Βυζαντινή και Παραδοσιακή Μουσική

Είναι η Βυζαντινή και η Παραδοσιακή μουσική δύο ίδια πράγματα;

Αν ναι, που ταυτίζονται; Αν όχι, ποια είναι η διαφορά τους.

Μιας και είμαι Δωδεκανήσιος , θα αρχίσω από το τόπο μου.

Εδώ, οι τραγουδιστές ήταν οι καλλίφωνοι, μαντιναδολόγοι, παπάδες και γυναίκες

Οι καλλίφωνοι τραγουδούσαν με αυτό που λέμε “συγκερασμένη” κλίμακα.
Οι μαντιναδολόγοι, ίσως και να ήταν τελείως φαλτσοι, ήταν όμως σπίρτα στις ρίμες.
Οι παπάδες, είχαν σαφώς καλύτερη φωνή. Οι ψαλμοί όμως, επηρεάζουν το τρόπο τραγουδιού, και έτσι ότι τραγουδούσαν,το έλεγαν με βάση τη βυζαντινή μουσική.
Οι γυναίκες, είναι ένα άλλο κομμάτι. Μπορεί να υπάγονταν στους καλλίφωνους, αλλά τις περισσότερες φορές, οι γυναίκες τραγουδούσαν πολύ δυνατά και ένρινα, ενώ συνηθίζονταν η πολυφωνία.

Δυστυχώς, οι δάσκαλοι βυζαντινής μουσικής, έχουν πείσει τους μαθητές τους ότι η παραδοσιακή μουσική είναι μια προέκταση της βυζαντινής.

Το λαϊκό-δημοτικό τραγούδι ωστόσο, βγαίνει από τον καθημερινό άνθρωπο. Τα παραδοσιακά τραγούδια, δεν υπόκεινται σε σημειολογία βυζαντινής μουσικής. Είναι φτιαγμένα για τον απλό άνθρωπο που δε ξέρει μουσική.

Σαφώς, αν κάποιος που γνωρίζει βυζαντινή θα εκπλήξει τους γύρω τους λέγοντας το “Άρχοντες τρων και πίνουσι” αλλά αν τραγουδήσει το “Βοσκό και το Βασιλιά” θα “ξενερώσουν” όλοι, και θα ζητήσουν κάποιον πιο λαικόφωνο-αν αυτό είναι λέξη.

Αλλά είναι γεγονός ότι το “Άρχοντες τρων και πίνουσι” δεν οφείλεται στο οτι το τραγούδι φτιάχτηκε για βυζαντινή μουσική, αλλά στο ότι για εκατοντάδες χρόνια, το τραγουδούσαν ο παπάς και οι ψάλτες. Όλοι οι γνωστοί τραγουδιστές της Καρπάθου, ήταν ψάλτες.

Αλλά οι ίδιοι που τραγουδούν σαν ψάλτες το ένα τραγούδι, τραγουδούν “τον Απρίλη και το Μα” χωρίς ίχνος βυζαντινής.

Και αυτό γίνεται διότι έχουν ιδιοσυγκρασία. Ξέρουν που ταιριάζει η βυζαντινή και που όχι. Δε μπορείς να πάρεις τον “Ποταμό” της Αρχαγγέλου, και να τον τραγουδήσεις όπως στη βυζαντινή. Δε μπορείς να τραγουδήσεις “του Ανδρούτσου η μάνα”, “Αρμενάκι”, “Μήλο μου Κόκκινο” . Γιατί; Διότι η βυζαντινή μουσική δεν τείνει στο χορευτικό τραγούδι, αλλά στο καθιστικό και όχι σε όλα.

Ναι, η παραδοσιακή και βυζαντινή συγγενεύουν, δεν ταυτίζονται όμως σε καμία περίπτωση. Η παραδοσιακή εξελίσσεται ενώ η βυζαντινή μένει στάσιμη.

Και γιατί ρε Νίκο τα γράφεις όλα αυτά; Γιατί κάπου κάπου το έχουν παρακάνει, με τη μετάλλαξη των παραδοσιακών τραγουδιών σε “παπαδίστικα”.

