μανούλα του, με τον Οβριό να παίζει

-παίξε τα μάνα, παίξε τα κι αν δεν τα μαρτυρήσω
-τι είδες Γιάννη μ’, τι θα πεις και τι θα μαρτυρήσεις;
-ότι είδα μάνα μου θα πω και θα τα μαρτυρήσω

με μήλα το ξεγέλασε και στο κατώι το πάει
και σαν τ’ αρνάκι το ‘σφαξε και σαν τ’ αρνί το σφάζει
και το τζιέρι τ’ έβγαλε, στη βρύση το παένει

μ’ εννιά νεράκια το πλυνε κι αυτό δε λαγαρίζει
και πίτα πάει και το φτιαξε, σε αφόρεγο ταψάκι
βάζει τα σκώτια στον ταβά, τα “μέσα” εις το πιάτο

νάτος και ο Αλέξης που 'ρχονταν στο Γρίβα του καβάλα
να φέρνει αρκούδια ζωντανά και λάφια μερωμένα
να φέρνει ένα λαφόπουλο, να παίξει ο Γιαννάκης

  • Καλή σου μέρα Μάρω μου, - Καλώς τον τον Αλέξη
  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • ο Γιάννης πάει στο δάσκαλο, να ψάλει ν’ αναγνώσει

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο δάσκαλο πηγαίνει

  • δάσκαλε που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • εννιά μερούλες σήμερα, Γιάννης εδώ δεν ήρθε

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο σπίτι του πηγαίνει

  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • ο Γιάννης πάει στα πρόβατα, να παίξει με τ’ αρνάκια

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στα πρόβατα πηγαίνει

  • καλή σας μέρα πιστικοί, - καλώς τον τον Αλέξη
  • Τσοπάνοι που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • εννιά μερούλες σήμερα, Γιάννης εδώ δεν ήρθε

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο σπίτι του πηγαίνει

  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • κάτσε Αλέξη μ’ να φας ψωμί, να φας να γιοματίσεις
    κι ύστερα πάρε τα βουνά, δίπλα τα μονοπάτια
    μην έβρεις το Γιαννάκη μας το μοναχό παιδί μας
  • γυναίκα φέρε μου ψωμί να πικρογιοματίσω
    να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα μονοπάτια
    μην έβρω το Γιαννάκη μας, το μοναχό παιδί μας

φέρνει τα σκώτια στον ταβά, τα “μέσα” εις το πιάτο
και κάθεται να φάει ψωμί, να πικρογιοματίσει
και το ταψάκι έκρινε, κι η πίτα γλώσσα βγάνει

  • αν είσαι Τούρκος φάε ψωμί, κι Οβριός κατάλυσε το
    κι αν είσαι ο πατέρας μου, μην τρως και μαγαρήσεις
  • Μάρω μ’ τι λέει το ταψί, Μάρω μ’ τι λέει η πίτα;
  • ξέρω κι εγώ αντρούλη μου, τι θάμα είναι τούτο;
    άστο να λέει το ταψί, άστη να λέει η πίτα

απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει
στον ώμο του τη φόρτωσε, στο μύλο την παένει
και πρόσταξε το μυλωνά, να βάλει μπρος το μύλο
και το σπαθί του έβγαλε, λιανά λιανά την κάνει
κοψίδια κάνει το κορμί, ο μύλος να τ’ αλέσει

άλεσε μύλε, άλεσε της λυγερής κοψίδια
και βγάλε αλεύρι κόκκινο και την πασπάλη μαύρη
να δώσω στους γραμματικούς, να γράψουνε το ντέρτι
το ντέρτι που ‘χω στην καρδιά, για τ’ ακριβό παιδί μου.

Να παρέμβω εγώ, στο μεταξύ. Το τραγούδι είναι η πασίγνωστη και σε εκατοντάδες παραλλαγές καταγραμμένη παραλογή της μάνας φόνισσας. Σε ποιά περιοχή είναι το χωριό σου, Άταστε; (αν και δεν έχει πολλή σημασία, περίπου έτσι είναι η ιστορία, απανταχού της Ελλάδας).

κ. Πολίτη,

από αυτήν την περιοχή είναι το χωριό μου: www.youtube.com/watch?v=MakcjpNyKSU

Τα ακριτικά τραγούδια τα συναντάμε σε όλο τον Ελλαδικό χώρο;

Και ένα άλλο τραγούδι που αναφέρεται στο παζάρεμα των γυναικών, που γινόταν τα παλιά χρόνια, το έχω ακούσει σαν έθιμο στον κάμπο της Θεσσαλίας για αλλού δεν γνωρίζω.

