Ο χορός (τα βήματα δηλαδή) είναι σίγουρα ένας. Ο πιο γνωστός σκοπός (μελωδία), και ο μοναδικός που έχω ακούσει εγώ, είναι ένας συγκεκριμένος για πολλά τραγούδια (πολλά διαφορετικά σετ στίχων, να το πω έτσι). Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν κι άλλες μελωδίες που να χορεύονται στα βήματα του Κλειστού ή μόνο αυτή η μία. Απ’ ό,τι μου λες καταλαβαίνω μάλλον ότι όχι, δεν υπάρχει άλλη.
Λοιπόν, το μυτηλινιό τώρα:
Έρχομαι απ’ την Ανατολή με μια χρυσή φεργάδα.
Ποιος ήταν π’ αναστέναξε και στάθηκε η φεργάδα;
Αν είν’ από τους δούλους μου, άδεια θα τονε δώσω,
κι αν είν’ από τους σκλάβους μου θα τονε ξεσκλαβώσω.
-Εγώ είμαι π’ αναστέναξα και στάθηκε η φεργάδα,
που 'μουν τριγιώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
κι απόψε τη γυναίκα μου την ευλογιέται άλλος.
Κατέβ’κε γι’ αρχιστράτηγος τις φάρ’σσες [=φοράδες] να ρωτήσει:
-Ποια φάρ’σσα είν’ αγλήγορη, το σκλάβο μας να πάει;
Καμιά δεν τον απάντησε, καμιά δεν απαντάει,
μόν’ μια γριά γριόφαρ’σσα τον απαντά και λέει:
-Διπλώσετε τα γκέμια μου και σφίξτε τα ζυγιά μου,
κι εγώ είμαι η πιο αγλήγορη το σκλάβο σας να πάω.
Κοντολυγίζει η φάρ’σσα του κι απάνω της καθίζει.
Ώσπου να πουν το έχε γεια, σαράντα μίλια πάει,
ώσπου να πούνε στο καλό μήδ’ είδαν μήδι’ εφάνη.
Στο δρόμο που πηγαίνανε βρίσκει ένα περιβόλι,
βρίσκει ένα γέρο κι έσκαβε μέσα στο περιβόλι.
-Ώρα καλή σου γέροντα. -Καλώς το παλικάρι.
-Για πες μου, πες μου, γέρο μου, ποιανού ‘ναι το αμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του Γιαννέλη,
που ‘ταν τριγιώ μερώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
κι απόψε τη γυναίκα του την ευλογιέται άλλος.
-Για πες μου, πες μου, γέρο μου, προφταίνω στη χαρά της;
-Αν είναι φάρ’σσα σ’ γλήγορη, θα τ’ς εύρεις να βλογιούνται,
κι αν είν’ η φάρ’σσα σου οκνή, θα τ’ς εύρεις να φιλιούνται.
Δίνει βιτσιά τη φάρ’σσα του, σαράντα μίλια πάει.
Στο δρόμο που επήγαινε, στης Τρίχας το γεφύρι,
βρίσκει μια νέα κι έπλενε σε κρυσταλλένια βρύση.
Τάσι νερό της γύρεψε τη φάρ’σσα να ποτίσει.
σαράντα τάσια του ‘δωσε, στα μάτια δεν την είδε,
και στα σαραντατέσσερα τη βλέπει δακρυσμένη.
-Τι έχεις κόρη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
-Άντρα είχα στην ξενιτιά, κι ακόμα δεν εφάνη:
άλλος μου λέει πως πέθανε κι άλλος μου λέει πως χάθη.
-Κόρη μ’ ο άντρας σου πέθανε, κι ήμουν κι εγώ μαζί του.
Κερί, λιβάνι του 'δωσα, κι ένα φιλί ακόμα.
-Κερί, λιβάνι αν του 'δωσες, χρυσό θα σε το δώσω,
κι ένα φιλί αν του 'δωσες, άμε και γύρευέ το.
-Εγώ 'μαι, κόρη, γι άντρας σου, εγώ ‘μαι κι ο καλός σου.
-Ψέματα λες, τζιτζίκας γιε, θε’ να με ξεγελάσεις.
Πες μου σημάδια της αυλής ίσως και σε πιστέψω.
-Μηλιά έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσχάτο,
κι όποιος το πιει ανασταίνεται και πάλι αναζητά το.
-Ψέματα λες, τζιτζίκας γιε, η γειτονιά σε το 'πε.
Πες μου σημάδια του σπιτιού, ίσως και σε πιστέψω.
-Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάβει,
σε φέγγει να στολίζεσαι, σε φέγγει να κοιμάσαι.
