Περικλή, δεν ήσουν μαζί μας όταν πριν λίγα χρόνια, ασχοληθήκαμε για κάποιο διάστημα με το θέμα της κατάταξης και της ονοματολογίας. Δες σε αυτό εδώ το θέμα, ίσως βρεις πληροφορίες που να έχουν ενδιαφέρον.
Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή εγκαταλείφθηκε, κυρίως γιατί γρήγορα είδα ότι ο κόσμος άλλα, πιο πιασιάρικα θέματα γούσταρε να συζητάει και είπα “δεν πειράζει, θα συνεχίσω μόνος μου”. Άλλο αν από τότε μέχρι σήμερα, τίποτα δεν έχω κάνει…
Έριξα μια ματιά, ευχαριστώ Νίκο. Εκεί μέσα βρήκα πολλές αξιόλογες σκέψεις, από διάφορους συζητητές, μερικοί εκ των οποίων μάλλον δεν μπαίνουν πια στο φόρουμ.
Πάντως κάνω τη σκέψη ότι αν ένας άνθρωπος μόνος του ξεκινήσει να λύσει ένα τέτοιο ζήτημα, η πρώτη του δουλειά θα είναι να συγκεντρώσει το υλικό του. Σε πραγματική μορφή φυσικά (τραγούδια - κείμενα), όχι παραπομπές. Αν δεν είναι ένας αλλά πολλοί, θα πρέπει όλοι να τα έχουν όλα από κοινού. Αυτό από μόνο του είναι μια δυσκολία αρκετή για να σταματήσει την προσπάθεια στη μέση. Σ’ όλη τη συζήτηση επανέρχεται το μοτίβο:
Α: Ο Χ έχει πει…
Β: Πού το είπε;
Ε, πώς να προχωρήσεις μετά.
Ύστερα, μία κατάταξη, ιδίως αν φιλοδοξεί να είναι καλύτερη από μια άλλη, πρέπει να θέτει σαφή κριτήρια. Χωρίζω τα τραγούδια σε κατηγορίες βάσει μουσικών χαρακτηριστικών; Στιχουργικών; Εποχής; Περιοχής; Κοινωνιολογικού συμφραζομένου; Άλλο; Συνδυασμού κριτηρίων;
Πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το γεγονός ότι μιλάμε μεν για μια ζωντανή (κάποτε) προφορική παράδοση, την οποία όμως γνωρίζουμε μόνο μέσα από το φίλτρο της δισκογραφίας. Αυτό δεν είδα βέβαια να το αγνοούν όσοι συζητούσαν, αλλά ούτε είδα και μια οργανωμένη προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθούν όσα κρύβονται πίσω από τον παραμορφωτικό φακό της δισκογραφίας.
Αφετέρου, μια συζήτηση σε φόρουμ -και όχι σε επιστημονικό συνέδριο- είναι πιο προσβάσιμη σε πολλούς, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν τεράστια κόρπους οργανωμένου υλικού ή άρτια μεθοδολογικά συστήματα, ρίχνουν όμως απόψεις και προβληματισμούς.
Οπότε τελικά δε μένει παρά μια γόνιμη, ενδιαφέρουσα αλλά όχι τελειωτική συζήτηση. Είμαι βέβαιος ότι ο μελλοντικός ερευνητής που θα αποφασίσει να τα βάλει κατά μέτωπον με αυτό το πρόβλημα δε θα παραλείψει να ψάξει το φόρουμ. Τότε αυτή η συζήτηση θα του φανεί χρήσιμη.
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 16:43 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 16:26 —
Χμ…
Επειδή το «έριξα μια ματιά» ήταν κυριολεκτικό, μετά την ανάρτηση του παραπάνω έριξα κι άλλη μία και πρέπει να πω ότι βρήκα πολύ περισσότερα απ’ όσα ανέφερα εδώ. Όντως διανύθηκε πολύς δρόμος.
