ΚΟΥΡΔΙΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται π.χ. στην Κάλυμνο, ξέρω όμως αρκετά για τη Σίφνο. Έχω μιλήσει με αρκετούς μουσικούς εκεί, αλλά και με γλεντιστάδες που μόνο τραγουδούν. Όλοι μου λένε αυτό που αναφέρει και ο Περικλής: Αυτοί είναι οι τόνοι, τι να κάνουμε… Δεν έχουν, φαίνεται, αναπτύξει την τεχνική που κατέχει ο Φραγκίσκος Τζιωτάκης, να κουρδίζουν χαμηλότερα. Για τρανσπονάρισμα “δυτικού” τύπου, ούτε λόγος, κανείς δεν το διαννοείται. Έτσι αναγκάζονται (στη Σίφνο, π.χ.) να ξελαρυγγίζονται γιατί αλλοιώς το τραγούδι δεν βγαίνει από τις προσφερόμενες στον βιολιτζή τεχνικές τρανσπόρτου.

Πολύ ενδιαφέροντα τα όσα γράφετε.
Προσωπικά το θεωρώ καθαρά αδυναμία των οργανοπαιχτών. Ο σωστός δεξιοτέχνης παίζει από πολλές τονικότητες. Ασφαλώς θα παίξει από την “εκ παραδόσεως” τονικότητα όταν όμως θα μπορεί να ανταποκριθεί και ο τραγουδιστής ή οι τραγουδιστές. Η εμμονή στον εκ παραδόσεως τόνο χωρίς να ικανοποιήται η φωνητική παραλληλία, μόνο άσχημο αποτέλεσμα επιφέρει.

Δεν νομίζω να είχαν πρόβλημα τρανσπόρτου οι εξαιρετικοί κλαρινίστες Ρέλλιας, Κυριακάτης ή Γκαντίνης όταν έπαιζαν και τραγουδούσε ο Στασινόπουλος!! Τα λέει όλα από γυναικείους τόνους!!! Γιατί;
Είναι στη φύση του μουσικού να θέλει να κάνει φιγούρα με την ταχύτητά του και στον τραγουδιστή με την έκτασή του στα ψηλά. Το ίδιο ισχύει και στην όπερα!!!
Τώρα το ότι κάποιοι βιολιτζήδες έμαθαν να παίζουν μόνο από ένα τόνο άσχετα εάν μπορεί να τα τραγουδήσει ο άλλος, τι να πω!!!
Τουλάχιστον, στα στεριανά πανηγύρια οι τόνοι ήταν πιο χαμηλοί και τραγουδούσαν όλοι της ορχήστρας για να ακούγονται. Δεν βγαίνει πανηγύρι 3ημερο χωρίς μηχανήματα που θα τραγουδάει ο άλλος συνέχεια ψηλά. Επίσης, δεν ήταν μόνο 2 όργανα. Ακόμα και σήμερα σε περιοχές όπως τα Ζαγόρια ή της Κόνιτσας, παίζουν 2-3 κλαρίνα, 2 λαούτα, 2 βιολιά ή και 2 ντέφια μαζί και τραγουδάνε βέβαια όλοι.
Οι τόνοι ήταν και χαμηλότεροι του αναμενόμενου.
Ψάξτε στο youtube για πανουσάκο, φιλιππίδη ή κώστα χαλκιά.

