Εργασίες για τα νεοδημοτικά

Εύγε! Εγώ θα προσθέσω ένα ακόμα…οι περισσότεροι φιλόλογοι δεν είναι ποιητές ή πεζογράφοι…κάτι παρόμοιο με το δικό σου σχόλιο για τους ομηριστές! Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να κάνουν ενδιαφέρουσες ή ακόμα εποικοδομητικές αναλύσεις και μελέτες πάνω στα έργα των συγγραφέων. Όσον για την σπουδή της δημοτικής μουσικής και του λαικού πολιτισμού γενικά, έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι παλιότεροι μελετητές δεν ανήκαν ούτε καν στο “λαό”, αν με αυτόν τον όρο εννοούμε τα κατώτερα στρώματα (οι αγρότες, οι θαλασσινοί, οι εργάτες των πόλεων). Και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες, και είναι εντελώς φυσιολογικό κατά τη γνώμη μου. Δεν πιστεύω ότι ο λαός “μελετάει” την ίδία του παράδοση…την βίωνει όσο είναι ζωντανή και μετά ίσως γίνεται κάτι σαν νοσταλγία για κάτι που χάθηκε, όπως νομίζω ότι γίνεται με την ποντιακή μουσική και παράδοση, ειδικά στη διασπορά. Ένας άλλος λόγος είναι βέβαια ότι οι (μεγαλο)αστοί Έλληνες που έστησαν την λαογραφία σαν επιστήμη είχαν τα μορφωτικά και τα χρηματικά εφόδια να μελετάνε και να κάνουν συλλογές (ο Πολίτης, ο Κυριακίδης, οι Μπενάκηδες κ.α.). Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτή, άλλα νομίζω ότι η απόσταση ανάμεσα στους μελετητές και στο αντικείμενο σπουδής που σημειώνουν μερικοί είναι αναπόφευκτη, τουλάχιστο στο παρελθόν. Βέβαια, στη σημερινή εποχή, με τη κοινωνική διεύρυνση της παιδείας, είναι πιθανόν αυτό το κοινωνικό και μορφωτικό χάσμα να είναι λιγότερο έντονο, με την έννοια ότι οι μελετητές οι ίδιοί μπορεί να προέρχονται από το περιβάλλον που μελετάνε. Και υπάρχουν βέβαια αξιόλογες πανεπιστημιακές μελέτες από ανθρώπους που είναι οι ίδιοι επαγγελματίες μουσικοί, π.χ. οι αδελφοί Τσαχουρίδης που εκπονήθηκαν διατριβές στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

2 «Μου αρέσει»

ενα μικρο παραδειγματακι θα σου πω. αποφοιτος της αρτας, μου ειπε οτι το ηλεκτρικο στυλ στο δημοτικο το ξεκινησε ο καρναβας. δλδ, για γελια και για κλαματα.

η ενσταση μου γενικα, για να μην παρεξηγιομαστε, ειναι οτι πολλες φορες για μην πω συνηθως, οι μελετητες δεν ειναι μεσα στο αντικειμενο που μελετουν, δλδ δεν ειναι μερος του, δεν εχουν πληρη γνωση και αντιληψη του αντικειμενου, οποτε πολλες φορες μας λενε και μπουρδολογιες μαζι με τα αλλα. γενικα μιλαω, δεν λεω οτι ειναι ολοι ετσι…

2 «Μου αρέσει»

Υπάρχει καμιά ένδειξη για το πότε είναι γραμμένο;

Να σχολιάσω επίσης ότι δίνει την εντύπωση ότι συμπυκνώνει κάποιο εκτενέστερο κείμενο, με αποτέλεσμα σε κάποια σημεία να γίνεται τόσο πυκνό ώστε, αν αυτά τα σημεία έχουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα, εμένα μου διαφεύγει.

Από τα όσα κατάλαβα, διαφωνώ συνολικά με την οπτική του κειμένου. Πρώτα απ’ όλα, διαφωνώ με τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής του, ο οποίος, αν και σαφής από την αρχή, προς το τέλος δηλώνεται και ξεκάθαρα:

…η αιρετική υπεράσπιση του νεοδημοτικού που επιχειρεί η ανακοίνωση αυτή…

Μουσικολογικό κείμενο που να επιχειρεί υπεράσπιση κάποιας μουσικής φόρμας ή είδους; Θα περίμενα μάλλον απλώς να το παρατηρεί, και να μας παρουσίαζε τα συμπεράσματα στα οποία τον οδηγεί η παρατήρηση. Το να υπερασπιστώ κάποια μουσική έναντι άλλης (ροκάδες-καρεκλάδες) ταιριάζει σε άλλους χώρους.

