Η υδατοστεγής καταδυτική στολή του σφουγγαρά με σκάφανδρο
Ακούγεται στο τραγούδι του Μπάτη «Οι σφουγγαράδες» (1936)
Φεύγουν για την Ιταλία,
Ισπανία, ρε και Γαλλία,
σ’ ένα φόρεμα τους βάζουν,
πέφτουν και σφουγγάρια βγάζουν.
Ως προς τη στιχουργία του εν λόγω τραγουδιού, έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι η Αθηνά Ταρσούλη (Δωδεκάνησα, τόμος 2, 1947) μας παραδίδει παραπλήσιους στίχους:
Οι καημένοι οι σφουγγαράδες
είναι όλοι κουβαρντάδες
τρώνε πίνουν και γλεντούν
τα λεφτά τους δεν ψηφούν
Φεύγουν για την Ιταλία
Γερμανία και Αγγλία
Ξένο φόρεμα τους βάζουν
φεύγουν και σφουγγάρια βγάζουν
Να ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στο «φόρεμα», με δύο σπαρακτικά σχετικά λιανοτράγουδα:
Δεν ξέρω αν ήταν σιδερένια ή μπρούντζινα, πάντως ήταν μεταλλικά και βαριά γιατί το φόρεμα φούσκωνε με τον αέρα που έστελνε η μηχανή στον δύτη ν’ αναπνέει, οπότε να μη τυχόν γυρίσει ανάποδα αυτός. Του σφίγγαν βέβαια και τη μέση για να μείνει ο αέρας στο πάνω μισό, αλλά τα βαριά παπούτσια ήταν μια πρόσθετη ασφάλεια.
Υπάρχει και «στραβονώμης», «στραβονωμιάζω», όπως «Νιος», «Νικαριά», «νουρά»=(ουρά). Μήπως όμως «τα σιδερε-παπούτσια» ήταν «τα σίδερα, παπούτσια» ή και «τα σιδηρά παπούτσια» από επιρροή καθαρεύουσας;
Επειδή ακριβώς παραείναι περίεργη, γι’ αυτό ακριβώς σκέφτομαι ότι δεν είναι πολύ πιθανό να την έβγαλαν από το κεφάλι τους οι ερμηνεύτριες (ποιες είναι, είπαμε, Χαατζηδάκηδες; Καραμπεσίνηδες;). Πού ακούστηκε να κόβεις έτσι στεγνά όποια συλλαβή σού περισσεύει, λες κι έχεις το εφτά νομά σ’ ένα δωμά; Πολύ άγαρμπο, θα μπορούσαν καλύτερα. Αν όμως η λέξη ήταν υπαρκτή και λεγόταν, τότε όσο περίεργη και να φαντάζει το πράγμα είναι διαφορετικό.
Σαν να ‘χω μια αμυδρή ανάμνηση ότι έχω διαβάσει ή ακούσει σχόλιο γι’ αυτή τη λέξη από τη Δόμνα Σαμίου.
Σε αυτή την περίπτωση ο αρχικός τύπος ήταν “ναργιλές” και όχι “αργιλές”.
Το “αργιλές” προέκυψε από “επανανάλυση από την αιτιατική το (ν) ναργιλέ>τον αργιλέ, όπου το -ν- θεωρήθηκε τμήμα του άρθρου” (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Μπαμπινιώτη)
Βέβαια υπάρχει σε μερικές περιπτώσεις ένα ερώτημα πώς καταλαβαίνουμε δι’ ακοής τι ακριβώς λέει γραμματολογικά ο ποιητής:
Λ.χ. “στους νώμους” είναι σαφές.
Όταν όμως ακούμε “στονάμμο” πώς ξέρουμε αν λέει στον άμμο ή στο νάμμο;
Παρόμοια με το “εναναργιλέ” = ένα(ν) ναργιλέ ή έναν αργιλέ;
Επανανάλυση είναι είτε το τελικό -ν του άρθρου εκληφθεί ως αρχικό της επόμενης λέξης, είτε γίνει το αντίστροφο. Και είναι αρκετά συχνό φαινόμενο στα ελληνικά.
Εδώ όμως συμφωνώ. Μόνο αν έχουμε βρει ότι σε κάποιο δεδομένο ιδίωμα λένε πάντα «ο νάμμος» και όχι «ο άμμος».