Στουπί: το βύσμα, το βούλωμα της τρύπας του κρασοβάρελου
Τη λέξη συναντάμε στο τραγούδι του Ασίκη «Πώς γλεντούνε στα χωριά» (1934):
Στην Κερατιά και Κορωπί
πίνουν κρασί απ’ το στουπί.
Στουπί: το βύσμα, το βούλωμα της τρύπας του κρασοβάρελου
Τη λέξη συναντάμε στο τραγούδι του Ασίκη «Πώς γλεντούνε στα χωριά» (1934):
Στην Κερατιά και Κορωπί
πίνουν κρασί απ’ το στουπί.
Και έχει σχέση με αυτό που λέμε: “ έγινε στουπί “ όταν κάποιος είναι μεθυσμένος;
Το στουπί (με την άλλη έννοια, την πιο γνωστή) το χρησιμοποιούμε για να σκουπίζουμε λάδια και τέτοια. Οπότε, ποτίζει. (Φαντάζομαι οι περισσότεροι έχουμε την εικόνα του υπαλλήλου στο βενζινάδικο που μας ελέγχει τα λάδια, βουτώντας μια βέργα στο δοχείο που μετά τη σκουπίζει μ’ ένα στουπί.)
Υπέθετα λοιπόν ότι η φράση «στουπί στο μεθύσι» υπονοεί κάποιον τόσο ποτισμένο με κρασί όσο είναι το στουπί ποτισμένο με διάφορα βρωμερά υγρά.
Τώρα όμως, βλέποντας ότι στουπί σημαίνει και την τάπα του βαρελιού, απόρησα: καλά, με στουπί το ταπώνανε;
Έριξα μια ματιά στα λεξικά να δω αν διασταυρώνεται αυτή η έννοια. Δεν απέκτησα πλήρη εποπτεία του θέματος, γιατί το στουπί «τάπα» δεν είναι συνηθισμένη λέξη, κατάλαβα όμως ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές λέξεις. Το στουπί του βενζινά σχετίζεται ετυμολογικά με το στυπόχαρτο (που κάνει την ίδια δουλειά: ρουφάει τα μελάνια από ένα χαρτί φρεσκογραμμένο με πένα) και με το αρχαίο στυππείον, ενώ το στουπί του βαρελιού είναι άλλης ετυμολογίας, και συνδέεται με το στουμπώνω (=φράζω).
Καθώς αυτό το τελευταίο (με το στουμπώνω) δείχνει πολύ λογικό, καταλήγω ότι ναι, το στουπί στο μεθύσι προφανώς αναφέρεται στην τάπα, που περνάει τον καιρό της βουτηγμένη -από τη μέσα μπάντα- στο κρασί.
________________________
Edit - ΥΓ: Παράλληλα κυκλοφορεί και μια παρετυμολογία που, θεωρώντας όλα αυτά τα στουπιά σαν μία λέξη, παράγει με κάποιον τρόπο από αυτήν και το STOP.
Περικλή, άλλο η τάπα του βαρελιού, που βρίσκεται πάνω πάνω (όταν το βαρέλι είναι τοποθετημένο πλάγια για να δεχτεί κρασί) και είναι τετράγωνη και αρκετά μεγάλη, ώστε να δέχεται τη χοντρή κάπως σωλήνα με την οποία θα γεμίσει το βαρέλι, και άλλο το στουπί. Το στουπί είναι μία μικρή τρυπούλα αρκετά ψηλά στο μέτωπο του βαρελιού, στο οποίο επίσης θα μπεί και η κάνουλα, στο κάτω μέρος. Παλαιότερα την σφράγιζαν με στουπί, σήμερα υπάρχει ειδικό βύσμα βιδωτό γι αυτή τη δουλειά. Για να δοκιμάσεις κρασί απ’ την τάπα, θα έπρεπε να πάρεις μία κουτάλα με μακρύ χέρι και να την βυθίσεις στο κρασί μέσα απ’ την τάπα. Αλλά δοκιμάζουν ανοίγοντας το (πρώην) στουπί, που σήμερα είναι ένα βιδωτό βύσμα, κρατώντας ένα ποτηράκι κοντά, να γεμίσει. Την τάπα την κλείνουν, “χτίζοντάς την” με γύψο.