Ένας παππάς λειτούργαγε, σ’ ενά ‘ρημό ‘ξωκκλήσι
κι απ’ το πολύ το διάβασμα κι απ’ την ψαλμωδία
τρεμούλιασαν τα χέρια του κι έπεσε το ποτήρι

όλο το βιο του ξόδιασε, και σχωρημό δε βρίσκει
στην παππαδιά ξαπόμεινε κι αυτή την παζαριάζει
την πήρε και την πήγαινε, σε φοβερό παζάρι
κανείς δεν τ’ αποφάσιζε, για να την παζαριάσει

κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, αυτού την παζαριάζει

  • πόσο παππά μου την καλή, πόσο την μαυρομάτα;
  • τα όμορφα τα μάτια της, τα δίνω χίλια γρόσια,
    τα δυο γραμμένα χείλη της, τα δίνω δυο χιλιάδες,
    το λυγερό της το κορμί, αμέτρηρες χιλιάδες

εκεί που την παζάρευε στέκει και την ρωτάει:

  • πούθε κορή μ’ το σόι σου και πούθε η σειριά σου;

  • είχα πατέρα στρατηγό, πατέρα καπετάνιο
    είχα αδελφό μικρότερο, που με τους κλέφτες πήγε

  • για πες μου κόρη μου καλή, σημάδια τ’ αδελφού σου;

  • είχε ελιά στο μάγουλο, ελιά και στη μασχάλη
    και στ’ ακρινό το δάχτυλο, φορούσε αρραβώνα

  • κράτα παππά μου την καλή, κράτα την μαυρομάτα
    τα γρόσια που σου μέτρησα, προικιό της αδελφής μου.

Ε, η ορεινή Αργιθέα είναι πραγματικό χρυσωρυχείο λαογραφικού πλούτου, τόσο στα τραγούδια όσο και στη μουσική και το χορό.

Τα λεγόμενα ακριτικά τραγούδια είναι αρκετά διαδεδομένα, όμως υπάρχουν και πολλές περιοχές όπου έχουν ξεχαστεί και δεν τραγουδιούνται. Σε άλλες, πάλι, όποως στην περιοχή σας ή π.χ. στην Κάρπαθο, είναι πολύ δημοφιλή με αποτέλεσμα να σώζωνται πολλά, μέχρι σήμερα. Πάντως, ο όρος “ακριτικό” τραγούδι μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένος: ελάχιστοι από τους “ήρωές” τους ήταν ακρίτες, με την έννοια του πολεμιστή που υπερασπίζεται τα σύνορα. Στα τραγούδια αυτής της ομάδας περιγράφονται και άλλοι “αντρειωμένοι”, όχι μόνο ακρίτες.

Α, από την Αργιθέα, ε; Πρόσφατα άρχισα να υποψιάζομαι πόσο σημαντική παράδοση έχει αυτή η περιοχή. Να σε ρωτήσω φίλε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;

Νομίζω πως ο συσχετισμός της Αργιθέας με την Κάρπαθο δεν είναι καθόλου άστοχος. Φαίνεται πως ο βασικός χορός/σκοπός για τέτοιου είδους τραγούδια στις δύο περιοχές, ο Συρματικός της Καρπάθου και ο Κλειστός της Αργιθέας, έχουν έντονες αναλογίες μεταξύ τους σε επίπεδο λειτουργικό, αλλά και μουσικό και χορευτικό. Συγκρίνετε:

Συρματικός 1 (σόρι για το απαράδεκτο περίβλημα -πάντως και στην πραγματικότητα περίπου έτσι γίνεται, μόνο που γίνεται όμορφα)
Συρματικός 2
Κλειστός 1
Κλειστός 2

Να σε ρωτήσω φίλε Άταστε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;

Στην Κάρπαθο το παραπάνω τραγούδι είναι συρματικό και έχει ως εξής:

Ένας κοντός κοντούτσικος έχει όμορφη γυναίκα.
Ζηλεύγει τον η γειτονιά, ζηλεύγει τον η χώρα,
ζηλεύγου’ τον οι άρχοντες κι όλα τα παλικάρια.
Όσο ζηλεύγει ο βασιλιάς κανένας δε ζηλεύγει.
Να του τη πάρου’ δεν μπορού’, να του τη κλέψουν όχι.
Αφού ΄δασι κι επόδασι
[=αφού είδαν κι απόειδαν], τίποτε δεν εκάμα’,
του βγάλασι λογαριασμό δέκα χιλιάες γρόσια.
Πιάνει, πουλεί το σπίτι του, πουλεί και τα χωράφια,
πούλησε και τ’ αμπέλια του και τα κανακαριά του
[=την κληρονομιά του].