Ποταμός απο άντρα

Ποταμός από γυναίκα

Κάτι σε νέο-βυζαντινο-ποταμός

Η Ασπασία Στρατηγού είναι Ροδίτισσα;

Πάντως, απ’ όπου κι αν είναι, σε βρίσκω λίγο αυστηρό ως προς τον χαρακτηρισμό «κάτι σαν νεοβυζαντινό». Ναι, δεν πιάνει το ήθος του σκοπού, και είναι αμφίβολο αν ασχολήθκε καν να το πιάσει, αλλά έχουμε ακούσει πολύ-πολύ βυζαντινότερες ερμηνείες παραδοσιακών.

Επί της ουσίας συμφωνώ πλήρως με την τοποθέτησή σου Νίκο. Η συγγένεια της βυζαντινής με την παραδοσιακή είναι μεν αναμφισβήτητη, όμως η ακριβής φύση αυτής της συγγένειας έχει παρανοηθεί από πολλούς, και η παρανόηση καταλήγει εις βάρος της παραδοσιακής (αν όχι και της βυζαντινής εξίσου!).

(Μια λεπτομέρεια: οι Ολυμπίτες παπάδες και το Άρχοντες… Δεν ξέρω παλιότερους παπάδες, ούτε ψαλτάδες, αλλά ο παπα-Γιάννης λ.χ. μου φαίνεται ότι σαφώς τραγουδάει ανεπηρέαστος από την ψαλτική ενώ, αντιθέτως, ψέλνει πολύ επηρεασμένος από το ολυμπίτικο τραγούδι…)

Ένα λεπτό σημείο είναι ότι όσο καλλίφωνος κι αν είσαι, με τον βυζαντινό ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο, μερικές φορές πρέπει να παραμερίσεις τις ερμηνευτικές σου αρετές και να τις χρησιμοποιήσεις μόνο στο μέτρο που θα διευκολύνουν το τραγούδι να μιλήσει μόνο του. Κάτι που θεωρώ ότι δεν κάνει η Στρατηγού, ενώ το κάνουν οι άλλοι δύο στα βίντεό σου, και το κάνει κι ο παπα-Γιάννης, όπως και οι περισσότεροι Ολυμπίτες αλλά με κάποιες εξαιρέσεις. Εξαρτάται όμως κι απ’ το τραγούδι: ορισμένα συγχωρούν λίγο περισσότερο να βγει και η φωνή στο προσκήνιο.

Είναι έτσι ακριβώς.

Πρέπει κάποιες φορές να κρατάμε πίσω τη δεξιοτεχνία στη φωνή, μουσική.

Δε μπορούσες να το διατυπώσεις καλύτερα.
Γνωρίζοντας ωστόσο τους Ολυμπίτες της Ρόδου, ασχολούνται πολύ με τη βυζαντινή μουσική, κάποιοι μάλιστα αλλάζουν το παίξιμο τους κιόλας.

Η πραγματικότητα όμως είναι, οτι το παίξιμο του Παυλίδη δεν το βγάζουν. Και αυτός έψελνε, ήξερε ομως να κρατήσει πίσω, κάτι που φαίνεται στις ηχογραφήσεις του.

Η θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής μπορεί να εξηγήσει στον ίδιο βαθμό και την Παραδοσιακή Μουσική.
Πρακτικά είναι θέμα ύφους.
Ο πολύ ικανός ψάλτης δεν είναι αυτομάτως και πολύ καλός τραγουδιστής. Μπορεί να μην τραγουδάει καν, ενίοτε.
Το ίδιο ισχύει, βέβαια και ανάποδα. Ο πολύ καλός τραγουδιστής δεν είναι αυτομάτως και καλός ψάλτης.

Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα εγώ με τον δάσκαλό μου στην Βυζαντινή.
Λέω Χερουβικό σε πλάγιο β’ (χιτζάζ) και ακούγεται αμανές του Αραπάκη!!!
Λέει αυτός κάποιο σμυρναίικο και απαντάμε “Κύριε ελέησον”!!!

2 «Μου αρέσει»

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί υποστηρίζουν ότι η βυζαντινή μπορεί να εξηγήσει στον ίδιο βαθμό τη παραδοσιακή.

Μα και με τη συγκερασμένη κλίμακα, εκφράζεται σωστότατα η παραδοσιακή μουσική.