Στην Κάλυμνο δεν υπάρχουν τραγουδιστές. Μπορεί στις τηλ. εκπομπές να ζητάν από κάποιον να τραγουδήσει, αλλά σ’ ένα γάμο ή ένα πανηγύρι καλούν μόνο όργανα και δεν υπάρχει μικρόφωνο τραγουδιστή (εκτός βέβαια αν δεν πρόκειται για παραδοσιακά καλύμνικα όργανα αλλά για λαϊκά, κρητικά κ.ά.). Στο ανεπίσημο γλεντάκι του καφενείου, ή σε κανένα πανηγύρι με σεμνή ή καθόλου ενίσχυση, θα τραγουδήσει ο καθένας είτε στην τάβλα είτε στο χορό. Σε καταστάσεις με πιο πολλά ντεσιμπέλ, απλώς δε θα τραγουδήσει κανείς. Η ιδέα να τραγουδάει κάποιος για λογαριασμό όλων των παρισταμένων συνδέεται αποκλειστικά με τις “ξένες” μουσικές ή με τις φολκλορικές εκδηλώσεις.
Στην Κάρπαθο με τις λύρες γίνεται το ίδιο. Στη Σίφνο απ’ ό,τι έχω καταλάβει από τα βιντεάκια του Κουτρουφιού και άλλα, πάλι το ίδιο. Σ’ αυτά τα δεδομένα, ακόμη και αν τα όργανα ήξεραν να τρανσπορτάρουν, δε θα ήταν δυνατό να γίνει: ο καθένας που παίρνει το λόγο να πει μια μαντινάδα πρέπει να κουρδίσει τη φωνή του σε σχέση με την προηγούμενη μαντινάδα που ακούστηκε. Δεν μπορεί να αρχίσει δοκιμές διακόπτοντας όλο το γλέντι, ούτε να παραγγείλει στα όργανα «παίξε μου το “Γιάλλα” από Λα» ενώ συνεχίζεται η μουσική χωρίς διακοπή!
Άρα δε μένει παρά να υπάρχει ένας τόνος για όλους. Είναι λοιπόν λογικό να διαλέξουν τον τόνο που εξυπηρετεί τα όργανα, ως προς τις δαχτυλιές και τις ανοιχτές.

Τώρα, ως προς το ψηλότερο ή χαμηλότερο κούρδισμα:

Στην Κάλυμνο ομολογώ ότι δεν ξέρω πώς κουρδίζουν. Στην Κάρπαθο υπάρχουν δύο περιπτώσεις: αν μαζί με τη λύρα και το λαούτο παίζει και τσαμπούνα, θα κουρδίσουν πάνω στην τσαμπούνα και ο καθένας ας κόψει το λαιμό του να τραγουδήσει. (Σημειωτέον ότι η τσαμπούνα συμμετέχει σε συγκεκριμένες φάσεις του γλεντιού, όχι συνέχεια, αλλά όταν διακόψει θα πρέπει τα έγχορδα να κρατήσουν το ίδιο κούρδισμα γιατί αργότερα θα ξαναμπεί, ενώ παύσεις δεν υπάρχουν ποτέ στη μουσική -ένα γλέντι μπορεί επί 5, 6, 10 ώρες να βγει σαν ένα track, και από κούρδισμα απλώς διορθώνουν το υπάρχον χωρίς να σταματήσουν το παίξιμο. Η περίπτωση να διακόψουν εντελώς για να κουρδίσουν γίνεται δεκτή με έντονα παράπονα). Αν δεν υπάρχει τσαμπούνα, κουρδίζουν στον αέρα. Πολλοί οργανοπαίχτες, από τη μακρά συνήθεια, έχουν αναπτύξει κάτι σαν απόλυτο αφτί που τους οδηγεί γύρω στο Λα# με Σι ακόμη κι αν πρωτοβάζουν χορδές σε μια εντελώς ακούρδιστη λύρα. Σε περιπτώσεις ολογοπρόσωπου γλεντιού, έχω δει μερικές φορές να διαμαρτύρεται η παρέα ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει επειδή είναι πολύ ψηλά ή (σπανιότερα) πολύ χαμηλά, και να ξανακουρδίζουν αλλού οι οργανοπαίχτες. Όταν είναι περισσότεροι οι συμμετέχοντες υπάρχει αυθόρμητα μια τάση να τα θεωρούν όλα πιο επίσημα κι έτσι να επανέρχονται στον προηγούμενο κανόνα, ότι απαγορεύεται να κόψουμε τη ροή για οποιονδήποτε λόγο.
Φυσικά δεν αποκλείεται κάποιος καλλίφωνος λυράρης να κουρδίσει ψηλά απλώς και μόνο για να επιδείξει τη φωνάρα του αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους γλεντιστάδες, αλλά αυτό είναι αθέμιτο και θα σχολιαστεί.

Αν δεν απατώμαι, ο θεσμός του Ενός τραγουδιστή (που από αυτόν ξεκινούν όλες οι αλλαγές) είναι κι αυτός παλιότερος στα στεριανά μέρη απ’ ό,τι στα νησιά, όπως και πολλές άλλες καινοτομίες.