![]()
Όχι, η φουκαριάρα! Η τάπα, καθώς είναι η πάνω τρύπα, απ’ την οποία γέμισε το βαρέλι, δεν ακουμπάει στο κρασί, που φτάνει μέχρι κάποια εκατοστά πιο κάτω της, και μη έχοντας χέρια να βουτήξει πιο κάτω και να πιάσει κρασάκι, όχι στουπί στο μεθύσι δεν μπορεί να γίνει, ούτε σταγόνα δεν μπορεί να δοκιμάσει από μόνη της…
Κάτσε να το καταλάβω. Δηλαδή στην μπροστινή μεριά ενός ξαπλωμένου βαρελιού, πάνω ψηλά, υπάρχει μια τρύπα που την κλείνουν; Και τι εξυπηρετεί, να παίρνει αέρα για τη ροή όταν ανοίγουν την κάνουλα;
Λες λοιπόν Νίκο ότι αυτή η τρυπούλα λέγεται στουπί; Αυτό όμως είναι άλλη έννοια από το βύσμα, το βούλωμα της τρύπας του κρασοβάρελου. Η ίδια λέξη σημαίνει και την τρύπα και το πώμα της;
Λες επίσης ότι παλιότερα το πώμα ήταν όντως από στουπί. Αν είναι έτσι, τότε δεν έχουμε δύο διαφορετικές λέξεις όπως νόμιζα αλλά μία με διάφορες όχι άσχετες μεταξύ τους έννοιες. Οπότε, και το στουμπώνω εδώ εντάσσεται.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η ιστορία με το stop ίσως τελικά να μην είναι παρετυμολογία. Το ανάγουν στο λατινικό stuppare «ταπώνω-φράσσω-στουμπώνω», το οποίο ανάγουν με τη σειρά του στο ελληνικό στυππείον «στουπί». Υπ’ αυτή την οπτική πειστικό το βρίσκω.
Ναι οκέι, λάθος λέξη η τάπα, το πώμα της τρυπίτσας εννοούσα.
Η τρυπίτσα ψηλά στο κούτελο του βαρελιού, εξυπηρετεί τη λήψη δείγματος για να διαπιστωθεί πότε έχει συμπληρωθεί η ζύμωση. Όταν αυτή συμπληρωθεί, και θελήσουμε να πιάσουμε πλέον κρασί, τότε στον φελλό στο κάτω μέρος στουμπώνουμε την κάνουλα.
Δεν κατάλαβα.
Κι επειδή το «δεν κατάλαβα» παραείναι μικρό για να το δεχτεί η πλατφόρμα, να ρωτήσω και το άλλο: τελικά η ίδια λέξη, στουπί, σημαίνει όντως και τη μικρή τρύπα και το πώμα της; Γιατί σα να μου φάνηκε ότι με ανάλογο τρόπο χρησιμοποιείς και τη λέξη τάπα.
Όχι, στο πλαγιαστά τοποθετημένο βαρέλι η τάπα είναι η μεγαλούτσικη τετράγωνη τρύπα πάνω, απ’ όπου γεμίζεται το βαρέλι και μετά, η τάπα σφραγίζεται με γύψο, και το στουπί είναι η μικρή τρυπούλα δοκιμής στο κούτελο, ψηλά πάνω.
Ωραία, επομένως και τα δύο ανοίγματα ονομάζονται με λέξεις που κανονικά σημαίνουν καπάκια/πώματα/κλεισίματα: τάπα η μεγάλη τρύπα, στουπί η μικρή.
Περίεργοι άνθρωποι είστε όμως εσείς οι οινοπαραγωγοί! ![]()
Οπότε, ο στίχος…
…δε σημαίνει «από το βύσμα / βούλωμα της τρύπας» αλλά από την ίδια την τρύπα.
Ομολογουμένως βγάζει καλύτερο νόημα.
“στουπί” είναι το πώμα: “βύσμα ἐκ γναφάλων ἢ στυππείου κλπ., δι’ οὗ ἐμφράσσεται ἡ δοκιμαστική δοκιμαστικὴ ὀπὴ τῶν οἰνοβαρελίων” (Λεξικό της Πρωίας)
Το ουσιαστικό νόημα της ρήσεως είναι: “Κερατιώτες και Κορωπιώτες είναι οινοπαραγωγοί”.
Καλώς, εγώ καλύφθηκα. Ευχαριστώ. Οι υπόλοιποι βρείτε τα, αν θα κλείσετε το στουπί με στουπί και την τάπα με τάπα.