Παραδοσιακό τραγούδι

Έλα ντε! Δεν βρίσκεται ένα καριοφίλι και φυσέκια; κανένας δεν κρατάει!

Δεν έχω λόγο να διαφωνήσω με τα παραπάνω.

Και μια ακόμα παραλλαγή, που αναφέρεται στον γυρισμό του ξενιτεμένου, γνώριζα μόνο ένα μικρό μέρος στην αρχή, το υπόλοιπο μου το είπε, ένας συγχωριανός μου:

Τώρα είναι Μάης κι άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι
τώρα κι ο ξένος βούλιεται, στον τόπο του να πάει
βουλιέται μια, βουλιέται δυο, βουλιέται τρείς και πέντε
και από τις πέντε και μετά άλλο δεν περιμένει

νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλυβώνει
βάζει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
και τα καλυβοσφύρια του, αγνό μαργαριτάρι
περνά λαγκάδια και βουνά, βίγλες και βιλαέτια

σκαλιά βαρεί το Γρίβα του, σε βρύση πάει και στάθει
βρίσκει μια κόρη που 'πλενε, σε μαρμαρένια γούρνα
της ομιλεί δεν του μιλεί, της κρένει δεν του κρένει

-κόρη μ’ για βγάλε μου νερό, καλό της μοίρας να 'χεις
να πιει ο Γρίβας μου κι εγώ λίγο να ξεδιψάσω

σαράντα σίκνους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδε
κι απάνω στις σαράντα δυο, τη βλέπει δακρυσμένη

  • γιατί δακρύζεις λυγερή και βαριαναστενάζεις;
    σ’ ακούει η γης μαραίνεται, τόπος δεν χορτιαριάζει
    μήπως πεινάς, μήπως διψάς, μην’ έχεις κακιά μάνα;

  • ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούδ’ έχω κακιά μάνα
    άνδρα έχω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνια
    ακόμα δυο τον καρτερώ και τρεις τον παντυχαίνω
    κι αν δεν φανεί, κι αν δεν ερθεί, καλόγρια θα γένω
    θα πάω σ’ έρημο βουνό, να μπω σε μοναστήρι
    και στο κελί θα σφαλιστώ και θα μαυροφορέσω
    αυτόν θα τρώει η ξενιτιά κι εμέ το μαύρο ράσο

  • κόρη μ’ ο άντρα σ’ πέθανε, ο άντρας σου εχάθη
    ψωμί, κερί του μοίρασα, και είπε να τα πληρώσεις
    του δάνεισα κι ένα φιλί και είπε να μου το δώσεις

  • ψωμί, κερί αν του 'δωσες, διπλά θα στα πληρώσω
    μα το φιλί που του 'δωσες, δε θα στο ξεπληρώσω
    κάλλιο να δω το αίμα μου, στη γη να κοκκινίζει,
    παρά να δουν τα μάτια μου, ξένος να τα φιλήσει

  • κόρη μ’ εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου

  • δεν είσαι 'συ ο άντρας μου και θες να με γελάσεις

  • δεν είμαι όπως ήμουνα, γι’ αυτό δεν με γνωρίζεις
    με γέρασαν τα βάσανα, της ξενιτιάς οι πόνοι
    θέλησα να ξενιτευτώ, να κάνω λίγες μέρες
    κι η ξενιτιά με γέλασε κι έκανα δέκα χρόνια

  • πες μου σημάδια της σειριάς, πες μου κι απ’ το κορμί μου
    κι αν τα γνωρίζεις όλα αυτά, τότε θα σε πιστέψω

  • η μάνα σου απ’ τα Γιάννενα, ο πατέρας σου απ’ την Πόλη
    έχεις στο μάγουλο ελιά, ελιά και στη μασχάλη
    κι ανάμεσα στα στήθια σου, ήλιο με το φεγγάρι

    σαν πέρδικα πετάχτηκε, στην αγκαλιά του ευρέθη

  • εσύ 'σαι ταίρι μου γλυκό, εσύ 'σαι κι ο καλός μου
    η ξενιτιά σε χαίρονταν κι εγώ είχα τον καημό μου.

Πω πω ρε φίλε! Τι ωραία παραλλαγή! Χορταστική! Λίγο στο τέλος μου 'λειψε που δεν έχει τα τρία στάδια των σημαδιών (αυλής, σπιτιού, κορμιού), αλλά έχει τόσα άλλα που αποζημιώνει. Και το άκουσες προφορικά, ε; Φαίνεται πως είναι χρυσωρυχείο τα μέρη σου.

Κλειστό κι αυτό, να υποθέσω;

Δυο σχόλια:
α) Αυτή τη σπάνια λέξη, [i]σίκνους /i, τη λένε στο συγκεκριμένο τραγούδι και στην Κάρπαθο: σαράντα σίκλες έβγαλε. Φυσικά στην καθημερινή γλώσσα είναι άγνωστη.
β) Στα σημάδια του κορμιού, εκτός από ανάμεσα στα στήθια σου τον ήλιο το φεγγάρι έχω ακούσει ή διαβάσει, δε θυμάμαι πού, και μια άλλη εκδοχή που μ’ αρέσει πολύ: κι ανάμεσα στα στήθια σου μικρή δαγκωματίτσα!

Μαννα φονισσα

Αυτο που μου ελεγε η γιαγια μου παει ετσι…

Ο βασιλιας Αλεξανδρος πηγε να κυνηγησει
λαγους ελαφια για να βρει και πισω να γυρισει
Κι ενα μικρο ελαφοπουλο να παιζει ο Κωσταντινος

Και καπου στο τελος

Αν εισαι τουρκος φαε με, ρωμιος καταπωσε με
μα αν εισ’ ο πατερουλης μου, σκυψε και φιλησε με

Χρυσο μαχαιρι εβγαλε απ’ αργυρο θυκαρι
μια δινει στη Λυγερη της κοβει το κεφαλι

Και στο τελος πηγε το κεφαλι της στο μυλο να το αλεσει και λεει

Αλεσε μυλε αλεσε σιταρι και κριθαρι
αλεσε και της Λυγερης το πλουμιστο κεφαλι
για να το δουν οι Λυγερες να μην το κανει αλλη

Και στη μεση οταν εψαχνε ο βασιλιας τον Κωσταντινο ελεγε

Γεια σου χαρα σου Λυγερη και πουν ο Κωσταντινος

Τον επλυνα τον χτενισα στη μανα σου πηγαινει

Βιτσια δινει τ’αλογου του στη μανα του πηγαινει

Γεια σου χαρα σου μανα μου και πουν’ ο Κωσταντινος

Εχω τρεις μερες να το δω τρεις να τον απαντησω
Αν δεν τον δω και σημερα θα τονε λυσμονησω

ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΛΛΑ ΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ
ΠΑΝΤΩΣ ΑΝ ΤΟ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ 10000 ΦΟΡΕΣ, 10000 ΦΟΡΕΣ ΕΧΩ ΚΛΑΨΕI

Οποιος ξερει αυτη την παραλλαγη ολοκληρη θα την ηθελα

Φίλε pepe,

συγνώμη που καθυστέρησα να σου απαντήσω, επιστρέφω με μερικά τραγούδια:

Όχι στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων τραγουδιέται συρτό στα τρία.