Καταρχας κλαρινα σε ΣΙ νατουραλ υπηρξαν…εχω παιξει με ενα τετοιο…και κουρδιζαν επανω του…ο πιο προσφορος τονος για τον κλειστο της Αργιθεας ειναι το ΝΤΟ…και οι παλιοτεροι τραγουδιστες περαν των αλλων τραγουδουσαν ψηλα απο αναγκη…για να ακουγονται…φανταστητε ενα πανηγυρι με 400-500 ατομα και χωρις μικροφωνικη…ποιος θα ακουγε εναν χαμηλοφωνο τραγουδιστη που αντι για ΝΤΟ θα τραγουδουσε απο ΦΑ#;;;

Ούτε εμένα μ’ αρέσει τόσο χαμηλά. 1 - 1/5 τόνος κάτω και πολύ είναι γιατί το χαλάρωμα, πλαδαρεύει τον ήχο. Μπορεί να το παλέψεις λίγο βέβαια όταν κουρδίζεις χαμηλά, βάζοντας πιο σκληρές χορδές στο όργανο, μεγαλύτερο ύψος καβαλάρη και μετακινώντας την ψυχή.

Τι εννοείς εδώ; Δεν το καταλαβαίνω.

Εμένα μου τη δίνει περισσότερο και ξέρεις γιατί; Όταν δουλεύουν με κάποιον επώνυμο μουσικό ούτε γκρινιάζουν, ούτε το ψάχνουν πολύ. Αν χρειαστεί θα ζοριστούν και λίγο παραπάνω, γιατί εκεί ξέρουν ότι δεν τους παίρνει. Υποδείξεις συνήθως κάνουν σε κάποιον μουσικό της “σειράς”.

Θεωρώ ότι δεν είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τον όρο “παραδοσιακές” τονικότητες, αλλά τονικότητες που σολάρουν καλύτερα τα όργανα. Η δεξιοτεχνία επίσης νομίζω είναι περισσότερο θέμα ταλέντου και δεν έχει να κάνει τόσο με την μελέτη. Έχουμε παραδείγματα από κάποιους που μέσα σε 5 χρόνια, ξεπέρασαν κάποιους άλλους που είναι στο επάγγελμα 20 - 30 χρόνια.

Εμένα δε με χαλάει καθόλου μια χαρά το ακούω. Ωραίο βιντεάκι, με πολύ ιδιωματικό παίξιμο. Στο πρώτο τραγούδι υπάρχουν κάποιοι στίχοι που ταιριάζουν με κάποιους από στεριανά δημοτικά:

  1. Τραγούδι
    Φάτε και πιείτε φίλοι μου, χαρείτε να χαρούμε
    τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιός τον ξέρει
    για ζούμε για πεθαίνουμε, για πάμε σ’ άλλα μέρη
  2. Τραγούδι
    Νιάτα δεν αγοράζονται, γέρατα δεν πουλιούνται
    γλεντάτε νέοι στον ντουνιά, τα νιάτα δεν γυρίζουν πια
  3. Τραγούδι
    Για τα σένα παίζουν τούτα, τα βιολιά και τα λαούτα
    Δες κι [b]ένα βιντεάκι με τον Χάρχαλη[/b]σε πολύ υψηλούς τόνους, που ακόμα και γυναίκα δύσκολα θα τους έπιανε.

Όπως πάει το Καλύμνικο - Διοσμαράκι πάει και το Τζιβαέρι, και τα δυο από εκεί είναι;

Ένας δεξιοτέχνης μπορεί να παίξει από πολλές τονικότητες, όχι όμως σε όλες με το ίδιο καλό αποτέλεσμα. Υπάρχουν τόνοι απλησίαστοι που τους αποφεύγουν και οι πιο βιρτουόζοι. Ποτέ για παράδειγμα ένα κλαρίνο ΛΑ δεν θα παίξει τον “ΉΛΙΟ” από Σι Μπεμόλ. Όπως και κανένας βιολιστής δεν θα παίξει ποτέ ροδίτικη σούστα από ΝΤΟ # κ.ο.κ.

Συμφωνώ κι εγώ ότι, οι παλιοί όταν τραγουδούσαν μόνοι τους χωρίς ηλεκτρική ενίσχυση, έπιαναν υψηλούς τόνους από ανάγκη για ν’ ακούγονται περισσότερο. Υπάρχουν και κάποιες μαρτυρίες από τους ίδιους. Όταν τραγουδούσαν πολλά άτομα μαζί, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα σε πιο χαμηλούς τόνους. Βέβαια πιστεύω κι εγώ ότι κάποιοι προτιμούν υψηλούς τόνους (το βλέπω δηλαδή) για φιγούρα κι επίδειξη όπως ανέφερε και ο Δημήτρης Ν.

