Ψάχνω ένα τραγούδι: Η προύσσα

«Σχολαστικά ειδωμένο, θα μισέψω γι’ άλλο πράμα σημαίνει «θα ταξιδέψω να φέρω κάτι διαφορετικό», όχι κι άλλη ποσότητα απ’ το ίδιο πράμα. Άλλο γι’ άλλο κι άλλο κι άλλο!»

Δηλαδή, στα συμφραζόμενα που μας τοποθετούν οι στίχοι, αυτός τώρα θα μισέψει για να φέρει τρούφες Ελβετίας; Για το πράμα (ηρωίνη και μαυράκι) που του κατάσχεσαν, για αυτό δεν θα μισέψει; Για την Προύσα δεν θα μισέψει;

Στο παιδί μας, που έκανε μια ζημιά ή κάτι έχασε π.χ., δεν λέμε «άστο, θα πάρουμε άλλο»; Δεν πιστεύω να εννοούμε ότι έχασε γόμα και θα του πάρουμε στιλό…

«Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να πούμε κι άλλο πράμα»

Αυτή η εκδοχή θα ίσχυε εάν δεν κατασχόταν το πράμα. Εάν δηλ. το διατηρούσαν στην κατοχή τους, το φούμαραν όλο, και μετά θα ζήταγαν να φέρει «κι άλλο» πράμα. Αν σου το πιάσαν το πράμα, πας γι’ άλλο (ίδιο άλλο), δεν μπορείς να θέλεις “κι άλλο” από αυτό που δεν ήπιες!

Όχι βέβαια. Το πολύ πολύ, τρούφες Προύσας, αν υπάρχουν, κάτι που εγώ αγνοώ.

Βέβαια.

Όχι βέβαια. Στην Προύσα θα μισέψει, για πράμα.

Όχι βέβαια. Να επαναλάβω;

Γλωσσοδέτης, ναι, αλλά λέει αυτό που λέει.

(η επισήμανση, δική μου)

Βέβαια. Γι’ άλλο πράμα πας, όχι για κι άλλο. Σύ είπας.

Επαναλαμβάνω:

Έχετε τύχει σε αγγλόφωνο, ελληνομαθή σε καλό επίπεδο αλλά όχι σαν τον ντόπιο, που να λέει «θέλω περισσότερο» εννοώντας «θέλω κι άλλο»;

Ο αφηγητής θα πάει να φέρει κι άλλο από το ίδιο. Το γιατί (επειδή το ήπιε; το πούλησε; του το πήραν;) δεν επηρεάζει την απόφασή του. Κι άλλο, αυτό που ο ξένος το λέει «περισσότερο», more. Θα πάει for more.

Ατυχώς, αυτό το for more δεν έχει συνεπτυγμένο τρόπο να ειπωθεί στη γλώσσα μας. Για κι άλλο; Όχι βέβαια, δεν είναι ελληνικά αυτά. Και γι’ άλλο; Λιγότερο ασύνταχτο αλλά και πάλι φτιαχτό - δε λέγεται. (Αν άκουγα κάτι τέτοιο, θα καταλάβαινα μάλλον «όχι μόνο για τούτο το ___ αλλά και για άλλο ___»).

Η στρωτή λύση είναι «θα μισέψω να φέρω κι άλλο πράμα», αλλά δε χώραγε στις συλλαβές.

Αλλά από τις δύο ξέστρωτες, τουλάχιστον το «θα μισέψω γι’ άλλο πράμα» κρατάει τη φυσική ελληνική σύνταξη. «Θα μισέψω κι άλλο πράμα» τι πα’ να πει; Δε μισεύει πράματα ο κόσμος.

1 «Μου αρέσει»

(μάλλον από λάθος μου, το μήνυμα αυτό φαίνεται να απαντάει σε προγενέστερο μήνυμα δικό μου, κάτι που βεβαίως δεν ήταν πρόθεσή μου)

Πά’ να πει “Θα μισέψω να φέρω κι άλλο πράμα”. Αλλά σε κακά Ελληνικά, όπως έλεγα και πιο πάνω.

Εδώ, Περικλή, τί εννοείς; Επειδή βεβαίως πρέπει να διαλέξουμε μία από τις δύο συντάξεις, θα διαλέξουμε την γλωσσικά σωστή, ή την εννοιολογικά σωστή; Εγώ διαλέγω το δεύτερο.

Για ποιο λόγο είπαμε ότι η φράση αυτή είναι “ξέστρωτη”;
Ολόσωστη τη βρίσκω -και γλωσσικά και εννοιολογικά.
Μάλλον την ιδια γνώμη πρέπει να είχε κι ο στιχουργός

1 «Μου αρέσει»