Παραδοσιακό τραγούδι

Άγη, σου συνιστώ αν ενδιαφέρεσαι να πάρεις τον πρώτο τόμο του Φωριέλ, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Και ο Ν. Γ. Πολίτης, καλός είναι.

Για όσους ενδιαφέρονται:

Περιστέρη Σπυρίδωνος Δ. “Δημοτικά τραγούδια Ηπείρου και Μωρηά: σε Βυζαντινή και Ευρωπαϊκή παρασημαντική”, 1994 Κατερίνη
Εκδόσεις: Τέρτιος

Στοιχεία για τον εκδοτικό οίκο (τηλέφωνο κλπ)

http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=303&t=582

Το τραγούδι, όπως το παραθέτει ο Άγης από το βιβλίο του Ιωάννου, είναι «Ο ύπνος του άγουρου και η λυγερή» (τίτλος που αν δεν κάνω λάθος τού έχει αποδοθεί από τον Νικόλαο Πολίτη). Το βρίσκουμε και σε πληρέστερες παραλλαγές, μερικές δε τόσο πλήρεις ώστε δημιουργούν την υπόνοια ότι πρόκειται για συμφυρμούς πλειόνων του ενός τραγουδιών.

Μια από τις πιο γνωστές εκδοχές του ως κανονικού τραγουδιού (εννοώ μαζί με τη μουσική, όχι ως τυπωμένου κειμένου) είναι η καλύμνικη:

Μέρα μέρωσε, τώρα η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,

κλπ.κλπ., τώρα λαλούν και λένε:
Ξύπνα αφέντη μου,
κλπ.,
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισένιο…
Άσε λυγερή τον ύπνο να χορτάσω,
γιατί αφέντης μου στη βίγλα μ’ είχε απόψε
για να σκοτωθώ ή σκλάβο να με πάρουν.

(Νίκο Π., ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι ο «αφέντης» του νέου είναι κυριολεκτικά αφέντης. Βέβαια έτσι όπως το θέτεις βγάζει πολύ περισσότερο νόημα. Εγώ έλεγα πως θα 'ταν ο πατέρας του.)
Μα έδωσε ο θεός κι η Παναγιά η παρθένα,
χίλιους έκοψα και χίλιους λαβωμένους,
κι ένας μου ‘φυγε, κι εκείνος λαβωμένος.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι,
βρίσκω ένα δεντρί, βρίσκω ένα κυπαρίσι.
-Δέξου με δεντρί, δέξου με κυπαρίσι.
-Να οι κλώνοι μου, και κρέμα τ’ άρματά σου,
να κι η ρίζα μου, και δέσε τ’ άλογό σου,
να κι ο ίσκιος μου, και πέσε αποκοιμήσου,
και στο μισεμό το νοίκι να πληρώσεις:
τρία σταμνιά νερό 'πό κρουσταλλένια βρύση.

Η περίπτωση αυτού του τραγουδιού μ’ έχει απασχολήσει πολύ. Πρόκειται για ένα αρχικό ενιαίο τραγούδι που αποσπάσματά του αυτονομήθηκαν σε διάφορες τοπικές παραδόσεις, ή, αντιθέτως, για αρχικώς ανεξάρτητα τραγούδια που συμφύρθηκαν;

Το καλύμνικο που σας παρέθεσα έχει μια ενιαία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Θα μπορούσε να είναι δείγμα του ενιαίου αρχικού τραγουδιού. Η ερωμένη ξυπνάει τον ασίκη της, ο οποίος νυστάζει επειδή χτες πέρασε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες: ο αφέντης του (με την όποια έννοια -δεν έχω ακόμη πλήρως αποδεχτεί την ερμηνεία του Νίκου Π.) τον έστειλε στον πόλεμο σε μια επιχείρηση αυτοκτονίας, όμως αυτός αντεπεξήλθε με τόσο υπεράνθρωπο ηρωισμό ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «ακριτικό» (μόνο οι ακρίτες ως ήρωες τραγουδιών τούς σφάζαν χίλιους-χίλιους), στο τέλος περιπλανήθηκε -μάλλον κυνηγώντας τον ένα που του γλίτωσε-, νυχτώθηκε στην ερημιά και κοιμήθηκε κάτω από ένα δέντρο…
Εντάξει, η ιστορία έχει νόημα. Δεν ακολουθεί όμως έναν κεντρικό πυρήνα. Το τελευταίο επεισόδιο με το δέντρο, αν και λογικά δεν είναι τελείως ξεκάρφωτο, σε καμία περίπτωση δεν είναι απαραίτητο για την πλοκή του μύθου.
Επιπλέον το επεισόδιο αυτό υπάρχει και ως ξεχωριστό τραγούδι, το «Σάββατο Βραδύ» της Καρπάθου, προσφάτως σουξέ με τη Μάρθα Φριντζήλα:

Σάββατο βραδύ με διώξαν οι δικοί μου
‘πού το σπίτι μας κι απού τ’ αρχοντικό μας.
Φεύγω κλαίοντας, στον κάμπο κατεβαίνω.
Σπίτι δε θωρώ, διεμονή να μείνω,
μόνο ένα δεντρό, το λέουν κυπαρίσι…

Κλπ. συνεχίζει περίπου όπως το καλύμνικο.
Με διαφορετικό φυσικά σκοπό αλλά βασικά τα ίδια λόγια το «Σαββατόβραδο» υπάρχει και στη βορειοθρακιώτικη παράδοση των Αναστενάρηδων, και σε βιβλίο το έχω δει και ως παλιό σαμιώτικο. Θα μπορούσε να είναι τμήμα του προηγούμενου που αποσπάσθηκε και του προσθέσαν μερικούς εισαγωγικούς στίχους, αλλά θα μπορούσε και να είναι ανεξάρτητο τραγούδι μέρος του οποίου (από το «βρίσκω ένα δεντρί» κ.εξ.) αποσπάστηκε και συμφύρθηκε με τον «Ύπνο του άγουρου» ο οποίος κατά τα άλλα τέλειωνε με τη μάχη. Όποιο από τα δύο κι αν ισχύει, από τη στιγμή που το «Σαββατόβραδο / Σάββατο βραδύ» υπάρχει ως τραγούδι, είναι ξεκάθαρο ότι είναι παραλλαγή του «Μια Παρασκευή» που αναφέρει ο Δημήτρης Ν.:

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μας
κι ο πατέρας μου κι αυτός μού λέει να φύγω.
Φεύγω κλαίγοντας…

Δεν έχω ακούσει να το τραγουδάνε πιο πέρα, αλλά αφού αυτοί οι τρεισήμιση στίχοι δεν είναι παρά εναλλακτική διατύπωση του ίδιου περιεχομένου όπως οι δυόμιση πρώτοι του καρπάθικου/βορειοθρακιώτικου Σαββατόβραδου, προφανώς και η συνέχεια η ίδια θα είναι. Άρα ο αφηγητής είναι άντρας: δεν είναι η κόρη που τη διώχνουν δίνοντάς τη στο γαμπρό, αλλά ο νέος που φεύγει είτε για τον πόλεμο είτε για αδιευκρίνιστους λόγους. Το γεγονός ότι η συνέχεια πέρα από τους στίχους αυτούς ξεχάστηκε έδωσε τη δυνατότητα νέας ερμηνείας, ότι διώχνουν την κόρη, με αποτέλεσμα το τραγούδι να γίνει δευτερογενώς γαμήλιο. (Ίσως μάλιστα γι’ αυτό και να δανείστηκε την έρρυθμη εισαγωγή ενός άλλου γαμήλιου, του «Μάνα μου τα λουλούδια μου».)