Όταν λέμε “το βιολί κουρδίζει μι-λα-ρε-σολ”, “το λαούτο τάδε”, “η λύρα τάδε”, είναι γνωστό ότι το λέμε συμβατικά. Στην πράξη πάντα θα βρεθεί κάποιος που κουρδίζει πιο ψηλά ή πιο χαμηλά, είτε γιατί η αισθητική της περιοχής του το επιτάσσει είτε γιατί απλώς δε χρησιμοποιεί διαπασών και αντί για Λα 440 πέφτει λίγο παραδίπλα.
Παρατηρώ όμως αυτό που γίνεται με τα λαούτα: ονομαστικά, το νησιώτικο και το στεριανό είναι λα-ρε-σολ-ντο και το κρητικό μια 4η κάτω, Μι-λα-ρε-σολ. Πρακτικά, δεχόμαστε ότι αυτοί οι τόνοι χωράνε και κάποια απόκλιση. Όταν όμως βλέπω ότι στην Κάρπαθο, που παίζουν λύρα με κρητικό λαούτο, η τάση είναι να αποκλίνουν προς τα πάνω, κι έτσι το ονομαστικό Λα (2η χορδή) μπορεί στην πράξη να είναι Σι ή Ντο, ενώ στην Κύθνο που παίζουν βιολί με νησιώτικο λαούτο, και στα Άγραφα με ή χωρίς κλαρίνο + βιολί + στεριανό λαούτο η τάση είναι προς τα κάτω και το ονομαστικό Ρε (επίσης 2η χορδή) είναι Ντο ή Σι, τελικά έχω δυο λαούτα που κουρδίζονται ίδια, απλώς με ένα (κοινό) περιθώριο απόκλισης, αλλά τα ονόματα των χορδών τους έχουν μια 4η διαφορά!
Συνεχίζοντας την αντιπαραβολή, το ονομαστικό Λα της λύρας ταυτίζεται με το ονομαστικό Ρε του βιολιού, και ούτω καθεξής.
Αυτός είναι ο μύθος. Και τον λέω αστικό γιατί ξεκινάει από τα ωδεία και τους θεωρητικούς -και όχι βέβαια από τους πρακτικούς οργανοπαίχτες. Φτάνει όμως και μέχρι τους πρακτικούς, οι οποίοι δε ζουν σε άλλο κόσμο από τους μουσικά εγγράμματους. Άλλωστε σιγά σιγά υπάρχουν όλο και περισσότεροι οργανοπαίχτες που έχουν οι ίδιοι θεωρητική κατάρτιση. Έτσι σταδιακά καθιερώνεται όσοι λ.χ. αρχίζουν να κουρδίζουν με το διαπασών να φέρνουν την κάθε χορδή εκεί όπου συμπίπτει με το όνομά της, για να είναι “σωστή”. Κι όμως, η διαφορά τέταρτης ανάμεσα στα δύο λαούτα φαίνεται ότι αρχικά υπήρξε ξεκάθαρη κυρίως στα ωδεία και τους παρόμοιους χώρους, και στη ζωντανή λαϊκή πράξη μόνο εκ των υστέρων.
Να το πω μ’ ένα άλλο παράδειγμα: είχα διαβάσει στον Ανωγειανάκη ότι γενικά όλοι έχουν μια τάση να κουρδίζουν 0,5 έως 1,5 τόνο κάτω από το διαπασών. Στην πράξη έβλεπα τα όργανα με τα οποία είχα ασχοληθεί, λύρα και τσαμπούνα, να κουρδίζονται αντιθέτως πιο ψηλά από το διαπασών. Τι διάολο, έλεγα, τόσο έξω έπεσε ο Ανωγειανάκης ή τόσο πολύ άλλαξαν τα πράγματα; Η απάντηση είναι ότι αυτό που είδα είδε κι εκείνος, μόνο που το Σι ή Ντο (σε πραγματικό ύψος) της λύρας ή της τσαμπούνας δεν είναι ένα πολύ υψωμένο Λα αλλά ένα πολύ χαμηλωμένο Ρε!