Η διαφορά είναι ότι η βυζαντινή περιλαμβάνει τριημοτόνια, που και πάλι δε σημαίνει ότι εκφράζει τη παραδοσιακή καλύτερα, για τον λόγο που συζητάμε παραπάνω, οτι η βυζαντινή και η παραδοσιακή ειναι ξεχωριστές.

Το θέμα είναι ποια είναι η πραγματική παραδοσιακή μουσική, και ποια δυστυχώς μας πλασάρουν σαν παραδοσιακή.

Η “βάρκα μου μπογιατισμένη” έχει δύο εκδοχές, παραδοσιακή και ρεμπέτικη, δεν έχει βυζαντινή, δηλαδή να τραγουδιέται με την υπερβολή των λαρυγγισμών.

Δε θέλω να κατηγορήσω τη βυζαντινή σαν μουσική, και ούτε είναι πρόθεση μου να τη παρουσιάσω ως καταστρεπτική, καταστρεπτικοί είναι αυτοί που μαθαίνουν βυζαντινή και υπερβάλλουν στο τραγούδι τους, ενώ έχουν και τη πεποίθηση ότι κάνουν καλό στο παραδοσιακό τραγούδι, και ακόμα χειρότερα, ότι τραγουδούν παραδοσιακά.

Όσων αφορά το θέμα ύφους. Από που κι ως που η βυζαντινή διδάσκει ύφος; Διδάσκει προφορά και διάλεκτο;

Α μπράβο! Αυτό ήθελα να πω! Ότι ο δάσκαλος, θα σε διδάξει να τραγουδάς το σμυρναίικο όπως αυτός, ενώ δε πρέπει να τραγουδηθει έτσι. (Ο κάθε δάσκαλος, όχι αναγκαστικά ο δικός σας)

Η βυζαντινή μουσική έχει ορισμένα πλεονεκτήματα, που την τατατάσσουν στις σχετικώς καταλληλότερες για τη διδασκαλία της παραδοσιακής.

Σ’ αυτά τα πλεονεκτήματα δε συμπεριλαμβάνεται το ζήτημα των διαστημάτων. Δε μιλάω για τα τριημιτόνια που αναφέρει ο Νίκος, αυτά ωραιότατα γράφονται και στο πεντάγραμμο (ακόμα και στην κλασική δυτική υπάρχουν, όχι με κυρίαρχη παρουσία αλλά ούτε και ως απίθανη εξαίρεση). Μιλάω για τις μικροδιαστηματικές διαφορές που κάνουν ορισμένους τόνους μεγαλύτερους από άλλους, ή ορισμένα ημιτόνια μικρότερα από άλλα κ.ο.κ… Αυτά υπάρχουν στη Βυζαντινή μουσική, αλλά δε γράφονται. Στην αρχή κάθε κομματιού μπαίνει μια ένδειξη «Ήχος Τάδε», και αυτό θεωρείται αρκετό για να ξέρει ο ψάλτης πόσο απέχει η κάθε νότα από την άλλη.

Πού το ξέρει; Το μαθαίνει ακουστικά.

Άλλωστε, και γραμμένα να τα έβλεπε, πώς θα ήξερε τι σημαίνει πρακτικά «τόνος τόσων μορίων», «δίεση τόσων μορίων»; Και πάλι, μαθαίνοντας ακουστικά.

Άρα, άλλοι είναι οι λόγοι που επιλέγεται η βυζαντινή ως βήμα για την εκμάθηση της παραδοσιακής. Μην τους ξανααναλύσουμε, τα υπέρ και τα κατά έχουν αναφερθεί σε άλλες συζητήσεις. Κάποια υπέρ σίγουρα υπάρχουν, αλλά δεν παύει να είναι ένα σύστημα φτιαγμένο για τη δικιά του μουσική, την εκκλησιαστική, κι όχι για κάποια άλλη, όσο συγγενής κι αν είναι. Όπως έχω ξαναπεί, δε διδάσκεις αγγλικά σε κάποιον για να μάθει να μιλάει γαλλικά, όσο κι αν «κάποια υπέρ υπάρχουν».


