Ιεραρχία μέσα σε μια μουσική ομάδα

Το θέμα της ιεραρχίας μέσα σε μια μουσική ομάδα προέκυψε στο νήμα “Πώς παίζω μουσική μαζί με άλλους”. Ανοίγω καινούργιο νήμα γιατί το αρχικό θίγει και πολλά άλλα θέματα, και αν το συγκεκριμένο το πλατύνουμε θα απομακρυνθούμε τελείως από το βίντεο που πυροδότησε εκείνο το νήμα.

Αναφέρθηκε ήδη ότι:

Στην κλασική μουσική υπάρχουν τα σύνολα δωματίου (μικρά) και οι ορχήστρες (μεγάλες). Στη μεγάλη ορχήστρα υπάρχει ο μαέστρος, ο οποίος κάνει αδιαμφισβήτητα κουμάντο ακόμη κι αν είναι γενιές μικρότερος από κάποιους μουσικούς. Στα σύνολα δωματίου ο ρόλος του μαέστρου ενσωματώνεται σ’ αυτόν ενός από τα όργανα, και αν δεν απατώμαι, το ποιο θα είναι αυτό το όργανο είναι πάντοτε προδιαγεγραμμένο.

Στις ροκ μπάντες είθισται να υπάρχει αρχηγός. Όχι υποχρεωτικά όμως. Νομίζω ότι συνήθως ο αρχηγός είναι αυτός που γράφει τα τραγούδια, αλλά μπορεί να μην τα γράφει ένας.

Στα τζαζ συγκροτήματα επίσης συνήθως υπάρχει αρχηγός. Απ’ όσο ξέρω υπάρχει μια σχετική τυποποίηση: Ταδόπουλος quartet συνήθως σημαίνει ότι υπάρχει πιάνο, μπάσο, ντραμς και ο Ταδόπουλος, που παίζει κάτι εκτός από αυτά τα τρία και είναι ο αρχηγός. Αλλά υπάρχει και η περίπτωση αρχηγού που παίζει μπάσο ή ντραμς ή, πολύ συχνότερα φυσικά, πιάνο. Μέσα σ’ όλη την ποικιλία της τζαζ, την οποία δεν καλοξέρω, σίγουρα θα υπάρχει και η περίπτωση ομάδων χωρίς αρχηγό.

Όλα αυτά υπάρχουν σίγουρα μέλη του φόρουμ ή αναγνώστες που τα ξέρουν πολύ καλύτερα από εμένα, και καλούνται αν θέλουν να κάνουν τις απαραίτητες διορθώσεις.

Στα παραδοσιακά τι γίνεται;

Γενικά αρχηγός είναι το πρώτο όργανο. Στα στεριανά κλαριντζήδικα μουσικά ιδιώματα, το κλαρίνο. Αν υπάρχει βιολί και όχι κλαρίνο, το βιολί. Στα κρητικά, ξεκάθαρα ο λυράρης, ο οποίος είναι και ο τραγουδιστής, πράγμα που του δίνει την ευχέρεια να κάνει όλες τις αλλαγές από σκοπό σε σκοπό χωρίς ανάγκη να συνεννοηθεί με κάποιον. Και σε κάποια τοπικά ιδιώματα όπου παίζουν βιολί και όχι λύρα, πάλι ο βιολάτορας, που κάνει ακριβώς τα ίδια.

Τελευταία στην Κρήτη έχουν εμφανιστεί οι περιπτώσεις αφενός αυτόνομου τραγουδιστή, που δεν είναι λυράρης, και αφετέρου λαουτιέρη που είναι πρώτο όργανο (αλλά και με λύρα στο συγκρότημα). Εκεί χρειάζεται να βρουν κάποιους τρόπους συνεννόησης, γιατί οι παραδοσιακοί τρόποι που τα ‘χουν όλα λυμένα εκ των προτέρων δεν τους καλύπτουν.

