kali xronia se olous.psaxnw ena tragoudi.8umamai merikous stixous alla oxi olous. ( na ksefygw den mporousa ka8ws guriza ap tin prousa, me tsakwsan sto karavi…eixa rapsei sto sakaki 2 sakoules me mauraki…tha ginotane gia keinei me mauraki kai irwini…geia sou prousa painemeni kai ston kosmo ksakousmeni.loipes plirofories dektes,kai an yparxoun kai oloi oi stixoi 8a imoun eugnwmon.
to vrika paidia.
Στίχοι: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Μουσική: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Να ξεφύγω δεν μπορούσα
Καθώς γύρναγα απ’ την Προύσα
Με πρόδωσαν κάτι μπράβοι
Και με πιάσαν στο καράβι
Είχα ράψει στο σακάκι
Δυο σακούλες με μαυράκι
Και στα κούφια μου τακούνια
ηρωίνη ως τα μπούνια
Κλάψτε τώρα ντερβισάδες
δεν θ’ ανάψουν οι λουλάδες
Θα γινότανε γιαγκίνι
με μαυράκι κι ηρωίνη
Ε ρε το 'χω κάνει τάμα
Θα μισέψω γι άλλο πράμα
Γεια σου Προύσα παινεμένη
και στον κόσμο ξακουσμένη
mia epivevaiwsi den vlaptei.einai oi arxikoi stixoi i exoun ginei allages ??
Μήνυμα από συντονιστή: Carito, καλωσόρισες στο φόρουμ. Αφού έχεις την δυνατότητα, γράφε σε παρακαλώ με ελληνικούς χαρακτήρες και όχι με greeklish.
Μια μικρή διόρθωση!!!
Και άλλες δυό διορθωσούλες:
Καθώς γύριζʼ απʼ την Προύσα
Θα μισέψω κι άλλο πράμα
Και στη διόρθωση της Σταυρούλας:
Κλάφτε τώρα ντερβισάδες (αν και, πολύ το ψιψιρίζουμε…)
Αντε να …ψειρίσω κι εγώ:
Τι σημαίνει αυτή η φράση;
Μισεύω (μισεμός κ.λπ.) πάει να πει ξενιτεύομαι: “μισεύω κι αποχαιρετώ τα δυό σου μαύρα μάτια”
Το να “μισέψω”, λογικά παραπέμπει στο να “φέρω απ’ τη ξενιτιά” κάτι καλό.
Αλλη λογικότερη εξήγηση δε βλέπω. Αλλά δεν είμαι και φιλόλογκξ.
Το λεξικό γράφει: Μισεύω < λατινικό missum = αφήνω
Απλώς, εκφράζει την επιθυμία του να πάει να μείνει στην Προύσα (=ξενητειά, όπως λέει και ο κύριος υπουργός). Τόσο πολύ το επιθυμεί δε, που έκανε και τάμα…
Και γω που νόμιζα πως η έκφραση είναι συνηθισμένη σε όλη την Ελλάδα.
Μισεμός και βέβαια είναι ο ξενιτεμός, η απομάκρυνση με μίαν έννοια (μέρα Μαγιού μου μίσεψες, Ρίτσος, ο μισεμός είναι καημός, το κατευόδιο ζάλη, και το «καλώς ορίσατε είναι χαρά μεγάλη, δωδεκάνησα). Εδώ, από τα συμφραζόμενα, μάλλον πρέπει να το δούμε σαν «θα μεταφέρω, θα αποσπάσω και άλλο «φόρτωμα», αφού το προηγούμενο πήγε «υπέρ της αεροπορίας».
Βεβαίως “μισεύω” σημαίνει “ξενιτεύομαι”, “αποδημώ”, “εκπατρίζομαι”.
Αλλά επειδή προέρχεται από το λατιν. missum < mitto,
σημαίνει επίσης κατά λέξη “στέλνω”, “ρίχνω”.