Τώρα, πέρα από αυτό, υπάρχουν και άνθρωποι που χωρίς να έχουν διδαχτεί τίποτε, μόνο με εμπειρική γνώση, κάνουν και τα δύο (παραδοσιακό τραγούδι -ή και όργανο- και ψαλμωδία) και επηρεάζονται στο ένα από το άλλο. Ο Νίκος αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Ε, τι να κάνουμε. Δεν μπορείς να περιχαρακώσεις το ένα για να μη δεχτεί επιρροές από το άλλο. Και στη λύρα και στο λαούτο τους επηρεάζονται από τους Κρητικούς. Σάμπως πριν 100 ή 200 χρόνια δεν επηρεάζονταν από κανέναν; Δεν είναι κακό, δεν είναι μίασμα. Ένα μπόλι είναι. Στο μέτρο που μια παράδοση διατηρεί τις ρίζες της, δηλαδή ζει από τον κόσμο και κρίνεται από τον κόσμο και δεν έχει περιοριστεί στη δικαιοδοσία των λιγοστών μουσικών, συνήθως έχει τη δύναμη να αξιοποιεί θετικά τα καλά μπόλια και να απορρίπτει τα κακά.

Έχω ακούσει σύγχρονους Καρπάθιους οργανοπαίχτες να εκφράζονται με απίστευτο θαυμασμό για παλιότερους που τους έχω ακούσει σε ηχογραφήσεις, τη στιγμή που οι ίδιοι κατέχουν το όργανό τους σκάλες παραπάνω από τον παλιό που θαυμάζουν.

1 «Μου αρέσει»

Επειδή είναι ίδιες κλίμακες. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι διαφέρουν οι κλίμακες;

Όχι, δεν εκφράζεται. Δεν αποδίδει τα μικροδιαστήματα.

Μουσικά είναι το ίδιο και το αυτό. Εκτελεστικά διαφέρουν. Ξαναλέω: χρησιμοποιούν τις ίδιες κλίμακες με άλλο ύφος.

Ποιος στην πλασάρει;

Αρχίζεις και τα μπερδεύεις. Βυζαντινή δεν είναι οι λαρυγγισμοί. Και πώς θα μπορούσε να υπάρχει
ψαλμωδία το “Βάρκα μου μπογιατισμένη”; Είναι ψαλμός;

Μα, τι λες τώρα; Δεν έχει συγκεκριμένο ύφος και χαρακτήρα η ψαλτική τέχνη; Υπερβάλλεις!!

Στην σχολή βυζαντινής μουσικής δεν πάω να μάθω τραγούδι. Να ψάλλω πάω να μάθω μέσω βιβλίου. Αν ήθελα τραγούδι θα πήγαινα στον …Παρακάλαμο!!

1 «Μου αρέσει»

Το Τούρκικο μακάμ επίσης συχνά διδάσκεται με βυζαντινούς όρους στην Ελλάδα, πράγμα που, εν μέρει καταλαβαίνω αλλά ίσως κάπου πρέπει να σταματάει.
Οι Τούρκοι μουσικοί δεν μιλάνε για σκληρά-μαλακά διαστήματα ούτε για έλξεις.Παραδόξως, νομίζω δεν υπάρχει καν λεξιλόγιο να περιγράψει αυτά τα φαινόμενα…Απλά σου λένε: εκεί παίξε τον διπλανό περντέ…

Συμφωνώ. Οι Τούρκοι δεν χωρίζουν την κλίμακα σε 72 αλλά σε 80, εάν θυμάμαι σωστά. Δεν καταλαβαίνω πώς τα συνδυάζουν!!

[quote=“dimitris_n, post:7, topic:37755”]
Επειδή είναι ίδιες κλίμακες. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι διαφέρουν οι κλίμακες;

και με τη κλασσική μουσική ίδιες κλίμακες είναι.

Ποια μικροδιαστήματα; Στείλτε μου ένα τραγούδι που δεν μπορεί να εκφραστεί με τη συγκερασμένη κλίμακα.

Μου τη πλασσάρει η κυρία από πάνω, για την οποία ξεκίνησε το νήμα, και κάθε μοντέρνος καλλιτέχνης που διασκευάζει παραδοσιακά τραγούδια μέχρι να τα κάνει αγνώριστα, μουσικά σχολεία και ωδεία που εκτελούν τις διασκευές και όχι τα αυθεντικά. Και ο Χρήστος Σικκης έκανε διασκευή στον Αρχαγγελιτικο, και τον σεβάστηκε.
Σεβάστηκε ο Ξυλούρης τον Ερωτόκριτο, δεν το σεβάστηκε ο Στρατάκης (έτσι για να μη κοιτάμε μονόπλευρα).

