Νίκο, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τον κόπο της αντιγραφής.
Λοιπόν, έτσι αρχίζει να βγάζει νόημα.
Το να έφτιαχναν ολόκληρο όργανο με μόνο σκοπό να παίζεται ανοιχτά, δηλαδή μόνο με το δεξί, το έχω δει με παλιούς λαουτιέρηδες στην Ικαρία, ή μάλλον όχι λαουτιέρηδες αλλά ευκαιριακούς βοηθούς βιολιτζή: ο βιολιτζής είχε κι ένα λαούτο, το ταίριαζε σε μια ανοιχτή συγχορδία που καλύπτει δύο τονικότητες (π.χ. ρε-λα-ρε-λα: παίζεις από Ρε όσα έχουν δεσπόζουσα την 5η, και από Λα όσα έχουν δεσπόζουσα την 4η), και το έδινε σε όποιον είχε στοιχειώδη αίσθηση του ρυθμού, για να το παίζει με το ένα χέρι. Το κάνανε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, μέχρι που άρχισαν να μαθαίνουν λαούτο, και είχα πετύχει γερόντους που το θυμόντουσαν και έναν που, μαζί με τον βιολιτζή, μας έκανε και μια επίδειξη.
Αλλά είναι ειδική περίπτωση, αφού πρώτα ήρθε το όργανο και αργότερα εμφανίστηκαν οι οργανοπαίχτες!
Άλλη παρεμφερής περίπτωση είναι η ινδική τανπούρα, που κάνει το ίδιο (με αρπισμούς, όχι συγχορδίες) και που είναι και τρομερά περίπλοκη στην κατασκευή της. Κι εκεί αυτό το παίξιμο, μόνο ανοιχτά με το ένα χέρι, δεν είναι ειδική περίπτωση, είναι το στάνταρ και μοναδικό. Αλλά πρόκειται για άλλη κουλτούρα (υπάρχουν και άλλα ινδικά όργανα περίπλοκης κατασκευής που προορίζονται αποκλειστικά για ισοκρατήματα).
Άρα, στην ουσία δεν έχουμε παράλληλο παράδειγμα και άρα το πράγμα κάπου δεν πείθει. Φτάνοντας όμως στο σημείο όπου λέει…
…, εκεί το καταλαβαίνω ωραιότατα. Μην πω ότι θα μπορούσε να έχει και χορδές σε τρεις νότες, οι πάνω ένα τόνο πιο χαμηλά από τις κάτω και, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει ο Φρ., να τις πατάει (τις πάνω) με τον αντίχειρα όπου πρέπει και να τις αφήνει, βουβαίνοντας τις κάτω, όπου πρέπει. Πολύ ταμπουρατζήδικο.
Μάλιστα… Εξαιρετικά ενδιαφέρον!