Στη Νάξο συνηθιζόταν στα τσαμπουνοτούμπακα να θεωρείται αρχηγός ο τουμπακάρης, και στα βιολιά ο λαουτιέρης, γιατί όμως: γιατί είχε και τον ρόλο του τραγουδιστή, που σημαίνει όχι απλώς να λέει τα λόγια αλλά και να τα επιλέγει, και επομένως να επιλέγει και τους σκοπούς και τις αλλαγές. Επίσης, γιατί το σχήμα των δύο οργάνων (τουμπάκι, με την τρύπα εκτόνωσης του αέρα, και λαούτο) εξυπηρετεί για να ρίχνεις μέσα τα λεφτά για την παραγγελία, οπότε γινόταν και ταμίας!

Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που γίνεται στα καρπάθικα. Η καρπάθικη μουσική στηρίζεται κατά μέγιστο ποσοστό στον αυτοσχεδισμό, και μάλιστα τον ομαδικό. Σε οποιοδήποτε μουσικό χάπενιγκ (οργανωμένο πολυπρόσωπο γλέντι γάμου / πανηγυριού, τυχαίο γλέντι μικρής παρέας) δεν υπάρχει τραγουδιστής, τραγουδούν όλοι οι παριστάμενοι, από το τραπέζι τους ή από μέσα στον χορό. Επί πολλές ώρες γίνεται έμμετρη συζήτηση τραγουδώντας μαντινάδες της στιγμής που η καθεμία απαντάει στην προηγούμενη, και ο καθένας που λέει τη μαντινάδα του τη λέει σε όποιον σκοπό θέλει, διαλέγοντας από μερικές δεκάδες διαθέσιμους σκοπούς που όλοι ταιριάζουν στον ίδιο ρυθμό και (αν γίνεται και χορός και όχι καθιστό γλέντι) στον ίδιο χορό. Οι σκοποί και οι μαντινάδες διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς διακοπή, σ’ ένα πολύωρο «ποτ πουρί».

Για να μπορέσουν λοιπόν να συντονιστούν μεταξύ τους τόσο πολλοί αυτοσεχδιαστές, η παράδοση έχει καθιερώσει ένα πρωτόκολλο τόσο περίπλοκο που όποιος το πρωτοακούσει τρομάζει: είναι δυνατόν, θα σκεφτεί κανείς, να πρέπει να προσέχουν τόσο πολλούς κανόνες ανά πάσα στιγμή; Αυτό δεν είναι γλέντι, είναι εξετάσεις! Ακόμη κι αν τα καταφέρεις να μην παρεκκλίνεις από κανέναν κανόνα, δε θα μπορέσεις ποτέ να εκφραστείς πηγαία υπό τέτοιες συνθήκες.

Και όμως, όχι! Αν το καλοσκεφτούμε, οπουδήποτε υπάρχει πολύς αυτοσχεδιασμός υπάρχουν και πολλοί κανόνες. Ο έμπειρος αυτοσχεδιαστής δε χρειάζεται να τους «προσέχει», του έχουν γίνει βίωμα και τους εφαρμόζει αυθόρμητα, και στην πραγματικότητα αυτό τελικά τον απελευθερώνει. Η τόσο στενή και σφιχτή πειθαρχία τελικά οδηγεί σε απίστευτα ξεσπάσματα πηγαίας έκφρασης.