Από κει απορρέουν και όλα τα περαιτέρω αρνητικά που βρίσκω σ’ αυτό το κείμενο. Όπως ότι τα γεγονότα που παρουσιάζονται είναι επιλεγμένα έτσι ώστε να υπηρετούν την προαποφασισμένη υπερασπιστική γραμμή. Και μάλιστα χωρίς να δηλώνεται το χρονικό εύρος των υπό εξέταση γεγονότων, μερικά από τα οποία είναι σαφώς άσχετα, χρονικώς, από άλλα. Ή, η χρήση φορτισμένων αοριστολογιών όπως «θεσμική δισκογραφία» (=τι ακριβώς είναι;).

Ακόμη, καθώς η υπεράσπιση περιλαμβάνει και τη μείωση της αξίας του «αντιπάλου», διαπιστώνω την εξής ασυνέπεια: «Αν νομίζετε ότι το νεοδημοτικό είναι εκφυλισμένο, νόθο ή δεν ξέρω τι άλλο, και ότι όλη την αξία την έχουν μόνο ο Καράς και η Σαμίου, ή ο Αηδονίδης, ε λοιπόν θα σας αποδείξω ότι κι εκείνοι είναι νεοδημοτικοί».

Ωραία, τότε υπερασπίσου τους! :wink:

Ελπίζω να μην ξεφεύγω από το θέμα , αλλά μιλώντας για πτυχιακές εργασίες
[οποιουδήποτε αντικειμένου, είτε αφορά στο (νεο)δημοτικό (όπως εδώ) είτε γενικά στο ρεμπέτικο είτε σε γνωστικό αντικείμενο άσχετο με την εδώ θεματολογία μας],
ας μη μας διαφεύγει μια σημαντική παράμετρος, ότι είναι υποχρεωτική η κατάθεση αυτών των εργασιών για την ολοκλήρωση των σπουδών και συγκεκριμένα για το πολυπόθητο πτυχίο. Εξ ου και η πληθώρα των αναρτημένων εργασιών στις ιστοσελίδες είτε των ανώτερων / ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων είτε άλλων φορέων.

Οι επιβλέποντες καθηγητές - με την πείρα που διαθέτουν - από τις πρώτες αράδες αυτών των εργασιών που παραλαμβάνουν, αντιλαμβάνονται αν πρόκειται για μια σοβαρή προσπάθεια ή για μια απλή «υποχρέωση» του εκάστοτε φοιτητή, για να «ξεμπερδεύει» και να πάει παρακάτω τη ζωή του.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ας εξετάζουμε και εμείς όσες από αυτές πέφτουν στην αντίληψή μας.

Μια ακόμα παράμετρος είναι ότι και οι αξιόλογες - και κάποιου επιπέδου - κατατιθέμενες εργασίες δυνατόν να μην αποτελούν καθόλου ενασχόληση του ίδιου του φοιτητή και να είναι ανάλογες με τις άκρες που έχει ή την οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς του.
Αυτό φυσικά δεν μπορεί να αποδειχτεί, προσμετράται όμως στην τελική του βαθμολογία, ενδεχομένως και στη μελλοντική του εξέλιξη.

2 «Μου αρέσει»

Αυτό το τελευταίο δε νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί σε τέτοια αντικείμενα, που είναι σχετικώς καινούργια και ανεξερεύνητα. Δεν είναι κλασική φιλολογία, φυσική κλπ., που η γνώση πτυχιακού επιπέδου είναι πεπερασμένη και οι άνεργοι ειδικοί πολλοί.

Αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας συντάκτης κι ένας επιβλέπων που, με την υπογραφή τους, αναλαμβάνουν την αντίστοιχη ευθύνη.

Και όχι μόνο αυτά. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι το νεοδημοτικό

εισάγει σημαντικότατες αισθητικές, μορφολογικές και τεχνικές καινοτομίες, αξιολογότατες για την ιστορία της ελληνικής λαϊκής μουσικής

τις οποίες και αναλύει. Έχουμε λοιπόν:

1, ήχος της ορχήστρας: Ηλεκτρική ενίσχυση, ντραμς, εφέ (βάθος, επανάληψη, oktaviser), υποκατάσταση του αντιφωνικού ρόλου του βιολιού από την κιθάρα σε ρόλο basso continoo κ.τ.τ.