Επούλαε κι επούλαε και πάλε δεν τα πιάσε.
Μόνο η γυναίκα του ‘μεινε και πάει να την πουλήσει.
Από το χέρι τη βαστά και στο γιαλό πηαίνει
απ’ αρμενίζουν κάτεργα, απού περνού’ καράβια.
-Καράβια, ελάτε αράξετε, σταθείτε για παζάρι.
Ποιος παίρνει κόρην όμορφη με τα ωραία μάτια;
Κι ένας μικρός γενίτσαρος ήβγεν από τις φούστες
[=είδος πλοίου].[i]
-Πόσο, κοντέ, την όμορφη; Πόσα φλουριά τη δίνεις;
-Τα δυο της χείλη χίλια εχου’, τα φρύ(δ)ια δυο χιλιάες,
κι ο ‘ύρος της πο(δ)ΐτσας της πύργον εξαοράζει,
όχι το πύργο μοναχά, και τη βασιλοπούλα.
Βγάλλει τ’ αργυροπούγκι του κι αμέτρητα τα δίνει
κι απού το χέρι την αρπά, στη τέντα την επαίρνει.

Κι ένα πουλάκι κηλαεί στη τένταν αουπάνω:
-Για δες κρίμα που γίνεται στη τένταν αουκάτω,
φιλά αερφός την αερφή κι άθρωπος δεν το ξέρει.
Κι ο νιότερος εγροίκησε και βαριανεστενιάζει:
-Για πε μου, κόρη Μαυριανή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Στ’ ανάθεμα και στην οργή κι εμού και τη γενιά μου.
Η μάνα μου είν’ 'πού το Μωριά κι αφέντης ‘πού τη Κρήτη,
κι είχα αερφό γενίτσαρο, κι επήρα’ τον οι κλέφτες.

Κι ο νιότερος εγροίκησε πως ήτον αερφή του,
σιγά σιγά ανεστένιαξε και πόνεσε η ψυχή του:
-Σύρε, κόρη, στον άντρα σου, κι εγιώ ‘μ’ ο αερφός σου,
κι έπαρε και χαιρετισμό να (δ)ώκεις τω’ γονιώ’ σου[/i].

Είναι η παραλογή «Αναγνώριση αδερφής από τον αδερφό». Τέτοιες ιστορίες, με ήρωες που πέφτουν από τη μια κακοτυχία στην άλλη και σταδιακά χάνουν κάθε ελπίδα σωτηρίας (ταξιδεύουν, χάνονται, ναυαγούν κλπ.) μέχρι που, στο χείλος της τελικής καταστροφής, δίνεται μια απροσδόκητη λύση με συμπτώσεις και αναγνωρίσεις, θυμίζουν τις ιστορίες από το «Δεκαήμερο» του Βοκακίου (περ. 1300) που συμπτωματικά διαβάζω αυτές τις μέρες. Θα ήταν, φαίνεται, μόδα κατά το Μεσαίωνα.

Πράγματι.

Καθυστερώ αλλά δε σε ξέχασα!

Φίλε Pepe,

άργησα να σου απαντήσω γιατί δεν είμαι και τόσο γνώστης του θέματος, απ’ ότι μου είπε και κάποιος πιο ψαγμένος (Αργιθεάτης) ένας είναι ο σκοπός ή χορός, δεν ξέρω πώς να το πω, σε όλα τα “κλειστά” τραγούδια.

Ευχαριστώ για την παραλλαγή του τραγουδιού, το βρήκα ενδιαφέρον.

Ο χορός (τα βήματα δηλαδή) είναι σίγουρα ένας. Ο πιο γνωστός σκοπός (μελωδία), και ο μοναδικός που έχω ακούσει εγώ, είναι ένας συγκεκριμένος για πολλά τραγούδια (πολλά διαφορετικά σετ στίχων, να το πω έτσι). Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν κι άλλες μελωδίες που να χορεύονται στα βήματα του Κλειστού ή μόνο αυτή η μία. Απ’ ό,τι μου λες καταλαβαίνω μάλλον ότι όχι, δεν υπάρχει άλλη.