Είναι η καλύμνικη εκδοχή. Το γνωστό Τζιβαέρι είναι η λέργικη εκδοχή. Αυτό που λένε οι Καλύμνιοι, με άπλετο χώρο για επιμέρους επαναλήψεις και με ελεύθερα δίστιχα, μ’ αρέσει πολύ περισσότερο και υποψιάζομαι ότι και στη Λέρο, εκτός δίσκου, έτσι πρέπει να το λένε (ως προς τους στίχους το θεωρώ βέβαιο). Μάλλον η καλύμνικη ιδιαιτερότητα είναι απλώς ότι έχει ένα “σιγανά” παραπάνω.

αν εδω πρεπει να συμφωνησω πως καποιοι τραγουδιστες παλιοτερα τραγουδουσαν ψηλα για…επιδειξη…θα αντιπαραθεσω πως το καναν διοτι…μπορουσαν…σημερα παλι εχουμε γεμισει απο…μουγκοθοδωρους…που κανουν…ερμηνεια…

Ξέρουμε αν το “κλασικό” Τζιβαέρι το έχει χτυπήσει σε δίσκο κάποιο μεγάλο δωδεκανησιακό όνομα σε προγενέστερες (αμέσως μεταπολεμικές) δεκαετίες; Θα μπορούσα, κανονικά, να ρωτήσω τη Δόμνα Σαμίου από πού το πρωτοάκουσε, από δίσκο ή από τις δικές της περιοδίες παλαιότερα, αλλά δυστυχώς η φουκαριάρα έχει πολύ προχωρημένη γεροντική άνοια και δεν γίνεται.

Συμφωνώ πάντως και εγώ με τον Περικλή: όσες εκδοχές απο το Δυοσμαράκι έχω ακούσει, όλες είναι πολύ πιο κοντά στην δωδεκανησιακή παράδοση από το κλασικό.

Για τη Σίφνο ισχύει ότι γράφει ο Ν. Πολίτης και υποθέτει ο Περικλής (αψηλά κουρδίσματα, μη επαγγελματίες τραγουδιστές). Ειδικά για τα ξελαρυγγιάσματα (προσωπική εμπειρία) η επιτυχία ενός γλεντιού κρίνεται και από το βαθμό φραξίματος λαιμού και του αριθμού των «φραγμένων» την άλλη μέρα.
Ερωτήματα προς τους ειδικούς:
Τι είναι πιο εύκολο: Να προσαρμόζονται οι μουσικοί στις φωνητικές δυνατότητες των μελών της παρέας ή τα μέλη της παρέας να έχουν μάθει να πηγαίνουν πάνω στα όργανα;
(Το επιθυμητό στα γούστα μου είναι το δεύτερο.)
Διάφοροι τοπικοί συλλόγοι δίνουν έμφαση στην εκμάθηση χορών στα νέα παιδιά της κοινωνίας προσλαμβάνοντας χοροδιδασκάλους κλπ. Υπάρχει ανάλογη προσπάθεια για την εκμάθηση τραγουδίσματος; Έχει νόημα τέτοιο εγχείρημα; Δε λέμε να βγούμε τραγουδιστές όπερας από κει αλλά να είμαστε σε θέση να μπαίνουμε σωστά στο σκοπό που παίζουνε τα όργανα στο γλέντι που θα κάνει η παρέα μας.

Pepe το Τζιβαέρι το έχω σε ένα CD (σήμερα το πρόσεξα) με τον Πέτρο Γαϊτάνο: “Αγέρας, Έρωτας κι Αρμύρα” και το ένθετο για τον σκοπό αυτό αναφέρει: “ΤΖΙΒΑΕΡΙ”: Κώτικο τραγούδι. Γνωστό ως Δυοσμαράκι με διαφορετικούς στίχους. Τζιβαέρι: Αραβοτουρκική λέξη (Τζαουασίρ αραβικά, Τζαβαχέρ τουρκικά). Πολύτιμο κόσμημα, λίθος.