2, στίχοι: αγκαλιάζουν κάθε πιθανή λαϊκή έκφραση για τον σύγχρονο κοινωνικό βίο, υπογράφονται, καταλύουν τα σύνορα μεταξύ αστικού χώρου και υπαίθρου.

3, πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις: εμπλουτίζουν εντυπωσιακά τον διαστηματικό αλλά και αρμονικό κόσμο στην οριζόντια αλλά κυρίως στην κάθετη διάσταση.

Ε, τί να πώ εδώ; Αν οι παραπάνω καινοτομίες είναι αξιολογότατες για την ελληνική λαϊκή μουσική, διαφωνώ κάθετα στα πάντα. Καλύτερα να μας έλειπαν.

1 «Μου αρέσει»

Με ένα κλικ στο “Ετερότητες και μουσική στα Βαλκάνια” βρίσκει κανείς αμέσως ότι πρόκειται για Εισήγηση σε Ημερίδα του 2008

Δεν συμπυκνώνει κάτι εκτενέστερο. Μια εισήγηση είναι.

Δεκτό βέβαια το πρώτο, αλλά όχι και το δεύτερο: το κείμενο, στη δική μου ανάγνωση, έχει πολλούς λόγους ύπαρξης, ανεξαρτήτως της «συγγνωστής» ή «ασύγγνωστης» προθετικότητάς του: είναι πυκνό όντως και πλούσιο σε προβληματισμούς και αναλύσεις ενός φαινομένου που δεν το λες κιόλας ότι εν έτει 2008 είχε «πήξει» από βιβλιογραφικές καταθέσεις… Από την άλλη πλευρά εκτιμώ το «αμαρτία» εξομολογημένη και βέβαια είναι μεγάλη συζήτηση το ζήτημα της αξιολογικής ουδετερότητας στις κοινωνικές επιστήμες, επί του οποίου προσωπικά κλίνω υπέρ του να είναι κανείς αξιολογικά φορτισμένος και όχι αξιολογικά ουδέτερος (σε συνάρτηση πάντα και με το κείμενο που συντάσσει κανείς: άλλο μια διδακτορική διατριβή και άλλο μια εισήγηση εντεταγμένη σε συγκεκριμένο πλαίσιο)

Εδώ μου φαίνεται βαρύ εάν εξυπονοείται ότι μαγειρεύει τα δεδομένα ή αποκρύπτει ό,τι δεν συμφέρει τη στοχοθεσία του… Τώρα για το χρονικό εύρος, βλέπω ότι λέει πως το, ας πούμε, νεότερο «νεοδημοτικό» ξεκινάει «στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960», αλλά ότι το νεοδημοτικό είναι παλιότερη υπόθεση που ανάγεται περί τα 1920 αλλά και στον Μεσοπόλεμο (κατά τον στίχο και τη μελωδία, όχι κατά τα ηλεκτρικά όργανα…) και μεταπολεμικά.

Από την ανάγνωση συνάγω ότι ο Κοκκώνης διακρίνει δύο εκδοχές «νεοδημοτικού»: τη γνωστή «σκυλε-ηλεκτρική» να την πω έτσι, και μία άλλη εκδοχή, αυτή που «κατασκεύασαν» άνθρωποι όπως ο Καράς κυρίως (άλλο παράδειγμα η Σαμίου κλπ). Ο Κοκκώνης λοιπόν κριτικάρει την τελευταία αυτή εκδοχή (ιδίως την «επίσημη δισκογραφία με θεσμικό κύρος [Σύλλογος προς διάδοσιν της εθνικής μουσικής]") και κάθε άλλο παρά πρέπει να απαιτήσουμε να την υπερασπίσει, και η προτίμησή του φαίνεται πως είναι στην πρώτη, όπου βρίσκει «καλλιτεχνική πρωτοτυπία» και «δημιουργική έκφραση» κλπ

Δεν είναι με τον ίδιο τρόπο «νεοδημοτικοί» οι μεν και οι δε κατά την πρόσληψη του συγγραφέα…

Απ’ ό,τι βλέπω, αποτελεί κεφάλαιο ξεχωριστό από το βιβλίο του κ. Κοκκώνη, με τίτλο:
“ΛΑΙΚΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ - ΛΟΓΙΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ - ΛΑΙΚΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΕΙΣ”

Το έχει κανείς;

1 «Μου αρέσει»

Κι εγώ το ίδιο συνάγω, αλλά -αν δε μου διέφυγε- ο ίδιος δε μιλάει ρητά για τη διάκριση των δύο.