Στην Ανατολική Κρήτη υπάρχει ένα άλλο τραγούδι, που κάποιοι στίχοι του είναι κοινοί με τούτα εδώ και άλλοι είναι κοινοί με άλλα τραγούδια, και που τραγουδιέται στο σκοπό της Κανελόριζας (σε τοπική παραλλαγή):

Σαββατόβραδο με διώξαν οι δικοί μου
απ’ το σπίτι μας κι από τα γονικά μου.
Τι ήτον η αφορμή, τι ήτο το καμπαέτι;
Κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα.
Φεύγω κλαίοντας, στον κάμπο κατεβαίνω,
βρίσκω ένα δεντρί
κλπ. κλπ.

Αν συνέχιζα να παραθέτω όλα τα παραδείγματα που έχω μαζέψει θα καταλήγαμε με μια ομάδα τραγουδιών που όλα έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους στοιχεία, χωρίς η φορά του δανεισμού να είναι πάντοτε ανιχνεύσιμη (ποιο έδωσε και ποιο πήρε). Τα τραγούδια αυτά είναι:
-Τα παραπάνω
-Η γνωστή Κανελόριζα (Θράκη, Μικρά Ασία, Κάρπαθος)
-Το Κάτω στο γιαλό (πλένουν Χιώτισσες κλπ. / σε όλο το Αιγαίο)
-Ο Αητός, γνωστός κυρίως ως ριζίτικο Δ. Κρήτης (Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χαράκι κάθεται αετός βρεγμένος χιονισμένος και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει…)
-Ένα ακόμη καρπάθικο, στον ίδιο σκοπό με το Σάββατο βραδύ, όπου η κοπέλα τού λέει πάλι «ξύπνα αγκάλιασε κλπ.», αλλά αυτή τη φορά αυτός δε σηκώνεται, γιατί δεν είναι κοιμισμένος αλλά σκοτωμένος.
-Μάνα λούζε με (Κρήτη, Κάρπαθος)
-Ορισμένα αποκριάτικα διάφορων περιοχών, από τα αθώα εύθυμα τραγούδια με ζωάκια που κάνουν γάμους και άλλα κωμικά πράγματα.

Από χρόνια έχω στα υπόψην να κάνω μια σχετική έρευνα. Όμως ακόμη μαζεύω στοιχεία, γιατί κάθε τόσο εμφανίζεται κι άλλο ένα τραγούδι που συνδέεται με κάποιο από όλα αυτά. Ωστόσο, θεωρώ ήδη προκαταβολικά ότι το κλειδί όλης της υπόθεσης είναι το ποιητικό μέτρο:
Όλα αυτά τα τραγούδια είναι 12σύλλαβα ιαμβικά. Κάθε δημοτική μελωδία είναι κατάλληλη για κείμενο ενός συγκεκριμένου ποιητικού μέτρου, με σπάνιες τις εξαιρέσεις όπου στίχοι διαφορετικών μέτρων μπορούν να τραγουδηθούν στην ίδια μελωδία. Εφόσον το 12σύλλαβο ιαμβικό είναι ένα σχετικά σπάνιο μέτρο, είναι πιθανόν κάθε τοπική παράδοση να μην είχε περισσότερο από έναν, άντε δύο σκοπούς γι’ αυτό, ενώ για άλλα μέτρα όπως το κλασικό 15σύλλαβο ιαμβικό υπάρχουν δεκάδες ή εκατοντάδες σκοποί στο ίδιο χωριό (που ωστόσο κατά κανόνα είναι κοινοί για περισσότερα από ένα κείμενα). Οι Βορειοθρακιώτες αναστενάρηδες λένε στον ίδιο σκοπό το τραγικό Σαββατόβραδο και το εύθυμο «Πέντε πονικοί και δεκαοχτώ νυφίτσες», και οι Καρπάθιοι λένε στον ίδιο σκοπό το Σάββατο Βραδύ και το ακόμη τραγικότερο με τον νέο που κοιμάται τον αξύπνητο.
Εφόσον υπάρχει ένα μίνιμουμ νοηματικής συνάφειας, είναι εύκολο να μπερδευτεί κάποιος, να ξεκινήσει από ένα τραγούδι και να καταλήξει σε άλλο, όταν ο σκοπός είναι ο ίδιος. Τέτοια «λάθη» με τη χρήση καθιερώνονται ως πλέον σωστά. Ένα πολύ σαφές παράδειγμα είναι δύο πανελληνίως γνωστά τραγούδια, που αρχίζουν με τον ίδιο στίχο:

α) Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες,
πλέναν κι άπλωναν και με τον άμμο παίζαν.
Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα,

…και μιανής της σήκωσε το φουστάνι και φάνηκε το πόδι της κι έλαμψε όλη η πλάση και την είδαν από το πέλαγος οι πειρατές κι ήρθαν και την άρπαξαν και την πήγαν στο σκλαβοπάζαρο κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.

β) Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα
δώδεκα χρονών, κι ο ήλιος δεν την είδε,
μόνο η μάνα της Κανέλα τη φωνάζει,
Κανελόριζα και ρίζα της κανέλας,
φούντα της μηλιάς, τα μήλα φορτωμένη .

Στην πρώτη ιστορία ο στίχος «Κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι» έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, γιατί παλιά όντως κατέβαιναν στο γιαλό για να πλύνουν, και γιατί αν δεν ήταν στο γιαλό δε θα έκαναν απόβαση οι πειρατές. Στη δεύτερη ιστορία ο ίδιος στίχος δεν προσθέτει τίποτε: είτε στο γιαλό την αγαπούσε είτε στο βουνό, τα ίδια θα γίνονταν. Άρα στην «Κανελόριζα» ο στίχος αυτός είναι δάνειος από το άλλο τραγούδι. Ο συμφυρμός έγινε λόγω κοινής μελωδίας. Υπάρχει κοινή μελωδία; Ναι, υπάρχει. Στο δίσκο της Σαμίου «Της κυρά Θάλασσας» υπάρχει μία παραλλαγή από το Τρίκερι Βόλου όπου το κείμενο με την αρπαγή από τους πειρατές τραγουδιέται στο σκοπό της Κανελόριζας, ενώ σ’ αυτό το βιντεάκι ακούμε, από την Ανατολική Θράκη, τον ίδιο σκοπό με κείμενο όπου συμφύρονται ο Ύπνος του Άγουρου και οι Χιώτισσες (αρχίζει στο 4’20’’). Αντίστοιχα, ο Αητός του ριζίτικου υπάρχει και σε ανατολικοθρακιώτικο τραγούδι αλλά αντί να κάθεται σε ψηλό βουνό κάθεται κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, προφανώς για τους ίδιους λόγους.

