Νέο λήμμα στο Γλωσσάρι: "αλατζαδένιος"

αλατζαδένιος

Ο κατασκευασμένος από αλατζά (τουρκ. alaca): βαμβακερό, ευτελές και συνήθως πολύχρωμο ύφασμα

Ακούγεται στο τραγούδι του Τσιτσάνη «Μπατίρω σε συμμάζωξα» (1950):

Μπατίρω σε συμμάζωξα μ’ αλατζαδένια φούστα
μα ξέχασες το παρελθόν και μου χαλάς τα γούστα

4 «Μου αρέσει»

«Αχ κομψή Μαρίτσα, με την αλατζένια την κοντή φουστίτσα»

Δεν είναι ρεμπέτικο αλλά οπερετικό του Θ. Σακελλαρίδη (ηχ. 1934)

1 «Μου αρέσει»