Στο ζήτημα λοιπόν της ιεραρχίας ο κανόνας είναι ένας και απλός:

α. Προηγείται ο τραγουδιστής. Όποιος πάρει τον λόγο να πει μια μαντινάδα, λέει ό,τι λόγια θέλει. Διαλέγει όποιον σκοπό θέλει. Τον λέει όπως θέλει (η μορφή τους δεν είναι πολύ στατική, ο κάθε σκοπός εκτελείται με χίλιους τρόπους αλλά είναι πάντα ο ίδιος σκοπός). Θα τραβήξει το εναρκτήριο εεεεεεεε, καθώς και τα κενά από φράση σε φράση, για όσα μέτρα θέλει. Αν ο σκοπός έχει Α και Β μέρος, μπορεί μετά το Α, αντί για το Β, να επαναλάβει το Α για να δώσει έμφαση στα λόγια του ή για να κερδίσει χρόνο να σκεφτεί τη συνέχεια ή για ν’ αλλάξει μια λέξη. Σ’ όλα αυτά, τα όργανα τον ακοουθούν χωρίς διορθωτικές επεμβάσεις. Σ’ έναν γέρο με αδύναμη φωνή, θα χαμηλώσουν ή μπορεί ακόμη και να σταματήσουν τελείως. Τυχόν φάλτσα δε λαμβάνονται υπόψη (καλός τραγουδιστής θεωρείται ο καλός μαντιναδόρος). Τα όργανα θα επέμβουν μόνο για να τον βοηθήσουν αν αντιληφθούν ότι έχασε τον σκοπό. Ποτέ, σε κανενός είδους τραγούδι (έστω και με δεδομένα λόγια), δεν τραγουδούν δύο μαζί. Πάντα ένας μόνος του, και οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν αντιφωνικά.

β. Τις στιγμές όπου δεν τραγουδάει κανείς, προηγείται η τσαμπούνα, εφόσον υπάρχει. Το κλασικό οργανικό σύνολο είναι τσαμπούνα-λύρα-λαούτο/λαούτα, αλλά μπορεί και να μην υπάρχει τσαμπούνα, μόνο λύρα-λαούτο/α ή και μόνο μία λύρα (και παλιότερα, σπάνια πια, τσαμπούνα-λύρα χωρίς λαούτο). Εφόσον λοιπόν είμαστε είτε σε οργανικά κομμάτια (πάνω χορός, που κατ’ αρχήν δεν έχει μαντινάδες) είτε σε σκοπούς μαντινάδων αλλά σε κενό όπου μετά από την προηγούμενη μαντινάδα κανείς δεν απαντά αμέσως με μια επόμενη, η τσαμπούνα αποφασίζει μόνη της πώς θα συνεχίσει. Επαναλαμβάνει τον ίδιο σκοπό, όσες φορές θέλει, ή γυρίζει σε άλλον, όποιον θέλει, ή σε κάτι άλλο εκτός από σκοπούς μαντινάδων. Τα άλλα όργανα την ακολουθούν πιστά. Στην περίπτωση του Πάνω χορού, ο οποίος αποτελείται από δεκάδες μικρές μελωδικές φρασούλες (μοτίβα, πιαυλές κατά την τοπική ορολογία) που συνδυάζονται μεταξύ τους με τρόπο εν μέρει κωδικοποιημένο αλλά και με μεγάλο περιθώριο στιγμιαίων επιλογών, ο τσαμπουνιέρης διαλέγει όποιαν θέλει, για να την επαναλάβει όσες φορές θέλει, και μετά να συνεχίσει με όποιαν άλλη θέλει (από όσες προβλέπεται να μπουν μετά από την προηγούμενη), και ο λυράρης παίζει ταυτοφωνία μαζί του, πράγμα εξαιρετικά απαιτητικό.

γ. Αν δεν υπάρχει τσαμπούνα, τον αντίστοιχο ρόλο τον αναλαμβάνει ο λυράρης.

δ. Το λαούτο τούς ακολουθεί όλους αυτούς με ρυθμική συνοδεία. Οφείλει να κρατάει τον ρυθμό στη θέση του, να μην επιταχυνθεί ή επιβραδυνθεί ή σκοντάψει, διατηρώντας όμως το τέμπο που του δίνει ο εκάστοτε «πρώτος» (τραγουδιστής ή τσαμπουνιέρης ή λυράρης αναλόγως), χωρίς να διορθώνει.