Συμπερασματικά, όσο κι αν η φορά του δανεισμού μένει ακόμη να προσδιοριστεί για τις περιπτώσεις όπου δεν είναι τόσο προφανής όσο στα τελευταία αυτά παραδείγματα, ο μηχανισμός που την ενεργοποίησε θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι είναι αυτός που περιέγραψα. Από κει και πέρα, με τους συμφυρμούς πολλών τραγουδιών σε ένα, τις διασπάσεις ενός τραγουδιού σε πολλά (απόρροιες αυτού του μηχανισμού) και επιπλέον με τη συντόμευση τραγουδιών που οι στίχοι τους πέρα από τους λίγους πρώτους ξεχάστηκαν, δημιουργούνται κείμενα με πραγματικά ή φαινομενικά νέο περιεχόμενο, τα οποία μπορούν να ταιριάξουν σε νέες περιστάσεις (π.χ. στο γάμο), διαφορετικές από τις αρχικές. (Το βιβλίο του Αλ. Πολίτη δεν το έχω υπόψη μου αλλά και μόνο από το θέμα φαντάζομαι ότι θα το βρω συναρπαστικό.)

Περικλή, μόλις βρεις τον απαραίτητο χρόνο, πάρε να διαβάσεις το “Δημοτικά τραγούδια” του Αλέξη Πολίτη. Θα σου απαντήσει τα περισσότερα, ίσως όλα τα ερωτήματα που θέτεις, στρογγυλεμένα όμως όπως ένας τροχός σημερινός, όχι πολύγωνα όπως ο πρώτος τροχός της ανθρώπινης ιστορίας. Εκεί θα δεις λοιπόν, ότι η ιστορία του αφέντη που στέλνει τον νιούτσικο στον πόλεμο, ή σε κάποια επικίνδυνη αποστολή, απαντάται σε όλη την Ευρώπη και ο πονηρός σκοπός του αφέντη είναι αρχικά η υποκλοπή της νέας και όμορφης γυναίκας του πολεμιστή. Οπότε, ίοως πειστείς.

Η σκέψη ότι ισχυρό κίνητρο για δημιουργία συμφυρμών είναι η μορφή του ποιητικού μέτρου είναι βεβαίως λογικότατη, αλλά τόσο έντονα λογική ώστε περιττεύει κάθε λόγος περεταίρω έρευνας. Πάντως, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με χρήση στίχων από δεκαπεντασύλλαβα (ξεχασμένα) τραγούδια. Βεβαίως, πάντα η προϋπόθεση είναι να έχει ξεχαστεί, ως ολοκληρωμένη ενότητα, το προηγούμενο τραγούδι, οπότε οι στίχοι που δεν ξεχάστηκαν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καινούργιο τραγούδι.

Α, μα είμαι πολύ πρόθυμος να πειστώ! Έλα όμως που σε κάποια τραγούδια αυτής της ομάδας πρόκειται σαφώς για πατέρα! (Μια Παρασκευή κλπ.)

Η διαφορά από τα 15σύλλαβα είναι ότι εδώ έχουμε μια περιορισμένη ομάδα συγκοινωνούντων τραγουδιών. Τα 15σύλλαβα τραγούδια είναι όσα η άμμος της θαλάσσης, αλλά δεν έχουν όλα αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους -αλλιώς θα τρελαινόμασταν! Το θέμα που κατά βάση με απασχολεί είναι αν το επεισόδιο με το δέντρο προέρχεται από τον Ύπνο του Άγουρου ή από ανεξάρτητο τραγούδι. Αυτό άλλωστε θα μας πείσει οριστικά και για την ταυτότητα του αφέντη. Τον τυπά που κοιμάται στο δέντρο τον έδιωξε ο πατέρας του. Αν αυτός δεν είναι ο ίδιος με τον άλλο που ήταν στον πόλεμο, τότε τον άλλο τον έδιωξε ο άρχοντας κύριός του. Αν είναι ο ίδιος (αν δηλαδή το αρχέτυπο τραγούδι είναι ένα για όλα τα επεισόδια), τότε μάλλον οι λέξεις πατέρας, και κατ’ επέκταση μάνα και γονείς, στα τραγούδια με το δέντρο, προέρχονται από παρερμηνεία του αφέντης -την ίδια παρερμηνεία που έκανα κι εγώ- όταν αποσπάστηκε το επεισόδιο και αυτονομήθηκε.

Μα τι λες, σαφώς και έχει ενδιαφέρον! (Αν έχει κανείς την πετριά μου! ) Φιλολογικός ντεντεκτιβισμός…

Θα ανακαλύψεις τροχό, Περικλή μου και αν είσαι μάγκας, ο τροχός σου θα είναι στρογγυλός. Αλλά αξίζει τον κόπο; όλοι οι τροχοί σήμερα, στρογγυλοί είναι.

Όσο για τα υπόλοιπα, μπορεί οι στίχοι για το διώξιμο από το σπίτι να ανήκαν σε αυτοτελές τραγούδι που ξεχάστηκε, άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε τι στόρυ είχε. Από τη στιγμή που η ιστορία χάθηκε, οι στίχοι είναι διαθέσιμοι για κάθε χρήση, π.χ. και σε τραγούδια της τελετουργίας του γάμου.

Στην προφορική παράδοση, το μόνο υλικό που διατίθεται για τη μελέτη μας είναι οι υπάρχουσες, σήμερα ακόμα, παραλλαγές με τους συμφυρμούς και τις παρανοήσεις τους. Φυσικά και οι “γνήσιες” καταγραφές τους, κυρίως από τον 19ο αιώνα, αλλά γνήσιες, όχι πειραγμένες από τον καταγραφέα ή την αρχική του πηγή.

Μήπως ξέρει κανείς το παρακάτω τραγούδι αν ανήκει στα ακριτικά, ή στα κοινωνικά - οικογενειακά ή αλλού;

Τρείς χρόνους έχ’ ο Κωσταντής, για νύφη π’ αραδίζει*
να βρεί καλή να βρεί όμορφη, να βρεί γραμματισμένη.

Βρήκε καλή βρήκε όμορφη, βρήκε γραμματισμένη
ο Κωσταντής παντρεύεται, αρχοντοπούλα παίρνει.

