Έπεσα τελευταία πάνω στο YouTube σε αυτά τα βίντεο με αυτόν τον κύριο που παίζει σε τσιμπητή κιθάρα τα παρακάτω κομμάτια:
Αυτά τα δύο είναι του 2007:
Και το παρακάτω είναι του 2011:
Και τα τρία βίντεο είναι ανεβασμένα στο YouTube από τον χρήστη tibas350. Και αν και δεν έχουν τόσο πολύ ενδιαφέρον από πλευράς τραγουδιού, έχουν πιο πολύ ενδιαφέρον από πλευράς τεχνικής του κιθαρίστα!
Αν ξέρει κανείς παραπάνω πληροφορίες γι’ αυτόν, ας γράψει από κάτω
Υ.Γ @icetelli είδα στα σχόλια στο YouTube είχες και εσύ την ίδια απορία πριν από κάτι χρόνια…
Χειροπιαστή μαρτυρία για το πώς επηρρεάζεται η προφορική παράδοση: Στο «Αντιλαλούν οι φυλακές», οι δύο φυλακές που αντιλαλούν είναι: Αίγινα και Γεντή Κουλές (00.12). Από τις γνωστές καταγραφές η δεύτερη φυλακή, ο Γεντή Κουλές της Θεσσαλονίκης, θα υπάρχει πάντα, αφού και πασίγνωστη είναι, και δύσκολο είναι να βρεθεί κάποιο άλλο όνομα που όμως να ριμάρει με το «φυλακές». Για το πρώτο, οι λέξεις Ανάπλι, το Μπούρζι, το Ρίο αναφέρονται συχνά, ίσως και άλλες, εδώ κανένα απ’ αυτά τα τοπωνύμια δεν του έκανε του φίλου μας, τις φυλακές της Αίγινας όμως, σίγουρα τις ήξερε.
Ώπα, αυτό δεν το είχα ακούσει! Ίσως να το είχα ακούσει τότε παλιά, στην «πρώτη ζωή» του νήματος.
Λοιπόν παιδιά ξέρετε τι κάνει στο Αντιλαλούν; Δεν άλλαξε τον δρόμο. Ο τύπος είναι πραγματικά προφορική παράδοση:
Απλά, παίζει άλλο σκοπό, έναν σκοπό που δεν έχει δικά του λόγια αλλά προσαρμόζεις όποια θέλεις, και εδώ προσάρμοσε τα λόγια (περίπου) που λέει ο Μάρκος στο Αντιλαλούν. Που κι ο Μάρκος το ίδιο έκανε στον καιρό του: προσάρμοσε αυτά τα λόγια σ’ έναν άλλο σκοπό, εξίσου προϋπάρχονται και εξίσου ανοιχτό σε οτιδήποτε λόγια, τον ίδιο που παλιότερα είχε ηχογραφηθεί ως «Τα ούλα σου».
Ο σκοπός του κυρίου στο βίντεο:
(Αν και χρόνια τώρα μπερδεύομαι, έχω την εντύπωση ότι είναι το ίδιο με το Πολίτικο Ζεϊμπέκικο του Νταλγκά, και με την κυπριακή Στάμνα.)
Λοιπόν, λέμε ότι ο ανώνυμος κιθαρίστας παίρνει στιχάκια που ο Μάρκος τα είχε προσαρμόσει σ’ έναν σκοπό Α, και τα προσαρμόζει ο ίδιος σ’ έναν σκοπό Β. Ο σκοπός Α λέγεται «Αντιλαλούν οι φυλακές» στην ηχογράφηση του Μάρκου, «Τα ούλα σου» στην ηχογράφηση της Παπαγκίκα, και πιθανώς αλλού αλλιώς, ενώ ο σκοπός Β λέγεται «Αθήνα και Περαία μου» στην Παπαγκίκα, και δεν έχω καταλήξει αν είναι ο ίδιος με τη Στάμνα της Κύπρου και με το Πολίτικο του Νταλγκά.
Ε λοιπόν, ο Μάρκος έχει τραγουδήσει τα στιχάκια της Στάμνας (Στείλε με μάνα για νερό) σ’ έναν σκοπό που είναι παραλλαγή του Αντιλαλούνε! Θυμάστε αυτές τις ανέκδοτες ηχογραφήσεις του; Βάλτε το Νο 6!
Edit: Κι από τον Στέλιο, πάνω στο πάτημα του Μάρκου. Από καραντουζένι Ρε-Σολ-Λα, αν δεν κάνω λάθος:
Ο Αβέρωφ πάντως στα «Δημοτικά τραγούδια και λαϊκοί χοροί της Κύπρου» για την μελωδία «43. Ζεϊμπέκικο (Στείλε με μάνα στο νερό)» δίνει πρώτα τους στίχους της στάμνας, και μετά εναλλακτικούς στίχους με τίτλο Πειραιώτικο Ζεϊμπέκκικο, που ξεκινά με το «Αθήνα και Περαία μου κι ελληνική σημαία μου», παρεμβάλλεται ένα άλλο δίστιχο και για τέλος το «Αν είσαι μάνα και πονείς».
Για μέναν πάντως, το σχόλιο της μάνας όταν η κόρη γυρνάει πίσω δίχως νερό, με τη στάμνα τσακισμένη και με τη δικαιολογία «Μάνα μου παραπάτησα και το σταμνί μου τσάκισα» είναι όλα τα λεφτά:
-Δεν είναι παραπάτημα, μόν’ είν’ αγάπης άγγιμα!