Λοιπόν, το μυτηλινιό τώρα:

Έρχομαι απ’ την Ανατολή με μια χρυσή φεργάδα.
Ποιος ήταν π’ αναστέναξε και στάθηκε η φεργάδα;
Αν είν’ από τους δούλους μου, άδεια θα τονε δώσω,
κι αν είν’ από τους σκλάβους μου θα τονε ξεσκλαβώσω.
-Εγώ είμαι π’ αναστέναξα και στάθηκε η φεργάδα,
που 'μουν τριγιώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
κι απόψε τη γυναίκα μου την ευλογιέται άλλος.

Κατέβ’κε γι’ αρχιστράτηγος τις φάρ’σσες [=φοράδες] να ρωτήσει:
-Ποια φάρ’σσα είν’ αγλήγορη, το σκλάβο μας να πάει;
Καμιά δεν τον απάντησε, καμιά δεν απαντάει,
μόν’ μια γριά γριόφαρ’σσα τον απαντά και λέει:
-Διπλώσετε τα γκέμια μου και σφίξτε τα ζυγιά μου,
κι εγώ είμαι η πιο αγλήγορη το σκλάβο σας να πάω.
Κοντολυγίζει η φάρ’σσα του κι απάνω της καθίζει.
Ώσπου να πουν το έχε γεια, σαράντα μίλια πάει,
ώσπου να πούνε στο καλό μήδ’ είδαν μήδι’ εφάνη.

Στο δρόμο που πηγαίνανε βρίσκει ένα περιβόλι,
βρίσκει ένα γέρο κι έσκαβε μέσα στο περιβόλι.
-Ώρα καλή σου γέροντα. -Καλώς το παλικάρι.
-Για πες μου, πες μου, γέρο μου, ποιανού ‘ναι το αμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του Γιαννέλη,
που ‘ταν τριγιώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
κι απόψε τη γυναίκα του την ευλογιέται άλλος.
-Για πες μου, πες μου, γέρο μου, προφταίνω στη χαρά της;
-Αν είναι φάρ’σσα σ’ γλήγορη, θα τ’ς εύρεις να βλογιούνται,
κι αν είν’ η φάρ’σσα σου οκνή, θα τ’ς εύρεις να φιλιούνται.
Δίνει βιτσιά τη φάρ’σσα του, σαράντα μίλια πάει.

Στο δρόμο που επήγαινε, στης Τρίχας το γεφύρι,
βρίσκει μια νέα κι έπλενε σε κρυσταλλένια βρύση.
Τάσι νερό της γύρεψε τη φάρ’σσα να ποτίσει.
σαράντα τάσια του ‘δωσε, στα μάτια δεν την είδε,
και στα σαραντατέσσερα τη βλέπει δακρυσμένη.
-Τι έχεις κόρη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
-Άντρα είχα στην ξενιτιά, κι ακόμα δεν εφάνη:
άλλος μου λέει πως πέθανε κι άλλος μου λέει πως χάθη.
-Κόρη μ’ ο άντρας σου πέθανε, κι ήμουν κι εγώ μαζί του.
Κερί, λιβάνι του 'δωσα, κι ένα φιλί ακόμα.
-Κερί, λιβάνι αν του 'δωσες, χρυσό θα σε το δώσω,
κι ένα φιλί αν του 'δωσες, άμε και γύρευέ το.

-Εγώ 'μαι, κόρη, γι άντρας σου, εγώ ‘μαι κι ο καλός σου.
-Ψέματα λες, τζιτζίκας γιε, θε’ να με ξεγελάσεις.
Πες μου σημάδια της αυλής ίσως και σε πιστέψω.
-Μηλιά έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσχάτο,
κι όποιος το πιει ανασταίνεται και πάλι αναζητά το.
-Ψέματα λες, τζιτζίκας γιε, η γειτονιά σε το 'πε.
Πες μου σημάδια του σπιτιού, ίσως και σε πιστέψω.
-Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάβει,
σε φέγγει να στολίζεσαι, σε φέγγει να κοιμάσαι.
-Πε μου σημάδια του κορμιού, τότε να σε πιστέψω.
-Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη,
κι ανάμεσα στα στήθια σου ήλιο με το φεγγάρι.
Τότε αγκαλιαστήκανε, οι δυο τους φιληθήκαν,
και με χαρούμενη καρδιά στο σπίτι τους διαβούκαν.

Όπως είναι εμφανές, συμφύρονται εδώ δύο τραγούδια. Το ένα είναι του σκλάβου που παρ’ ολίγο παντρεύουν τη γυναίκα του, δηλαδή το ίδιο με το δεύτερο που μας έγραψες, Άταστε, στο μνμ#30. Το δεύτερο είναι ο γυρισμός του ξενιτεμένου.
Δε θα απέκλεια το ενδεχόμενο ο συμφυρμός να έγινε τη στιγμή της εκτέλεσης / ηχογράφησης. Τραγουδάει ο Σόλων Λέκκας από την Πηγή Λέσβου. Από διάφορα σημεία του τραγουδιού φαίνεται ότι έχει αρκετή άνεση να αυτοσχεδιάζει τους στίχους χωρίς να μένει προσκολλημένος σ’ ένα απομνημονευμένο κείμενο. Πιθανολογώ λοιπόν ο συγκεκριμένος συμφυρμός να μην ανήκει στο στάνταρ ρεπερτόριο της Μυτιλήνης αλλά να προέκυψε εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε είναι λειψός από νόημα: από κει που η κοπέλα θα ήταν στο γάμο της, ξαφνικά είναι αμέριμνη στη βρύση;
Λείπει ένας βασικός στίχος: εκεί που λέει ο άντρας στην κοπέλα «του έδωσα κερί, λιβάνι κι ένα φιλί» (δηλ. τον τελευταίο ασπασμό), κανονικά προσθέτει: κι είπε να μου τα δώσεις. Ο άντρας έχει αναγνωρίσει πρώτος τη γυναίκα του, ενώ εκείνη όχι ακόμα, και ελέγχει πόσο εύκολα δίνει τα φιλιά της. Επίσης, πιστεύω ότι ο πρώτος πρώτος στίχος είναι προσθήκη του Σόλωνα, γιατί δεν κολλάει. Πρέπει να ξεκίναγε κάπως αλλιώς (όχι κατ’ ανάγκην όπως στην Αργιθέα, αλλά κάπως να μας εισαγάγει στο θέμα της γαλέρας με τους σκλάβους), και ο τραγουδιστής επειδή δε θυμόταν έριξε ένα αυτοσχέδιο. Το ίδιο και με το φινάλε, που είναι κουματέλ’ καλαμπόρτζικο: κρατάει το νόημα του αυθεντικού, αλλά προσπαθεί να το προσαρμόσει σε τεχνοτροπία λογϊοφανούς τραγουδιού, με ρομαντικές κενολογίες (με χαρούμενη καρδιά -πιθανόν το δίστιχο να υπάρχει όντως σε κάποιο λογϊοφανές τραγούδι ή ποίημα) και με ομοιοκαταληξία, την οποία όμως την τελευταία στιγμή καταστρατηγεί το τοπικό ιδίωμα!

Εννοείται ότι το τραγούδι εγείρει συζητήσεις σχετικά με τα ομηρικά ή και προομηρικά, ακόμη, μοτίβα που απηχεί: οι αναγνωρίσεις γενικά, και ιδιαίτερα ο γέρος στο αμπέλι έξω από την πόλη (Λαέρτης). Ο ίδιος ο Σόλων το ονομάζει «Το τραγούδι του Οδυσσέα»! (Όταν οι ερμηνείες των ακαδημαϊκών σχετικά με το «λαό» επιστρέφουν στον ίδιο το «λαό»…)
Ανήκει στις «μεγάλες τραγούδες» (παραλογές), που τραγουδιούνται τις Αποκριές. Έτσι διαβάζω. Όταν όμως, μέσα στις φετινές Αποκριές, είδα το Σόλωνα που έπαιζε στην Αθήνα και, μετά από κάμποσα καθαυτού αποκριάτικα (αθυρόστομα) του ζήτησα να μας πει και μια «μεγάλη τραγούδα», προσθέτοντας κιόλας «αποκριές που είναι», εκείνος πάλι αθυρόστομο είπε. Οπότε δεν ξέρω αν ισχύει η πληροφορία του βιβλίου. Η καταγραφή έγινε το 1997, το επεισόδιο με τον Σόλωνα στην Αθήνα το 2011.

υπάρχει και μια ακόμη μελωδία η οποία παίζεται λιγότερο και είναι χαρακτηριστική συνήθως κάποιων τραγουδιών, όπως το παρακάτω:

www.youtube.com/watch?v=CpQTEfJYB4k

Η παραπάνω μυτηληνιά παραλλαγή του Σόλωνου Λέκκα, δεν με συγκίνησε και δεν τη βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, όπως της Καρπάθου στο μήνυμα # 36. Λειψή στο νόημα όπως λες, αρχή και φινάλε καλαμπόρτζικα κλπ. Πιστεύω ότι ο Λέκκας έχει βάλει πολλούς δικούς του στίχους μέσα, που το κάνουν λογιοφανές και ρομαντικό σε κάποια σημεία.