Όλο τον κόσμο κάλεσε, στη γης την ξακουσμένη
Τον Γιάννη δεν τον κάλεσε, που ήταν παλιοί συντρόφοι.

Όπου σκοτώνει τους γαμπρούς, και παίρνει τις νυφάδες.

Κι ο Γιάννης πείσμα το 'βαλε, πολύ του κακοφάνει
πάει και τους καρτέρησε, σε τρίχινο γιοφύρι.

Πιάνει της νύφης τ’ άλογο, και του γαμπρού το χέρι

  • γαμπρέ μου τα περατικά*, για να περάσ’ η νύφη

  • πόσα Γιάννη περατικά, να διάβουμε τη νύφη;

  • εννιά χιλιάδες του γαμπρού, και τέσσερις της νύφης.

Η νύφη ήταν φρόνιμη, κι αρχοντομαθημένη
απλώνει στην τσεπούλα της, και βγάν’ εννιά χιλιάδες.

Σχαρκιάδες πάνε κι έρχονται, στης πεθεράς το σπίτι
τα συχαρίκια πεθερά, τα συχαρίκια μάνα.

Η νύφη που σου φέρνουμε, με τ’ άσπρα* ζυγιασμένη
η πεθερά σαν τ’ άκουσε, πολύ της κακοφάνει.

Τσαπί και φτυάρι άρπαξε, σε περιβόλι μπαίνει
να βρει αστρίτη* παρδαλό και οχιά με δυο κεφάλια.

Σαν τα 'βρε τα τηγάνησε, σε αφόρεγο* τηγάνι
κι αυτά σαν ετοιμάστηκαν, στη νύφη τα παένει

  • για πάρε νύφη μ’ μια φορά, για πάρε τρείς και πέντε
  • εμείς αντέτι* το 'χουμε, δεν τρώγουν οι νυφάδες
  • κι εμείς αντέτι το 'χουμε, να τρώγουν οι νυφάδες.

Και παίρνει η νύφη μια φορά, και παίρνει η νύφη δύο

  • νερό μανούλα μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω

  • εγώ νυφούλα μ’ γέρασα, τη βρύση δεν τη φτάνω

  • νερό πατέρα μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω

  • εγώ νυφούλα μ’ γέρασα και δεν μπορώ να πάω

  • νερό ταιράκι μ’ κι έσκασα, νεράκι και πεθαίνω.

Το χαλκοστάμι άρπαξε νερό,να πάει να φέρει
ώσπου να πάει κι ώσπου, να 'ρθεί τη βρίσκει πεθαμένη.

Χρυσό μαχαίρι έβγαλε, απ’ ασημένιο φκάρι*
στους ουρανούς το πέταξε και στην καρδιά του βρέθει.

Παήσαν* και τους βάλανε, τους δυο σ’ ένα κιβούρι.*

Στο ‘να φυτρώνει κάλαμος, και στ’ άλλο κυπαρίσσι
σκυφτογυρίζει ο κάλαμος, φιλεί το κυπαρίσσι.

΄Οσοι διαβάτες κι αν περνούν, όλοι θάμα το κάνουν
το βλέπουν και θαμαίνονται*, και με το νου τους λένε.

Για δέστε τα καψόχρονα, τα καψομοιριασμένα
δεν φιληθήκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα.

*ιδιωματικές εκφράσεις:
αραδίζει - πηγαινοέρχεται, περιδιαβαίνει.
περατικά - πληρωμή.
άσπρα - χρήματα.
αστρίτη - δηλητηριώδες φίδι.
αφόρεγο - καινούργιο, αχρησιμοποίητο.
αντέτι - συνήθεια.
φκάρι - θήκη.
παήσαν - πήγανε.
κιβούρι - τάφος.
θαμαίνονται - συλλογίζονται, απορούνε.

Το τραγούδι ανήκει σε εκείνα που ονομάστηκαν “Παραλογές”, δηλαδή διηγήσεις φανταστικών, όχι πραγματικών γεγονότων.

Ξέρουμε από ποιά περιοχή είναι η συγκεκριμμένη παραλλαγή; Συμφύρονται σε αυτήν το λιγότερο τρία τραγούδια.

Τα “περατικά” είναι συγκεκριμένη, όχι γενική πληρωμή, είναι αυτό που σήμερα λέμε διόδια.

Ο Κωνσταντής - ως κεντρικό πρόσωπο - αναφέρεται σε αρκετά ακριτικά τραγούδια, αλλά και σε άλλα, του δημοτικού μας κύκλου.

Ωστόσο, μ’ αυτή τη μορφή δεν υπάρχει (από όσο ξέρω) καταγραφή, χωρίς φυσικά να αποκλείεται να υπήρχε στην προφορική παράδοση των ακριτικών, και απλά να μην έχει καταγραφεί.

Όμως, σώζεται σε παραλλαγές, όπως λέει και ο Νίκος, με κοινωνικό περιεχόμενο, όπου οι στίχοι, παρεμφερείς, προσαρμόζονται ανάλογα και προκύπτει άλλοτε τραγούδι γάμου και άλλοτε τραγούδι θανάτου.

Υπάρχει τραγούδι με τους εξής στίχους, καταγεγραμμένο στην Ήπειρο (από τον Σ. Καρά):
Ο Κωσταντής κι ο Κωσταντάς κι ο Μικροκωνσταντίνος
τρεις χρόνους επερπάταγε να βρεί καλή γυναίκα
να βρει ψηλή, να βρει λιγνή, να βρει της αρεσκειάς του.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στου Κωσταντή το γόνα
(;;;;;;;;;;:wink:
Κωστάκη μην παντρεύεσαι και μην πολλά ξοδιάζεις,
΄τι σήμερα θα παντρευτείς κι αύριο θα πεθάνεις.

Μια παραλλαγή ακόμα:

Στον Άδη τʼ άργανα λαλούν στον Άδη κάνουν γάμο.
Ρηγόπουλο παντρεύεται βασιλοπούλα παίρνει.
Όλο τον κόσμο τους καλεί, της γης τους ξακουσμένους
το Δίγιανο δεν κάλεσε που’ ταν ανταμακάρης
όπου σκοτώνει τους γαμπρούς και παίρνει τις νυφάδες.

Και ποιον γαμπρό εσκότωσε και ποια νυφούλα πήρε;
το Δήμο τον εσκότωσε, τη Δήμαινα την πήρε.
Και ο Δίγιανος σαν τʼ άκουσε βαριά του κακοφάνη.
Καρτέρι πήγε κι έκανε σε ξύλινο γιοφύρι.
Πιάνει το γκέμι του γαμπρού και τ’ άλογο της νύφης.