-Πε μου σημάδια του κορμιού, τότε να σε πιστέψω.
-Ελιά έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη,
κι ανάμεσα στα στήθια σου ήλιο με το φεγγάρι.
Τότε αγκαλιαστήκανε, οι δυο τους φιληθήκαν,
και με χαρούμενη καρδιά στο σπίτι τους διαβούκαν.
Όπως είναι εμφανές, συμφύρονται εδώ δύο τραγούδια. Το ένα είναι του σκλάβου που παρ’ ολίγο παντρεύουν τη γυναίκα του, δηλαδή το ίδιο με το δεύτερο που μας έγραψες, Άταστε, στο μνμ#30. Το δεύτερο είναι ο γυρισμός του ξενιτεμένου.
Δε θα απέκλεια το ενδεχόμενο ο συμφυρμός να έγινε τη στιγμή της εκτέλεσης / ηχογράφησης. Τραγουδάει ο Σόλων Λέκκας από την Πηγή Λέσβου. Από διάφορα σημεία του τραγουδιού φαίνεται ότι έχει αρκετή άνεση να αυτοσχεδιάζει τους στίχους χωρίς να μένει προσκολλημένος σ’ ένα απομνημονευμένο κείμενο. Πιθανολογώ λοιπόν ο συγκεκριμένος συμφυρμός να μην ανήκει στο στάνταρ ρεπερτόριο της Μυτιλήνης αλλά να προέκυψε εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε είναι λειψός από νόημα: από κει που η κοπέλα θα ήταν στο γάμο της, ξαφνικά είναι αμέριμνη στη βρύση;
Λείπει ένας βασικός στίχος: εκεί που λέει ο άντρας στην κοπέλα «του έδωσα κερί, λιβάνι κι ένα φιλί» (δηλ. τον τελευταίο ασπασμό), κανονικά προσθέτει: κι είπε να μου τα δώσεις. Ο άντρας έχει αναγνωρίσει πρώτος τη γυναίκα του, ενώ εκείνη όχι ακόμα, και ελέγχει πόσο εύκολα δίνει τα φιλιά της. Επίσης, πιστεύω ότι ο πρώτος πρώτος στίχος είναι προσθήκη του Σόλωνα, γιατί δεν κολλάει. Πρέπει να ξεκίναγε κάπως αλλιώς (όχι κατ’ ανάγκην όπως στην Αργιθέα, αλλά κάπως να μας εισαγάγει στο θέμα της γαλέρας με τους σκλάβους), και ο τραγουδιστής επειδή δε θυμόταν έριξε ένα αυτοσχέδιο. Το ίδιο και με το φινάλε, που είναι κουματέλ’ καλαμπόρτζικο: κρατάει το νόημα του αυθεντικού, αλλά προσπαθεί να το προσαρμόσει σε τεχνοτροπία λογϊοφανούς τραγουδιού, με ρομαντικές κενολογίες (με χαρούμενη καρδιά -πιθανόν το δίστιχο να υπάρχει όντως σε κάποιο λογϊοφανές τραγούδι ή ποίημα) και με ομοιοκαταληξία, την οποία όμως την τελευταία στιγμή καταστρατηγεί το τοπικό ιδίωμα!
Εννοείται ότι το τραγούδι εγείρει συζητήσεις σχετικά με τα ομηρικά ή και προομηρικά, ακόμη, μοτίβα που απηχεί: οι αναγνωρίσεις γενικά, και ιδιαίτερα ο γέρος στο αμπέλι έξω από την πόλη (Λαέρτης). Ο ίδιος ο Σόλων το ονομάζει «Το τραγούδι του Οδυσσέα»! (Όταν οι ερμηνείες των ακαδημαϊκών σχετικά με το «λαό» επιστρέφουν στον ίδιο το «λαό»…)
Ανήκει στις «μεγάλες τραγούδες» (παραλογές), που τραγουδιούνται τις Αποκριές. Έτσι διαβάζω. Όταν όμως, μέσα στις φετινές Αποκριές, είδα το Σόλωνα που έπαιζε στην Αθήνα και, μετά από κάμποσα καθαυτού αποκριάτικα (αθυρόστομα) του ζήτησα να μας πει και μια «μεγάλη τραγούδα», προσθέτοντας κιόλας «αποκριές που είναι», εκείνος πάλι αθυρόστομο είπε. Οπότε δεν ξέρω αν ισχύει η πληροφορία του βιβλίου. Η καταγραφή έγινε το 1997, το επεισόδιο με τον Σόλωνα στην Αθήνα το 2011.