Για μένα οι τραγουδιστές πρέπει να σέβονται και να κατανοούν τους οργανοπαίχτες που είτε από άγνοια είτε για άλλους λόγους, κάποιοι πολλές φορές δημιουργούν θέμα για 0,5 - 1 τόνο διαφορά από εκεί που τους αρέσει, με αποτέλεσμα να θυσιάζονται μικροδιαστήματα μεγάλης σημασίας και να μην σονάρει το όργανο όπως πρέπει. Τραγουδιστές που τραγουδάνε μόνο από 1 - 2 τόνους δεν δικαιολογούνται και καλό θα ήταν να εξασκήσουν τη φωνή τους σε μεγαλύτερη έκταση. Βέβαια και ο μουσικός ανάλογα τι όργανο παίζει πρέπει να τους τοποθετεί ανάλογα και όχι όπου να 'ναι.

:019::019::019:Πολύ ωραίο, Γιάννη! Δεν το ήξερα.

Αν δεν απατώμαι, ο όμιλος Χατζηδάκη από τη Λέρο, κάπου τέλη '40. Η ηχογράφηση από την οποία έχουν γίνει γνωστά τα 2 κλασικά δίστιχα, Η ξενιτιά το χαίρεται και Ανάθεμά σε ξενιτιά.

Παρόλο που η ερώτηση είναι πολύ σαφής, θα απαντήσω λίγο πιο …δίπλα:
Άλλα είναι τα ζητούμενα όταν η κομπανία συνοδεύει τον τραγουδιστή της και άλλα όταν συνοδεύει ένα ολόκληρο συμμετοχικό γλέντι. Στην πρώτη περίπτωση προσφέρει ακρόαμα, το οποίο πρέπει να είναι τεχνικά άρτιο. Πρέπει και ο τραγουδιστής να είναι σε τόνο όπου αποδίδει καλά, και τα όργανα. Αν αυτό δε γίνεται αυτόματα, προφανώς πρέπει να γίνει προσπάθεια σύγκλισης κι από τις δύο μεριές. Δηλαδή, αν και τα όργανα και ο τραγουδιστής επιμένουν ότι μόνο σ’ ένα τόνο μπορούν αλλά αυτός ο τόνος δεν είναι κοινός για τους δύο, ε τότε παιδιά δεν είστε κομπανία!
Αν όμως το ζητούμενο είναι να τραγουδήσει ο καθένας από την παρέα, τότε δεν προσφέρεται ακρόαμα. Προσφέρεται μάλλον ένα βήμα έκφρασης. Εκεί προέχει το κριτήριο ότι ο γλεντιστής δεν είναι μουσικός, δεν οφείλει να ξέρει ένα σωρό τεχνικές λεπτομέρειες, και τα όργανα πρέπει να του κάνουν τη ζωή εύκολη για να πει αυτό που έχει να πει χωρίς να σκοντάφτει σε τεχνικά ζητήματα. Άρα ένας τόνος για όλους, που να είναι κάπου κοντά στο μέσο όρο των δυνατοτήτων των φωνών του κοινού κόσμου και να είναι και καλός για τα όργανα.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 14:20 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 13:56 —

Σε πολλές περιοχές (ίσως σε όλες) υπάρχει ένας ιδιαίτερος τοπικός τρόπος “τοποθέτησης της φωνής”, που κάνει το ύφος της περιοχής αναγνωρίσιμο ακόμη κι αν ο άλλος τρασγουδήσει ένα σκέτο «α». Για παράδειγμα οι Κρητικοί τραγουδάνε μ’ ένα τρόπο που στον μέσο ακροατή θυμίζει τη φωνή του Ν. Ξυλούρη, και που κάποιος φίλος πολύ εύστοχα είχε πει “αυτή η φωνή θυμίζει λύρα”.
Αυτό αφενός πολύ δύσκολα διδάσκεται. Αφετέρου όμως αν το ακούει ο άλλος γύρω του μια ζωή, το μαθαίνει ασυνείδητα. Μια μοναδική φορά στη ζωή μου συνάντησα άνθρωπο που να έχει θέσει ως αντικείμενο διερεύνησης αυτές τις παραδοσιακές φωνητικές τεχνικές, πριν πάνω από 10 χρόνια. Ήταν η Βιβή Κανελλάτου, η οποία ανακάλυψα τώρα πρόσφατα ότι το έχει έκτοτε προχωρήσει.
Από κει και πέρα, το απλό να ξέρεις να μπαίνεις στον τόνο χωρίς χοντρές παραφωνίες, τουλάχιστον στην Κάρπαθο αποτελεί από καιρού εις καιρόν αντικείμενο στα μαθήματα των τοπικών συλλόγων. Όχι μόνιμα, γιατί ξέρετε: τη μια χρονιά έχουμε δάσκαλο, την άλλη χρονιά αυτός δεν μπορεί, αυτά είναι πράγματα που συμβαίνουν… Αυτό το βιντεάκι νομίζω ότι σας το 'χω ξαναδείξει: πιτσιρίκια μισή μπουκιά αποδίδουν επιτυχέστατα τοπικούς σκοπούς αρκετά δύσκολους. Καλό είναι, αλλά δεν ξέρω αν είναι πραγματικά απαραίτητο. Ας μάθουμε και κάτι χωρίς μάθημα, σε λίγο θα πρέπει να κάνουμε μάθημα ακόμα και για το πώς παίζουμε καρπαζιές. Από τους Καρπάθιους μεγαλύτερων γενεών που δεν έχουν περάσει τέτοια εκπαίδευση, οι μόνοι που δεν ξέρουν να τραγουδήσουν είναι αυτοί που δεν τους ενδιαφέρει να τραγουδήσουν.
Εγώ φρονώ ότι το τραγούδι δεν πρέπει να γίνεται επιστήμη. Είναι για όλους, είναι εύκολο πράγμα, και είναι χαρά. Εκτός αν θέλεις να γίνεις τραγουδιστής, που είναι άλλη περίπτωση.

Αιμιλία Χατζηδάκη: η κλασική ηχογράφηση από την οποία άρχισαν όλα.
Δικαία Χατζηδάκη (αδελφή της): μια τελείως αντι-mainstream εκτέλεση
Πληροφορίες για τον όμιλο Χατζηδάκη εδώ.

Από τα πιο κακοπαθημένα ελληνικά τραγούδια. Συνήθως θεωρείται ως ευκαιρία για να πουλήσει κανείς ατμόσφαιρα, αίσθημα, φωνητική δεξιοτεχνία κλπ., και είναι και τζάμπα όπως όλα τα ακατοχύρωτα δημοτικά. Η Δόμνα, που γενικά δε μ’ αρέσει σαν τραγουδίστρια -άλλο αν τη θαυμάζω για το συνολικό έργο της- το λέει με υποδειγματικό ήθος, βάζοντας τα γυαλιά σε δεκάδες παπατζήδες και παπατζούδες.

Άταστε και Περικλή ευχαριστώ για τις απόψεις και πληροφορίες

Μήπως η μελωδία από το Τζιβαέρι δεν είναι ελληνική - δημοτική, μιας και η ονομασία απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ελληνική; Όπως επίσης και η μελωδία σε αυτό το [b]τραγούδι[/b] δεν πρέπει να είναι ελληνική, έτσι δεν είναι;

Χαρακτηριστική περίπτωση που αποδεικνύει τη στενότατη σχέση της Δωδεκανήσου με την απέναντι ακτή. Αυτό που τραγούδησε η Δικαία Χατζιδάκη ήταν συμπίλημα από στίχους και γυρίσματα από τα εκατοντάδες δίστιχα που οι Μικρασιάτες συνέραβαν να φτιάξουν τραγούδι που μάλιστα, συχνά δεν έβγαζε και ολοκληρωμένο νόημα, όπως και σε αυτό της Χατζιδάκη. Πάντως ο στίχος “απόψε τα μεσάνυχτα…” βρίσκεται και σε καππαδόκικο τραγούδι, εκεί ως ολοκληρωμένο στιχούργημα.

Άταστε, το έχουμε ξαναπεί πολλές φορές: ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΤΙΤΛΟ. Πολλές φορές κάποια τραγούδια προσδιορίζονταν από ένα χαρακτηριστικό τους γύρισμα, όπως το τζιβαέρι και το δυοσμαράκι.

Η ελληνική γλώσσα έχει πάρει πάρα πολλά δάνεια από τις γλώσσες όλων των γειτόνων μας. Ιταλικά, αρβανίτικα, σλάβικα, τούρκικα κλπ. Το ίδιο έχει γίνει και με τις γλώσσες των γειτόνων, που έχουν (ή είχαν) πολλές ελληνικές λέξεις. Η χρήση της λέξης τζιβαέρι (θησαυρός, απαντά και ως τζοβαΐρι σε στεριανές περιοχές) ήταν διαδεδομένη.