Βγάλε γαμπρέ περαστικά να σου περάσει η νύφη
Μα η νύφη πουʼ ταν γνωστικιά, αρχοντομαθημένη,
απλώνει στην τσεπούλα της στην αργυρή την τσέπη
και βγάζει μια και βγάζει δυο και βγάζει εννιά χιλιάδες.
Οι πέντε να΄ναι του γαμπρού κι τέσσερις της νύφης
κι αυτές οι δεκάτεσσερις ναʼναι του σχαρικιάρη
και ο σχαρικιάρης κίνησε στην πεθερά πααίνει.

Καλή σπερά σου πεθερά, καλώς το σχαρικιάρη
τη νύφη σου τη φέρνουμε βαριά ξαγορασμένη
τσ΄ πεθεράς τσ΄φάνηκε πως τσ’ πε γκαστρωμένη.

Τσαπί και φτάρι άρπαξε στο πετροβούνι πάει
και πιάνει φίδι με φτερά κι οχιά με δυο κεφάλια.
Τα πήρε τα τηγάνισε σʼ ένα χρυσό τηγάνι
τα πήρε και τα απίθουσε μπροστά απ’τη νυφούλα

Πάρε νυφούλα μ ’ μια φορά, πάρε νυφούλα μ’ δυο
παίρνει το η νυφούλα, παίρνει το, στα χείλη της το βάζει.
Νερό μανούλα και σκασα, νερό και θα πεθάνω.
Από μικρή στον αργαλειό τη βρύση δεν την ξέρω.
Νερό αστέρι μ’ και σκασα, νερό και θα πεθάνω.

Χρυσό τσουκάλι άρπαξε και για νερό πααίνει.
Όσο να πάει και όσο να΄ρθεί την βρίσκει πεθαμένη.
Χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ αργυρό θουκάρι
ψηλά ψηλά το σήκωσε και στη καρδιά το βάζει.

Τα πήραν και τα θάψανε τα δυο σε ένα κιβούρι
Στοʼ να φυτρώνει κάλαμος και στ’ άλλο κυπαρίσσι
λιγοβεργάει ο κάλαμος φιλεί το κυπαρίσσι.

*Παραλλαγή από τη Θεσσαλία.

Η διάκριση σε Ακριτικά, Παραλογές, Ιστορικά κλπ. αφορά μόνο το περιεχόμενο: είναι μάλλον φιλολογική. Ωστόσο ακόμη και με φιλολογικά κριτήρια δεν είναι πάντοτε σαφές αν ένα τραγούδι είναι ακριτικό ή όχι. Τα ακριτικά ξεκίνησαν ως τραγούδια που εξυμνούσαν άθλους πραγματικών προσώπων (ενδεχομένως μάλιστα και ως συνθέσεις μουσικών που δούλευαν στις αυλές των ίδιων των ακριτών), αλλά με την πολλή χρήση μέσα σε τόσους αιώνες ορισμένα έχουν απομακρυνθεί τελείως από τον αρχικό τους πυρήνα.

Υπάρχει και η άλλη διάκριση, η -ας πούμε- λειτουργική: ανάλογα με την περίσταση όπου κατά παράδοση λέγεται το κάθε τραγούδι, δηλαδή του γάμου, μοιρολόι, εργατικό κλπ. Συμβαίνει συχνά ένα ακριτικό τραγούδι ή μια παραλογή να λέγεται ως γαμήλιο ή ως μοιρολόι (ιδίως αν στη ζωντανή μνήμη έχουν διατηρηθεί μόνο μερικοί από τους στίχους).

Εδώ θα έλεγα ότι η κύρια ιστορία είναι αυτή του Αρχοντογιού (της κακοπαντρεμένης που τη δηλητηριάζει η πεθερά της), που είναι παραλογή. (Βλ. εδώ και ανοίξτε και την «περιγραφή», έχει ενδιαφέρον.) Τα στοιχεία από ακριτικά τραγούδια έχουν μάλλον συμπτωματική παρουσία. Άρα συμφωνώ με το Νίκο Π.:

Τονίζω ωστόσο ότι η ερώτηση είναι κρίσεως και δεν επιδέχεται αντικειμενική αδιαμφισβήτητη απάντηση.

Νίκο, πρόκειται για το γνωστό ζαγορίσιο “ο κωνσταντάκης”. Πολύ όμορφη μελωδία.

Και δυο ακόμη τραγούδια για περισσότερα συμπεράσματα.
Το προηγούμενο τραγούδι, όπως και αυτά τα δυο (δεν γνωρίζω αν έχει γίνει η καταγραφή τους) απαντώνται στην περιοχή των Αγράφων (Θεσσαλικά και Ερυτανικά).

Την νύχτα βγαίν’ ο αυγερινός και το πρωί ο ήλιος
το μεσημέρ’ ο βασιλιάς, να λαγοκυνηγήσει
με 'ξήντα δυο λαγωνικά, με 'ξήντα δυο ζαγάρια
τον Κώστα συναπάντησε, που πάηνε για τη νύφη.

Με τετρακόσια φλάμπουρα, με χίλια παληκάρια
μ’ εννιά ζυγιές λαλούμενα, μ’ εννιά λογιών παιχνίδια
εκεί που στέκουν και βαρούν ο κόσμος καμαρώνει
τα δέντρα περιφέρονται και τα βουνά ραγιούνται.

Πουλάκι πάησε κι έκατσε στου Κωσταντή τη σέλα
μα δε λαλούσε σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι
μα κελαιδούσε κι έλεγε ανθρώπινες κουβέντες
εσύ αύριο Κώστα 'μ χάνεσαι, τη νύφη τι τη θέλεις;

  • Που το 'ξερες πουλάκι μου κι ήρθες και μου το λέγεις;
  • Εψές ήμουν στους ουρανούς, απάνω στους αγγέλους
    και τ’ άκουσα που σ’ έβαζαν με τους αποθαμένους.

Σιγά φίλοι μ’ τα φλάμπουρα, σιγά και τα παιχνίδια
την αρραβώνα μ’ ξέχασα και πάω να την πάρω
τον είδε ο κόσμος κι άφριξε, κι η γης αναστενάζει
τον είδε κι η μανούλα του κι έπεσε να πεθάνει.

-Κώστα μ’ μην είσαι από κρασί, μην είσαι μεθυσμένος;
-στρώσε μανούλα μ’ στρώματα, να πέσω να πεθάνω
και φέρε μου τον Γιάννη μου, για να τον ορμηνέψω
για να του δώσω τ’ άλογο, να πάει για τη νύφη.

Πάρε Γιάννη μ’ τ’ άλογο και σύρε για τη νύφη
κι εκεί σιμά κι εκεί κοντά, στη νύφη που θα φτάσεις
να λιανοπαίξεις τ’ άλογο, μη σε γνωρίσει η νύφη

η νύφη ήταν στα κάγκελα ψηλά στα παραθύρια
-μάνα μ’ στου Κώστα τ’ άλογο, ο Γιάννης είν’ καβάλα

  • κόρη μ’ σαν δεν είν’ ο Κωσταντής, καλός είν’ κι ο Γιάννης
  • εγώ μανούλα μ’ χάνομαι, τον Γιάννη δεν τον παίρνω.