Πάντως, κι εγώ που δεν είμαι ούτε φιλόλογος, ούτε μάντισσα… δεν κατάλαβα ο Άρης να ρωτάει για τη λέξη “μισεμός”, αλλά περί των “για ή και” της φράσης…
“Θα μισέψω γι’ άλλο πράμα”
και όχι
“Θα μισέψω κι άλλο πράμα…”
Ε, ναι. Παραπλανήθηκα από το “κι άλλο” που είδα κάπου γραμμένο. Προφανώς θα πει “θα ξενιτευτώ να φέρω κι άλλο πράγμα” αφού για κείνα τα χρόνια, το να πας στη Προύσσα ήταν ολίγον… ξενιτεμός.
Σήμερα που δεν είναι έτσι, μήπως να μετατρέψουμε το στίχο σε: “πα να φέρω κι άλλο πράμα”;
Λέμε τώρα…
Το ερώτημα ήταν ρητορικό και μάλλον μόνο η Ιωάννα το πήρε γραμμή με τη μία. Ηθελα να τονίσω ότι νοηματικά στέκει ως “θα μισέψω γι’ άλλο πράγμα”. Κι έτσι άλλωστε ακούγεται να λέει κι ο Στελλάκης.
"Θα μισεψω κι αλλο πραγμα " λεει, στα σιγουρα!
Εγώ ακούω “γι’ άλλο”, αλλά δεν επιμένω. Δε φημίζομαι άλλωστε για την ακοή μου.
Να επιμένεις, γιατί έτσι είναι! Πιο καθαρά δεν θα μπορούσε να ακούγεται!!!
Όλοι νομίζουμε ότι ξέρουμε τι σημαίνει «μισεύω, μισεμός»: ξενιτεύομαι, ξενιτεμός, και ειδικότερα μάλιστα με έμφαση στη στιγμή της αναχώρησης.
Να όμως που εδώ στην Κρήτη έμαθα την τοπική σημασία του ρήματος (που χρησιμοποιείται ευρέως, δε θεωρείται ποιητικό ή απαρχαιωμένο), η οποία είναι λίγο πιο λάιτ: εδώ, μισεύω μπορεί και να σημαίνει απλώς «φεύγω», π.χ. από το σπίτι για τη δουλειά. Ή, ακριβέστερα: όχι πιο λάιτ, μάλλον πιο πλατιά: καλύπτει όλο το φάσμα του «φεύγω», είτε φεύγω για λίγο και για εδώ κοντά είτε, όπως στη γνωστή μαντινάδα (κάθε χειμώνα τα πουλιά μισένε [ιδιωματισμός: μισεύουν] σ’ άλλον τόπο…), μεταναστεύω.
Φυσικά το τραγούδι δεν είναι σε κρητικό ιδίωμα, οπότε αυτή η πληροφορία δεν μας είναι άμεσα χρήσιμη. Την καταθέτω όμως, για πληρέστερη γνώση της λέξης που απασχόλησε το φόρουμ σ’ αυτή την παλιά συζήτηση.
Κατά τα άλλα, μόνο «θα μισέψω γι’ άλλο πράμα» βγάζει νόημα (θα ταξιδέψω για να φέρω κι άλλο πράμα), έλα όμως που στην ηχογράφηση ακούγεται «κι άλλο»!
Σχολαστικά ειδωμένο, θα μισέψω γι’ άλλο πράμα σημαίνει «θα ταξιδέψω να φέρω κάτι διαφορετικό», όχι κι άλλη ποσότητα απ’ το ίδιο πράμα. Άλλο γι’ άλλο κι άλλο κι άλλο!
Εγώ καταλαβαίνω ότι θα πάει να ανανεώσει τις προμήθειες, μια που οι μπάτσοι κρατήσαν τις προηγούμενες για πάρτη τους.
Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να πούμε κι άλλο πράμα, οπότε βέβαια το ρήμα μισεύω δεν ταιριάζει. Εκτός κι αν δεχτούμε κακά Ελληνικά, όπου ταξιδεύει το πράμα κι όχι ο κομιστής με το πράμα. Κουρέματα αβγών….