ε. Αν καταμεσής του οργανικού κάποιος μπει να τραγουδήσει, ή αν δεν υπάρχει τσαμπούνα και ξαφνικά μπει, ο νεοεισελθών αυτοδίκαια γίνεται «πρώτος» και οδηγεί την ομάδα όπου θέλει.

Παράδειγμα.

Τόνους δε διαλέγουμε. Λόγω της φύσης των οργάνων, κάθε σκοπός παίζεται σε δεδομένο τόνο.

Επίσης δεν υπάρχει διαπασών. Οι τσαμπούνες είναι σε τυχαίους τόνους, αμετακίνητους. (Το κούρδισμα είναι απλώς για να αποφευχθούν παραφωνίες, όχι για ν’ ανέβει ή να κατέβει όλο μαζί το όργανο.) Οπότε, αν υπάρχει τσαμπούνα, όλοι κουρδίζουν πάνω στην τσαμπούνα. Αν δεν υπάρχει, κουρδίζουν στον αέρα. Το εύρος των κουρδισμάτων είναι σχετικά περιορισμένο, γιατί είτε μιλάμε για λύρα είτε για τσαμπούνα, αν όλη μαζί είναι πολύ πιο ψηλά ή πολύ πιο χαμηλά από κάποιο στάνταρ που είναι εμπειρικά γνωστό σε όλους, αλλάζει πλέον και το ηχόχρωμα και φεύγουμε από το οικείο, το παραδεδομένο, το «σωστό». Οπότε, η λύση για όποιον δυσκολεύεται να τραγουδήσει στον τόνο είναι να επιλέξει τον κατάλληλο σκοπό που δε θα τον ζορίσει πηγαίνοντας πολύ ψηλά (αν το κούρδισμα τού πέφτει ήδη ψηλά) ή πολύ χαμηλά (αντιστοίχως). Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί το κούρδισμα να πέφτει υπερβολικά ψηλά για πολλούς, ό,τι σκοπό κι αν πουν, και τότε μπορεί να ακουστούν παράπονα. Συνήθως τραγουδιστά, με μαντινάδα.

_____________________________

Το πρωτόκολλο που λέγαμε ρυθμίζει και πάρα πολλά άλλα πράγματα: πώς ζητάς τον λόγο να τραγουδήσεις, πότε δικαιούται ο καθένας να τραγουδήσει, πώς προχωράνε τα θέματα που συζητιούνται με τις μαντινάδες, σειρά των κομματιών μέσα στο γλέντι, πώς προσαρμόζεις το παίξιμό σου στον χορό του κάθε χορευτή, κλπ. (και ακόμη περισσότεροι κανόνες για τον ίδιο τον χορό: ποιος, με ποιαν, σε ποια θέση, πότε, για πόση ώρα κλπ. κλπ.).

Και είναι γενική εμπειρική παρατήρηση ότι όσο πιο πιστά εφαρμόζεται το πρωτόκολλο, τόσο πιο πετυχημένο είναι το γλέντι από την άποψη του να βγάλει ο καθένας, αλλά και όλοι μαζί, την ψυχούλα του. Αντίθετα, προβλήματα δημιουργούνται όταν αρχίσει ο καθένας να ξεχνά ότι έχει έναν ρόλο ευθύνης εκεί μέσα και ότι αυτός ο ρόλος είναι συμπληρωματικός όλων των υπόλοιπων ρόλων, οπότε είτε αμελεί τις ευθύνες του είτε κάνει κατάχρηση των δικαιωμάτων του.

2 «Μου αρέσει»

Ενδιαφέρον. Στην Κύπρο συνήθως τραγουδούσε ο λαουτάρης, αλλά ο βιολάρης ήταν ο “μάστρος”.

Βασικά έτσι έχω διαβάσει. Εγώ δεν το ‘χω φτάσει αυτό. Μου φαίνεται πάντως λίγο περίεργο.