Έχετε καταλάβει το νόημα του νήματος; Είναι η εισχώρηση της βυζαντινής στη παραδοσιακή, και οι υπερβολές των καλλιτεχνών εις βαρος της παραδοσιακής.

Διδάσκει Κρητικά, Κυπριακά, Ηπειρώτικα; Ύφος ψαλμού διδάσκει, από που κι ως που ο ψαλμός ταυτίζεται με τη “Κανελόριζα”;

Και πολύ καλά κάνετε. Εφόσον λοιπόν μαθαίνετε να ψαλλετε, γιατί να μπερδέψετε τη τέχνη του ψαλμού, με τη τέχνη του παραδοσιακού τραγουδιού, που από χωριό σε χωριό είναι διαφορετική.

Για να κλείσω, στη παραδοσιακή μουσική υπάρχουν αυστηρά κριτήρια ύφους. Γι’αυτό οι Ανωγειανοί τα τραγουδούν όλα με τον Ανωγειανό τρόπο, οι Καρπάθιοι τα τραγουδούν όλα καρπαθικα και οι Κύπριοι όλα Κυπριακά. Δε στέκει να θεωρούμε οτι ενα η βυζαντινή μπορεί να τα εκφράσει καλύτερα από τη κλασσική γιατί η παραδοσιακή μουσική δεν είναι μια και ενιαία, αλλά καθε χωριό και οικογένεια τραγουδάει διαφορετικά. Τα Μικρασιάτικα τείνουν στη βυζαντινή, τα επτανησιακά στη κλασσική. Πως να το κάνουμε.

Σαν καθηγητής θεωρητικών σού λέω δεν είναι ίδιες. Αν εσύ τις ακούς για ίδιες τότε πάσο.

Παίξτα με πιάνο ή κιθάρα να σε δω!

Αμ! εδώ είναι το πρόβλημα.

Τα έχω επισημάνει πριν από αρκετά χρόνια αυτά. Απλά είναι πιο εύκολο να ερμηνεύσεις την
δημοτική με την θεωρία της βυζαντινής παρά με άλλη θεωρία. Πρόκειται για ίδιους ήχους, με τις ίδιες συμπεριφορές λίγο-πολύ.

Δεν είπα διδάσκει γλώσσα και προφορά. Είπα, έχει δικό της ύφος. Έχει το ψαλτικό. Άλλη χροιά, άλλη τοποθέτηση φωνής, άλλα στολίδια, άλλα γυρίσματα.

Ποιος σού είπε ότι μπερδεύονται αυτά; Το μάθημα είναι η ψαλτική, καθαρά. Ως παράδειγμα ανέφερα εμένα και τον δάσκαλό μου διότι παίζουμε σε εκδηλώσεις μαζί. Αυτός κανονάκι κι εγώ κιθάρα. Εκεί τραγουδάμε.

Το ίδιο υποστηρίζω κι εγώ ανέκαθεν. Αυτό όμως είναι για το πρακτικό κομμάτι που αφορά το αυτάκι μας.

Εδώ μπερδεύεσαι και κάνεις λάθος.
Αυτό που λες έχει να κάνει με τον τρόπο που τραγουδάνε. Αυτά ακούγονται δηλ. όμως, εάν τα εξετάσουμε θεωρητικά εξηγούνται με την Βυζαντινή θεωρία. Η κλασική δεν μπορεί να τα ερμηνεύσει όλα. Είναι άλλη γλώσσα.
Σα να προσπαθείς να ερμηνεύσεις τα ελληνικά με γραμματική γερμανικών. Ε, κάποια θα εξηγούνται κι έτσι!

Τα επτανησιακά (πλην Λευκάδας) είναι κλασική μουσική. Ουδέποτε είχαν ελληνική μουσική παράδοση. Οπότε δεν τα λογαριάζουμε στο θέμα μας.

