Νέο βιβλίο «Ηπειρώτικο Μοιρολόι», Christopher King

Μιας και το καινούργιο αυτό βιβλίο έχει προβληθεί αρκετά (συνήθως το βλέπω δίπλα στα ταμεία των βιβλιοπωλείων ή στη βιτρίνα), δυο λόγια για να τα έχει υπόψη του όποιος τυχόν ενδιαφερθεί να το αγοράσει.

Πριν από οτιδήποτε άλλο, να ξεκαθαρίσω ότι εμένα δε μου άρεσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα απέτρεπα οποιονδήποτε από το να το διαβάσει.

Δεν είναι βιβλίο για το ηπειρώτικο μοιρολόι, ή για τα ηπειρώτικα γενικότερα. Είναι η αυτοβιογραφική αφήγηση της προσωπικής πορείας ενός Αμερικάνου που αποφάσισε να γνωρίσει από κοντά τη μουσική της Ηπείρου.

Ο συγγραφέας Christopher King είναι συλλέκτης παλιών δίσκων. Ανακαλύπτει κάτι μυστηριώδη αρχαία 78άρια με ηπειρώτικα και γοητεύεται, χωρίς όμως να έχει την παραμικρή ιδέα τι είναι αυτή η μουσική, από ποια χώρα κλπ… Μετά από πολύ ψαχούλεμα μες στο απόλυτο σκοτάδι, τελικά μαθαίνει ότι πρόκειται για μια μουσική από τη Βορειοδυτική Ελλάδα. Σιγά σιγά μαζεύει κι άλλους δίσκους. Κάποια στιγμή συγκλονίζεται από την αποκάλυψη ότι αυτή η μουσική παίζεται ακόμη, αντίθετα από άλλες που γνώρισε και αγάπησε μέσω των 78 στροφών οι οποίες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί (κάποια ιδιώματα μπλουζ, λευκής αμερικάνικης λαϊκής μουσικής κλπ.). Έτσι, αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα ν’ ακούσει κλαρίνα, αφού όμως πρώτα μελετήσει οτιδήποτε θεωρεί ότι θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα τη μουσική και τον τόπο.

Αφού ο αναγνώστης καβαντζάρει προ πολλού τις 100 σελίδες, θα έχει μάθει τα πάντα για την απόσταξη του τσίπουρου, για την ιστορία του Αλή Πασά ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια της μητέρας του, για την παλιά αποθήκη στο χωράφι του παππού του συγγραφέα που ήταν γεμάτη σαβούρα για κάψιμο αλλά ο μικρός Κρίστοφερ αποφάσισε να δει πρώτα τι έχει μέσα και έτσι ανακάλυψε τους πρώτους δίσκους γραμμοφώνου που του βάλαν το σαράκι, για τις οριένταλ εμπειρίες ενός ταξιδιού στην Κωνσταντινούπολη όπου βρήκε στα παλιατζήδικα τους πρώτους του ηπειρώτικους δίσκους, και χίλιες δυο άλλες παρεκβάσεις που άλλος θα βρει γοητευτικές κι άλλος όχι, αλλά ακόμα δε θα 'χει ακούσει πενιά.

Ο συγγραφέας μελέτησε όλα αυτά, αλλά ούτε προς στιγμήν δε φαίνεται να του πέρασε η ιδέα να αναζητήσει σύγχρονες ηχογραφήσεις ηπειρώτικων. Πολύ περισσότερο, δεν αναρωτήθηκε τι άλλες παλαιινές μουσικές υπάρχουν στην Ελλάδα. Για εκτός Ελλάδας ούτε λόγος. Αυτό δεν τον εμποδίζει να αναγορεύσει τα ηπειρώτικα ως μια μοναδική εξαίρεση.

Τελικά φτάνει στην Ήπειρο και ακούει τον Καψάλη και άλλους. Έζησε την έκσταση που ονειρευόταν, αν και την περιγράφει μ’ ένα τρόπο που μου δίνει προσωπικά την εντύπωση ότι, πέρα από το live your myth in Greece, δε χαμπάριασε τίποτε.

Ήδη από το κίτρινο «αυτοκολλητάκι» στο εξώφυλλο ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας είναι φίλος των υπερθετικών (π.χ. «Η αρχαιότερη ζωντανή δημώδης μουσική της Ευρώπης» - καμία εξήγηση πουθενά ως προς το γιατί είναι αρχαιότερη από τη μουσική της Κορσικής ή της Κροατίας ή των Βάσκων κλπ.), και δεν πρόκειται για εμπορικό τέχνασμα του εκδότη – και μέσα στο βιβλίο συνεχίζεται το ίδιο μοτίβο.

Για να μη νομίσει κανείς ότι έχω εμπάθεια με τον Κρίστοφερ Κινγκ, να πω ότι είναι ο επιμελητής δίσκων όπως το καταπληκτικό Why the mountains are black (αρχαίες και λιγότερο αρχαίες ηχογραφήσεις παραδοσιακών ελληνικών από 78άρια) που με είχε συγκλονίσει. Στα θετικά του βιβλίου, το ότι μαθαίνουμε διάφορα βιογραφικά για σημαντικούς Έλληνες μουσικούς της Αμερικής, όπως ο Χ. Ζούμπας (που συνδεόταν με το ζεύγος Παπαγκίκα και με άλλους για τους οποίους γίνεται λόγος στο βιβλίο).

2 «Μου αρέσει»

Λίγες ετικέτες δίσκων από το Why the mountains are black

COL%2056077%20%20B

21816%20%20B

1 «Μου αρέσει»

Έστω και λίγο καθυστερημένα…

@pepe εδώ είναι ένα άρθρο που συμμερίζεται πολλές από τις παρατηρήσεις σου:

Εγώ διάβασα μόνο κομμάτια από το βιβλίο του King, αλλά συμφωνώ και με τις δικές σου παρατηρήσεις και με τις απόψεις του Τρούσα. Αυτό που βλέπει ο King στο ηπειρώτικο τραγούδι παλιότερων εποχών είναι η εικόνα μία κάπως μυθικής Ελλάδας, που μάλλον κατοπτρίζει πιο πολύ τις δικές του εικασίες για μία πρωτόγονη και αναλλοίωτη πολιτισμιακή κατάσταση παρά μία ιστορική/κοινωνική/μουσική πραγματικότητα. Ο Τρούσας παρομοιάζει τον King με τους στην πλειοψηφία λευκούς ερευνητές, που στην αναζήτησή τους για μία υποθετημένη “αυθεντικότητα” στο country blues αγνοούσαν όλους τους σημαντικούς μουσικούς του urban blues, παρόλο που από το 1950 τουλάχιστον αυτό ήταν το είδος που προσέλκυε το πλατύ κοινό:

Έχω την εντύπωση ότι ο King έχει την ίδια στάση απέναντι στη μουσική της Ηπείρου, όπως επισημαίνεις και εσύ και ο Τρούσας.

E, ντάξ’…, κάτι καινούργιο δεν βγήκε, όπως φυσικά αναμενόταν…

Το διάβασα.

Βρίσκω ότι σε κάποια σημεία και λίγα λέει, ενώ σε άλλα γίνεται αδικαιολόγητα αυστηρός. Για παράδειγμα, το ότι ως συλλέκτης ο Κινγκ περιορίζει το ενδιαφέρον του σε μουσικές χωρίς ηλεκτρισμό και ντραμς, δικαίωμά του δεν είναι ρε παιδιά;

Από την άλλη πλευρά, το ότι ο Κινγκ βλέπει την ηπειρώτικη μουσική και την Ήπειρο σαν κάτι χαμένο, ένα απολίθωμα του παρελθόντος, μέχρι που παθαίνει το πολιτισμικό σοκ όταν φτάνει στο πραγματικό ηπειρώτικο πανηγύρι με τα μπακάρντια και τα θηριώδη ηχεία, συνδέεται με ένα κεφαλαιώδες λάθος του ίδιου που το περιγράφει αναλυτικά μέσα στο βιβλίο του (χωρίς να το αναγνωρίζει ως λάθος), ενώ ο αρθρογράφος δεν του έδωσε σημασία:

Ο Κινγκ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το αν υπάρχει ηχογραφημένη ηπειρώτικη μοουσική μετά από την περίοδο των 78 στροφών. Μιλάμε, δεν ήξερε τον Πετρολούκα και τον Κυρίτση! Πόσο μάλλον τους ελάσσονες επαγγελματίες των πανηγυριών που έγραψαν και δίσκους, που σηκώνουν λίγο το πέπλο ωραιοποίησης - θέλω να πω, να είναι κάπως υποψιασμένος ότι όχι μόνο και σήμερα υπάρχει κλαρίνο-βιολί-λαούτο-ντέφι, δε σταμάτησε το '40 ή το '50, αλλά επιπλέον υπάρχουν και άλλα, και ηλεκτρική κιθάρα, και έκο, και νεοδημοτικό-σκυλοδημοτικό-σκυλολαίκό ρεπερτόριο και γενικώς ότι η Ήπειρος δε σιώπησε όταν καταργήθηκαν τα γραμμόφωνα!

Οπότε, ξεκινάει από την άκρη του κόσμου να κάνει ένα ταξίδι προσκυνήματος και εξερεύνησης σ’ έναν τόπο για τον οποίο δεν έχει ψάξει όλα εκείνα που τον ενδιαφέρουν. Και φυσικά, δεν παίρνει χαμπάρι τίποτε απ’ όσα είδε όταν έφτασε, πέρα από το ότι με το τσίπουρο την ακούς. Τρομερή μουσικολογική θέση.

1 «Μου αρέσει»