==================================================

Τριών μερών ήμουν γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
ποτές μου δεν ηξάδιασα, λίγο ύπνο να πάρω

και μια λαμπρή, μια πασχαλιά, μια επίσημην ημέρα
στο χέρι μου ακούμπησα, λίγο ύπνον να πάρω
και βαριό - ονειρεύτηκα κακό όνειρο μεγάλο
είδα φωτιά στο σπίτι μου, λύπη στα γονικά μου

βαριά, βαριά αναστέναξε κι εστάθη το καράβι

καραβοκύρης φώναξε, μέσα απ’ το καράβι
ποιός είναι π’ αναστέναξε κι εστάθη το καράβι;
αν είναι απ’ τους δούλους μου, μισθό να τ’ αυγατίσω
κι αν είναι από τους σκλάβους μου, να τον ελευθερώσω

-αφέντη εγώ αναστέναξα κι εστάθη το καράβι
εγώ είμαι από τους σκλάβους σου και να με λευθερώσεις

  • Κώστα γιατί αναστέναξες κι εστάθη το καράβι;

  • γιατί έχω τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
    ποτέ δεν ονειρεύτηκα την όμορφη γυναίκα
    κι απόψ’ είδα στον ύπνο μου, είδα στ’ ονειρό μου
    είδα φωτιά στο σπίτι μου, λύπη στα γονικά μου

  • κατέβα Κώστα στον ταβλά που ‘ναι δεμένοι οι φάροι
    θέλεις τον Γρίβα έπαρε, θέλεις τον Ταξιδιάρη
    θέλεις τ’ αφέντ’ τ’ αγλήγορο τρείς ώρες να σε πάει

κατέβει ο Κώστας στον ταβλά, που 'ταν δεμένοι οι φάροι
φάρος άξιος και αγλήγορος, φάρος κι αντρειωμένος;
δώδεκα μέρες περπατσιά, τρείς ώρες να το πάρει;

όσα φαρίκια τ’ άκουσαν, όλα του ψόφου πέφτουν
και οι φοράδες π’ άκουσαν κι αυτές τα πλάγια ρίξαν
ένας Γρίβας παλαίγριβας, αφρουμανάει και λέει:

  • εγώ είμ’ αξιός κι αγλήγορος, είμαι κι αντρειωμένος
    δώδεκα μέρες περπατσιά, τρείς ώρες να το πάρω
    αυγάτισέ μου το φαί, σαρανταπέντε κούπες
    και δέσε το κεφάλι σου με δυο μακριά μαντήλια
    και δέσε τη μεσούλα σου με τη δική μου μέση

όσο ν’ αφήσει την υγειά, σαράντα μίλια αφήνει
όσο να να πούνε στο καλό, άλλα σαρανταπέντε
σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στ’ αμπέλι πάει κι εστάθη
και βρίσκει τον πατέρα του, σαν καλογριά ντυμένο

  • καλή σου μέρα γέροντα, - καλώς τον ξένο που 'ρθε

  • στο Θεό το ρίχνω γέροντα, αλήθεια να μου ‘δώσεις
    σ’ απού λαλούν τα όργανα, σ’ απού βαρούν νταούλια;

  • στην ερημιά στην σκοτεινιά, στου γιου μου του χαμένου

  • προκάνω γέρο τη χαρά, προτού να στεφανώσουν;

  • αν ειν’ ο φάρος γλήγορος, σπίτι θα τους προκάνεις
    κι αν είν’ ο φάρος άναργος, στην εκκλησιά τους βρίσκεις

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στη βρύση πάει κι εστάθη
και βρίσκει την μανούλα του, σαν καλογριά ντυμένη

  • καλή σου μέρα καλογριά, - καλώς τον ξένο που 'ρθε

  • θα σε ρωτήσω καλογριά, αλήθεια να μου δώσεις
    σ’ απού λαλούν τα όργανα, σ’ απού βαρούν νταούλια;

  • στην ερημιά στην σκοτεινιά, στη χήρα μου τη νύφη
    εψές πήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στη σκάλα πάει κι εστάθη

  • γειά σας χαρά σας άρχοντες κι “ευλόγησον” παπάδες

  • καλώς τον ξένο που 'ρθε 'δω να φάμε και να πιούμε
    καλό ζακόνι που 'χουμε στα τόπια τα δικά μας

  • κακό ζακόνι που ‘χετε στα τόπια τα δικά σας
    δεν βγάζετε τη νύφη σας, για να κερνά τους ξένους
    για φέρτε αυτήν την πέρδικα για να κεράσ’ τον ξένο

  • νάτη η νύφη που ‘ρχεται, στη σκάλα κατεβαίνει
    μωρ’ λυγερή ποιός είν’ αυτός που θέλ’ να τον κεράσεις;
    μην είν’ ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω;

  • δεν είν’ ο πρώτος άντρας μου, να βγεις να τον σκοτώσεις
    είν’ ο πρώτος αδελφός που φέρνει τα προικιά μου

  • αφού είν’ ο πρώτος αδελφός, έβγα να τον κεράσεις

χρυσό ποτήρι άδραξε και πάει να τον κεράσει
την αρραβώνα ο Κώστας έριξε, μέσ’ στο ποτήρ’ της νύφης

κι η νύφη σήκωσε φωνή, όσο κι αν ημπορούσε

σύρτε ξένοι μ’ στα σπίτια σας, δικοί μου στα δικά σας
εμένα ήρθε ο άντρας μου, το πρώτο μου στεφάνι.

Φίλε Άταστε, εννοείς ότι τα ξέρεις εξ ακοής; Δηλαδή λέγονται, έτσι ολόκληρα, επί των ημερών μας; Καταπληκτικό!

Το δεύτερο, σε μυτιληνιά παραλλαγή, υπάρχει -εξίσου ολόκληρο- σ’ έναν από τους πέντε δίσκους της έκδοσης «Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο - Λέσβος». Κρατάει μισή ώρα.

ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

Νίκο, πρέπει να αδειάσεις το γραμματοκιβώτιό σου.

Φίλε Pepe,

ευτυχώς ή δυστυχώς από μνήμης κι εξ’ ακοής τα έχω συγκρατήσει. Δυστυχώς για μένα γιατί κάποια από αυτά έχω αρχίσει και τα ξεχνάω. Με πέντε - έξι φορές το χρόνο που πάω στο χωριό που να τα συγκρατήσεις. Με τις ορχήστρες δεν λέγονται ολόκληρα, αλλά ένα πολύ μικρό μέρος τους για 5, 10 λεπτά το πολύ. Ολόκληρα λέγονται μόνο αντιφωνικά (μερικά από τα οποία κρατάνε και πάνω από μισή ώρα) από ομάδες σε διάφορα γλέντια. Οι γεροντότεροι όμως φεύγουν, τα γλέντια και οι μερακλήδες λιγοστεύουν, άρα και τα τραγούδια…

Υ.Γ. Αν έχεις το τραγούδι της παραλλαγής που ανέφερες, κι έχεις τη διάθεση, παρέθεσε αν θες τους στίχους, είμαι περίεργος να το διαβάσω.

