Μετεμφυλιακά, στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, στα τραγούδια που ερμήνευσε κυρίως ο Στέλιος Καζαντζίδης, εκφράστηκε ένας κόσμος ολόκληρος. Είναι ο κόσμος της φτωχολογιάς. Δεν έχει υπάρξει κανένας άλλος Έλληνας καλλιτέχνης που να έχει ερμηνεύσει τόσο μεγάλο αριθμό τραγουδιών, που να αναφέρονται, άμεσα, σε θέματα φτώχειας, κοινωνικής απόγνωσης, κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης. Στα τραγούδια του κυριαρχεί η καταγγελία της κοινωνικής αδικίας, με τρόπο μερικές φορές αφελή, πάντως όχι διακηρυκτικό, όπως συμβαίνει στο πολιτικό τραγούδι διαμαρτυρίας. Ο Στελάρας (όπως τον αποκαλούν οι χιλιάδες ορκισμένοι στο όνομά του και φανατικοί θαυμαστές του, σ’ όλα τα πέρατα της οικουμένης) δεν ήταν στρατευμένος πολιτικός τραγουδιστής. Η δική του διαμαρτυρία ήταν άμεση και αυθόρμητη. Μιλάει τη γλώσσα του κόσμου στον οποίο απευθύνεται κι εκφράζει το επίπεδο εργατικής και λαϊκής κοινωνικής συνείδησης, σε συνθήκες ήττας και διάψευσης ελπίδων. Ως εκ τούτου, το τραγούδι του δεν εμπεριέχει συνθήματα διεξόδου, δεν προτείνει στόχους πάλης. Κι είναι αυτός ο λόγος που, ενώ η εργατική τάξη της εποχής αγκαλιάζει αυτό το τραγούδι κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτό, η Αριστερά και η οργανωτική της διανόηση θα το παραβλέψουν, θα το υποτιμήσουν, ακόμα θα το χλευάσουν, χαρακτηρίζοντάς το “μοιρολατρικό”. Άρα εμπόδιο στην ταξική συνειδητοποίηση.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η εργατική τάξη δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι επαναστατική. Η ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων στον Εμφύλιο Πόλεμο λειτουργούσε καταλυτικά. Δεν ήταν, όμως, και δεν θα μπορούσε να είναι “ενσωματωμένη”, δεν αποδέχτηκε και δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί την υπάρχουσα πραγματικότητα, που διαμόρφωσε η νίκη του αστισμού. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας, πολλά χρόνια μετά τον εμφύλιο, δεν άφηναν περιθώριο για αυταπάτες. Ταυτόχρονα, ο κόσμος αυτός έβγαινε μέσα απ’ το μεγάλο σχολείο των σκληρών αγώνων μιας δεκαετίας, κατά την οποία αμφισβήτησε την αστική ταξική κυριαρχία. Στη μεγάλη αυτή ταξική αντιπαράθεση ηττήθηκε και το γνώριζε καλά. Μπορεί, πλέον, το όραμα της Λαοκρατίας να είχε συντριβεί στις πλαγιές του Γράμμου, αλλά η λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία που διαμορφώθηκε στα χρόνια του αγώνα της Αριστεράς παρέμενε βαθειά ριζωμένη στις λαϊκές συνειδήσεις. Το απέδειξε το εντυπωσιακό 25% της διωκόμενης -τότε ακόμα- Αριστεράς, στα 1958, εννιά μόλις χρόνια από την πολιτικο-στρατιωτική της ήττα. Το απέδειξαν τα ποσοστά που προσέγγιζαν το 50% στις εργατογειτονιές και λαϊκές συνοικίες. Ακόμη και στα 1964, όταν το πανελλαδικό ποσοστό της ΕΔΑ συρρικνώθηκε στο 12%, οι ίδιες αυτές συνοικίες της έδιναν 30 και 40%.
Αυτός ο ηττημένος κόσμος δεν τραγουδούσε και δεν μπορούσε να τραγουδάει επαναστατικά θούρια, όπως έκανε στα χρόνια της ΕΑΜικής Επανάστασης. Δεν τραγουδούσε, όμως, ούτε και τα ανάλαφρα τραγουδάκια, που αναφέρονταν στις χαρές της ζωής των μεσαίων και υψηλών ελληνικών κοινωνικών στρωμάτων, στους ρομαντικούς έρωτες και την ξενοιασιά της διανόησης, της ελίτ και του ωχαδελφισμού. Τραγουδούσε, κατά βάση, Καζαντζίδη, γιατί είχε συνείδηση της κατάστασης την οποία βίωνε. Και το τραγούδι του Στελάρα μπόρεσε να παρακολουθήσει τη διαμόρφωση αυτής της συνείδησης βήμα-βήμα, ακριβώς γιατί διατηρήθηκε η άμεση σχέση με τον κόσμο αυτόν.
Κατά την δεκαετία του ‘50, λοιπόν, επικράτησε το λαϊκό τραγούδι απόγνωσης, για ν’ ακολουθήσει η έξαρση του εργατικού και λαϊκοδημοκρατικού κινήματος, στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Περνάμε, πλέον, στην περίοδο της μεγάλης έκρηξης της δημοκρατικής αντίστασης απέναντι στο μετεμφυλιακό καθεστώς, που θα αποκορυφωθεί με την εξέγερση των “Ιουλιανών” του 1965. Τα τραγούδια, που απορρίφτηκαν σαν “μοιρολατρικά”, εξέφρασαν την άρνηση του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου ν’ αποδεχτεί την εφιαλτική μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Συνέβαλαν, παράλληλα, στη μορφοποίηση της αυθόρμητης εργατικής ιδεολογίας, στην αναπαραγωγή της συνείδησης των ταξικών διαφορών. Οι εργάτες, η εργαζόμενη και η φοιτητική νεολαία, οι οικοδόμοι, που κατέβαιναν στα μαχητικά συλλαλητήρια και υποχρέωναν σε άτακτη φυγή τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής, με τα τραγούδια αυτά συνόδευαν τις ώρες της δουλειάς στα εργοστάσια, στα γιαπιά και στις σκαλωσιές των οικοδομών, μια και η ανοικοδόμηση όλης της χώρας ήταν σε πλήρη έξαρση. Και, όπως φάνηκε, κάθε άλλο παρά ανασταλτικά λειτούργησαν στην ταξική συνειδητοποίηση και στην αγωνιστικότητά τους…
Είναι η περίοδος που ο νέος αριστερός συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, που ένιωσε στο πετσί του την “καλοπέραση” των φυλακίσεων και των εξοριών, θα πραγματοποιήσει τη μεγάλη τομή με το έντεχνο πολιτικό και επαναστατικό τραγούδι του, το οποίο θεμελιώνεται στις βάσεις του λαϊκού τραγουδιού, που μέχρι τότε ήταν περιφρονημένο από την Αριστερά και τη διανόησή της και έτσι, τελικά, γίνεται αποδεκτό. Την εποχή αυτή, ο Καζαντζίδης θα ερμηνεύσει, μεταξύ πολλών άλλων, το συγκλονιστικό “Βράχο-βράχο τον καημό μου”, το 1961, σε στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, χαστούκι στο καθεστώς που εξακολουθεί να κρατάει στα ξερονήσια χιλιάδες λαϊκούς αγωνιστές. Την ίδια περίοδο, κατά χιλιάδες φεύγουν καθημερινά οι μετανάστες για τις φάμπρικες της Γερμανίας, τις στοές των λιγνιτωρυχείων του Βελγίου και τις μακρινές χώρες της Αυστραλίας, της Βραζιλίας και του Καναδά. Επομένως, ήταν απόλυτα φυσιολογικό, το άμεσο ταξικό αισθητήριο να καταστήσει τον Καζαντζίδη τραγουδιστή της μετανάστευσης, εκφραστή του πόνου του εργάτη που παίρνει “το τρένο Γερμανίας - Αθηνών, στην τρίτη θέση σε μια άκρη καθισμένος”, καθώς “Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο” και “Όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα”. Ο ίδιος ερμηνευτής, αναγνωρισμένος ως εκφραστής της αυθόρμητης συνείδησης του κόσμου της βιοπάλης, απ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο, θα αντιμετωπιστεί “θετικά” και από την Αριστερά, όταν πλέον οι συνθήκες έχουν καταστήσει ανεπίκαιρο και ξεπερασμένο μεγάλο μέρος από το έργο του.
Η Αριστερά θα δείξει την ίδια συμπεριφορά απέναντι στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, που είχε δείξει και προς το ρεμπέτικο. Απαξιώνοντάς το στην εποχή της ακμής του και εκθειάζοντάς το (ένα μέρος του τουλάχιστον, το πιο εύπεπτο και ενσωματώσιμο στη χαρακτηριστική μικροαστική κουλτούρα της) αργότερα, ως ξεπερασμένο και μουσειακό είδος. Είναι αξιοσημείωτο το ότι στη συμπεριφορά της αυτή έχει καταπληκτική σύμπτωση με τη στάση των εκπροσώπων της επίσημης αστικής ιδεολογίας, αν και από διαφορετικές αφετηρίες!!
Το ρεμπέτικο χλευάστηκε από την αστική διανόηση και διώχτηκε από τους μηχανισμούς καταστολής, ως ξενόφερτο, ανατολίτικο, περιθωριακό, παρακμιακό και αταίριαστο με τον εθνικό ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, που τόσο “πετυχημένα” εξέφραζαν τα γλυκανάλατα δυτικότροπα τραγουδάκια του ελαφρού και επιθεωρησιακού τραγουδιού, πολλά από τα οποία ήταν απομιμήσεις και διασκευές ξένων επιτυχιών. Σήμερα, ο συκοφαντημένος και εν πολλοίς περιφρονημένος, στον καιρό του, Μάρκος Βαμβακάρης (καθώς και η παρέα του της “Πειραιώτικης Σχολής”) κατατάσσεται μεταξύ των σκαπανέων του εθνικού νεοελληνικού πολιτισμού και αναζητούνται οι βυζαντινές ή, ακόμα, και οι …αρχαιο-ελληνικές ρίζες του έργου του!
Αντίστοιχα, το θεωρούμενο από την Αριστερά ως “μοιρολατρικό” και “παρακμιακό” και επίσης ως “ξενόφερτο” και “ανατολίτικο” από την επίσημη αστική ιδεολογία, μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι παίζεται και ακούγεται στα μπουζουξίδικα, έστω και εν μέσω τεκνο-τσιφτετελιών και “σκυλάδικων”. Με την κατάλληλη προσαρμογή στην ενορχήστρωση, κάποια λαϊκά τραγούδια ακούγονται ως και στους σύγχρονους ναούς της μουσικής, στα Μέγαρα Μουσικής. Βέβαια, εκεί μέσα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ακουστεί το τραγούδι της άμεσης ταξικής έκφρασης που ερμήνευσαν μοναδικά ο Στέλιος Καζαντζίδης, πρωτίστως, αλλά επίσης υπέροχα και οι Πάνος Γαβαλάς, Σταύρος Τζουανάκος, Δημήτρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Τζιβάνης, Γιάννης Κουλουκάκης, Καίτη Γκρέϋ, Πόλυ Πάνου, κ.α.
Τα τραγούδια αυτού του είδους -φευ- ουσιαστικά δεν έχουν “υπάρξει” ποτέ για το ελληνικό εθνικό σύστημα μουσικής. Ίσως, μάλιστα, να είναι καλύτερα έτσι για δύο λόγους: αισθητικά, γιατί αποφεύγεται η κακοποίησή τους, και ιδεολογικά, γιατί επιβεβαιώνεται -ακόμα και σήμερα- η δυνατότητα εκρηκτικής λειτουργίας τους στις λαϊκές συνειδήσεις. Αυτή τη λειτουργία που η Αριστερά όχι μόνον δεν ήθελε, αλλά ουσιαστικά απεχθάνονταν μετά βδελυγμίας, και το χειρότερο, δυστυχώς, δεν μπορούσε καν να αντιληφθεί. Γεγονός, βέβαια, που λειτούργησε εις βάρος της.
(Απόσπασμα από το βιβλίο μου “Το Ελληνικό Αστικό Τραγούδι Στα Πέτρινα Χρόνια 1940 - 1949”)
Βασική πηγή συγκεκριμένου κειμένου: «ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», Τεύχος 10, Δεκέμβριος 2004, Άρθρο Γιώργου Αλεξάτου “Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η ελληνική μεταπολεμική πραγματικότητα”
Σ.Π
(Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/ην ΣΑΚΗΣ 16 Μάρτιος, 2006)