Είναι από τις περιπτώσεις που με μπερδεύουν. Είναι τάχα τρεις φορές το ίδιο με επιφανειακές διαφορές μόνο στην εκτέλεση, ή τεις (ή έστω δύο) διαφορετικοί σκοποί με επιφανειακές ομοιότητες;
Συνήθως τα παραδοσιακά τραγούδια μιλούν άμεσα χωρίς περιστροφές. Ωστόσο ειδικά εδώ το βρίσκω ολοφάνερο ότι έχουμε μια εξαίρεση, όπου η στάμνα είναι αλληγορία για την παρθενία.
Προσωπικά δεν βλέπω αλληγορία παρθενίας. Η δικαιολογία «παραπάτησα και το σταμνί μου τσάκισα» σίγουρα (υπονοεί ο στιχοπλόκος) είχε χρησιμοποιηθεί και από την μάνα, 33 περίπου (= μια γενιά) χρόνια νωρίτερα, στο τσάκισμα του δικού της σταμνιού. Ένα σκέτο φιλί, στα δημοτικά τραγούδια ΠΟΤΈ δεν υπονοεί παραβίαση παρθενίας αλλά γνήσιο (και από τους νόμους της κοινωνίας επιτρεπόμενο) ερωτικό φιλί χωρίς συνουσία ή υποψία της, που άλλωστε δεν είναι απαραίτητη για να απολαύσουν ένα αγόρι και ένα κορίτσι την ηδονή ενός φιλιού. Και, ναι, η διαπίστωση «Δεν είναι παραπάτημα, μόν’ είν’ αγάπης άγγιγμα» είναι αμεσότατη, χωρίς καθόλου περιστροφές. Η συνουσία δεν είναι πάντα απαραίτητη, προκειμένου να γραφτεί ένα δημοτικό τραγούδι.
Ναι, αλλά η στάμνα μια φορά σπάει, και δεν ξαναγίνεται, και η παρθενία μια φορά χάνεται και δεν ανακτάται. Η αναλογία παραείναι προφανής.
Κι ούτε είμαι βέβαιος ότι «φιλί» σημαίνει πάντοτε φιλί και τίποτε παραπάνω. Ο άλλος φίλησε (και τσίμπησε!) εννιά άπαντρες και δέκα παντρεμένες και δεκαπέντε καλογριές, και κόψαν του τη χέρα. Ε, εμένα μου φαίνεται ότι συνουσιάστηκε και μαζί τους. Και σ’ άλλα δημοτικά το φιλί φαίνεται να υπονοεί την ερωτική πράξη.
Παρεμπιπτόντως, οι γαλλομαθείς ξέρουν βέβαια ότι το ρήμα baiser, με αρχική σημασία «φιλώ», εδώ και αρκετές γενιές λέγεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά με τη σημασία «γαμάω», έτσι αθυρόστομα, ως σόκιν λεξιλόγιο, κυριολεκτικό ή μεταφορικό (ως βρισιά, απειλή κλπ.).
Πώς δεν ξαναγίνεται!!! Δεν έχουμε παρά να την παραγγείλουμε σε κάποιον αγγειοπλάστη, στάμνα είναι και όχι άνθρωπος. Οπότε η παρομοίωση με παρθενίες κττ, κατά την δική μου άποψη αποδυναμώνεται, μέχρι και καταπίπτει, θα μπορούσα να υποστηρίξω…
Άσε που, άλλο χάσιμο παρθενίας και άλλο σπάσιμο στάμνας: Η παρθενία δεν ξανανακτάται, ναι, αλλά η εκπαρθενευθείσα γυναίκα συνεχίζει τη ζωή της, η σπασμένη στάμνα όχι!
Χμ, εκπαρθενευθείσα κόρη (δηλαδή ανύπαντρη), στις παραδοσιακές κοινωνίες, όχι και τόσο… Κουκουλώματα γίνονταν (και το γνωστό με τα σφαγμένα κοκόρια στο σεντόνι της τιμής), αλλά κατ’ αρχήν δεν ήταν τύχη πολύ καλύτερη από της σπασμένης στάμνας. Φυσικά και ξαναπαραγγέλνεις στάμνα, αλλά η σπασμένη πάει, τέλειωσε.
Σε παλιότερα λαϊκά ελληνικά, το ρήμα χαλάω μπορούσε να σημαίνει σκοτώνω αλλά και διακορεύω. Θεωρούνταν περίπου ισάξια.
Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Σαφέστατα «χαλάω» σημαίνει σκοτώνω, αλλά αν κάποιος εξαναγκάσει κάποιον άλλον να δεχτεί να τον ανεβάσουν σε γαϊδούρι τ’ ανάποδα, δηλαδή να βλέπει πίσω και να βάλουν το γαϊδούρι να περπατήσει στη μεγάλη στράτα ενώ οι περαστικοί θα ενθαρρύνονται να τον «μουτζώνουν» εκτοξεύοντας με τα χέρια τους μούτζες (μαύρα ξύσματα καμινάδας) πάνω στο πρόσωπό του, κανείς δεν θα πει γι αυτόν «α, τον χάλασε τον άνθρωπο!». Αφού συντελεστεί η διακόρευση, ο διακορευθείς επιστρέφει στην κοινωνία, εξευτελισμένος βέβαια αλλά όχι χαλασμένος. Η διακόρευση δεν είναι χάλασμα.