Παραθέτω ακόμη ένα τραγούδι, μπορεί να το ξέρεις κι αυτό, μου φαίνεσαι αρκετά ενημερωμένος πάνω στο θέμα.

Αλέξης εξεκίνησε στην ξενιτιά να πάει
την Μάρω του ορμήνεψε, την Μάρω του ορμηνεύει
όμορφα Μάρω μ’ το παιδί, όμορφα το Γιαννάκη
να τον εστέλνεις στο σχολειό να ψάλει, ν’ αναγνώσει

κι ο Γιάννης εξεκίνησε και στο σχολειό πηγαίνει
ξέχασε το βιβλίο του και την καλαμαριά του
γυρίζει πίσω να τα βρει, γυρίζει να τα πάρει
και βρίσκει την μανούλα του, με τον Οβριό να παίζει

-παίξε τα μάνα, παίξε τα κι αν δεν τα μαρτυρήσω
-τι είδες Γιάννη μ’, τι θα πεις και τι θα μαρτυρήσεις;
-ότι είδα μάνα μου θα πω και θα τα μαρτυρήσω

με μήλα το ξεγέλασε και στο κατώι το πάει
και σαν τ’ αρνάκι το ‘σφαξε και σαν τ’ αρνί το σφάζει
και το τζιέρι τ’ έβγαλε, στη βρύση το παένει

μ’ εννιά νεράκια το πλυνε κι αυτό δε λαγαρίζει
και πίτα πάει και το φτιαξε, σε αφόρεγο ταψάκι
βάζει τα σκώτια στον ταβά, τα “μέσα” εις το πιάτο

νάτος και ο Αλέξης που 'ρχονταν στο Γρίβα του καβάλα
να φέρνει αρκούδια ζωντανά και λάφια μερωμένα
να φέρνει ένα λαφόπουλο, να παίξει ο Γιαννάκης

  • Καλή σου μέρα Μάρω μου, - Καλώς τον τον Αλέξη
  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • ο Γιάννης πάει στο δάσκαλο, να ψάλει ν’ αναγνώσει

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο δάσκαλο πηγαίνει

  • δάσκαλε που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • εννιά μερούλες σήμερα, Γιάννης εδώ δεν ήρθε

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο σπίτι του πηγαίνει

  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • ο Γιάννης πάει στα πρόβατα, να παίξει με τ’ αρνάκια

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στα πρόβατα πηγαίνει

  • καλή σας μέρα πιστικοί, - καλώς τον τον Αλέξη
  • Τσοπάνοι που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • εννιά μερούλες σήμερα, Γιάννης εδώ δεν ήρθε

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, στο σπίτι του πηγαίνει

  • Μάρω μ’ που είναι το παιδί, που είναι ο Γιαννάκης;
  • κάτσε Αλέξη μ’ να φας ψωμί, να φας να γιοματίσεις
    κι ύστερα πάρε τα βουνά, δίπλα τα μονοπάτια
    μην έβρεις το Γιαννάκη μας το μοναχό παιδί μας
  • γυναίκα φέρε μου ψωμί να πικρογιοματίσω
    να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα μονοπάτια
    μην έβρω το Γιαννάκη μας, το μοναχό παιδί μας

φέρνει τα σκώτια στον ταβά, τα “μέσα” εις το πιάτο
και κάθεται να φάει ψωμί, να πικρογιοματίσει
και το ταψάκι έκρινε, κι η πίτα γλώσσα βγάνει

  • αν είσαι Τούρκος φάε ψωμί, κι Οβριός κατάλυσε το
    κι αν είσαι ο πατέρας μου, μην τρως και μαγαρήσεις
  • Μάρω μ’ τι λέει το ταψί, Μάρω μ’ τι λέει η πίτα;
  • ξέρω κι εγώ αντρούλη μου, τι θάμα είναι τούτο;
    άστο να λέει το ταψί, άστη να λέει η πίτα

απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει
στον ώμο του τη φόρτωσε, στο μύλο την παένει
και πρόσταξε το μυλωνά, να βάλει μπρος το μύλο
και το σπαθί του έβγαλε, λιανά λιανά την κάνει
κοψίδια κάνει το κορμί, ο μύλος να τ’ αλέσει

άλεσε μύλε, άλεσε της λυγερής κοψίδια
και βγάλε αλεύρι κόκκινο και την πασπάλη μαύρη
να δώσω στους γραμματικούς, να γράψουνε το ντέρτι
το ντέρτι που ‘χω στην καρδιά, για τ’ ακριβό παιδί μου.

Να παρέμβω εγώ, στο μεταξύ. Το τραγούδι είναι η πασίγνωστη και σε εκατοντάδες παραλλαγές καταγραμμένη παραλογή της μάνας φόνισσας. Σε ποιά περιοχή είναι το χωριό σου, Άταστε; (αν και δεν έχει πολλή σημασία, περίπου έτσι είναι η ιστορία, απανταχού της Ελλάδας).

κ. Πολίτη,

από αυτήν την περιοχή είναι το χωριό μου: www.youtube.com/watch?v=MakcjpNyKSU

Τα ακριτικά τραγούδια τα συναντάμε σε όλο τον Ελλαδικό χώρο;

Και ένα άλλο τραγούδι που αναφέρεται στο παζάρεμα των γυναικών, που γινόταν τα παλιά χρόνια, το έχω ακούσει σαν έθιμο στον κάμπο της Θεσσαλίας για αλλού δεν γνωρίζω.

Ένας παππάς λειτούργαγε, σ’ ενά ‘ρημό ‘ξωκκλήσι
κι απ’ το πολύ το διάβασμα κι απ’ την ψαλμωδία
τρεμούλιασαν τα χέρια του κι έπεσε το ποτήρι

όλο το βιο του ξόδιασε, και σχωρημό δε βρίσκει
στην παππαδιά ξαπόμεινε κι αυτή την παζαριάζει
την πήρε και την πήγαινε, σε φοβερό παζάρι
κανείς δεν τ’ αποφάσιζε, για να την παζαριάσει

κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, αυτού την παζαριάζει

  • πόσο παππά μου την καλή, πόσο την μαυρομάτα;
  • τα όμορφα τα μάτια της, τα δίνω χίλια γρόσια,
    τα δυο γραμμένα χείλη της, τα δίνω δυο χιλιάδες,
    το λυγερό της το κορμί, αμέτρηρες χιλιάδες

εκεί που την παζάρευε στέκει και την ρωτάει:

  • πούθε κορή μ’ το σόι σου και πούθε η σειριά σου;

  • είχα πατέρα στρατηγό, πατέρα καπετάνιο
    είχα αδελφό μικρότερο, που με τους κλέφτες πήγε

  • για πες μου κόρη μου καλή, σημάδια τ’ αδελφού σου;

  • είχε ελιά στο μάγουλο, ελιά και στη μασχάλη
    και στ’ ακρινό το δάχτυλο, φορούσε αρραβώνα

  • κράτα παππά μου την καλή, κράτα την μαυρομάτα
    τα γρόσια που σου μέτρησα, προικιό της αδελφής μου.