Τώρα, από που συμπεραίνεις ότι μία μελωδία δεν είναι ελληνική; Πώς οριοθετείται μία ελληνική μελωδία;

Μπα, δε νομίζω. “Τζιβαέρι” είναι ελληνική λέξη. Φυσικά προέρχεται από τα τούρκικα, αλλά υπήρχε στο ενεργό λεξιλόγιο των Ελλήνων. Και άλλωστε δεν είναι ο στάνταρ τίτλος του σκοπού: και οι Καλύμνιοι και οι Λεριοί και οι Κώτες εναλλάσσουν ως τσακίσματα διάφορες λέξεις -τζιβαέρι μου, διοσμαράκι μου, δυόσμε τρίκλωνε κλπ.-, και από αυτές οι Καλύμνιοι έχουν διαλέξει το “Διοσμαράκι” ως τίτλο για το σκοπό ενώ οι Λεριοί το “Τζιβαέρι” (και πάλι με επιφύλαξη: “Τζιβαέρι” λέγεται το δισκογραφημένο κομμάτι, δεν ξέρω αν ισχύει και στην προφορική παράδοση της Λέρου).
Ως μουσική πάλι, μια χαρά μου κάνει για ελληνικό.
Η “Βράκα” που παραπέμπεις, πράγματι δεν πρέπει να είναι ελληνική. Ή, για να το πω ακριβέστερα, είναι ελληνικότατος σκοπός αλλά προερχόμενος, όπως μάλλον δείχνει, από τούρκικο που προϋπήρχε. Βλ. και εδώ.

[Προσθήκη] Νίκο, μαζί γράφαμε! Για τους τίτλους δε θα συμφωνήσω απόλυτα. Στα νησιά, που εκτός από τραγούδια υπάρχουν και οι σκοποί, συνήθως αυτοί έχουν κάποια ονομασία για να μπορεί ο κόσμος να συνεννοείται. Ονομάζονται είτε από το τσάκισμα, είτε «του Τάδε» (μερακλής που τον αγαπούσε και τον τραγούδαγε συχνά), είτε με τοπικό προσδιορισμό (Κασιώτικος Καλύμνου, Κρητικός Ανάφης, Οθείτικος Καρπάθου), είτε “Της αυγής - του μισεμού - παραπονιάρικος”. κ.ο.κ. Αυτή η συνήθεια δε νομίζω ότι συνδέεται με την πιο πρόσφατη τάση μας για ταξινομικές κατηγορίες, αλά μάλλον ότι υπήρχε από παλιά.

Δεν βγάζω εύκολα συμπεράσματα, ούτε είμαι ειδικός να απαντήσω για το πώς οριοθετείται μια ελληνική μελωδία. Όποιος γνωρίζει ας μας το πει. Όμως η μελωδία της “Βράκας”, όπως λέει και ο Pepe, δείχνει να προέρχεται από τούρκικο σκοπό, και απλά αναρωτιέμαι…Διαφωνεί κανείς μ’ αυτο;

Ξαναθυμίζω την “νοητική αερογέφυρα” μεταξύ μας!!

Ε, τώρα, Περικλή, δεν μπορεί να καταχωρηθεί σε μία επιστημονικά συντεταγμένη συλλογή τίτλος “ Του τάδε” (μερακλή που του άρεσε το κομμάτι)! Ακριβώς αυτό που περιγράφεις συνέβαινε, και συμβαίνει ακόμα όπου δεν έχει υποκατασταθεί από την προσέγγιση του γραπτού πολιτισμού, όπου ο τίτλος (και όλα τα υπόλοιπα!) ενός τραγουδιού από τη στιγμή που ηχογραφείται είναι πλέον αυτός που αναφέρει η ηχογράφηση. Ο φουκαράς ο Ν. Γ. Πολίτης, αρχές 20ού, πιεσμένος από την αστική του κουλτούρα αλλά κατανοώντας τις ιδιαιτερότητες της παράδοσης, έβρισκε κάποιον τίτλο που όμως τον έβαζε σε αγκύλες: [Του Μπουκουβάλα*], [Της κουμπάρας που έγινε νύφη].

*είναι ο κλέφτης για τον οποίο γράφτηκε το τραγούδι, όχι ο μερακλής που του άρεσε το τραγούδι του Μπουκουβάλα