Πολύ καλά κάνει και την κριτικάρει, και φυσικά η προτίμησή του είναι σαφής (και δηλωμένη άλλωστε) και δεν ήταν υποχρεωμένος να έχει άλλες προτιμήσεις. Θεσμικό κύρος άραγε εννοεί τη θέση του Καρά στη Ραδιοφωνία; Γιατί το ΣΔΕΜ από μόνο του δε νομίζω ότι είχε τίποτε το θεσμικό, το αντίθετο.

Παραμένει όμως το γεγονός ότι, για το είδος που κριτικάρει, χρησιμοποιεί τον όρο «νεοδημοτικό» ως μομφή, τη στιγμή ακριβώς που υπερασπίζεται το άλλο νεοδημοτικό. Στο σημείο δε όπου αναφέρει ρητά την πρόθεσή του να υπερασπιστεί το νεοδημοτικό, φαίνεται να ξεχνά ή να ανακαλεί σιωπηρά τον χαρακτιρισμό αυτό (νεοδημοτικό) που έδωσε και σε μουσικές τις οποίες ούτε υπερασπίζεται ούτε γενικώς τις τσουβαλιάζει μαζί με τις άλλες.

Πάντως το ενδιαφέρον για μένα είναι ότι οι κιθαρίστες φέρνουν ένα τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης, με βάση τα λεγόμενα τους που αναφέρονται στις υποσημειώσεις: δεν μπορούν να καταλάβουν τι είναι αυτά που παίζει το λαούτο, άρα θεωρούν και το όργανο και τους παίχτες του ανεπαρκείς, και δημιουργούν ένα καινούριο στυλ. Οπότε είναι λογικό να διαμαρτύρονται οι οπαδοί του λαούτου.

Ε, ναι, πρόκειται για μία από τις αισθητικές, μορφολογικές και τεχνικές καινοτομίες που εισάγει το νεοδημοτικό, αξιολογότατες για την ιστορία της ελληνικής λαϊκής μουσικής κατά τον κ. Κοκκώνη, εκείνην της ηλεκτρικής κιθάρας σε ρόλο μπάσο κοντίνοο, είπαμε…

Οι οπαδοί του λαούτου, μάλλον συντάχτηκαν με τα άλλου είδους νεοδημοτικά, του Καρά π.χ.

πως γινεται αυτο οταν πολλοι κιθαριστες παιζουν και λαουτο η πολλες φορες εχουν παιξει μαζι με λαουτο? τα τραγουδια ειναι ρυθμος και ακορντα. ισως πριν 40 χρονια στην εποχη της σολιστικης κιθαρας να το βλεπαν καπως υποτιμητικα αλλα σε γενικες γραμμες δεν ισχυε ουτε ισχυει αυτο. αλλωστε με τι οργανο να πας για δουλεια τοσες ωρες το 70’ ας πουμε? το πιο ξεκουραστο και πιο γεματο ηταν η ηλεκτρικη και το αρμονιο. ας ηταν ολοι αυτοι οι επικριτες τοτε, να δουμε με τι θα δουλευαν. υποψιν οτι μιλαμε για δουλεια και οχι για συναυλια. η κιθαρα δανειστηκε τεχνικες του λαουτου στο δημοτικο και τις εξελιξε. μηπως μπερδευουμε τα τουρκοαραβικα τσιφτετελια με τα δημοτικα? μα τι κολλημα ειναι πια αυτο με την κιθαρα? το γερμανικο κλαρινετο δεν σας ενοχλει δλδ? να ξαναγυρισουμε στους ζουρναδες αμα ειναι για να ειμαστε πιο σωστοι. η μηπως οσα δεν φτανει η αλεπου…?

E, να που γίνεται! Και όχι μόνο γίνεται, αλλά καταπνίγει και όλους τους άλλους τρόπους να συμβάλλει μία κιθάρα στην ορχήστρα, ώστε να υποκαταστήσει το λαούτο στο κράτημα του ρυθμού. Έχω όμως μίαν ερώτηση: πού βλέπεις κόλλημα με κιθάρα; Όσο για το κλαρίνο, σε περιοχές όπως η Ήπειρος πρωτοεπικράτησε, όπου ο ζουρνάς σε κλειστό χώρο το χειμώνα, δεν είναι και το ανετότερο άκουσμα, ενώ σε εποχές προ ηλεκτρικής ενίσχυσης δεν υστερεί σε όγκο, ακούγεται σε ολόκληρο το χωριό απ’ την πλατεία.