Ε, η ορεινή Αργιθέα είναι πραγματικό χρυσωρυχείο λαογραφικού πλούτου, τόσο στα τραγούδια όσο και στη μουσική και το χορό.

Τα λεγόμενα ακριτικά τραγούδια είναι αρκετά διαδεδομένα, όμως υπάρχουν και πολλές περιοχές όπου έχουν ξεχαστεί και δεν τραγουδιούνται. Σε άλλες, πάλι, όποως στην περιοχή σας ή π.χ. στην Κάρπαθο, είναι πολύ δημοφιλή με αποτέλεσμα να σώζωνται πολλά, μέχρι σήμερα. Πάντως, ο όρος “ακριτικό” τραγούδι μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένος: ελάχιστοι από τους “ήρωές” τους ήταν ακρίτες, με την έννοια του πολεμιστή που υπερασπίζεται τα σύνορα. Στα τραγούδια αυτής της ομάδας περιγράφονται και άλλοι “αντρειωμένοι”, όχι μόνο ακρίτες.

Α, από την Αργιθέα, ε; Πρόσφατα άρχισα να υποψιάζομαι πόσο σημαντική παράδοση έχει αυτή η περιοχή. Να σε ρωτήσω φίλε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;

Νομίζω πως ο συσχετισμός της Αργιθέας με την Κάρπαθο δεν είναι καθόλου άστοχος. Φαίνεται πως ο βασικός χορός/σκοπός για τέτοιου είδους τραγούδια στις δύο περιοχές, ο Συρματικός της Καρπάθου και ο Κλειστός της Αργιθέας, έχουν έντονες αναλογίες μεταξύ τους σε επίπεδο λειτουργικό, αλλά και μουσικό και χορευτικό. Συγκρίνετε:

Συρματικός 1 (σόρι για το απαράδεκτο περίβλημα -πάντως και στην πραγματικότητα περίπου έτσι γίνεται, μόνο που γίνεται όμορφα)
Συρματικός 2
Κλειστός 1
Κλειστός 2

Να σε ρωτήσω φίλε Άταστε, ο «Κλειστός» είναι ένας μόνο σκοπός για όλα τα τραγούδια;

Στην Κάρπαθο το παραπάνω τραγούδι είναι συρματικό και έχει ως εξής:

Ένας κοντός κοντούτσικος έχει όμορφη γυναίκα.
Ζηλεύγει τον η γειτονιά, ζηλεύγει τον η χώρα,
ζηλεύγου’ τον οι άρχοντες κι όλα τα παλικάρια.
Όσο ζηλεύγει ο βασιλιάς κανένας δε ζηλεύγει.
Να του τη πάρου’ δεν μπορού’, να του τη κλέψουν όχι.
Αφού ΄δασι κι επόδασι
[=αφού είδαν κι απόειδαν], τίποτε δεν εκάμα’,
του βγάλασι λογαριασμό δέκα χιλιάες γρόσια.
Πιάνει, πουλεί το σπίτι του, πουλεί και τα χωράφια,
πούλησε και τ’ αμπέλια του και τα κανακαριά του
[=την κληρονομιά του].

Επούλαε κι επούλαε και πάλε δεν τα πιάσε.
Μόνο η γυναίκα του ‘μεινε και πάει να την πουλήσει.
Από το χέρι τη βαστά και στο γιαλό πηαίνει
απ’ αρμενίζουν κάτεργα, απού περνού’ καράβια.
-Καράβια, ελάτε αράξετε, σταθείτε για παζάρι.
Ποιος παίρνει κόρην όμορφη με τα ωραία μάτια;
Κι ένας μικρός γενίτσαρος ήβγεν από τις φούστες
[=είδος πλοίου].[i]
-Πόσο, κοντέ, την όμορφη; Πόσα φλουριά τη δίνεις;
-Τα δυο της χείλη χίλια εχου’, τα φρύ(δ)ια δυο χιλιάες,
κι ο ‘ύρος της πο(δ)ΐτσας της πύργον εξαοράζει,
όχι το πύργο μοναχά, και τη βασιλοπούλα.
Βγάλλει τ’ αργυροπούγκι του κι αμέτρητα τα δίνει
κι απού το χέρι την αρπά, στη τέντα την επαίρνει.

Κι ένα πουλάκι κηλαεί στη τένταν αουπάνω:
-Για δες κρίμα που γίνεται στη τένταν αουκάτω,
φιλά αερφός την αερφή κι άθρωπος δεν το ξέρει.
Κι ο νιότερος εγροίκησε και βαριανεστενιάζει:
-Για πε μου, κόρη Μαυριανή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Στ’ ανάθεμα και στην οργή κι εμού και τη γενιά μου.
Η μάνα μου είν’ 'πού το Μωριά κι αφέντης ‘πού τη Κρήτη,
κι είχα αερφό γενίτσαρο, κι επήρα’ τον οι κλέφτες.

Κι ο νιότερος εγροίκησε πως ήτον αερφή του,
σιγά σιγά ανεστένιαξε και πόνεσε η ψυχή του:
-Σύρε, κόρη, στον άντρα σου, κι εγιώ ‘μ’ ο αερφός σου,
κι έπαρε και χαιρετισμό να (δ)ώκεις τω’ γονιώ’ σου[/i].

Είναι η παραλογή «Αναγνώριση αδερφής από τον αδερφό». Τέτοιες ιστορίες, με ήρωες που πέφτουν από τη μια κακοτυχία στην άλλη και σταδιακά χάνουν κάθε ελπίδα σωτηρίας (ταξιδεύουν, χάνονται, ναυαγούν κλπ.) μέχρι που, στο χείλος της τελικής καταστροφής, δίνεται μια απροσδόκητη λύση με συμπτώσεις και αναγνωρίσεις, θυμίζουν τις ιστορίες από το «Δεκαήμερο» του Βοκακίου (περ. 1300) που συμπτωματικά διαβάζω αυτές τις μέρες. Θα ήταν, φαίνεται, μόδα κατά το Μεσαίωνα.

Πράγματι.

Καθυστερώ αλλά δε σε ξέχασα!