1 «Μου αρέσει»

Δημήτρη δεν μιλάω μόνο για τη γραφή και θεωρία.Το ύφος των 2 κόσμων απέχει σε μεγάλο βαθμό και, εκτός κάποιον εξαιρέσεων (όπως ο Πέτρος ο Πελοπονήσιος πόύ γνώριζε και τα 2) ιστορικά, οι 2 κόσμοι δεν έχουν ίδιο κοινωνικό περβάλλον και δεν συναντούνται ιδιαίτερα, παρότι συνυπάρχουν γεωγραφικά και χρονικά.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως, είναι πολύ συνηθες,σε μάθημα οθωμανικής,οι Έλληνες μαθητές αυτόματα να βάλουν ισοκράτη στο ταξίμι του δασκάλου , πράγμα που πιστεύω είναι βυζαντινή επιρροή.Ο Τούρκος μαθητής δεν θα το κάνει (αν δεν του ζητηθεί) και ο Τούρκος δάσκαλος μπορεί και να νευριάσει με το ισοκράτημα, αν βρίσκει οτι του ξενερώνει το ταξίμι.

Εδώ βρίσκεται η ουσία. Οι τροπικές συμπεριφορές είναι σε σημαντικό βαθμό οι ίδιες, άρα πολλά από αυτά που γίνονται στο παραδοσιακό τραγούδι μπορούν να εξηγηθούν με τη θεωρητική γλώσσα της βυζαντινής μουσικής.

Πολλοί όμως επεκτείνουν τις ομοιότητες πολύ πιο πέρα από αυτό, παραβλέπουν όλα τα υπόλοιπα που αναφέρει ο Δημήτρης στο δεύτερο σκέλος του παραθέματος, και βγάζουν αυτό το αποτέλεσμα για το οποίο γκρινιάζουμε (του οποίου η Ασπασία Στρατηγού δεν είναι και το χειρότερο παράδειγμα, άλλοι βυζαντινίζουν πολύ περισσότερο).

Να σας πω κάτι; Εμένα δε με πειράζει σαν γεγονός καθαυτό να πάρει κάποιος έναν δημοτικό σκοπό και να τον ψάλει. Δικαίωμά του είναι, δις ιζ ε φρι κάντρι. Οφείλει όμως, από εντιμότητα, να βρει κάποιον τρόπο να δηλώσει ότι πρόκειται για διασκευή. Ιδίως στην εποχή μας που τόσοι αναζητούν να βρουν το αυθεντικό ύφος του Α ή Β τόπου, και είναι εύκολο να πέσουν σε κάτι που θα νομίσουν ότι είναι αυθεντικό ενώ είναι διασκευή.

Και για να έχει αυτή την εντιμότητα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το γνωρίζει ο ίδιος, να μη νομίζει ότι αυτό που λέει είναι το αυθεντικό, ή ότι οι τυχόν διαφορές ανάμεσα στο ύφος ενός αντιποριοσωπευτικού ντόπιου και το δικό του είναι τυχαίες ή αδιάφορες.

Αυτό δεν είναι ακριβές. Απλώς τα χορωδιακά έχουν επικρατήσει. Από Κεφαλονιά έχω ένα διπλό δίσκο με κανονικότατα δημοτικά τραγούδια, συρτά, καλαματιανά, με μονόφωνες τροπικές μελωδίες, τραγουδισμένα από ντόπιους γέροντες με συνοδεία ενός επαγγελματικού ζευγαριού βιολί-κιθάρα, θυμίζω δε ότι στη Ζάκυνθο έπαιζαν ζουρνά και στην Κεφαλονιά τσαμπούνα (και για την Κέρκυρα σώζονται αναμνήσεις περί λύρας).

Είναι μεταγενέστερα όλα αυτά, Περικλή. Το 1830 για παράδειγμα αποκλείω το γεγονός να υπήρχαν.
(Ζουρνά έπαιζαν στην Λευκάδα μέχρι τη δεκαετία του 1950.)

Δημήτρη, δεν ξέρω και τόσα στοιχεία ώστε να στηρίξω μάχιμα κάποια άποψη, έχω κάποιες ενδείξεις περί του αντιθέτου (από αυτό που λες), αλλά ας το φυλάξουμε για άλλη συζήτηση.

Επιστρέφοντας στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε η διακλάδωση,

…είναι σαφές τι λέει ο Νίκος: ότι κάθε τόπος έχει το ιδιαίτερο ύφος του.

Και εδώ θέλω να προσθέσω ότι συχνά στοιχείο του τοπικού ύφους είναι και τα ίδια τα διαστήματα: το γνωστό χαμηλωμένο σι, λ.χ., αλλού χαμηλώνει περισσότερο, αλλού λιγότερο, αλλού γλιστράει, αλλού πάει καρφωτά, και μόνο κατά σύμπτωση κάπου θα ταυτίζεται πλήρως με τα μόρια που υπολογίζει η βυζαντινή θεωρία (που κι αυτή βέβαια, κατά σύμβαση τα υπολογίζει).

Γιατί χιτζάζ ο ήχος πλάγιος του δευτέρου και όχι χιτζασκιαρ;
η τελευταία βαθμίδα του πλαγίουΒ΄ ΄(ΝΙ΄-ΠΑ) είναι 4 η κατ’΄αλλους 6 μόρια.
Η τελευταία Βαθμίδα του χιτζάζ είναι καθαρός τόνος (12 μόρια).
Όλα αυτά φυσικά επειδή μιλάμε στο ρεμπέτικο φόρουμ όπου ο κόσμος γνωρίζει τους δρόμους της Λαικής μουσικής και όχι τα αραβοπερσικά μακάμια.

χιτζάζ και χιτζασκιάρ δεν διακρίνονται από προσαγωγέα τόνο ή ημιτόνιο, αλλά από την βάση τους και άρα την συμπεριφορά τους. την οποία κρατάνε μέχρι και το πρώιμο λαΐκό (παπαιωάννου- χατζηχρήστος), δεν μιλάω δηλαδή για μακαμίστικες συνθέσεις (τούντας-παπάζογλου).

Το χιτζάζ έχει το βαρύ τετράχορδο (σκληρό!) χρωματικό και το οξύ διατονικό, ενώ το χιτζαζκιάρ έχει δύο (σκληρά) χρωματικά τετράχορδα. Δύο διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις, δηλαδή. Ο πλάγιος του δευτέρου είναι είτε μαλακός χρωματικός (δύο μαλακά τετράχορδα 8 – 16 - 12 διεζευγμένα με μείζονα τόνο, απήχημα νε α νες), είτε όμως και σκληρός (6,5 – 18 – 6,5, απήχημα νε χε α νες) είτε και τρίφωνος, ο γνωστός ως νε – να – νω και άλλοι, ας μην επεκταθούμε. Πράγματι η οξύτερη βαθμίδα (Ζω – Νη) του πλαγίου του δευτέρου είναι μείζων τόνος (12).

Πεντάχορδο στη βάση και τετράχορδο επάνω, όχι; (Ενώ το χιτζάζ αντίστροφα)

Αγαπητέ φίλε, προσπαθώ πάντα να μην κάνω τα απλά πολύπλοκα. Λοιπόν ο ήχος πλάγιος του Δευτέρου έχει δύο σκληρά χρωματικά τετράχορδα. Αυτή είναι η κλἰμακα του πλαγόιου του Δευτέρου. Τώρα εάν για την πλειοψηφία των ειρμολογικών μελών χρησιμοποιά τη κλίμακα του Δευτέρου ήχου, αυτό είναι άλλη κουβέντα. Λοιπόν συνεχίζοντας την απλοϊκή αμαθή μου σκέψη η κλίμακα του πλαγίου Δευτέρου έχει σαν βάση τον φθόγγο πα (ρέ). Λοιπόν, έχουμε και λέγουμε…ρε-μι…………σι-ντο-ρε…ή πα βου……………Νή-πά……
(είμαι σίγουρος πώς τα ξέρετε και καλύτερα από εμένα) Λοιπόν στην πρὠτη περιπτωση ρε………ρέ έχουμε 6-18-6-12-6-18-6 μόρια. Ελοιπόν ο χιτζάζ έχει 6-18-6-12-6-12-12.
Άρα συγκρίνοντας τα 2 με βάση τους δρόμους της Λαικής μουσικής, σίγουρα δε είναι χιτζάζ……Με εντυπωσίασε αυτό με τα 6,5 μόρια………Εγώ έχω και το πολύ σπουδαίο πρόγραμμα Χρυσός μελωδός 2013 και η δυνατότητα του να αναλύει τη κλίμακα είναι μέχρι και το μόριο…δεν πήγε ακόμα στο μισό………