Θα έλεγα ότι πρώτα το λαούτο δανείστηκε στοιχεία από την κιθάρα, σ’ ένα σχετικά πρωτόγονο επίπεδο, και μετά άρχισε ένα πινγκ-πονγκ αλληλοεπιρροών. Για να λέει ένας κιθαρίστας «δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά που παίζει το λαούτο», θα πρέπει να αναφέρεται σε εντελώς προκιθαριστικά στάδια της τεχνικής του λαούτου.

Σ’ αυτά τα στάδια δεν ισχύει ότι τα τραγούδια είναι ρυθμός και ακόρντα. Υπήρχε το λαούτο-κρουστό, υπήρχε το καθαρά μελωδικό μονοφωνικό (αλλά και πάλι συνοδευτικό) λαούτο, υπήρχε το «ταμπουρατζήδικο» λαούτο. Το λαούτο με ακόρντα, έστω και αν είναι δίφωνα και λίγα, είναι κιθαριστική επιρροή.

Στην εποχή μας το βλέπει πια κανείς αρκετές φορές να υπάρχει και λαούτο και κιθάρα στο ίδιο σχήμα και να έχουν πλέον διαμορφώσει κοινή γλώσσα, να μην παίζουν ασύμβατα πράγματα (ή και το άλλο: να υπάρχει μόνο το ένα από τα δύο όργανα αλλά να μη σου κάνει αισθητή διαφορά αν είναι κιθάρα ή λαούτο), αλλά δεν πρέπει να είναι πολύ παλιό αυτό.


Όσο για το κλαρίνο, μπορεί να είναι γερμανικό αλλά είναι τόσο παλιό πια στην Ελλάδα ώστε είχε όλο τον χρόνο να εγκλιματιστεί, να διαμορφώσει ύφος και τοπική ποικιλία, να αναρριχηθεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο, και είναι ήδη τόσες γενιές που το ίδιο πλέον το κλαρίνο διαμορφώνει τα πράγματα ώστε …ποιος να ενοχληθεί και να το θεωρήσει ξένο;

Η κιθάρα στα δημοτικά είναι τρομερή. Και κομμάτι της παράδοσης βέβαια εδώ και δεκαετίες.

Τώρα το τι και πως παιζόταν ένα-δύο αιώνες πριν, έχει βέβαια ιστορικό ενδιαφέρον (για όσους ενδιαφέρονται τελος πάντων), αλλά μέχρι εκεί. Στην πράξη, ίσως για καμιά συναυλία ή κάποια εμφάνιση “ειδικού σκοπού”, καμιά εκπομπή κοκ
Σε δημοτική δουλειά, πανηγύρι κτλ, η κιθάρα είναι must. Και για πρακτικούς λόγους βέβαια.
Στην δουλειά του μάχιμου μουσικού, η πρακτικότητα είναι (πολλές φορές) σημαντικότερος παράγοντας από τον αισθητικά ή ρομαντικά ή ιστορικά “σωστό”.

2 «Μου αρέσει»

Καλα τωρα με τα μοντέρνα συστήματα ήχου δεν νομίζω ότι να παίζει κανείς λαούτο θα είναι ποιο κουραστικό. Όμως αυτό δεν επισκιάζει την σημασία που έχει η κιθάρα αρκεί για μένα να γι σωστά (άκουγα ένα δημοτικό και η κιθάρα ήταν λες κι ήσουν στην Τζαμάικα ένα πράμα :rofl:)

Δεν έχω κόλλημα με την κιθάρα, έτσι κι αλλιώς η στεριανή ελληνική παράδοση είναι κάτι αρκετά μακρινό για μένα για να με πειράξει η οποιαδήποτε αλλαγή. Αλλά σαν κιθαρίστας που μετά έμαθε και λαούτο, πέρασα από στάδια

  1. Η συνοδεία είναι συγχορδίες οπότε μαθαίνω και παίζω συγχορδίες στο λαούτο
  2. Αλλά στις ηχογραφήσεις που βάζει ο δάσκαλος των κυπριακών χορών το λαούτο κάνει άλλα των άλλων
  3. Ο λαουτάρης που παίζει στις παραστάσεις του χορευτικού συγκροτήματος επίσης δεν αλλάζει συγχορδίες όπως θα άλλαζα εγώ, ή δεν παίζει καν συγχορδίες αλλά «ακολουθεί» τη μελωδία

Κάτι παρόμοιο φαίνεται να συμβαίνει με τους κιθαρίστες της εργασίας, συγκεκριμένα αναφέρομαι σ’αυτή την υποσημείωση:

Ο Κώστας Πίτσος αναφέρει επίσης: «Εγώ
ήμουν κιθαρίστας αλλά στη ραδιοφωνία δεν έβαζαν κιθάρα στα δημοτικά. Μιλάμε για το ’67-’68, (…)
Έλεγε ο Σίμωνας Καράς να φέρουμε τον τάδε γέρο από το τάδε χωριό να μας τραγουδήσει και
θεωρούσαν ότι αυτό ήταν το «ορίτζιναλ», ότι αυτός θα το τραγουδήσει καλά. (…) Κάτι άσχετα κλαρίνα,
κάτι ξεκούρδιστα όργανα και λέγανε: «αυτό είναι παραδοσιακό». (…) Εγώ δεν κρύβομαι σε τίποτα.
Ξέρω πως πρέπει να παιχτεί το δημοτικό: όχι απλά «ορίτζιναλ» αλλά, «υπερ-ορίτζιναλ». Από εκεί και
μετά όμως, περάσαμε στο εμπόριο. Δεν μπορούσα εγώ να πάω και να πω: «Μα, κυρία εταιρία ή κύριε
τραγουδιστά, εσύ μπορεί να θες αλλά εγώ γράφω μόνο καθαρόαιμα δημοτικά και δεν παίζω σ’ αυτά που
λένε οι άλλοι τουρκογύφτικα. Τι θα περίμενα μετά; Θα καθόμουν σπίτι μου και θα πείναγα. (…) Εκείνα
τα χρόνια, παίζανε, ας πούμε, Στ’ Αναπλιού το Παλαμήδι με ένα κλαρίνο, ένα λαούτο και μια φωνή. Το
λαούτο ακομπανιάριζε πάνω σε μια χορδή. (…) δεν τους κατηγορώ τους ανθρώπους

2 «Μου αρέσει»

συνηθως ανθρωποι που μιλουν αρνητικα για μουσικους και μουσικες, ειναι και ανθρωποι που δεν εχουν δουλεψει ποτε στο παταρι. τυχαιο αραγε…? :thinking:

Κι όμως, στο παραπάνω παράθεμα ο άνθρωπος είναι μάχιμος οργανοπαίχτης αλλά μιλάει για άσχετους και ξεκούρδιστους.

Από τις επιλογές του Καρά ξέρω μόνο όσες έβγαλε σε δίσκο. Ποιους έφερνε στο ραδιόφωνο δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι ότι θα ακολουθούσε παρόμοιο κριτήριο.

Έδινε λοιπόν πολλή σημασία στην καλή, καλοπαιγμένη μουσική. Στους δίσκους του απουσιάζει εντελώς η υπερευθεντική γιαγιά με το ένα δόντι που ξέρει τα τραγούδια καλύτερα απ’ όλους αλλά η φωνή της είναι σκέτη γκρίνια, ενώ σε άλλους (κυρίως μεταγενέστερους) δίσκους με καταγραφές ακούμε κάργα τέτοια πράγματα. Ο Καράς ήθελε τη διάδοση αυτής της μουσικής: δε θα έβαζε για κράχτες τις γιαγιάδες με το ένα δόντι.

Αντιθέτως, σε πολλούς δίσκους του βλέπουμε ονόματα που τώρα ξέρουμε ότι ήταν αποδεκτοί ως αντιπροσωπευτικοί έως και κορυφαίοι μουσικοί στις κοινότητές τους. Οι ίδιες οι κοινότητες το ήξεραν και τότε, στο ευρύ αστικό κοινό όμως ήταν απολύτως άγνωστοι.

Κάπου μέσα σ’ όλους μπορεί να ξεγλίστρισε και κανένας ξεκούρδιστος πού και πού, αλλά βασικά ο Πίτσος μού δίνει την εντύπωση ότι απλώς δεν καταλάβαινε κάποιες μουσικές. (Όπως κάποιος που ακούει για πρώτη φορά στη ζωή του ποντιακά: όλα φάλτσα και ξεκούρδιστα δε θα τα βρει;)