Έκανα ένα ορθογραφικό λάθος, ήθελα να γράψω σίκλους και όχι σίκνους.

1. Κλειστός χορός

Τ’ αηδόνια της ανατολής και τα πουλιά της δύσης
βιγλίζουν την ανατολή και τα μερά της δύσης
βιγλίζουν κι ένα νιούτσικο, που πάει να μεταλάβει
μπροστά πηγαίνει η μάνα του και πίσω η αδελφή του
στη μέση πάει ο νιούτσικος, σα μήλο μαραμένο
σαν μήλο σαν τριαντάφυλλο, σαν παλικάρι που ‘ναι
είδαν ‘κκλησιές και ράγισαν, τα μοναστήρια σείσκαν
κι απ’ τ’ Άγιο βήμα ακούγεται ανθρώπινη κουβέντα
πού πάς οβριά με το σκυλί, σκυλί μαγαρισμένο;
κι η μάνα του τον ρώτησε κι η μάνα του του λέει

  • Δήμο τι κρίμα έκανες κι είσαι κριματισμένος;
  • Θυμάσαι μάνα μ’ τον παλιό καιρό και τα παλιά ζαμάνια;
    θυμάσαι όταν κούρσεβαν οι Τούρκοι τους Ρωμαίους;
    πήγα κι εγώ και κούρσεψα ‘κκλησιές και μοναστήρια
    έδεσα και το Γρίβα μου, πίσω απ’ τ’ Άγιο βήμα
    κι ο Γρίβας με τα νύχια του και με τα πεταλά του
    έσκαψε μάνα μ’ κι έβγαλε τριών μερών νυφούλα
    κι έσκυψα και τη φίλησα, κι είμαι κριματισμένος.

2. Κλειστός χορός

Σήμερα Τρίτη τρείς κι εννιά κι αύριο γυρίζει ο χρόνος
σήμερα ζεύγει ο Κωσταντής, με νιούτσικο ζευγάρι
φτιάχνει τ’ αλέτρι απ’ οξυά και το ζυγό από πεύκο
φτιάχνει και την αξάλι του, κορφή από κυπαρίσσι
σαράντα στάσεις έκανε, ώσπου να γιοματίσει
κι άλλες σαραντατέσσερις ώσπου να δειλινιάσει
πουλάκι πήγε κι έκατσε, στου Κωσταντή το γόνα
δεν κελαηδούσε σαν πουλί, ουδέ σαν χελιδόνι
παρά λαλούσε κι έλεγε, ανθρώπινη κουβέντα

  • εσύ Κώστα μ’ θα χαθείς, τα στάρια τι τα θέλεις;
  • πού το 'ξερες πουλάκι μου κι ήρθες και μου το λέγεις;
  • εψές ήμουν στους ουρανούς κι εκείθε φέρνω νέα
    άκουσα πώς σ’ ανάγνοναν με τους αποθαμένους
    σε μια ραχούλα ανέβηκε κι αγνάντευε τον κάμπο
    με το μαντήλι στο λαιμό το βαριοκεντημένο
    είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα
    κι ο Χάρος τον καρτέρησε σ’ ένα μεγάλο αλώνι
  • γειά σου χαρά σου Χάροντα, - καλώς τον, τον λεβέντη
  • λεβέντη μ’ μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου
  • δίχως ανάγκη κι αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω
    και πιάστηκαν και πάλευαν ώσπου να ξημερώσει
    εννιά φορές ο Κωσταντής βάνει το Χάρο κάτω
    στο τέλος αναστέναξε βαριά αναστενάζει:
  • άσε με χάρε, άσε με ακόμα δυο χρονάκια
    έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί στο ζύγι
    έχω παιδιά πολύ μικρά κι ορφάνια δεν τα πάει
    έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει
    κι ο Χάροντας απάντησε κι ο Χάρος απαντάει
  • τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται
    και τα παιδιά φυλάγονται κι η χήρα κυβερνιέται.

3. Τσάμικος χορός

Ένας πασάς ροβόλαγε στης Βουργαριάς τον κάμπο
τον κάμπο τον εζήλεψε με τα νερά που τρέχαν
στέλνει ζευγάρια δώδεκα, ζευγίτες δεκαπέντε
στέλνει κι ένα κρασόπουλο να πίνουν οι διαβάτες
βάζει και κρασοπώλησα, μικρή Βουργαροπούλα
όσους διαβάτες αν περνούν, να τους κερνά να πίνουν
πέρασε κι ένας έμπορος, πραματευτής μεγάλος
-Βουργάρα μ’ το κρασί σ’ ξυνό και το ρακί φαρμάκι
τα χείλη σου είναι ζάχαρη, τα μάγουλά σου μέλι
μέσ’ το μοριά καζάντησε και πεντακόσια γρόσια
σε μια βραδιά τα ξόδιασε, με μια Βουργαροπούλα

  • πάρε Βουργάρα μ’ τα φλουριά, για σένα χαρισμά σου
    τις απαλάμες βάρεσε, τις δούλες της φωνάζει
  • δούλες μου στρώστε στον οντά, στρώστε μου το κρεβάτι
    βάλτε μοσχοπροσκέφαλο και καριοφύλι στρώμα
    στην άκρη το κρεβάτι μου, στη μέσ’ το μαξιλάρι
    και το πρωί ο πραματευτής σηκώθηκε από τον ύπνο
    πήρε νερό και νείβονταν, μαντήλι και σφουγκιόταν
    και της Βουργάρας έλεγε και της Βουργάρας λέγει:
  • Βουργάρα μ’ δώσ’ μου τ’ άσπρα μου, δώσ’ μου και τα φλουριά μου.

4. Κλειστός χορός

Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
σήμερα θε να κατεβώ κάτω σε κρύα βρύση.
Για ν’ άβρω την αγάπη μου, να την περισκανιάσω,
την ήβρα και την σκάνιασα, νισάφι δεν της κάνω.
-Εγώ ήβρα κι αρραβώνιασα, να βρείς κι εσύ να πάρεις,
κι αν θέλεις κι αν καταδεχτείς, νουνά να στεφανώσεις.
-Έχω μανούλα παπαδιά,θα πάω να την ρωτήσω.
-Τ’ ακούς μανούλα παπαδιά τι παραγγέλνει,
ο φίλος, ο άπιστος ο σκύλος;
-Κορ’ ήβρε κι αρραβώνιασε, να βρω κι εγώ να πάρω,
κι αν θέλω κι αν καταδεχτώ, να πάω να στεφανώσω.
-Σήκω κορίτσι μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου,
σα ‘βάνει για να στολιστεί, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιο τον μισό και το φεγγάρι ακέριο.
Φτιάχνει στεφάνια από φλουρί και τα κεριά απ’ ασήμι,
και τα στεφανομάντηλα, αγνό μαργαριτάρι.
Παίρνει συντέκνες δώδεκα, συντέκνους δεκαπέντε
και κίνησε και πήγαινε, σαν κυρ’ νουνά πού ήταν.
Την είδε ο κόσμος κι άφριξε, κι η γης ανατρομάζει.
Την είδε ο δόλιος ο παππάς, χάνει τα γραμματά του.
Την είδε και ο κυρ’ γαμπρός κι έπεσε να πεθάνει.
-Αλλιώς παπά μ’ τα γράμματα, αλλιώς και τα στεφάνια,
να γίνει η νύφη μας νουνά, κι η κυρ’ νουνά μας νύφη.

5. Κλειστός χορός

Βασιλικιέ μου τρίκλωνε, με τα σαράντα φύλλα
σαράντα σ’ αγαπήσανε και πάλι εγώ σε πήρα
θαμαίνομαι, λογίζομαι το πού να σε φυτέψω

να σε φυτέψω σε βουνό, φοβάμαι απ’ τον αέρα
να σε φυτέψω σε γυαλό, φοβάμαι απ’ το κύμα
να σε φυτέψω σε στρατί, φοβάμαι τους διαβάτες
να σε φυτέψω στην αυλή, να σε συχνοποτίζω;

θα σκίσω την καρδούλα μου, να σε φυτέψω μέσα
ν’ απλώσεις ρίζες και κλωνιά να πλατοκλωναριάσεις

για να πατώ τις ρίζες σου, να σώνω τις κορφές σου
για ν’ αγναντεύω από ψηλά, όλη την οικουμένη
για ν’ αγναντέψω και να δω, την πόλη πώς τουρκεύει

πήραν την πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη
πήραν την Παπαντώναινα με δεκαοχτώ νυφάδες
όλες οι νύφες περπατούν κι όλες οι νύφες τρέχουν
μα η νύφη η μικρότερη δεν περπατάει, δεν τρέχει

γυρίζει πίσω η πεθερά, τη νύφη κουβεντιάζει

  • γιατί νύφη μ’ δεν περπατάς, γιατί νύφη δεν τρέχεις;
    μη σε βαρούν τ’ ασήμια σου κι αυτές οι μπουλαμάδες;

  • ούτε τ’ ασήμια με βαρούν, ούτε οι μπουλαμάδες
    μόν’ με βαρούν στα πόδια μου, του γιου σου τα φαρμάκια
    άφκα παιδί παραμικρό, μικρό στη σαρμανίτσα
    το βράδυ κλαίει για το σιργιάν και το πρωί για μάνα.

6. Κλειστός χορός

Τίποτα δεν εζήλεψα ‘δω στον απάνω κόσμο
σαν τ’ άλογο τ’ αγλήγορο, σαν το γοργό ζευγάρι
σαν τη γυναίκα την καλή, που να τιμάει τον άντρα

όταν τον βλέπει να 'ρχεται όξω να περιμένει
να στέκει ορθή, να τρώει ψωμί, να τον κερνάει, να πίνει

παντρεύεται ο τρανίτερος, πήρε άσχημη γυναίκα
παντρεύεται ο μικρότερος, πήρε όμορφη γυναίκα
κι αγάπησε τρανίτερος, μικρότερου γυναίκα

γυρίζει ο τρανίτερος, στη νύφη κουβεντιάζει

  • εγώ νύφη μ’ σ’ αγαπώ, γυναίκα θα σε πάρω

  • αν μ’ αγαπάς αντραδελφέ κι αν θέλεις να με πάρεις
    τον αδελφό σου σκότωσε και τότε να με πάρεις

  • όρμηνεψε νυφούλα μου, το πως να τον σκοτώσω

  • πατέρας σας σας άφησε, αμπέλια και χωράφια
    σύρτε να τα μοιράσετε τα αμπελοχώραφά σας
    ώθε είναι πλάγια και γκρεμοί, δώστα στον αδελφό σου
    κι ώθε είναι λάκες κι ίσωμα κράτα τα μοναχός σου
    κι αν είναι παράφορος αυτός, ρίξε και σκότωσέ τον

εκεί σιμά εκεί κοντά, σιμά που θε να σώσουν
αντάμα έχουν τους φάρους τους, σ’ έναν ταβλά δεμένους

  • λύσε αδελφέ μου τ’ άλογο, να δέσω το δικό μου
    γιατί κλωτσόνται τ’άλογα, μαχευομάστ’ αντάμα
  • κάλλιο να σκάσουν και τα δυο παρά να μαχευτούμε
    κατάλαβα αδελφάκι μου, που 'χεις γυναίκα λόγια
    γυναίκια λόγια μην ακούς, γυναίκα μην πιστεύεις
    γυναίκες παίρνεις δώδεκα, μωρόζες δεκαπέντε
    πίσω αδελφός δεν γίνεται, 'δω στον απάνω κόσμο.

7. Τραγούδι της τάβλας

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ έδιωχνε από το πατρικό μου
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει να φύγω
φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιόντας
παίρνω ένα στρατί στρατί, στρατί και μονοπάτι
έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες
έχετε γεια γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες
εγώ πάω στα Γιάννενα στου Μπέη τα σαράγια
βρίσκω τον Μπέη νίβονταν σε μαστραπά ασημένιο

  • καλή σου μέρα Μπέη μου, - καλώς τηνε τη βλάχα
    βλάχα μ’ τι είναι ο ερχομός, τι είναι το ερωτημά σου;
  • εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, εγώ είμαι η παινεμένη
    που 'χα τα χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια
  • σαν τα 'χες ποιός τα βόσκαγε και ποιός τα σαλαγούσε;
  • είχα τσοπάνους δώδεκα και δούλες δεκαπέντε
    κι ανάμεσα στα δυο βουνά δώδεκα μύλοι αλέθουν
    και στον αφρό του γαλατιού τρία κορίτσια πλένουν
    το να πλένει τους άρρωστους, τ’ άλλο τους λαβωμένους
    το τρίτο το καλύτερο πλένει τους σεβαστάδες
    λύκος να φάει τα πρόβατα, λύκος να φάει τα γίδια
    εγώ ήρθα στα Γιάννενα, στου Μπέη τα σαράγια.

Επίσης, τα τραγούδια στο μήνυμα # 23, # 30, # 32 είναι κλειστός χορός, και στο μήνυμα #34 είναι συρτό στα τρία.

Υ.Γ. Κα Ελένη, ήθελα να ρωτήσω αν η Θεσσαλική παραλλαγή που παραθέσατε στο μήνυμα # 27 υπάρχει σε κάποιο βιβλίο;

Ευχαριστώ.

Μα τι πλούτος! Μπράβο ρε Άταστε, να χαίρεσαι το χωριό σου και τα τραγούδια σας! (Φυσικά κυριολεκτώ, μη φανταστεί κανείς ότι ειρωνεύομαι).

Το 4 (παραλογή «Της κουμπάρας που έγινε νύφη»), το 5 και το 6 (παραλογή «Τ’ αγαπημένα αδέρφια και η άπιστη γυναίκα») τα έχω σε ηχογράφηση, αντίγραφο από κάποια παλιά αργιθεάτικη κασέτα. Φυσικά οι ηχογραφήσεις είναι σύντομες, κι έτσι ειδικά το 5 δε φανταζόμουν ότι θα κατέληγε στην Πόλη, αφού μέχρι εκεί που το ηχογράφησαν οι στίχοι είναι ερωτικοί. Επιπλέον έχω ακούσει τις αντίστοιχες καρπάθικες παραλλαγές του 6 σε δίσκο και του 4 σε πανηγύρι (και τα δύο συρματικά).

Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι το 2. Από το σημείο όπου ανταμώνουν ο Κωσταντής κι ο Χάρος, το τραγούδι αυτό είναι γνωστό σε αρκετές περιοχές ως «Ο βοσκός κι ο Χάρος»: το έχω ακούσει σε δίσκους από την Κάρπαθο -πάλι συρματικό- και την Ήπειρο. Στηριζόμενος σ’ αυτό και σε 2-3 άλλα τραγούδια ο Αλέξης Πολίτης (του οποίου το βιβλίο διάβασα καθ’ υπόδειξιν του δικού μας Νίκου Πολίτη, και μία των ημερών θα σας γράψω εκτενώς τη γνώμη μου) βγάζει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση: ότι οι ήρωες των ακριτικών τραγουδιών σε πολλές περιοχές μετέπεσαν σε βοσκούς, επειδή οι ίδιοι οι ακρίτες ως θεσμός είχαν ξεχαστεί από πολλές γενιές, και οι ισχυροί τσελιγκάδες ήταν οι μόνοι εκπρόσωποι παρόμοιας τοπικής εξουσίας που να ανήκουν στην πραγματικότητα και τις προσλαμβάνουσες του λαού. Έτσι οι ιδιότητες και τα πεπραγμένα (πραγματικά ή μυθικά) των ακριτών αποδόθηκαν σε βοσκούς.
Όμως ο Πολίτης αυτό απλώς το υποθέτει: δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο τραγούδι το οποίο να γνωρίζει και σε παραλλαγή με ακρίτη και σε παραλλαγή με βοσκό. Συγκεκριμένα για το «Βοσκό και το Χάρο» γράφει ότι σίγουρα προέρχεται από μεταλλαγή της αντίστοιχης πάλης του Διγενή [με το Χάρο]. Πράγματι, ανάμεσα σε διάφορα τραγούδια για την πάλη του Διγενή με το Χάρο υπάρχει ένα, το ποντιακό «Ακρίτας κάστρον έχτιζε», που έρχεται σχετικά κοντά τόσο στο «Βοσκό και το Χάρο» όσο και στο αργιθεάτικο με τον Κωσταντή και το Χάρο. Η ομοιότητα όμως είναι γενική, σε επίπεδο περιεχομένου, όχι σε συγκεκριμένους στίχους ή φράσεις. Όποιος και να άκουγε ή να διάβαζε αφενός το Διγενή και αφετέρου το Βοσκό, θα υποπτευόταν, όπως ο Πολίτης, κάποια συγγένεια, χωρίς όμως να μπορεί να την αποδείξει.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο «Κωσταντής κι ο Χάρος» είναι ακριβώς η απόδειξη που έλειπε, ο χαμένος κρίκος που συνδέει το ακριτικό με το «βοσκίστικο», ας το πούμε έτσι, τραγούδι. Όλη η εισαγωγή, με τον ήρωα να οργώνει και το πουλί να έρχεται στο αλέτρι να του πει το μαντάτο, αναφέρεται σαφώς στον Διγενή -είναι γνωστή από ένα άλλο τραγούδι του, πάλι ποντιακό (πιθανώς να τραγουδιέται και αλλού βέβαια), «Ακρίτας όντας έλαμνεν», όπου όμως το μαντάτο είναι ότι του έκλεψαν τη γυναίκα, οπότε η συνέχεια είναι διαφορετική. Εφόσον όμως το τι ακριβώς έκανε ο Ακρίτης όταν έμαθε το μαντάτο δεν έχει και τόση σημασία για την κυρίως ιστορία, η εισαγωγή με το όργωμα εναλλάσσεται εύκολα με την άλλη εισαγωγή, όπου χτίζει κάστρο. Αυτή τη βρίσκουμε στο προαναφερθέν «Ακρίτας κάστρον έχτιζε», όπου το μαντάτο είναι αυτό που μας ενδιαφέρει, ότι ο Ακρίτης πρόκειται να πεθάνει. Από κει και πέρα, η κυρίως πάλη είναι η ίδια ως γενική υπόθεση και στα τρία τραγούδια (βοσκός / Ακρίτας κάστρον έχτιζε / Κωσταντής), επιπλέον δε ίδια και ως διατύπωση μεταξύ «Βοσκού» και «Κωσταντή».
Με άλλα λόγια, ενώ ο «Βοσκός», σύμφωνα με την υπόθεση του Πολίτη, προέρχεται από ακριτικό τραγούδι, ο «Κωσταντής» είναι αυτούσιο ακριτικό, και συνάμα είναι ολοφάνερα το ίδιο τραγούδι. Δεδομένου ότι το βιβλίο του Πολίτη είναι μόλις περσινό (2010), ο δε συγγραφέας έχει πολύ καλή εποπτεία των έντυπων καταγραφών τραγουδιών, μπορώ να υποθέσω ότι το αργιθεάτικο τραγούδι που μας παρέθεσε ο Άταστος δεν υπάρχει σε γραπτή συλλογή, και ότι άρα η επιβεβαίωση της υπόθεσης του Πολίτη γίνεται πρώτη φορά εδώ.

Εύγε Άταστε!!

Φίλε, δε σε αγνοήσαμε τόσες μέρες. Απλώς μάλλον δεν την ξέρουμε! Γενικά είναι γνωστό, διαδεδομένο και πολυκαταγραμμένο τραγούδι, όπως σημείωσε και ο Νίκος Π., αλλά τη συγκεκριμένη παραλλαγή μόνο από συχωριανό της γιαγιάς σου θα τη βρεις.

Αν δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος, εγώ θα πρότεινα κάτι τολμηρό: αποκατάστησέ την μόνος σου! Βρες πώς λένε το τραγούδι σε άλλα μέρη (σ’ αυτό μπορούμε να βοηθήσουμε), και κοίτα ποιοι στίχοι σου θυμίζουν κάτι. Όπου δε βρίσκεις τίποτε που να σου θυμίζει αυτό που έχεις ακούσει, δανείσου τους ξενοχωριανούς στίχους και συμπλήρωσέ το. Επιστημονικά είναι απαράδεκτο, αλλά οι ίδιοι οι λαϊκοί τραγουδιστές κάπως έτσι το έκαναν.

Από την άλλη, αν θες να το ψάξεις στα σοβαρά, υπάρχει το αρχείο του ΚΕΕΛ (Κέντρου Ερεύνης της Ελλ. Λαογραφίας) που ανήκει στην Ακαδημία Αθηνών. Στις συλλογές τους έχουν χειρόγραφες και ίσως και ηχογραφημένες καταγραφές τραγουδιών από άπειρα μέρη της Ελλάδας. Ίσως κι από το χωριό σου!

Ναι, αλλά σε διαφορετικές εποχές και υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Αμέσως αμέσως, ο φίλος arhodas ξέρει ανάγνωση και γραφή, άρα είναι από χέρι χαμένος. Η εμπειρεία από τις έρευνες στο παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι δείχνει ότι σπανιότατα, σπανιότατα προστίθενται στίχοι, εκείνο που συνήθως συμβαίνει είναι να ξεχνιούνται κάποιοι. Εκεί λειτουργούσε αποτελεσματικά η συλλογική μννήμη, φαντάζομαι λοιπόν πως θα βρεθούν συγχωριανοί να θυμούνται κάτι. Τη δουλειά της “λογίας πρόσθεσης” (ή σύνθεσης, ο “όρος” δικός μου) την έκανε και ο Ν. Γ. Πολίτης αλλά ακούει σήμερα, έστω και πεθαμένος, τα εξ αμάξης.

Άκουσα ότι το ΚΕΕΛ έχει ανανεώσει την ιστοσελίδα του με προσβάσεις στο πλουσιότατο αρχείο, αλλά δεν αξιώθηκα ακόμα να το διαπιστώσω και ο ίδιος.

Ασφαλώς και συμφωνώ, Νίκο. Άλλωστε την ιδέα την έριξα με κάθε επιφύλαξη.

Όμως: οι κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν και διατήρησαν αυτά τα τραγούδια παρήλθαν. Αυτό έχει ως φυσική συνέπεια να παρέλθουν και τα ίδια τα τραγούδια. Αν παρά ταύτα κάποιος (λ.χ. ο Άρχοντας) δε θέλει να δεχτεί το θάνατο ενός αγαπημένου του τραγουδιού, η μόνη λύση είναι να το δει όχι πλέον ως ένα προϊόν των τότε συνθηκών αλλά ως ένα αυτοτελές μουσικό έργο. Να το μεταφυτέψει στο χώρο των σκέτων τραγουδιών, ο οποίος σήμερα είναι ζωντανός και λειτουργικός.
Πώς θα το κάνει αυτό;
Όχι επαναλαμβάνοντας τα λάθη που έκανε ο Πολίτης (μακαρίτης προ ενός σχεδόν αιώνος και, εν πάση περιπτώσει, κάποιος με τελείως διαφορετικά ζητούμενα), αλλά διδασκόμενος από αυτά και από την κριτική που τους έχει ασκηθεί σ’ όλον αυτό τον αιώνα. Και τέλος πάντων, επειδή όποτε μιλάμε για λάθη μεγάλων ανδρών μένουμε συνήθως σε δυο-τρεις (Πολίτη, Σ. Καρά κλπ.) και θα νόμιζε κανείς ότι τους έχουμε μόνο σαν παραδείγματα προς αποφυγήν, ενώ δεν είναι έτσι, να αναφέρω άλλα παραδείγματα:
Όταν τα Λύκεια Ελληνίδων και η Δόρα Στράτου έκαναν μουσειακές, στατικές επανεκτελέσεις δημοτικής μουσικής, ορισμένοι νεοπαραδοσιακοί όπως ο Ρος, οι Ψαρήδες (Ψαραντώνης and sons), ακόμη και οι Χαΐνηδες ή η Φριντζήλα έκαναν δημιουργική δουλειά με τα παραδοσιακά κομμάτια: οι πρώτοι τα απέκοψαν από το φυσικό χώρο όπου ζούσαν και ανέπνεαν, ενώ οι δεύτεροι, παίρνοντας ως δεδομένο ότι αυτός ο χώρος δεν υπάρχει, τα έφεραν σ’ έναν άλλο όπου και πάλι αναπνέουν. Τώρα αναπνέουν άλλον αέρα βέβαια, αυτόν του «τι μουσική ακούς;» (συναυλία, ράδιο, σιντί, πάρτυ). Στη σκηνή όμως του Ηρωδείου ή στις σελίδες της Ακαδημίας δεν αναπνέουν ολωσδιόλου.
Βέβαια μπορεί τώρα να γυρίσει ο Άρχοντας και να μας πει «καλά, ποιος φαντάζεστε ότι είμαι να τα κάνω όλα αυτά;». Με κάθε σεβασμό, τον φίλο δεν τον γνωρίζω, δεν ξέρω τι ξέρει και τι κάνει. Αν όμως μεγάλωσε με μια γιαγιά που του έλεγε αυτό το τραγούδι, δεν είναι εισβολέας, ξένος: έχει κάποια δικαιώματα πάνω στο τραγούδι και ξέρει να το σεβαστεί (εννοώ να το σεβαστεί σωστά, όχι με δέος και αμηχανία).

Όλα τα παραπάνω με κάθε επιφύλαξη. Είναι υποκειμενικές σκέψεις.

Νομίζω πως το σωστότερο θα ήταν η παράθεση όλων των παραλλαγών που θα μπορούσε να βρει κάποιος.
Κι από κει και πέρα αν κάποιος θέλει να τις “συνενώσει” ή να τις “αλληλοσυμπληρώσει”, αυτό είναι παρέμβαση με περισσότερο καλλιτεχνικό παρά μελετητικό χαρακτήρα.

Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Αυτό είναι ακριβώς που έκανε ο Πολίτης (ο παλιός). Είναι σαφές ότι έχει ξεπεραστεί ως αντιμετώπιση. Εννοούσα μάλλον μια μεταφορά της πρακτικής του παλιού δημοτικού τραγουδιστή στα σημερινά δεδομένα.

Εκείνος ήταν αγράμματος, φορέας του προφορικού πολιτισμού. Για να πει ένα τραγούδι δεν καθόταν να το μάθει: ήξερε δεκάδες ή εκατοντάδες τραγούδια, είχε εσωτερικεύσει τη μεθοδολογία του πώς αρθρώνονται και πώς απομνημονεύονται, και τα αναπαρήγε. Για παράδειγμα, είχε έτοιμους στο μυαλό του διάφορους συνδυασμούς λέξεων που να σχηματίζουν 7σύλλαβα και 8σύλλαβα ημιστίχια, καβάντζες από ποικίλα «τριαδικά σχήματα» και «άστοχα ερωτήματα» για κάθε χρήση, κλπ… Για να πει ένα τραγούδι του αρκούσε να θυμάται τη γενική υπόθεση και μερικούς ιδιαίτερα χαρακτριστικούς στίχους. Από κει και πέρα, η προσαρμογή του νοήματος σε συγκεκριμένους στίχους γινόταν λίγο-πολύ αυτοσχέδια. Το ότι οι παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού, παρά τον τόσο αυτοσχεδιασμό, δεν απέχουν συνήθως πάρα πολύ μεταξύ τους, οφείλεται στο ότι όλη αυτή η παρακαταθήκη μνημοτεχνικού υλικού και μεθόδων όξυνε πολύ τη μνήμη, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να ξαναπεί δύο φορές το ίδιο τραγούδι ολόιδιο ή σχεδόν, και όμως να πρόκειται κάθε φορά για αυτοσχεδιασμό. Πρόκειται για μια μέθοδο απομνημόνευσης εντελώς διαφορετική από αυτήν που γίνεται με βάση το χαρτί ή την ηχογράφηση.

Σήμερα μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί κανείς να συναντήσει ανθρώπους που να έχουν τέτοιου είδους παιδεία. Οι περισσότεροι δεν μπορούμε να κάνουμε αυυτό που έκαναν εκείνοι. Μπορούμε όμως να θέσουμε τον ίδιο στόχο και να τον υπηρετήσουμε με τα μέσα που εμείς διαθέτουμε. Εδώ λ.χ. ο στόχος είναι να θυμηθούμε πώς το έλεγε κάποιος που είχαμε ακούσει και δεν τον έχουμε εδώ κοντά να μας το ξαναπεί. Ο παλιός τι θα έκανε; Θα θυμόταν τι περίπου σημαίνει αυτό που λένε οι χαμένοι στίχοι, και θα συμπλήρωνε/μορφοποιούσε τη διατύπωση αξιοποιώντας το μνημονικό και μεθοδολογικό οπλοστάσιό του. Ο σημερινός, μη διαθέτοντας αυτό το οπλοστάσιο, θα αξιοποιήσει το δικό του, που αποτελείται από βιβλία και δίσκους και άλλες παρόμοιου τύπου καταγεγραμμένες πληροφορίες.

Νομίζω ότι είναι απολύτως θεμιτό. Φυσικά δεν μπορείς να παρουσιάσεις αυτή τη δική σου εκδοχή ως δήθεν αυθεντικό τραγούδι του τάδε τόπου. Όμως το ζητούμενο δεν είναι αυτό, είναι να μπορείς να τραγουδάς (ακόμη κι από μέσα σου, πιθανότατα) το τραγούδι που σου έλεγε η γιαγιά σου. Ακριβώς όπως, αν η γιαγιά σου σου αφήσει ένα παλιό σπίτι και η μισή στέγη είναι πεσμένη, θα την αντικαταστήσεις και θα εξακολουθήσεις να λες «το σπίτι της γιαγιάς μου» -κανείς δε θα την άφηνε χαλασμένη για λόγους αυθεντικότητας.

Άλλωστε, ακόμη και σε επίπεδο επιστημονικής καταγραφής, πού βρίσκεται η αυθεντικότητα; Μια καταγραφή με αλλοιώσεις και διορθώσεις δεν είναι αυθεντική, αλλά σάμπως μία πιστή είναι; Το να γράψω «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς», επειδή έτσι μου το είπε η γιαγιά, δεν είναι αυθεντική καταγραφή, γιατί αποκλείει το «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς», ενώ το μόνο σωστό είναι η δυνατότητα να πεις είτε το ένα είτε το άλλο.

[Άρχοντα, συγγνώμη αν φαίνεται ότι μιλώ για λογαριασμό σου. Ελπίζω να έχει γίνει σαφές ότι απλώς παίρνω αφορμή από το προσωπικό σου παράδειγμα για να κάνω θεωρητικές γενικεύσεις.]

Ως λιγότερο γνώστης, γιατί πρέπει απαραίτητα να αναφέρεται στον Διγενή Ακρίτα; ο Κωσταντής δεν ήταν κι αυτός ένας από τους Ακρίτες ήρωες;

Τα τραγούδια που ήταν μεγάλα σε έκταση (από πλευράς στίχων) δεν ηχογραφούνταν ολόκληρα παρά ένα μικρό μέρος τους, έτσι δεν είναι;

Όλοι αυτοί για μένα, με όλο το σεβάσμο, μου φαίνονται πιο πολύ κουλτορο - παραδοσιακοί παρά νεοπαραδοσιακοί, δηλαδή εννοώ πιο πλούσιες ορχήστρες, έντεχνη ερμηνεία κλπ.

Συμφωνώ.

Η σίκλα Περικλή δεν είναι οποιοδήποτε δοχείο αλλά αυτό που εσύ θα λεγες κουβά (η μήπως έχει πιο γενική σημασία στην Κάρπαθο;). Καθόλου σπάνια λέξη αλλά δεν είμαι και αντιπροσωπευτικό δείγμα :Ρ

Δε βαριέσαι… Ακρίτας να 'ναι κι ό,τι να 'ναι! Τόσους αιώνες μετά, τα ονόματα είχαν πάρει πια γενικό, συμβολικό χαρακτήρα. Κωσταντής είναι πράγματι συνηθισμένο όνομα στα ακριτικά, αλλά δε νομίζω να εννοούσαν κάποιον συγκεκριμένο. Τόσο ο Διγενής όσο και ο Κωσταντής είναι μάλλον γενικά ο «ιδεατός» ακρίτης.

Μπορεί και ολόκληρα, δεν το ξέρω αυτό. Προκειμένου για κασέτες που δεν προορίζονται για έκδοση αλλά για αρχειοθέτηση και ερευνητική χρήση, διόλου απίθανο να έγραφαν και τα κομμάτια που σε εμπορικό δίσκο δε θα έβγαιναν ποτέ. Και υπάρχουν και τα γραπτά αρχεία τους, στα οποία είναι βέβαιον ότι έχει καταχωρηθεί ολόκληρο το κάθε τραγούδι όπως το είπε ο πληροφορητής.

Στις λέξεις διαφωνούμε, όχι στην ουσία. Νεοπαραδοσιακούς τους λέω επειδή το υλικό τους είναι παραδοσιακό, ενώ η διαχείριση του υλικού όχι. Δε θα καλούσες κανέναν από αυτούς να παίξουν στο γάμο σου! Ήθελα απλώς να τονίσω ότι πρόκειται για μουσικούς που ναι μεν σέβονται την παράδοση, αλλά ο σεβασμός τους δεν παίρνει τη μορφή «μη εγγίζετε». Και τα αγγίζουν, και τα αλλάζουν, και πάλι τα σέβονται. Στη μουσική τους κυλάει αίμα, έστω και νέο. Κάτι που λείπει από όσους έχουν το σεβασμό παντιέρα, όπως τα Λύκεια Ελληνίδων.

Προσωπικά δεν την είχα ακούσει ποτέ τη λέξη, ούτε στην Κάρπαθο (εκτός από το τραγούδι) ούτε βέβαια στην Αθήνα ή αλλού. Αφού μιλάει για βρύση και όχι για πηγάδι, υπέθεσα ότι θα σημαίνει τάσι. Τελικά βλέπω στο Λεξικό των ιδιωμάτων της Καρπάθου του Κ. Μηνά ότι σημαίνει κάδος, άρα κουβάς, και επίσης ότι χρησιμοποιείται και σήμερα. Πάντως, από τη δική μου εμπειρία, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένη. Ίσως τη λένε κάποιοι ηλικιωμένοι που ποτέ δεν άλλαξαν τον παλιό αγροτικό τρόπο ζωής τους (ο οποίος γενικά διατηρείται ελάχιστα στην Κάρπαθο).

Ο Αλέξης Πολίτης, στο βιβλίο του που αρχικά ο Νίκος Π. και στη συνέχεια κι εγώ έχουμε κατά καιρούς αναφέρει σε τέτοιες συζητήσεις, ανατρέπει ή επαναδιαπραγματεύεται διάφορα ζητήματα που στη φιλολογία του δημοτικού τραγουδιού θεωρούνταν (ίσως λόγω αδράνειας) δεδομένα. Συχνά στους προβληματισμούς του μνημονεύει έναν άλλο μελετητή, τον Γκι Σονιέ (Guy Saunier), του οποίου οι αμφισβητήσεις έθεσαν το πρώτο λιθάρι για τις απόψεις του Α. Πολίτη. Έτσι έψαξα κι εγώ να διαβάσω τον Σονιέ.

Βρήκα τον τόμο «Ελληνικά Δημοτικά τραγούδια», Αθήνα (ίδρυμα Κ. και Ε. Ουράνη) 2001, με συλλογή άρθρων από 30 χρόνια μελέτης του Σονιέ. Ένα από αυτά τιτλοφορείται «Υπάρχουν καθόλου ακριτικά τραγούδια;». Μέσα από προσεκτική μελέτη των δεδομένων που παρέχουν τα ίδια τα τραγούδια, σύγκρισή τους με άλλα κείμενα εκτός από τραγούδια και με ιστορικά δεδομένα, εξέταση του έργου των παλιότερων λαογράφων και φιλολόγων υπό το φως της ιστορικής συγκυρίας όπου έζησαν και εργάστηκαν, κλπ., καταλήγει ότι ναι, υπάρχουν ακριτικά τραγούδια, ελάχιστα όμως. Η μεγάλη πλειοψηφία των τραγουδιών που κατά παράδοση ονομάζαμε ακριτικά είναι στην πραγματικότητα ηρωικές παραλογές. Ακόμη όμως και τα λιγοστά καθαρά ακριτικά τα αποσυνδέει από τα ιστορικά τραγούδια, δείχνοντας ότι αυτά (τα ακριτικά) ούτε ιστορική συνείδηση υποκρύπτουν ούτε ιστορικές πηγές συνιστούν.

Ο Γκύ Σονιέ (που τις εργασίες του ΔΕΝ τις έχω ακόμα διαβάσει!..) εμφανίζεται να είναι ο σπουδαιότερος σύγχρονος μελετητής του δημοτικού τραγουδιού. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η “ταξινόμηση” του “corpus” των δημοτικών τραγουδιών (αν υπάρχει κάτι τέτοιο…) κατά την πρόταση του Ν. Γ. Πολίτου (Ιστορικά, Παραλογαίς κλπ.) είναι απ’ όλες τις επόψεις παρωχημένη και υφίσταται μέχρι σήμερα αποκλειστικά από αδράνεια, όπως ευστοχότατα ο Περικλής παρατηρεί. Ειδικά για το κατά πόσον τα “ιστορικά” τραγούδια καταδεικνύουν ιστορική συνείδηση του Λαού, που τα δημιούργησε, αρκεί να αναφέρει κανείς την παρατήρηση του Αλ. Πολίτη ότι το τραγούδι για “Το κούρσος της Αδριανούπολης” επιβίωσε ως πασχαλινό τραγούδι, επειδή κατά τύχη η επιδρομή και κατάκτηση της πόλης ολοκληρώθηκε μέσα σε κάποια Μεγάλη Εβδομάδα και στο κείμενο περιέχονται στίχοι που περιγράφουν τα ανάλογα θρησκευτικά δρώμενα. Η άλλη ομάδα, πάλι, με επίκεντρο την άλωση της Κων/λης / Αγια – Σοφιάς και με το μοτίβο της καλογριάς που τηγάνιζε ψαράκια, που ξαναζωντάνεψαν και πήδηξαν έξω απ’ το τηγάνι, δημιούργησε το μύθο της στέρνας του Μπαλουκλί, της εκκλησίας στην Πόλη όπου επιβιώνουν, υποτίθεται, τα ψαράκια μέχρι σήμερα.

Μήπως ξέρει κανείς τους στίχους ενός παραδοσιακού τραγουδιού, που μιλά [και ο τίτλος του πρέπει να είναι σχεικός] με τον “Καστσούδα”;

Κάποια ακόμα πληροφορία; Με ή για τον Καστσούδα μιλάει; Τι περίπου λέει; Ήταν πρόσωπο ο Καστσούδας, και τι είδους; κλέφτης, αρματολός, τίποτα απ’ αυτά; Πού, και υπό ποίες συνθήκες έχεις ακούσει το τραγούδι (αν το έχεις ακούσει);

Δεν είχα καλή σύνδεση και δεν μπόρεσα να διορθώσω.
Σε κάποιον “Κατσούδα” αναφέρεται το τραγούδι αυτό και πρέπει να είναι κλέφτικο.

Ναι, πρέπει να υπήρξε κάποιος Καπετάν Καλτσούδας, μάλλον Σαρακατσάνος, κλέφτης ή αρματολός και να υπήρξε και τραγούδι 19ου αιώνα που αναφέρεται σε αυτόν. Δεν μπόρεσα όμως, εδώ στην εξοχή, να το βρώ.

Πράγματι, η οικογένεια Κατσούδα, κλεφταρματολοί, με καταγωγή από τη Φθιώτιδα και μεγάλη δράση στην εκεί περιοχή,
[Άγραφα, Ναυπακτία, Δωρίδα και Υπάτη (η οποία και αναφέρεται στα τραγούδια ως “Πάτρα” ή “Πατρατζίκ” = μικρή Πάτρα, ονομαζόταν εξάλλου “Νέαι Πάτραι”)]
υμνήθηκαν στα κλέφτικα τραγούδια.
Τα μέλη της οικογένειας αυτής εκτελέστηκαν όλοι τους με δόλο από τον Αλή Πασά, επειδή του ήταν εμπόδιο, με πρόσχημα δικές τους αυθαιρεσίες.

Έχουν καταγραφεί τραγούδια που εξυμνούν τη δράση τους:

Κύριέ μου, τι να γίνηκαν οι μαυρʼ οι Κατσουδαίοι
κι ουδέ στην Πάτρα φαίνουνται κι ουδέ στον Άγιο Σώστη;
Ο Φλώρος ο περήφανος, ο φοβερός Κατσούδας,
πού ʽταν στους κάμπους φλάμπουρο και στες κορφές μπαϊράκι,

που πέτουνε σαν αετός και σα λαγός περπάτει;
Κατσούδας πάει στα Γιάννινα, πάγει να προσκυνήσει!
–Πολλά τα έτη, ντουβλετή, -Καλώς τον τον Κατσούδα.
Κατσούδα κάτσε, φάγε, πιε κι έλα να σε ρωτήσω.
–Μου δώσανε πουρνιάτικο στου Δίβιτσου το σπίτι.
–Κατσούδα, πάρε μπακλαβά και πάρε και σερμπέτι!
–Αφέντη, μου ʽρτεν ίλιγγας από το φαγοπότι!
–Πολλά σκιαέτια μου ʽρτανε απʼ όλα τα βιλαέτια,
απʼ Άγραφα και Πατρινό, Βάλτο και Καρπενήσι.
Κατσούδα, λεν πως έκαψες χωριά και σκλάβους πήρες.
–Αλήθειʼ, αφέντη μʼ, σου ʽπανε κι ήρτα να προσκυνήσω.
Χίλια φλωριά καζάντισα, τώρα να τα μετρήσω
κι αν θέλεις για τσουράκι σου τον άξιο Κατσούδα,
ας διώξομε τους Βαλτιανούς και τους Κοντογιανναίους.
Ο Αλή πασάς σαν άκουσε, φωνάζει τον τσελάτη
και το κεφάλι τοʼ πεσεν εκεί που προσκυνούσε.

[Σπ. Ζαμπέλιος, “Άσματα δημοτικά της Ελλάδος”, Κέρκυρα, 1852.]

Πάει ο Κατσούδας στον πασά, πάει να προσκυνήσει:
Πολλά τα έτη, ντουβλετή, και του φιλεί τη γούνα.
Κατσούδα, κλάψες μου ʽρτανε από τα βιλαέτια,
χαλάς της Πάτρας τα χωριά κι όλο το Λιδωρίκι,
τσου παίρνεις σκλάβους τα παιδιά και τσου ʽκαψες τα σπίτια.
Σʼ έφταιξʼ, αφέντη μʼ, σʼ έφταιξα και να μου συμπαθήσεις!
Δεν εινʼ εδώ συμπάθημα για να σε συμπαθήσω.
Μένα με λεν Αλή πασά, με λεν Αλή βεζίρη!
Έφταιξʼ αφέντη μʼ, έφταιξα και να με συμπαθήσεις!
Πάει το μήλο να χαθεί, το ρόιδο να μυρίσει,
πάει ο Κατσούδας να χαθεί και πίσω δε γυρίζει.
Άφσε μʼ, αφέντη μʼ, άφσε με, μη με πετάς στη λίμνη,
να κάμω ζάφτι την κλεψιά κι ούλα τα βιλαέτια.
Το Φλώρο τι τον έκαμες, Κατσούδα, πού νʼ τʼ ασκέρια;
Το Φλώρο τι τον έκαμες και δεν τον ʽχεις κοντά σου;
Τον άφησα στο Πατρικό, τον έχω καπετάνιο.
Ο Φλώρος εινʼ περήφανος, είναι και παλικάρι,
πάει και στο Μουρντάραγα, πάει νʼ ανταμωθούνε
κι αυτός με μπέσα του ʽφαγε, του παίρνει το γεφάλι.
Εγώ σε εμπιστεύθηκα κι ήρτα νʼ ανταμωθούμε,
να ʽξερα που με σκότωνες, δε ʽρχομʼ να φιληθούμε.
Καλʼ ο καλός ο θάνατος παρʼ η καλή η λύπη.
Δεν το ʽβανα ποτέ στο νου πως συ θα με σκοτώσεις,
πάντεχʼ είσαι πατέρας μου κι εγώ είμαι παιδί σου,
τώρα μου πήρες την ψυχή και μʼ έχεις στη ζωή σου.
Κατσούδα, σε κλαινʼ οι Πατρινιές, σε κλαινʼ οι Βλαχοπούλες.
Σύρε να πεις της μάνας μου να μη με παρακλαίνε.
Μένα με κλαινʼ οι Πατρινιές με κλαινʼ οι Πατροπούλες
Με κλαίει η Τασούλα από την… (*)
Με κλαίει και μια παπαδιά από τον Άγιο Σώστη.

[“Πανδώρα”, εφημερίς της Ελλάδος, Αθήνα]

  • Κενό στην αφήγηση

Τα τραγούδια αυτά υπάρχουν και στη συλλογή του Arnoldus Passow “POPuLARIA CARMINA” - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΡΩΜΑΙΙΚΑ"