Η ομιλία μου στην διημερίδα για το μπουζούκι - 2012

Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου ήμουν προσκεκλημένος ομιλητής ως ένας απο τους τέσσερις οργανοποιούς στην διημερίδα για το μπουζούκι. Μου είχε ζητηθεί να μιλήσω για κάποιο θέμα της αρεσκείας μου και εγώ ετοίμασα το παρακάτω κείμενο.Δυστυχώς ή ευτυχώς η αναμενόμενη ομιλία μας εκεί εξελίχθηκε σε μια πιο ανοιχτή συζήτηση, και έτσι δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξω τα θέματα που είχα διαλέξει. Τα εκθέτω εδώ στο φόρουμ με την ελπίδα να χρησιμεύσουν σαν αφορμή ενός όσο γίνεται πιο ανοιχτού διαλόγου.

Σκέψεις για την συμβολή της οργανοποιίας στον πολιτισμό και για τον πολιτισμό της οργανοποιίας

Στη χώρα μας, οι περισσότερο ή λιγότερο ειδικοί περί τα μουσικά , δεν έχουν καταφέρει να αποδώσουν σωστά την θέση και τη συμβολή που έχει η οργανοποιία στον πολιτισμό.Είναι πράγματι ελάχιστες οι φορές, που αναφέρεται από τους μουσικολογούντες σαν μια δραστηριότητα που συνδέεται στενά με τη μουσική πράξη.Έτσι έχει διαμορφωθεί η γενική αντίληψη, που θέλει τον οργανοποιό να είναι ένας εξειδικευμένος μαραγκός ή το πολύ ένας λεπτουργός ο οποίος κατασκευάζει ένα κομψό αντικείμενο, το μουσικό όργανο.

Αρχικά θα προσπαθήσω να δείξω πως ο οργανοποιός και η τέχνη του είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και θα δούμε πόσο στενά συνδέεται η οργανοποιία με την μουσική και δι’αυτής με τον πολιτισμό γενικότερα. Θα καταλήξω με κάποιες επισημάνσεις που αφορούν ειδικά στην ελληνική οργανοποιία ιδιαίτερα εκείνη που ασχολείται με την κατασκευή του μπουζουκιού.
Α)Οργανοποιία και μουσική
[i]Ας πάμε μερικές χιλιάδες χρόνια πίσω στην εποχή των μύθου και ας φανταστούμε ένα μεθυσμένο θεό, τον Ερμή, που πάνω στη θεική του μέθη, τρώει τις ιερές αγελάδες του Απόλλωνα. Όταν συνέρχεται από το μεθύσι του, φοβάται την εκδίκηση που τον περιμένει και για λίγο κρύβεται σε μια σπηλιά στο Μαίναλο μέχρι να περάσουν τα πολλά νεύρα του διώκτη που ήδη τον αναζητά να τον τιμωρήσει Όταν επιτέλους τον ανακαλύπτει,ο επινοητικός Ερμής έχει προλάβει να φτιάξει ένα δώρο μ’αυτό εξευμενίζει τον έξαλλο Απόλλωνα.

Στο άδειο καύκαλο μιας μεγάλης χελώνας έχει συνδέσει με κατάλληλο τρόπο τα έντερα από τις ιερές αγελάδες που είχε φάει προηγουμένως , και έτσι έχει δημιουργήσει το πρώτο έγχορδο που το δωρίζει στο θεό του φωτός. Από τότε ο Απόλλων τόσο στενά συνδέθηκε με την ύπαρξη της μουσικής και της λύρα του ώστε αναδεικνύεται ο κορυφαίος εκτελεστής (ως φαίνεται ήταν αχώριστος με το όργανο όπως μαρτυρούν οι αναπαραστάσεις).Ο μύθος αυτός κωδικοποιεί και συμβολίζει το πέρασμα από την ως τότε Διονυσιακή ηλικία της μουσικής στην νέα εποχή που είναι η Λυρική μουσική. Μέχρι την εποχή που συνέβη το επεισόδιο αυτό μεταξύ των θεών φαίνεται πως η μουσική υπήρχε μέσα από κρουστά, διάφορα ιδιόφωνα και πνευστά. Όταν όμως συνδέεται μέσω της λύρας ο θεός του φωτός με την μουσική,προκύπτει το Λυρικό είδος του οποίου ο Απόλλων είναι ο πρώτος ερμηνευτής[/i][SUP]1[/SUP].

Όλοι οι μύθοι συμπυκνώνουν, κωδικοποιούν και συμβολίζουν κάποιες σταθερές αλήθειες. Στον συγκεκριμένο μύθο που μας παραδίδει ο Απολλόδωρος εμφανίζεται το όργανο , ως μια αιτιώδη συνθήκη για την γέννηση της νέας μουσικής, που μάλιστα παίρνει και το όνομα από τη λύρα. Από την εποχή τής πρώτης εκείνης λύρας όλοι οι αιώνες που πέρασαν έως σήμερα επιβεβαιώνουν τη βασική αλήθεια του μύθου: πως δηλαδή η οργανοποιία εξελίσσεται απολύτως παράλληλα με τη μουσική πράξη και αποτελεί συγκοινωνούν δοχείο με αυτή. Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο πράγμα με δυο διαφορετικές ισοδύναμες διατυπώσεις:η οργανοποιία εξελίσσεται μέσω της μουσικής και η μουσική εξελίσσεται μέσω της οργανοποιίας όπως είναι αντίστοιχα συνδεδεμένες η Ναυσιπλοΐα με την Ναυπηγική. Πως θα μπορούσε να μην είναι έτσι, εφόσον το δομικό στοιχείο της μουσικής είναι ο ήχος και το μουσικό όργανο είναι η αναγκαία υλική συνθήκη για να παραχθεί και να υπάρξει ο ήχος,τελικά η ίδια η μουσική.
Νομίζω ότι μόνο όφελος θα προκύψει αν εμπεδωθεί η αντίληψη πως ο οργανοποιός όχι μόνο δεν είναι έξω από την διαδικασία της μουσικής αλλά είναι και ο παραγωγός του πρωτογενούς υλικού της, δηλαδή του ήχου.Αυτόν τον ήχο είναι που διαλέγει ο μουσικός και τον διαμορφώνει σύμφωνα με την δική του καλαισθησία ώστε να αποδώσει την ερμηνεία του κομματιού.
Θα τολμήσω ένα απλό παράδειγμα που δείχνει κάτι ακόμη περισσότερο από το έως τώρα προφανές:αν υποθέσουμε πως ένα οργανικό μουσικό κομμάτι μοιάζει με τελειωμένο κτίριο, τότε μπορούμε να πούμε πως ο συνθέτης είναι ο αρχιτέκτονας , ο διευθυντής ορχήστρας είναι ο εργολάβος που συντονίζει τα συνεργεία των εργατών,οι μουσικοί είναι οι εργάτες, που θα ερμηνεύσουν το κομμάτι και τέλος τα διάφορα δομικά υλικά που συναπαρτίζουν το κτίριο είναι οι διαφορετικοί ήχοι των ποικιλώνυμων οργάνων. Χωρίς αυτή την αλυσίδα δε θα μπορούσε να υπάρξει το τελικό αποτέλεσμα .
Ο οργανοποιός λοιπόν είναι εκείνος που κατασκευάζει τα δομικά υλικά ,είναι ο κατασκευαστής των ήχων. Η δουλειά του είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την ποιότητα του μουσικού αποτελέσματος όσο ακριβώς συνδέεται η αισθητική και η σταθερότητα του κτιρίου με την ποιότητα των δομικών του υλικών.

Ο οργανοποιός λοιπόν παρότι δεν είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά φαίνεται να έχει τον πιο ξεχασμένο, τον πιο υποφωτισμένο ρόλο -για το ευρύ κοινό- στη μουσική διαδικασία. Ο πολύς κόσμος συνήθως αγνοεί τις ειδικές γνώσεις και ικανότητες που απαιτούνται για αυτό το επάγγελμα,όπως θα δούμε δεν εξαντλούνται μονάχα στην υπομονή και στην λεπτουργική δεξιοτεχνία.
Πολύ πέρα από τις αυτονόητες χειρωνακτικές επιδεξιότητες πρέπει να διαθέτει: γνώσεις γεωμετρίας για τον σχεδιασμό των διαφόρων μερών του οργάνου,μαθηματικών για τους ποικίλους υπολογισμούς και αναλογίες, φυσικής για την κατανόηση τής λειτουργίας τών διαφόρων μερών τού οργάνου, εξειδικευμένης ακουστικής,να έχει γνώσεις βασικής χημείας για τη σωστή επιλογή και χρήση των συνδετικών υλικών και τη σύνθεση τών βερνικιών,καθώς επίσης και γνώσεις γύρω από ένα ευρύ φάσμα σχεδιαστικών τεχνικών ώστε να πραγματοποιεί τα όσα η φαντασία του συλλαμβάνει.
Για να μπορεί όμως να αξιοποιήσει όλα τα παραπάνω -και αυτό θέλω να το υπογραμμίσω ιδιαίτερα- ο οργανοποιός πρέπει να διαθέτει και ένα ένστικτο αντίληψης του ήχου και της συμπεριφοράς των υλικών.Όπως και σε άλλες δημιουργικές δραστηριότητες το ταλέντο είναι εκείνο που γονιμοποιεί τις γνώσεις. Στην περίπτωση του οργανοποιού, πρόκειται για ένα εξειδικευμένο ταλέντο το οποίο οξύνεται και εμβαθύνεται με την εμπειρία και απ’αυτό αξιοποιούνται οι όποιες γνώσεις.
Τελευταίο χαρακτηριστικό του οργανοποιού, αλλά όχι το έσχατο ως προς τη σημασία πρέπει να είναι , η μουσική και η αισθητική παιδεία για να μπορεί να την εκφράζει μέσα από τον ήχο του. Είναι αλήθεια πως θέλοντας και μη ο κάθε οργανοποιός αποτυπώνει στο δημιούργημά του την καλλιέπεια που χαρακτηρίζει τον ίδιο.Και τούτο όχι μόνο ως προς την αισθητική που αφορά στην εμφάνιση αλλά ιδιαίτερα-και αυτό θεωρώ σημαντικότερο- στην αισθητική που εκπέμπει το ηχόχρωμα τών οργάνων του. Δεν γνωρίζω κανέναν οργανοποιό που να ξεφεύγει από τούτο τον κανόνα. Ο καθένας από μας που κάνει αυτή την δουλειά μεταφέρει και αποτυπώνει την αισθητική του και την προσωπικότητά του, στα όργανα που φτιάχνει.Αυτή η διαφορετικότητα είναι πολύτιμη και νομίζω πως πρέπει να εκτιμάται ως τέτοια.Η αναγνωρισιμότητα του οργανοποιού τόσο από την όψη όσο και απ’τον ήχο των οργάνων του είναι κάτι που εγώ προσωπικά εκτιμώ ιδιαίτερα.
Θεωρώ πως ο πολιτισμός αγαπάει την ποικιλία,προστατεύει την ιδιοπροσωπία και έτσι προσφέρει το πιο γόνιμο περιβάλλον για πρόοδο και εξέλιξη.Όσο λοιπόν η οργανοποιία διαφυλάσσει την ποικιλία και τις μικρές ή μεγάλες χαρακτηριστικές ιδιότητες των μαστόρων που την υπηρετούν, τόσο περισσότερο συναντάται με τον πολιτισμό.

Β)Για τον πολιτισμό της οργανοποιίας

Αντίθετα στον πολιτισμό λειτουργεί η όποια δογματική νοοτροπία που αγαπάει το ομοιότροπο ,το ομοιόμορφο, καλλιεργεί την μισαλλοδοξία απορρίπτοντας ότι δεν υπακούει σε αυθαίρετους κανόνες και ως εκ τούτου αποτελεί το ιδεώδες περιβάλλον για την ακύρωση οποιασδήποτε εξέλιξης. Αυτά τα αναφέρω για να έρθουμε στα καθ’ημάς,δηλαδή στις χαρακτηριστικές ιδιοπάθειες της ελληνικής οργανοποιίας, ιδιαίτερα εκείνης που σχετίζεται με το μπουζούκι.

Το θέμα που διαλέγω να θίξω πρώτο, διχάζει κάποιους μουσικούς(ευτυχώς όλο και λιγότερους) και ακόμα λιγότερο τούς οργανοποιούς. Δεν πρόκειται για θέμα αμιγώς της κατασκευής των οργάνων, ωστόσο νομίζω πως θα ήταν παράληψη εφόσον μιλάμε για τα χαρακτηριστικά της οργανοποιίας τους μπουζουκιού να μην αναφερθώ και στην διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους δύο τύπους μπουζουκιών: το τρίχορδο και το τετράχορδο.
Όσοι προτιμούν το τετράχορδο μπουζούκι ισχυρίζονται πως εφόσον αυτό είναι μεταγενέστερο του τρίχορδου αποτελεί εξέλιξη άρα βελτίωσή του . Επικαλούνται γι’αυτό τηναρμονική του υπεροχή έναντι τού τρίχορδου,εξαιτίας της τέταρτης χορδής που τούεπιτρέπει την παραγωγή τετράφωνων συγχορδιών. Επίσης το κούρδισμα ευνοεί τους “κάθετους” χειρισμούς κάνοντας τους ευκολότερους και ταχύτερους ,αναπτύσσοντας έτσι την δεξιοτεχνία.Πράγματι από τότε που καθιερώθηκε το τετράχορδο μπουζούκι ήταν φυσικό να παραχθούν συνθέσεις που απαιτούν μεγαλύτερη δεξιοτεχνία, ιδίως όσον αφορά στην ταχύτητα (κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει και τα όσα είπαμε προηγουμένως).
Από την άλλη μεριά εκείνοι που προτιμούν το τρίχορδο μπουζούκι, ισχυρίζονται πως ακριβώς επειδή το τετράχορδο είναι νεότερο, πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για εκφυλισμένο είδος εφόσον η επιρροή τής κιθάρας είναι αυταπόδεικτη.

Είναι αλήθεια πως το τετράχορδο μπουζούκι καθιερώθηκε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα σε μια περίοδο που η πολιτισμική ταυτότητα, τού πολλαπλά ηττημένου Έλληνα, μόλις είχε ζήσει το σοκ ενός αιμάτινου εφιάλτη και βρέθηκε ευάλωτη στις σημαντικές μεταπολεμικές και χρονικά συμπιεσμένες, σχεδόν βίαιες αλλαγές, που επικράτησαν παγκοσμίως .Την εποχή εκείνη ο λαός μας ήταν ένας ακόμα από τους προνομιούχους εκείνους νοτιοευρωπαικούς λαούς, που διέθετε δικό του ξεχωριστό μουσικό ιδίωμα. Οι Η.Π.Α ως άλλος Ρωμαίος νικητής αυτοκράτωρ,μοιράζουν στις μάζες άρτον ( ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ) και λίγο αργότερα πικ-απ με καινούργια ακούσματα και γοητευτικούς ήχους. Το μεσοπολεμικό γενικό αξίωμα του “εφάμιλλον του ευρωπαικού” -που έχει ήδη στοιχίσει τις Μεταξικές διώξεις τής λαϊκής μας μουσικής (πχ απαγόρευση του αμανέ) τώρα διευκολύνει την υιοθέτηση του γενικώς “αμερικάνικου”.Με αυτό το τρόπο η υπερδύναμη διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο και στον πολιτιστικό τομέα.
Τα τραγούδια με μπουζούκι γίνονται λιγότερο“βαριά”και σαν πιο ελαφρά, αρχίζουν να ανεβαίνουν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, εμβολίζοντας όλες τις τάξεις. Το μπουζούκι καθιερώνεται με τον καιρό σαν το κατεξοχήν όργανο πλατιάς διασκέδασης. Σε αυτό το περιβάλλον και σε εκείνη την κατάλληλη περίσταση ο Μ.Χιώτης, ένας μουσικός που κατά την γνώμη μου, διέθετε ταλέντο παγκόσμιας σπανιότητας ,καθιερώνει το τετράχορδο μπουζούκι. Το νέο αυτό όργανο -σύμφωνα και με αυτά που είπαμε στο Α΄ μέρος – αποκτά σύντομα έντονη δική του δυναμική και προσωπικότητα.Σηματοδοτεί νέες μουσικές συνθέσεις και επηρεάζει την μουσική σκέψη του μπουζουξή.

Το νέο αυτό όργανο διαφέρει μορφολογικά από το τρίχορδο ως προς τα εξής :
α) η κλίμακα τού τρίχορδου που έφτανε έως τα 69-70 cm φτάνει στο τετράχορδο το πολύ στα 68 cm έτσι οι αποστάσεις μεταξύ των τάστων μειώνονται, οι χορδές ΡΕ-ΛΑ( κληρονομιά του τρίχορδου) χαλαρώνουν διευκολύνοντας έτσι τον χειρισμό. Πολλοί “τρίχορδοι”επαγγελματίες σύντομα υιοθετούν το νέο όργανο επειδή είναι πιο ξεκούραστο στην δουλειά.
β)Ο όγκος του ηχείου μεγαλώνει κατά τουλάχιστον 1,5 λίτρο[SUP]2 [/SUP]προσαρμοζόμενος στις νέες ανάγκες εξυπηρέτηση περισσότερο χαμηλομεσαίων συχνοτήτων. Αυτό το τελευταίο το αξιολογώ σαν μια από τις πιο αξιοσημείωτες μεταβολές- αλλοιώσεις του ως τότε ήχου.
γ) Στο ξύλό του σκάφους κυριαρχεί η βαμμένη καρυδιά που άλλωστε ταιριάζει με “πιο επίσημα ρούχα [SUP]3[/SUP]”.
Το όργανο, αποκτά με τον καιρό περισσότερο φανταχτερή εμφάνιση και το μουσικό ήθος που καλείται να υπηρετήσει είναι περισσότερο εξωστρεφές από το σταδιακά απερχόμενο. Οι παραπάνω διαφορές από το τρίχορδο είναι κυρίως μορφολογικές και φαντάζουν ως επουσιώδης σε σύγκριση με την ουσιωδέστερη επόμενη διαφορά.
Φαίνεται πως το νέο αυτό μπουζούκι αυτοπροσδιορίστηκε εξοβελίζοντας το παρελθόν του (σαν να θέλει να το ξεχάσει). “Κόβει” την τρίτη του χορδή σπάζοντας τους μακροχρόνιους δεσμούς με το Βυζαντινό Ισοκράτη,καταργώντας έτσι και τα διαφορετικά εναλλακτικά κουρδίσματα (το αράπιελ ,το καραντουζένι κ.α). Στη θέση της τρίτης χορδής προσθέτει δυο άλλες κουρδισμένες σε ΦΑ και ΝΤΟ δίνοντας ευκαιρία για πιο“κάθετους”χειρισμούς που ως τότε ήταν προνόμιο της κιθάρας και του μαντολίνου. Ο Χιώτης -χωρίς καθόλου αυτό να μειώνει την αξία του- δεν έκανε κάποια πρωτογενή εφεύρεση. Όντας ο ίδιος και κιθαριστής,γνώριζε τα τεχνικά πλεονεκτήματα της κιθάρας και προφανώς τα μετέφερε πολύ εύκολα στο μπουζούκι. Του ήταν λοιπόν απλό να δημιουργήσει μια μπουζουκόμορφη τετράχορδη κιθάρα, διατηρώντας μάλιστα και το ακριβές της κούρδισμα.
Όλες όμως οι παραπάνω αλλαγές κατά κανένα τρόπο δεν καθιστούν, το τετράχορδο μπουζούκι, υποδεέστερο μπουζούκι από τον τρίχορδο γεννήτορα του . Από την εμφάνιση του τετράχορδου μπουζουκιού του Χιώτη έως σήμερα - κοντά έξι δεκαετίες-έχει γράψει την δική του ιστορία και οποιαδήποτε παραγνώριση αυτής τής προσφοράς θα ήταν δογματική και άδικη.

Ας διακινδυνεύσουμε έναν προφανή συμβολισμό :
με τον κίνδυνο που έχουν οι γενικότητες και οι συντομεύσεις θα λέγαμε πως το τρίχορδο μπουζούκι φέρνει περισσότερο μνήμες της μεγάλη μονοφωνική παράδοσης ενώ το τετράχορδο είναι αποτέλεσμα“δυτικών” επιρροών.
Στο σημείο αυτό φαίνεται πως η αντίθεση των δύο ομάδων προτιμήσεων,να αντανακλά τον γενικότερο πολιτιστικό δυισμό τούτο που μας που ανέκαθεν χωρίς κόμπλεξ πίνει νερό και από τα δυο αυτά ποτάμια.
Επιτρέψτε μου μια προσωπική γνώμη ( πάντα αυστηρά υποκειμενική) σε σχέση με αυτό το δυισμό Ο,τιδήποτε το νεοελληνικό (δηλαδή ότι αναφέρεται στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και μετά) ξεκινώντας από τους κρατικούς θεσμούς, για παράδειγμα την παιδεία και πιο συγκεκριμένα τη μουσική παιδεία και φθάνοντας μέχρι την καθημερινή κουλτούρα και τις καθημερινές συνήθειες,δεν είναι παρά σχεδόν πάντα μια απλή αντιγραφή (συνήθως άκριτη, πρόχειρη και αβασάνιστη) κάποιου δυτικού προτύπου.
Έτσι έχουμε “εκπαιδευτεί”-συνηθίσει να πραγματοποιούμε το εξής λογικό άλμα:Όταν κάτι δεν είναι δυτικό το αντιλαμβανόμαστε ως ανατολικό. Πρόκειται δε για λογικό άλμα εφόσον παραλείπουμε το ενδεχόμενο να προέρχεται από εμάς τους ίδιους. Η γνωστή αυτή εις άτοπον επαγωγή (εφόσον κάτι δε προέρχεται από τη δύση πρέπει να προέρχεται από την ανατολική μουσική παράδοση) είναι συχνό (ίσως και σκόπιμο) φαινόμενο που ταλαιπωρεί τον μουσικό μας αυτοπροσδιορισμό με επίπλαστη διπλοπροσωπία. Νομίζω πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ανήκουμε μουσικά ούτε στην ανατολή ούτε στην δύση .
Σε εμάς αυτοί οι κόσμοι αντί να αλληλοκαταργούνται όταν συναντώνται αλληλοσυμπληρώνονται, εφόσον δεν ανήκουμε αποκλειστικά ούτε στη δυτική ούτε στην ανατολική πολιτιστική σφαίρα.Είμαστε αυτό που είμαστε κάθε στιγμή,και ανέκαθεν η ταυτότητα μας περιέχει ποιότητες και των δυο μουσικών κόσμων που και αυτές εξελίχθηκαν (περισσότερο ή λιγότερο) πάνω σε αρχετυπικά ελληνικά γνωρίσματα. Στην ουσία πρόκειται για πολιτιστικά αντιδάνεια. Ας θυμηθούμε τον Τσαρούχη που δήλωνε ευθαρσώς πως“αγαπώ το ίδιο την Μπέλου και την Μαρία Κάλλας χωρίς να νιώθω διχασμένος γι’αυτό”. Έχει υποστηριχτεί μάλιστα πως το όλο στοίχημα τής πολιτιστικής μας επιβίωσης εξαρτάται από το κατά πόσον θα καταφέρουμε να συνθέσουμε δημιουργικά αυτές τις δύο παραδόσεις. Πιστεύω πως αν προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε πολιτιστικό προϊόν πάνω σε ακραιφνώς είτε δυτικές είτε ανατολικές φόρμες θα είναι σαν να εκβιάζουμε τον εαυτό μας να μοιάσει σε κάτι αλλότριο διαιωνίζοντας ένα μουσικό-πολιτιστικό αλληθωρισμό.

Για να επικεντρωθούμε ξανά στα του μπουζουκιού,φαίνεται πώς το μεν τετράχορδο δημιουργήθηκε σαν μια τετράχορδη κιθάρα (ουσιαστικά ένα δυτικό όργανο καταλληλότερο για πολυφωνική αρμονία) που μιμήθηκε με σχετική επιτυχία τον ήχο του τρίχορδου μπουζουκιού , σε ότι αφορά το ηχόχρωμα και τις κλίμακες, ενώ μάλλον το τρίχορδο είναι ένα περισσότερο ελληνικό όργανο που -όπως και τα περισσότερα ελληνικά δημιουργήματα- υποφέρει από την αδιαφορία του κράτους. Κλασσικό παράδειγμα , η παρολίγον εξαφάνιση παραδοσιακών οργάνων (κανονάκι, πολίτικη λύρα) που δεν συντελέστηκε μόνο και μόνο γιατί υπήρξαν τα τελευταία χρόνια κάποιοι παλιοί μουσικοί με αρκετό μεράκι, γνώση και σεβασμό ώστε να τα διδάξουν στην τελευταία γενιά. Έτσι και το μπουζούκι παραλείπεται από την κρατική εκπαίδευση και απουσίασε από τα μουσικά σχολεία.
Σε ότι αφορά κάποιες προστριβές- που εγώ θα πρότεινα να τις ονομάζουμε απλά προτιμήσεις - σχετικά με το πιο είναι το καλύτερο είδος μπουζουκιού, θα ρώταγα : ο Τσιτσάνης είναι άραγε “περισσότερο μπουζουξής”από τον Χιώτη; Ακόμα ο Χιώτης πότε ήταν“περισσότερο μπουζουξής” την τρίχορδη ή την τετράχορδη περίοδό του; Ο Ζαμπέτας είναι “λιγότερο μπουζουξής” από το Μπέμπη ; Θα μπορούσαμε να συνεχίζαμε με πλήθος παραδειγμάτων παλαιότερων και πιο πρόσφατων μουσικών του οργάνου χωρίς να μπορούμε να δώσουμε μια και μόνο απάντηση. Σαν συμπέρασμα θα έλεγα πως ο καθένας μουσικός από τους παλαιότερους έως τους πιο καινούργιους,είτε “τρίχορδος” είτε “τετράχορδος”συνέβαλε και συμβάλει στο ήθος και ύφος του οργάνου, που είναι ένα και στις δύο μορφές του.Μοναδική προϋπόθεση είναι το μπουζούκι να το παίζει μπουζουξής.
Ως εκ τούτου πιστεύω πως θα ήταν λάθος και μάλιστα επικίνδυνο λάθος,στα ζητήματα αισθητικής και προτιμήσεων, να υιοθετούσαμε δήθεν αντικειμενικούς κανόνες που σαν άλλος Προκρούστης θα οδηγούσαν σε περικοπές και μερικότητες στην έκφραση του μουσικού και του γούστου του.

Επιστρέφοντας στα θέματα που χαρακτήρισα ως “ιδιοπαθή”της ελληνικής οργανοποιίας ας μου επιτραπεί αρχικά να μεταφέρω κάποια προσωπική μνήμη από εκείνη την εποχή που ήμουν πολύ νέος. Θυμάμαι τον εαυτό μου έκπληκτο να ακούει τον πιο διάσημο μάστορα της εποχής να αποκαλεί όλους τους συναδέλφους του “λούστρους”,“άσχετους”, “ανάξιους” ενώ αναφερόμενος στον εαυτό του έλεγε με περισσή αυταρέσκεια πως “ εγώ πήρα το μπουζούκι από σάζι που έμοιαζε με φουρναρόξυλο και το έφτασα στο τέλειο που βρίσκεται. Δεν υπάρχουν τελειότερα μπουζούκια από τα δικά μου”. Αυτές τις δηλώσεις δεν τις άκουγα μόνο εγώ αλλά χωρίς συστολή τις επαναλάμβανε ο ίδιος σε οποιονδήποτε περίσταση έκρινε ότι χρειαζόταν. Φυσικά “ο αποθανών δεδικαίωται”. Τώρα πια που ξαναθυμάμαι αυτές τις δηλώσεις,νιώθω πως ο χρόνος τις έχει στρογγυλέψει ώστε να φαίνονται από μακριά ως ένα φολκλόρ μιας περασμένης εποχής. Ωστόσο ο μακρινός αυτός αντίλαλος έχει φτάσει εκσυγχρονισμένος ως τις μέρες μας. Μουσικοί και οργανοποιοί διαγκωνίζονται για την εύρεση και την ανάδειξη του καλύτερου κατασκευαστή,συχνά αναγορεύοντας το υποκειμενικό σε αντικειμενικό.
Στο σημείο αυτό θα επιχειρήσω να απαντήσω σε ένα ερώτημα που έχει ταλανίσει ιδιαίτερα τον χώρο της οργανοποιίας του μπουζουκιού. Είμαι 33 χρόνια οργανοποιός, ακόμα και πριν ασχοληθώ επαγγελματικά με την οργανοποιία άκουγα και ακούω να πλανάται το ίδιο πάντα ερώτημα “Ποιος να είναι άραγε ο καλύτερος οργανοποιός;; ποιος φτιάχνει τα καλύτερα μπουζούκια;;;”επιτρέψτε μου να απαντήσω καταθέτοντας την προσωπική μου γνώμη σαν να ήμουν ένας μουσικός. Ο καλύτερος οργανοποιός είναι εκείνος που έχει κατασκευάσει το όργανο που εμένα μου ταιριάζει περισσότερο. Είναι δηλαδή εκείνος ο οργανοποιός όπου και η αισθητική του ταιριάζει με την δική μου στην εμφάνιση-ήχο και ο προσωπικός πολιτισμός του επίσης ώστε να είναι γόνιμη η σχέση μας στην κοινή αναζήτηση για τον καλύτερο ήχο.Πράγματι μου προξενεί απορία πως μια τόσο αυτονόητη απάντηση δεν έχει σταθεί επαρκώς πειστική. Σε άλλα πεδία όπως για παράδειγμα “ποια είναι η ομορφότερη σύντροφος για έναν άντρα;”η απάντηση έρχεται φυσικά και είναι η σύντροφος με την οποία είναι ερωτευμένος την στιγμή που ρωτιέται.
Έτσι εξηγείται το ότι ο καθένας από μας τους οργανοποιούς έχει πελάτες-μουσικούς που συμπαθούν περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου τα όργανα του, κάτι που είναι απόλυτα φυσικό και θεμιτό για μια δουλειά που είναι τόσο δημιουργικά προσωπική. Κανείς δεν γίνεται να φτιάξει τον ήχο του συναδέλφου του καλύτερα από τον ίδιο,όπως και κανείς μπουζουξής δεν μπορεί να αναπαράξει ,λόγου χάριν τον ήχο του Ζαμπέτα καλύτερα απο τον ίδιο τον Ζαμπέτα.
Οι αισθητικές αυτές προτιμήσεις, αν και είναι αυτονόητα υποκειμενικές για οποιαδήποτε άλλη πολιτιστική δραστηριότητα(δεν μπορεί να αρέσουν όλοι σε όλους) έχουν φέρει όχι μόνο στο παρελθόν- και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε- προστριβές και διενέξεις μεταξύ των οργανοποιών και ως σήμερα δεν έχουμε ξεφύγει τελείως από μια στρεβλά εννοούμενη συντεχνιακή ανταγωνιστικότητα.Ο οργανοποιός που υποκύπτει σε αυτή την ευκολία , εγκλωβίζεται στην αυταρέσκεια και γίνεται ο έμμεσα ή άμεσα υποτιμητής της δουλειάς των συναδέλφων του, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται σαν ο αποκλειστικός γνώστης και διαχειριστής κάποιων μυστικών, ένεκα των οποίων τάχα πλεονεκτεί έναντι των υπολοίπων. Σε τούτο συμβάλλουν διάφοροι αλχημιστικής καταγωγής μύθοι – και εδώ ο μύθος έχει τη σημασία την πλάνης- περί χαμένων μυστικών της οργανοποιίας (κάτι σαν την Ατλαντίδα) όπως για παραδείγματα μυστικά του Στραντιβάρι και άλλων ευρύτατα γνωστών.

Σήμερα οι μύθοι ευτυχώς καταρρέουν στην εποχή της ανοιχτής πληροφορίας.
“Τα προστατευόμενα μυστικά της οργανοποιίας“ κυκλοφορούν πλέον ελεύθερα στο διαδίκτυο και η πρόσβαση είναι εύκολη σε πλήθος εγχώριων και ξένων πληροφοριών.Ίσως η μοναδική σημαντική δυσκολία που αντιμετωπίζει κανείς στη διαχείριση του δικτύου, είναι η δυσχέρεια που έχει στην επιλογή της πιο αξιόπιστης πληροφορίας. Επιτέλους σήμερα η παλιά συντεχνιακή εσωστρέφεια πρέπει να υποχωρήσει και πράγματι υποχωρεί , κάτω από το βάρος της διάχυσης και του όγκου τόσων πληροφοριών, δίνοντας χώρο στην γνώση και ο παλιός γραφικός ανταγωνισμός δίνει χώρο στην επαγγελματική άμιλλα και αλληλοσυμπλήρωση.

Ο σύγχρονος οργανοποιός διεθνώς συνεργάζεται με τον συνάδελφο του ανταλλάσσοντας πληροφορίες και εμπειρίες για την βελτίωση της τέχνης του ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται και με το μουσικό για την κατάκτηση της κοινής ουτοπίας που λέγεται βέλτιστος ήχος.

Η ανοιχτή αυτή διεθνής συνεργασία των οργανοποιών και των μουσικών έδωσε νέα δυναμική στην εξέλιξη των οργάνων. Ας παραδειγματιστούμε από ένα όργανο με παγκόσμια διάδοση όπως η ακουστική κιθάρα. Τις τελευταίες δεκαετίες με την ελεύθερη διάδοση των πληροφοριών του διαδικτύου, την αξιοποίηση μοντέρνων υλικών που προσφέρει η τεχνολογία και καινοτόμων σχεδιαστικών επινοήσεων ,παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου πολύμορφη εξέλιξη του οργάνου. Πίσω από αυτές τις εξελίξεις βρίσκονται μουσικοί με φαντασία και οργανοποιοί με τόλμη στην καινοτομία και ευρηματικότητα στην δημιουργική αξιοποίηση της μοντέρνας τεχνολογίας, που έχει οδηγήσει το συγκεκριμένο αυτό όργανο σε πρωτόγνωρες καινούργιες ηχητικές και εκτελεστικές δυνατότητες.
Η οργανοποιία του μπουζουκιού μπορεί να επωφεληθεί και φαίνεται να επωφελείται-έστω και καθυστερημένα- από αυτή τη νέα κατάσταση και να εξελίσσεται προσφέροντας όλο και καλύτερα όργανα.
Αν συμφωνήσουμε πως όσα γνωρίζουμε όλοι μαζί οι οργανοποιοί είναι πολύ πολύ λιγότερα από εκείνα που αγνοούμε ,πως είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, αν δηλαδή αναγνωρίσουμε την μικρότητά μας απέναντι στον χάος της γνώσης που περιμένει να το ανακαλύψουμε,τότε θα συνειδητοποιήσουμε πως ο καλύτερος τρόπος για την επέκταση των γνώσεων μας είναι η συνεργασία. Τη συνεργασία αυτή δεν την φαντάζομαι μόνο μεταξύ των οργανοποιών που ανταλλάσσουν γνώσεις και εμπειρία αλλά συγχρόνως επικαλούμενοι την συνδρομή διαφόρων συναφών επιστημονικών πεδίων για συστηματική έρευνα των δυνατοτήτων του οργάνου. Αυτός νομίζω πώς είναι ένας καλός τρόπος για να επιταχύνουμε την εξέλιξη της οργανοποιίας συμβάλλοντας έτσι και στην εξέλιξη της μουσικής.

[1] Ένα μικρό σχόλιο για την έννοια της ερμηνείας.Η λέξη “ερμηνεία” καθώς και ερμηνευτής και τα παράγωγα της προέρχονται ετυμολογικά από τον Ερμή. Αυτή η χαριτωμένη, σκανδαλιάρα και προπάντων εξαπατητική θεότητα βρίσκεται κρυμμένη και πίσω και από άλλες σημαντικές έννοιες. Στην περίπτωση δε της καλλιτεχνικής ερμηνείας κυριολεκτικά αποδίδεται η έννοια της επ’αγαθώ εξαπάτησης που μεταχειρίζεται ο καλλιτέχνης που ερμηνεύει για να λειτουργήσει επιτυχώς η καλλιτεχνική ψευδαίσθηση. Αξίζει να σημειώσουμε πως στην Διονυσιακή μουσική δεν υπάρχει η έννοια της ερμηνείας εφόσον η απλή χρήση των οργάνων ,φαίνεται ικανή για την επίτευξη της Διονυσιακής μέθης.
[2] Η ποσότητα του όγκου είναι αρκετά προσεγγιστική, εφόσον δεν υπάρχουν σταθερά μοντέλα ούτε του τρίχορδου ούτε του τετράχορδου. Ωστόσο η διόγκωση του ηχείου συνεχίζεται και σταδιακά επηρεάζει το σχήμα του καπακιού, που γίνεται λιγότερο μακρόστενο,αυξάνοντας το πλάτος του αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και το βάθος του ηχείου.
[3] Μεταφέρω προσωπική εκτίμηση του γερο-Ζοζέφ

Ευχαριστούμε κ. Σπουρδαλάκη. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγηση. Θα ήθελα πολύ -και ελπίζω να μπορέσω- να τη δω κάποτε τυπωμένη και δημοσιευμένη, μαζί βέβαια και με τις υπόλοιπες, ως παρακαταθήκη.

Θα σχολιάσω μερικά σημεία:

α) Οργανοποιία και μουσική:
Ο ρόλος της οργανοποιίας στην εξέλιξη της μουσικής δεν είναι τόσο παραγνωρισμένος. Έχω υπόψη μου τουλάχιστον ένα παράδειγμα, και υποθέτω ότι δε θα είναι μοναδικό: στα διάφορα κατά τόπους είδη λύρας, η σχέση ανάμεσα στις κατασκευαστικές διαφορές αφενός και στις μουσικές διαφορές των τοπικών ιδιωμάτων αφετέρου δεν έχουν διαφύγει το ενδιαφέρον της σχετικής φιλολογίας.
Θυμάμαι επίσης να έχω διαβάσει κάπου μια παρόμοια αναφορά για τα 3χ και τα 4χ κοντραμπάσα, και τη σχέση τους με το ρεπερτόριο.

Συνολικά δεν νομίζω ότι το θέμα έχει αγνοηθεί από τους μελετητές.

Εκεί που ίσως υπάρχει όντως κενό είναι στην επισήμανση του ρόλου του συγκεκριμένου Χ ή Ψ οργανοποιού. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις λαϊκές παραδόσεις -γιατί εκεί είναι τα πιο πολλά μου διαβάσματα- υπάρχει μια τάση (κληρονομημένη ίσως από την παραδοσιακή λαογραφία) τα άτομα να αντιμετωπίζονται απλώς ως ψηφίδες του μωσαϊκού, με την ιδιαιτερότητα του καθενός να χάνεται μέσα στο σύνολο της «ανώνυμης παράδοσης».

β) Ο πολιτισμός της οργανοποιίας:
Με καταεντυπωσίασε ο συσχετισμός ανάμεσα στις εξελίξεις του μπουζουκιού και στο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Η αναφορά στην τραυματισμένη εθνική υπερηφάνεια του Έλληνα (και φυσικά στα γεγονότα που την προκάλεσαν), στον αναπροσανατολισμό των προτύπων που αναζητεί, σε (παρα)ιστορικά γεγονότα όπως αυτό με τα πικάπ κλπ., αποτελούν καθαρή επιστήμη και μάλιστα του πιο μοντέρνου είδους. Είναι το είδος σκέψεων που αποδεικνύουν ότι μέσα από ένα στενό, μικρό εκ πρώτης όψεως θέμα (πόσο άλλαξαν οι τύχες του κόσμου επειδή κάποιοι Έλληνες προσέθεσαν μια χορδή στο τοπικό τους όργανο;) μπορεί κανείς να διαβάσει ολόκληρο τον κόσμο. Τέτοιοι συσχετισμοί μπορούν να έχουν ενδιαφέρον ακόμη και για κάποιον που δεν ξέρει από μπουζούκια, που δε θα αντιληφθεί ποτέ τη διαφορά 3χ - 4χ, που μπορεί να μην έχει την παραμικρή ιδέα περί ελληνικής μουσικής, αλλά που ενδιαφέρεται παρά ταύτα για γενικότερα ζητήματα εξέλιξης των κοινωνικών-πολιτισμικών εκφράσεων.

Το σημείο αυτό θα μπορούσε ακόμη και να σταθεί από μόνο του ως ακραιφνώς επιστημονική εισήγηση σε συνέδριο. Θεωρώ ότι είναι απολύτως up to date.

γ)

Αυτή τη φράση τη βρίσκω κάπως σκληρή. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί εκείνη:

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγηση, πραγματι!

Ο οργανοποιός λοιπόν είναι εκείνος που κατασκευάζει τα δομικά υλικά ,είναι ο κατασκευαστής των ήχων

Θα προσθεσω καποια λογια ενος φιλου μου οργανοποιου, που σχολιασε καποτε στο μπλοκ μου τα εξης

Αν η υπέροχη τέχνη της μουσικής βασίζεται σε άυλες ακουστικές συχνότητες και μας μαγεύει σκέψου τι δύναμη έχει ένα μουσικό όργανο

Για μένα η τέχνη της οργανοποιίας υπερβαίνει την υλική κατασκευή,είναι η λυτρωτική δύναμη της δημιουργίας."

"ναι λοιπόν η οργανοποιία είναι τέχνη και μάλιστα μαγική!!!

“Η τεχνη δημιουργει ένα φανταστικό σύμπαν,…αυτό το φανταστικό σύμπαν μπορούν να το νοιώσουν όσοι ασχολούνται με την τέχνη που αγαπούν !”

κ. Σπουρδαλάκη για άλλη μια φορά συγχαρητήρια για το εξαίσιο κείμενο και για τις άρτια διατυπωμένες απόψεις σας.

Θα συμφωνήσω απόλυτα με την τοποθέτηση σας ως προς το τετράχορδο μπουζούκι. Όπως επίσης θα συμφωνήσω με όσα εκφράζετε για το ζήτημα του “ποιός κατασκευάζει τα καλύτερα μπουζούκια”. Μυριάδες συζητήσεις επι συζητήσεων έχουν γίνει και για τα δύο θέματα, όχι μόνο σε αυτό το φόρουμ, όμως τα γραφόμενα σας είναι αυτά που πραγματικά συμπυκνώνουν την κοινή λογική μέσα σε λίγες γραμμές. Ο δογματισμός είναι ο χειρότερος εχθρός της προόδου και μάλλον αυτό το ξεχνάμε όταν αναφερόμαστε σε μια “ζωντανή” τέχνη όπως αυτή της οργανοποιείας.

Να είστε πάντα καλά για να προσφέρετε στην τέχνη της οργανοποιείας και να διατυπώνετε τις πάντα χρήσιμες απόψεις σας.

Γειά σας κύριε Σπουρδαλάκη.
Το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον το θέμα και δεν θα το αναλύσω καθόλου.
Θα κάνω μια παρατήρηση. Κανένας οργανοποιός δεν είναι τέλειος. Κανένας οργανοποιός δεν θα φτιάξει το τέλειο όργανο ούτε εντός ούτε εκτός Ελλάδος.
Το ίδιο το όργανο είναι τέλειο από μόνο του διότι την πρώτη ύλη την έφτιαξε η ίδια η φύση. Και κάθε ξύλο είναι ξεχωριστό. (άλλωστε για αυτό χρησιμοποιούνται και κάποια συγκεκριμένα ξύλα σε κάποια συγκρεκιμένα σημεία του οργάνου).
Σκοπός του οργανοποιού είναι να δημιουργήσει (ποιεί) το όργανο.
Σκοπός του μουσικού είναι να βγάλει την φωνή του οργάνου.
Το κάθε όργανο έχει και τον χαρακτήρα του. Για αυτό κι άλλωστε άλλα οργανα βγάζουν έναν οξύ ήχο (τα κάνουν ελαφρόηχα αν μου επιτρέπετε η έκφραση) και άλλα μουντο ήχο (μαγκιόρικα στην φωνή τους, αν μου επιτρέπετε και πάλι η έκφραση).

Ευχαριστώ.

Καλέ μου φίλε cris. Συμφωνώ ότι κανείς δεν είναι τέλειος,-και οι οργανοποιοί δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα-,συμφωνώ ότι ποτέ ή τέλος πάντων πολύ δύσκολα θα κατασκευαστεί το τέλειο έγχορδο, αλλά διαφωνώ με όλα τα άλλα.
Κανένα μα κανένα όργανο δεν είναι τέλειο από μόνο του. Μπορεί να υπάρχουν και τέλεια υλικά στην φύση,(μέχρι να ανακαλύψουμε άλλα τελειώτερα),αλλά και πάλι κάποιος οργανοποιός θα τα ανακαλύψει, και κάποιος οργανοποιός θα τα κατασκευάσει.
Την φωνή του οργάνου την δίνει ο οργανοποιός, εκμεταλλευόμενος τους νόμους της φύσης. Αυτός δίνει και τον χαρακτήρα του οργάνου, και την ιδιαίτερη φωνή του. Ο μουσικός χειρίζεται, και αποδίδει (ερμηνεύει) με την όποια φωνή του κάθε οργάνου. Υπάρχουν μουσικοί, που μπορούν να “εκμεταλλεύονται” στο έπακρο όλες τις δυνατότητες του οργάνου, αυτό όμως δεν δίνει το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να ισχυρίζεται ότι την φωνή την βγάζει ο μουσικός. Το αν κάθε όργανο βγάζει οξύ, ή μουντό ή αμβλύ ήχο, είναι στο χέρι του καλού κατασκευαστή να το κατασκευάσει. Το αν γίνεται στην τύχη, τότε ο κατασκευαστής είναι μέτριος.
Τέλος ευχαριστώ και εγώ τον Χρήστο, για την ανάρτηση του τόσο αναλυτικού και καλογραμμένου κειμένου του.

Μην ξεχνάμε όμως ότι ένα όργανο όταν αρχίζουμε να του χτυπάμε τις χορδές και να το κυρδίζουμε καθημερινά (για να μην πω καμιά άλλη λέξη και υπάρξουν παρεξηγήσεις από κάτι … πονηρά μυαλα!! ) το όργανο “στρώνει” όλο και πιο πολύ.
Οπότε όταν τελειώνει η κατασκευή του οργάνου και ξεκινάει η χρήση του κανείς δεν ξέρει ως που μπορεί να φτάσει μετά από 1-2 μήνες χρήσης.

ενα κακο όργανο δε θα φτασει πουθενα… οσο και να στρωσει…
το οργανο το κανει ο κατασκευαστης. Αν ηταν ετσι φίλε μου ολοι οι μαραγκοι μπουζουκια θα φτιαχνανε…

Εγώ μιλάω για μπουζούκια που φτιάχνουν οι οργανοποιοί, άρα μαστόρια, κι όχι για μαραγκούς. Για αυτωνών τα μπουζούκια μιλάω.
Και για να το γράψω και για τους αρχάριους: Τα μπουζούκια των 150-250 ευρώ ΔΕΝ είναι μπουζούκια.
-Τί δεν καταλλαβαίνεις; Τί ΔΕΝ καταλλαβαίνεις;

ενα κακο όργανο δε θα φτασει πουθενα… οσο και να στρωσει…
το οργανο το κανει ο κατασκευαστης. Αν ηταν ετσι φίλε μου ολοι οι μαραγκοι μπουζουκια θα φτιαχνανε…

Ένα κακό όργανο θα παραμείνει όντως κακό , όμως ισχύει ότι ένα μπουζούκι με καπάκι ελάτινο μιας εβδομάδας μετά απο 5 μήνες θα είναι σαφώς καλύτερο. Ένα όργανο το οποίο θα μιλάει απο την πρώτη του μέρα το καπάκι του συνήθως δε θα έχει καλή εξέλιξη

Συμφωνούμε φίλε μου,ότι το όργανο στρώνει καλά στα χέρια ενός καλού παίκτη,όπως στρώνει ένα καινούριο αυτοκίνητο στα χέρια ενός καλού και έμπειρου οδηγού.Αλλά όπως ο οδηγός δεν κατασκευάζει το αυτοκίνητο,άρα και την ταχύτητα το οποίο αυτό θα μπορεί να αναπτύσσει , έτσι και ο μουσικός δεν “βγάζει” την φωνή,αλλά την χειρίζεται.

Ωραία έκφραση αυτή.
Μπορείς να μυυ την αναλύσεις λίγο αυτήν σου την έκφραση;

Παιδιά, μπήκαμε σε μία διαδικασία που παρήγαγε κοντά δέκα μηνύματα σε μισή μέρα και έπεται συνέχεια, απ’ ότι καταλαβαίνω, για πράγματα στα οποία οι απόψεις είναι έντονα υποκειμενικές και το πληκτρολόγιο δεν βοηθά καθόλου να γεφυρωθούν. Cris, θα συμφωνήσω και εγώ στο ότι κανένα απολύτως ανθρώπινο κατασκεύασμα δεν είναι τέλειο, όσο και αν η φύση είναι ο προμηθευτής της πρώτης ύλης. Αλλά και στο ότι το θέμα που πραγματεύεται ο κύριος Σπουρδαλάκης αξίζει μίαν ανάλυση.

Αυτά τα φόρουμ είναι πολύ κατατοπιστικά διότι γίνονται πραγματικές συζητήσεις. Άσε που έχουμε και ανθρώπους που γράφουν άρθρα με έρευνα και μελέτη.
Ωστόσο, ποιά είναι αυτή η διαδικασία που παρήγαγε κοντά δέκα μηνύματα σε μισή μέρα; Και που κολλάει στο θέμα μας;

Όσο η κουβέντα γίνεται χαλαρά και καλοπροαίρετα ας γραφτούν και 1000 μηνύματα.

Και μην ξεχνάμε ότι το πληκτρολόγιο είναι άχρωμο:089:

Ακριβώς επειδή δεν κολλάει στο θέμα μας, παρενέβην. Το θέμα μας ήταν βεβαίως, μέχρι τη δημοσίευση του δικού σου πρώτου μηνύματος, η ωραιότατη κα κατατοπιστικότατη εισήγηση του Χρήστου Σπουρδαλάκη. Με τη τη δική σου δημοσίευση θέτεις (όπως έχεις βεβαίως δικαίωμα) άλλο θέμα συζήτησης: τον ισχυρισμό ότι το όργανο Μπουζούκι είναι τέλειο από μόνο του. Κάποιοι δεν συμφώνησαν με την άποψη αυτή, με αποτέλεσμα η συζήτηση να επικεντρωθεί σε κατεύθυνση τελείως διαφορετική από εκείνη στην οποία προέτρεπε η τοποθέτηση του κ. Σπουρδαλάκη. Κάποια στιγμή παρενέβην και εγώ προτρέποντας (όπως έχω και εγώ δικαίωμα) για την επιστροφή της συζήτησης στο αρχικό της θέμα.

Θεωρώ ότι η κουβέντα γίνεται καλοπροαίρετα,και δεν έχω βεβαίως καμία μα καμία διάθεση να ξεστρατίσει.Έχω απλά μια διαφωνία με τον cris ,- σε πολιτισμένο επίπεδο -,και προσπαθώ με παραδείγματα να εξηγήσω αυτό που θεωρώ αυτονόητο.Ότι ο κατασκευαστής δηλαδή “κατασκευάζει” την φωνή σε ένα όργανο,(άλλωστε έχουμε παραγγελίες για μπάσα,για πρίμα,για φωνακλάδικα, κ.λ.π.),έστω στο μέτρο του δυνατού,ενώ ο μουσικός είναι αυτός που θα την χειριστεί με τον οποιοδήποτε τρόπο.Δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι με το καλό στρώσιμο που τυχόν θα κάνει ο όποιος μουσικός σε κάποιο όργανο,αυτός και είναι ο καθοριστικός παράγοντας ώστε να λέμε ότι ο μουσικός “βγάζει” την φωνή.Δηλαδή ο κατασκευαστής πήρε απλά υλικά της φύσης,(δεν έφαγε ώρες και ώρες να τα διαλέξει,δεν στήθηκε απέναντί τους συλλογιζόμενος πως θα τα χειριστεί,γιατί πρέπει να πούμε ότι υπάρχει ξεχωριστός χειρισμός για κάθε όργανο,δεν χειρίστηκε ξεχωριστά την όποια επιθυμία του κάθε πελάτη και ως προς την αισθητική ,αλλά κυρίως να έχει τα ηχητικά ηχοχρώματα που αυτός επιθυμεί), και τα συναρμολόγησε έτσι απλά,και έτσι λόγω των φυσικών πρώτων υλών , το όργανο γίνεται τέλειο.Φίλε μου cris , για να κατασκευαστή ένα καλό όργανο, ο κάθε κατασκευαστής πρέπει να είναι καλός γνώστης της φυσικής και της γεωμετρίας.Εννοώ φυσική και γεωμετρία οργάνου.Δηλαδή γνώστης νόμων της φύσης,ώστε να τους χειριστή σωστά,και να κατασκευαστή έτσι ένα σωστό δημιούργημα.Αυτό λοιπόν το δημιούργημα το παραλαμβάνει ο μουσικός,-άλλος χειριστής φυσικών νόμων -,και το χειρίζεται.ΔΕΝ ΒΓΑΖΕΙ ΤΗΝ ΦΩΝΗ Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ.Ο μουσικός απλά είναι ο υπεύθυνος για τον ΤΡΟΠΟ της μετάδοσης αυτής της φωνής.Ελπίζω να έγινα κατανοητός.

υ.γ.Όση ώρα έγραφα,απάντησε ο Νίκος ως προς την ομιλία του Χρήστου,και βεβαίως δεν πρέπει να ξεστρατίσει η κουβέντα,γιατί ο Χρήστος έχει βάλει θέματα μεγάλα,που θέλουν απόψεις.

Καλημέρα κα χρόνια πολλα στους Δημήτριους και τις Δήμητρες και την υπερήφανη Θεσσαλονίκη μας που με τόσα τραγούδια την τίμησε ο μεγάλος μας Βλάχος, Βασίλης Τσιτσάνης.
Στο θέμα μας τώρα. Δεν έθεσα προσωπικά κάπιο άλλο θέμα συζήτησεις ως προς την τελειοτητα του οργάνου διότι είναι μέσα στην έκθεση του Σπουρδαλάκη.
Μπορούσα απλούστατα να κάτσω και να εκθέσω προσωπική γνώμη για άλλα 15-20 θέματα που γράφονται μέσα σε αυτό.

Σχετικά με το αν ο οργανοποιός μπορεί να κάνει ένα μπουζούκι μπάσο ή πρίμο ή φωνακλάδικο αυτό ένα εξέλιξη της οργανοποιίας και συγχαρήτηρια.
@nikosn: “Δεν βγάζει την φωνή ο μουσικός”. Ανοίγεις άλλο θέμα;
Μπορεί ο οργανοποιός να ξέρει να φτιάξει ένα μπουζούκι και δεν ξέρει να παίζει. Αλλά θα ξέρει να το κουρδίσει και να χτυπήσεις της νότες και να βγάλει την φωνή του. Όχι όμως και τις “φωνητικές δυνατότητές” του. Ο μουσικός, αυτός που ξέρει να παίζει καλά ένα μπουζούκι και ξέρει μερικά τραγούδια θα βγάλει σχεδόν όλες τις φωνές του οργάνου. Με το τρόπο που κατασκευάστηκε το όργανο θα γίνουν οι ανάλογες φυσικές δονήσεις στα ξύλα και στο σκάφος του οργάνου και μέσα από τα ηχεία θα βγεί και θα μεταφερθεί με τον φυσικό τρόπο, μέχρι εκεί που η φυσική του δύναμη του επιτρέπει, θα μεταδοθεί ο ήχος.
Η μετάδοση του ήχου μπορεί να μεγάλωσει και να επεκταθεί μέσα από τα ηλκτρονικά αξεσουάρ για ήχο, μικρόφωνο-ενισχυτης-ηχείο.

Αυτά για να βάλω κάποια πράγματα στην θέση τους.

Απλά να υπενθυμίσω που στάθηκα:
“Θυμάμαι τον εαυτό μου έκπληκτο να ακούει τον πιο διάσημο μάστορα της εποχής να αποκαλεί όλους τους συναδέλφους του “λούστρους”,“άσχετους”, “ανάξιους” ενώ αναφερόμενος στον εαυτό του έλεγε με περισσή αυταρέσκεια πως “ εγώ πήρα το μπουζούκι από σάζι που έμοιαζε με φουρναρόξυλο και το έφτασα στο τέλειο που βρίσκεται. Δεν υπάρχουν τελειότερα μπουζούκια από τα δικά μου”.”

και:

"Είμαι 33 χρόνια οργανοποιός, ακόμα και πριν ασχοληθώ επαγγελματικά με την οργανοποιία άκουγα και ακούω να πλανάται το ίδιο πάντα ερώτημα “Ποιος να είναι άραγε ο καλύτερος οργανοποιός;; ποιος φτιάχνει τα καλύτερα μπουζούκια;;;”"".

Πάνω σε αυτά έγραψα την φράση "Δεν υπάρχει τέλειο μπουζούκι.
Ίσως δεν έπρεπε να τα έγραφε;
Και στο τέλος μου το συγκρινει με την κιθάρα, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

Κατα την ταπεινή μου άποψη όλοι οι αξιοπρεπείς οργανοποιοι κατασκευάζουν μπουζούκια me καλο μέχρι πολυ καλο ήχο . Υπάρχουν ακόμα και κάποιοι ερασιτέχνες οργανοποιοι που βγάζουν πολυ καλο ήχο

εδω και λίγο καιρό είχα γράψει ένα τοπικ για το τι σημαίνει καλο μπουζούκι
Καποιοι φίλοι είχαν γράψει την άποψη τους.

Εκεί εγγυάται η διάφορα ! Ολοι μιλάμε για καλο, το καλύτερο μπουζούκι , όμως αυτό είναι καθαρά υποκειμενικό
το γιατί , πιστεύω εξηγεί ο φίλος alk στο παραπάνω ποστ

Πολύ καλό κείμενο με καλούς συσχετισμούς της εξέλιξης του μπουζουκιού με το ελληνικό κοινωνικό ιστορικό πλαίσιο της εποχής που αλλάζει η κατασκευή και ο ρόλος του μπουζουκιού. Παρόλα αυτά θα μου επιτρέψετε να εκφράσω τις αμφιβολίες μου σχετικά με την αντιγραφή των καθημερινών συνηθειών και κουλτούρας από την ‘‘δύση’’. Κάτι τέτοιο το βρίσκω παρατραβηγμένο και σίγουρα δεν εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο.