Μουσική ετυμολογία
Φοβάμαι ότι θα το ρίξω πάλι οφ-τόπικ…
Οι πρώτοι λαογράφοι, όπως ο Ν.Γ. Πολίτης, δεν είχαν σπουδάσει φυσικά λαογραφία, αφού ήταν οι πρώτοι. Μετέφεραν σ’ ένα νέο πεδίο τις μεθόδους και τις νοοτροπίες που είχαν κληρονομήσει από τη φιλολογία. Στην κλασική φιλολογία η αποκατάσταση του αυθεντικού κειμένου, όπως αυτό κρύβεται πίσω από τα λάθη των αντιγραφέων και τις φθορές του χρόνου, είναι σημαντικός και πολύ δουλεμένος στόχος. Εκείνοι όμως διέπραξαν το λάθος να εφαρμόσουν ανάλογες μεθόδους σ’ ένα αντικείμενο που τους διέφευγε ότι δεν είναι κείμενο, είναι κάτι άλλο, προφορικό, ζωντανό και υποκείμενο σε εξελίξεις που δε συνιστούν «λάθος» όπως ένα λάθος στην αντιγραφή.
Όταν αργότερα έγινε συνείδηση ότι δεν είναι αυτός ο τρόπος να μελετάμε τα έργα του προφορικού πολιτισμού, δημιουργήθηκε μια τάση να απορριφθούν όχι μόνο οι μέθοδοι, αλλά και οι στόχοι εκείνων των παλιών. Σήμερα η κοινωνική ανθρωπολογία κάνει τη λαογραφία να μοιάζει σχεδόν προεπιστημονική.
Νομίζω ότι πλέον μας χωρίζει αρκετός χρόνος από τον Νικόλαο Πολίτη και τους συν αυτώ ώστε να μπορούμε να κρατήσουμε τα σωστά τους, να διδαχτούμε από τα λάθη τους, και αντίστοιχα να ωφεληθούμε και από τα διδάγματα των επικριτών τους. Και ιδού τι ακριβως εννοώ :
Προσωπικά δέχομαι μεν απόλυτα ότι αν στο Α χωριό το λένε έτσι, αυτό είναι το σωστό, και αν στο Β χωριό το λένε αλλιώς, πάλι εκείνο είναι το σωστό. Αυτοί ξέρουν, αυτοί είναι οι φυσικοί φορείς της παράδοσης, δεν περιμένουν κανέναν χαρτογιακά να τους τα εξηγήσει καλύτερα. Όμως αυτό δεν καθιστά περιττή την ανίχνευση προς τα πίσω της πορείας που οδήγησε σε δύο ή τρία ή οσαδήποτε διαφορετικά σωστά. Γι’ αυτή την ανίχνευση χρησιμοποιώ τον όρο «μουσική ετυμολογία». Η κυριολεκτική ετυμολογία είναι απαλλαγμένη από αξιολογήσεις. Το αν η Α λέξη προέρχεται από τη Β ή από τη Γ, ή από τα ελληνικά ή τα λατινικά ή τα τούρκικα, ή από την τάδε ιστορική συγκυρία ή τον δείνα λογοτέχνη, δεν την κάνει καλύτερη ή χειρότερη. Εμάς όμως μας κάνει σοφότερους. Μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη «νοοτροπία» που υπόκειται στη γλώσσα μας, και, το κυριότερο, η γνώση είναι δύναμη ανώτερη των παθών: όσοι χτυπιούνται να αποδείξουν κάτι, είναι πάντοτε ημιμαθείς. Αυτή η ημιμάθεια γεννάει ανασφάλεια. Προσωπικά, αν μπορώ να καταλήξω μ’ ένα λογικά ευσταθή τρόπο ότι λ.χ. ο Ντόκτορ δεν είναι έτσι γενικά «κοινή ελληνοτουρκική παράδοση» αλλά, συγκεκριμένα, δάνειο από την τουρκική στην ελληνική παράδοση, αισθάνομαι πιο ήσυχος.
Έτσι και με τον Ύπνο του Άγουρου. Θα ήταν το βλακωδέστερο χάσιμο ενέργειας να υποστηρίξω το στρατόπεδο που λέει «ένα τραγούδι έσπασε στα δύο» έναντι του αντίπαλου που λέει «δύο τραγούδια συμφύρθηκαν σε ένα» (αν ποτέ δημιουργούνταν τέτοια απίθανα στρατόπεδα -αλλά μην το γελάμε, για το γλωσσικό μήπως δεν είχαν ανοίξει κεφάλια;). Αντί όμως να το προσπεράσω αρκούμενος στο «είναι κι έτσι, είναι κι αλλιώς» προτιμώ να το βασανίσω μέχρι να φτάσω σε βέβαιο ακράδαντο συμπέρασμα.
Εν ολίγοις: κανείς δεν μπορεί να διορθώσει τη λαϊκή παράδοση, όπως δεν μπορεί να διορθώσει τη ζωντανή γλώσσα ή τα φυσικά φαινόμενα. Μπορεί όμως και οφείλει να αναζητά την αλήθεια, δηλαδή την ερμηνεία και κατανόησή τους, αρκεί να μη συνδεθεί συναισθηματικά μαζί της.
Υ.Γ. Αν κατάλαβα καλά, με συμβουλεύεις να μην ψάχνω αυτό που έχει ήδη ανακαλυφθεί. Σίγουρα σοφή συμβουλή. Αλλά δεν πειράζει, ασκούμαστε έτσι! Ευχαριστώ πάντως.