Υ.Γ. Οι “μεγάλες τραγούδες”, που λέγονται τις αποκριές είναι χορευτικά κομμάτια;

Αυτός είσαι! Τώρα έμαθα ένα καλό καινούργιο πράμα!
Ωραίος σκοπός, αλλά πολύ δύσκολος! Αλήθεια, για ποιο λόγο δεν πυροβολεί κανείς τον κιθαρίστα και τον ηχολήπτη; Πότε ανοίγει το κυνήγι;

Συμφωνώ. Αλλά έχει κι αυτό την αξία του: δε βρίσκεις εύκολα σήμερα ανθρώπους που να ξέρουν να «δουλέψουν» τις παραλογές και τα άλλα αφηγηματικά. Ή που δε θα τα ξέρουν καθόλου, ή που θα τα έχουν απλώς απομνημονευμένα, σαν να τα διαβάζουν από ένα νοερό χαρτί. Εδώ βρήκαμε έναν που ξέρει να τα κάνει δικά του, να τα αναδημιουργήσει. Τον θες και καλό; Μην είμαστε πλεονέκτες! :slight_smile: Καλοί σ’ αυτή την τέχνη, όπως στις περισσότερες, βγαίνουν εκεί όπου η τέχνη καλλιεργείται γενικώς: ανάμεσα στους πολλούς, κάποιοι θα ξεχωρίσουν. Δε νομίζω ότι υπάρχει ζωντανή παράδοση σε κάτι τέτοιο στη Μυτιλήνη. Ο Σόλων κατά λάθος ζει, είναι ένας άνθρωπος που ανήκει στη γενιά όσων γεννήθηκαν 50 χρόνια πριν από τον ίδιο: του πάει πιο πολύ και πιο φυσικά η βράκα παρά τα παντελόνια, ξέρει να λέει μανέ με το μακάμι, και γενικά είναι φορέας μιας άγραφης παράδοσης που κατά τα άλλα δεν υπάρχει γύρω του. Δεν ξέρω πώς εξηγείται αυτό. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι ο μοναδικός σ’ ολόκληρο το τεράστιο νησί, αλλά σίγουρα δεν έχει γύρω του σε αφθονία αμοτέχνους του που θα τον εμπνεύσουν ή θα θελήσει να τους συναγωνιστεί ώστε να κρατάει το σπαθί του ακονισμένο. Τουλάχιστον όμως βαστάει σπαθί!

Δεν το ξέρω αυτό. Στην ηχογρ. ο Σόλων τραγουδάει ημιστίχιο-ημιστίχιο, μια παρέα αντρών επαναλαμβάνει, και ο ίδιος παίζει και τουμπελέκι. Πάντως αν τέτοια τραγούδια χορεύονταν, μπορώ να υποθέσω ότι θα ήταν αργομέτριος κυκλικός χορός στα τρία. Με μικροπαραλλαγές στο βήμα, το πιάσιμο και το όνομα, αυτός είναι ο πιο διαδεδομένος τελετουργικός χορός νήσων και στεριάς, που γίνεται ή γινόταν μέχρι όχι πολύ παλιές εποχές σε σημαδιακές ημέρες (αποκριές, Πάσχα, λαμπρή Τρίτη - ημέρα των νεκρών) ή και οποτεδήποτε, και που τα μεγάλα, ασυνόδευτα, αντιφωνικά τραγούδια είναι ένα από τα κλασικά ρεπερτόριά του. Αυτός είναι ο Αγέρανος της Πάρου (αρχικά αποκριάτικος και με αφηγηματικά τραγούδια, σήμερα παντός καιρού και με δίστιχα), ο Κάτω χορός της Καρπάθου (ανέκαθεν με όργανα, με δίστιχα και παντός καιρού, αλλά με έντονα τελετουργικό χαρακτήρα), ο Τρανός χορός της δυτικής Μακεδονίας, και γενικά κάθε χορός που στηρίζεται περισσότερο στο τραγούδι και στο συμβολισμό του παρά στη μουσική, την ίδια την κίνηση και την ατομική έκφραση των χορευτών.Αλλά για τη Μυτιλήνη απλώς εικάζω, μη φαντάζεσαι ότι ξέρω και πολλά για τον τόπο.