Αποκαλύπτω για πρώτη φορά ότι, πριν ανοίξω τη συζήτηση για το “Τι ονομάζουμε σήμερα Ρεμπέτικο τραγούδι”, ονειρευόμουνα ένα πανελλήνιο συνέδριο με θέμα “Το ελληνικό Αστικό Λαϊκό τραγούδι: ιστορία, είδη, κατάταξή τους, ιδιαιτερότητες” ή κάτι παρεμφερές. Θέλοντας να αρχίσω τις πρώτες διερευνητικές επαφές μπήκα στη διαδικασία του ανεκδότου “-ρε, δεν πάς στο διάολο, κι εσύ και ο γρύλος σου;” και δεν τις πραγματοποίησα. Είπα τότε να κάνω μία δοκιμή, μήπως το “καυτό” θέμα της κατάταξης των επί μέρους ειδών μπορεί, δίκην παραδείγματος, να τεθεί σε βάση συλλογικής διερεύνησης, αφού διαθέτουμε τη μεγαλύτερη παγκοσμίως (αριθμητικά αλλά και σε άλλες παράλληλες παραμέτρους) κοινότητα φίλων του αστικού λαϊκού τραγουδιού, αμυδρά έστω οργανωμένη. Θα ήταν, αν πράγματι ακολουθούσε ένα συνέδριο, ίσως η πρώτη φορά όπου ένα θέμα το πραγματεύτηκε μία “ομάδα ευρείας λαϊκής βάσης” και όχι ένα μεμονωμένο άτομο. Δεν βόδωσε. Το μέλλον είναι πάντως ανοιχτό.
Νίκο, νομίζω ότι η ιδέα σου ήταν πολύ καλή και ο κόσμος του “ρεμπέτικου” περιμένει ένα τέτοιο συνέδριο. Μη ξεχνάς ότι αν εξαιρέσουμε κάποιες σποραδικές αναφορές και συζητήσεις του παρελθόντος, συστηματικά και “επιστημονικά” μόνο τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να ασχολούνται στη χώρα μας με το θέμα. Ωστόσο και η όλη συζήτηση μέσα στο φόρουμ νομίζω ότι βοήθησε πολύ για την κατανόηση των προβλημάτων κατάταξης και ορισμού του ρεμπέτικου και φώτισε πολλές από τις “παρανοήσεις” που επικρατούν σχετικά με την προέλευση και το περιεχόμενο του “ρεμπέτικου”.
Άρα, όχι δε βόδωσε: απλώς δε βόδωσε προς το παρόν. Η ιδέα παραμένει. Γιατί να μην υλοποιηθεί; Η Ύδρα (που μόνο εκ του μακρόθεν την έχω ακουστά) βλέπω ότι γινόταν μέχρι και το 2010. Δεν ξέρω τι έγινε φέτος, ίσως κάτι πολύ πρόσφατο που δεν εχει περαστεί ακόμα στην ιστοσελίδα, ίσως τίποτε. Πάντως δεν προκύπτει να έχει καταργηθεί.
Αν όχι στην Ύδρα, ίσως σε κάποιο άλλο πλαίσιο. Δεν έχω κάτι στο νου μου, αλλά δρόμοι βρίσκονται.
Το συνέδριο είναι καλή ιδέα, γιατί συμμετέχουν πολλοί, οπότε υπάρχει η δυνατότητα να μην πιάσει κανείς το συνολικό θέμα αλλά καθένας μια πτυχή του. Τα περίφημα σμυρναίικα για παράδειγμα, είναι μια πτυχή όπου υπάρχει ήδη αρκετή προεργασία. Δεν έχει δοθεί κάποια λύση που να ικανοποιεί όλους, αλλά έχει γίνει πρόοδος. Άλλες πτυχές θα μπορούσαν να είναι: ομάδες τραγουδιών που μοιάζουν να συνιστούν είδη και κατηγορίες (θέμα: τελικά τα Χ είναι είδος; πώς οριοθετείται), προτάσεις για την ορθή ανάγνωση της δισκογραφίας και των άλλων πηγών όπως οι σκόρπιες αναφορές στη λογοτεχνία και τον τύπο, και δεν ξέρω πόσα άλλα. Και το αρχικό ερώτημα ας μείνει αναπάντητο. Μη βιαζόμαστε: ο δρόμος για τη διερεύνηση γενικών ζητημάτων περνάει από τις μονογραφίες.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους καθιερώθηκε – και πολύ σωστά, μάλιστα – ο όρος «Σμυρνέικο» τραγούδι.
Το «Σμυρνέικο» τραγούδι νομίζω πως πρέπει να το δούμε ως σύνολο: μαζί και τα λαϊκά μικρασιάτικα - μια και αυτά «Σμυρνέικα»
[«Σμυρνέικα», γιατί η Σμύρνη, έστω και ανεπίσημα αναγνωρίζεται ως πρωτεύουσα του μικρασιατικού κόοσμου]
χαρακτηρίζονται – όπως και τα δημιουργήματα των Μικρασιατών δημιουργών, μετά το 1922].
Δεν έχει να κάνει με καμιά εθνικιστική διάθεση, όπως υποστήριξε ο Πένανεν, στον οποίο εντοπίζω άλλο ένα λάθος σημαντικό: για να αποφανθείς για την ορθότητα ή όχι της ονοματολογίας ενός είδους τραγουδιού, οφείλεις να κάνεις μια στοιχειώδη μελέτη του χώρου αλλά και των συγκυριών εκείνων, υπό τις οποίες δημιουργήθηκε ένα πολιτισμικό αγαθό.
Γενικά, άλλη η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Μικρασία, όπου
το ελληνικό στοιχείο είναι ανθηρότατο σε όλους τους τομείς, οικονομικούς και παραγωγικούς
απολαμβάνει μια πρωτόγνωρη ελευθερία δράσης, με διατάγματα, «Εθνικούς κανονισμούς» κ.λπ.
είναι και πλειοψηφία (σε αντίθεση με την Πόλη)
αποτελεί πέρασμα εμπορικό, προσωρινό ή μόνιμο προορισμό για μια πλειάδα Ελλήνων (Πελοποννήσιων, Χιωτών, Κρητικών, Μυτιληνιών, Κων/πολιτών…) οι οποίοι αφήνουν το στίγμα τους στη μουσική σκηνή της Σμύρνης.
Στη Σμύρνη (και δευτερευόντως στην Πόλη) δημιουργείται ένας σημαντικός και πολυσχιδής πολιτισμός, αν και σε καθεστώς υποδούλωσης. Δείγματά του, σε ό, τι αφορά στη συζήτησή μας, εστουδιαντίνες (6 διαθέτει η Σμύρνη, 1 η Πόλη, και μάλιστα η μοναδική αυτή εγκαθίσταται αργότερα μόνιμα στη Σμύρνη), μουσικές ταβέρνες, μουσικά καφενεία, μπυραρίες, ουζάδικα, οργανοπαίκτες και τραγουδοποιοί, είτε επαγγελματίες είτε ημιεπαγγελματίες, βεγγέρες, εσπερίδες, δεξιώσεις…
Στη Σμύρνη συναντήθηκαν ιδιώματα τραγουδιού χιώτικα, πολίτικα, πελοποννησιακά, κρητικά, μυτιληνέικα, γιαννιώτικα κ.λπ., όσον αφορά στο ελληνικό ρεπερτόριο. Σε πρώτη φάση αυτά απλά συνυπήρξαν, σε δεύτερη, οι παιχνιδιάτορες τα συγκέντρωναν π.χ., στα πανηγύρια και τα παρουσίαζαν μαζί, για να ικανοποιήσουν το πολυπληθές κοινό τους και σε μια τρίτη, επιτεύχτηκε η συγχώνευση στοιχείων από τις παραδόσεις αυτές, έτσι ώστε να διαμορφωθεί το «Σμυρνέικο» μουσικό είδος. Από εκεί και πέρα, οι μουσικοί έπρεπε να γνωρίζουν, επίσης, από γερμανικά βαλς έως καρσιλαμάδες, «ιταλικές καντσονέτες, γαλλικές μελωδίες του συρμού, ρουμάνικες χόρες με σέρβικους σκοπούς και τούρκικα σαρκιά», και έως αμανέδες και γύφτικους χαβάδες. Η επιμειξία τόσων διαφορετικών ιδωμάτων τραγουδιού έφερε εκείνο που θα ονομάζαμε «Σμυρνέικο» ιδίωμα.
Από την αφήγηση της Αγγέλας νομίζω πως φαίνεται ότι η Σμύρνη αποτέλεσε μήτρα μουσικής για τον ελληνισμό. Γι αυτό ίσως από το 1860 που - οι πρώτες κομπανίες σμυρνιώτικες (και πολίτικες) - έρχονται στη χώρα μας, τυχαίνουν τέτοιας αποδοχής: είναι γνωστοί στʼ αυτιά οι ήχοι, και όχι μόνο των ταξιδευτών. Πιστεύω ότι από το 1922 έως το 1940 (περίπου) η κυριαρχία του μικρασιάτικου τραγουδιού, απλά, επιβεβαιώθηκε. Οι Σμυρνιοί πρόσφυγες, στη μετέπειτα δημιουργία τους, αναπροσάρμοσαν τη θεματολογία τους και το μουσικό τους ύφος, στις νέες απαιτήσεις.
Η Μπασμά Ζερουαλί λέει για το «Σμυρναίικο μινόρε» ότι είναι απόδειξη της κοσμοπολίτικης μουσικής συμπεριφοράς της Σμύρνης που ενώνει Δύση και Ανατολή και ότι «…σ’ αυτό τό κομμάτι ανιχνεύονται: α) ο ρυθμός χαμπανέρα, του συρμού στο Παρίσι της εποχής, β) αραβοανδαλουσιανή μελωδική γραμμή, γ) δομή ανατολίτικου αμανέ, δ) μουσική προφορά ψάλτη και ε) τελειώματα με το ρουμανικό ρυθμό χόρα. Οσο για τον στίχο, είναι ιαμβικός 15σύλλαβος…».
Γενικά, για οθωμανική μουσική κληρονομιά, όπως λέει ο Πένανεν, δεν βρίσκω εγώ, τουλάχιστον, κάποια μαρτυρία.
Αν ο στόχος μας, πάντως, ήταν «εθνικιστικός» και μόνο, πιστεύω πως τότε ήταν που θα προβάλλαμε το Πολίτικο τραγούδι και όχι το Σμυρνέικο.
Εντάξει, η πίκρα των χαμένων πατρίδων, ο ξεριζωμός κ.λπ., αλλά η Βασιλεύουσα είχε (και έχει) άλλη αίγλη…
Όχι, όντως κάτι υπάρχει και είναι φυσιολογική ανέλιξη. Όλοι οι κορυφαίοι συνθέτες της Σμύρνης ήξεραν πολύ καλά την “κλασική” όπως τη λένε οι Τούρκοι Οθωμανική μουσική και έγραψαν και ανάλογα κομμάτια. Αλλά και οι υπόλοιποι μουσικοί καθώς και οι ερμηνευτές ήξεραν άριστα να ελίσσονται στο ιδίωμα αυτό. Τραγούδια όπως η Πασαλιμανιώτισσα, η Πριγκιπιώτισσα ή η Δραπετσώνα του Τούντα, αλλά και το Φονιάς θα γίνω του Βαϊνδιρλή, ο μελλοθάνατος του Ασίκη, ο μεθυσμένος του Ογδοντάκη, το βάσανο του φθισικού του Λεονταρίδη και τόσα πολλά ακόμα ήταν 100 % πρωτότυπες συνθέσεις που ακολούθησαν το ύφος του φασίλ. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, με το ένα πόδι πατούσαν στη Δύση και με το άλλο στην παλατιανή παράδοση της Πόλης, γι αυτό και η ιδιαιτερότητα του Σμυρναίικου είδους.
Φυσικά δεν θα αποδεχτούμε την άποψη κάποιων, ότι “τα λεγόμενα σμυρναίικα είναι απλά προσαρμογή της τουρκικής μουσικής με ελληνικό στίχο”.
Μια μικρη διορθωση μονο
ο Μελλοθανατος του Ασικη ειναι πληρης αντιγραφη απο το Ninni του Ηaffiz Burhan η παλιοτερη εκτελεση ακομα του ιδιου κομματιου με τιτλο Μurat kenarinda απο τον Αgyazar efendi ,πιθανως πολιτικη μελωδια αφου ολοι αυτοι που το τραγουδησαν ειναι πολιτες
Δικη μου αποψη ειναι οτι δεν μπορουμε να ξερουμε ακριβως τι ειναι σμυρνεικο και τι πολιτικο παρα μονο μεσα απο τις διαφορες αναμεσα στα μουσικες φρασεις να στηριξουμε καποιες υποψιες
Καποια πολιτικα τραγουδια κανουν μπαν με το που θα τα ακουσεις ,ειναι πιο σοβαρα και αυστηρα τραγουδια με πολλα απο αυτα να δείχνουν προτιμηση στο ουσακ ,τα σμυρνεικα ειναι πιο ελαφρα ,πιο φανταχτερα και εχουν τους δικους τους μανεδες με το απλο ηχοχρωμα και οι δυο ομως περιοχες εχουν και κοινα τραγουδια τα οποια δεν εχει εντοπιστει η ριζα και αυτο γιατι τα λεγανε ολα τα σχηματα και σμυρνεικα και πολιτικα.
Ουτε ακομα και οι Τουρκοι μουσικολογοι δεν εχουν ιδεα παρα για ελαχιστα τραγουδια οτι ειναι προεχρονται με σιγουρια απο την Πολη οπως για παραδειγμα το γνωστο κομματι πολιτικο telegrafin tellerine .
Βεβαίως, Σταύρο, το νινί είναι. Γράψε ένα λάθος. Πάντως, τους ερευνητές δεν ενδιαφέρει αν ένα τραγούδι κατάγεται από τη Σμύρνη ή από την Πόλη ειδικά (για την ακρίβεια, αυτό θεωρείται δευτερεύον) αλλά να υπάρξει ένα σύστημα για κατάταξη του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού σε επί μέρους είδη, που να έχει πιθανότητες να γίνει γενικά αποδεκτό και να πάψει πλέον να θεωρείται ρεμπέτικο η Πριγκιπιώτισσα ή το χερ γιερ καρανλίκ (που και αυτό έχει “ελληνοποιηθεί”).
Ένα ζήτημα από το οποία θα είχαμε πολλά να μάθουμε, όταν διερευνηθεί, είναι η μουσική σχέση μεταξύ Σμύρνης και/ή Πόλης αφενός και νησιών αφετέρου. Στα περισσότερα από τα Κυκλαδονήσια και τα 12νησα κάποια δεδομένη, όχι πολύ παλιά εποχή, υπήρξε ένα ρεύμα καινοτομίας που εισήγαγε από την «Ανατολή» τα βιολιά, τα σαντούρια, τα λαούτα, τα κλαρίνα και -μέχρι ενός σημείου- το ρεπερτόριό τους. Όταν λέω όχι πολύ παλιά, εννοώ ότι σε αρκετές περιπτώσεις ο πρώτος τέτοιος μουσικός κάθε νησιού μπορεί να εντοπιστεί, είναι κάποιος που το όνομά του και κάποιες πληροφορίες σώζονται ακόμη. Για τη Νάξο επί πααδείγματι αυτή η δουλειά έχει ήδη γίνει από τον Σταύρο Σπηλιάκο στη μελέτη του για το χορό στον Κινίδαρο (χωριό της Νάξου).
Εκεί λοιπόν θα δούμε αν αυτοί οι μουσικοί έφεραν τα μπόλια τους από τη Σμύρνη ή την Πόλη ή από κάποιο τρίτο μέρος. Σύγκριση αυτών των πληροφοριών με το πραγματικό ρεπερτόριο των νησιών θα βοηθήσει να ταυτίσουμε τη συγκεκριμένη προέλευση κάποιων από τα κομμάτια -π.χ. ο “Πολίτικος” είναι όντως από την Πόλη;- ώστε τελικά να διαγραφούν με κάποια ακρίβεια τα χαρακτηριστικά των σμυρναίικων και των πολίτικων, τουλάχιστον σ΄ αυτό τον κλάδο του ρεπερτορίου, καθώς πολλά από τα τραγούδια της παλιάς δισκογραφίας έχουν άλλα χαρακτηριστικά, και μοιάζουν να είναι άλλος κλάδος.
Βέβαιον είναι ότι τα κοντινά στη Σμύρνη νησιά, που είναι εκτός Κυκλάδων και 12νήσων, είχαν παλαιόθεν σχέση μαζί της. Και για την Πόλη όμως υπάρχουν πληροφορίες: στην Άνδρο για παράδειγμα, που έχει πολύ υψηλού επιπέδου παράδοση στα σαντουρόβιολα και τους σκοπούς τους, έχω ακούσει από ζωντανό και όχι υπερήλικα άνθρωπο για τους παλιούς βιολιτζήδες που πηγαίναν στην Πόλη να μάθουν (τώρα, ήταν οι ίδιοι που πήγαιναν στα νιάτα τους και του το είπαν γέροι στα δικά του νιάτα; έχει μεσολαβήσει κι άλλη γενιά; αυτό δεν το γνωρίζω).
Σχετικά με τις σχέσεις ανάμεσα στις μουσικές παραδόσεις των διαφορετικών εθνοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εδώ μπορείτε να ακούσετε Ιουδαiο-Ισπανικά τραγούδια από την κομπανία του Daniel Elias, ένας Σεφαρδίτης μουσικός στην Αμερική. Ανήκουν σαφώς στην κατηγορία της αναβίωσης (revival)-από την άλλη, ο Elias και η κομπανία του παίζουν τα τραγούδια χωρίς το κάπως “ψευτο-μεσαιωνικό” περιτύλιγμα (για να δανείζω τη πετυχημένη έκφραση του Περικλή από άλλη συζήτηση!) που χαρακτηρίζει πολλές επανεκτελέσεις σεφαρδίτικων τραγουδιών:
Θα αναγνωρίσετε μερικά τραγούδια, όπως την “Ξανθή Εβραιοπούλα”, που έχει και μερικούς στίχους στα ελληνικά ή το “Isteme” στα τουρκικά. Έχει ενδιαφέρον πως η ελληνική εκδοχή της “Εβραιοπούλας” της Αμπατζή περιέχει και μερικές φράσεις στα Ιουδαίο-Iσπανικά:
“Te kero bien mucho. Ke no me mankes”
Σε θέλω πολύ. Και (δεν) μου λείπεις (;).
Εδώ είναι ένα άρθρο για τις δύο Εβραιοπούλες του ελληνικού τραγουδιού, γραμμένο δυστυχώς στο Λαντίνο-που μοιάζει πολύ με τα ισπανικά, αλλά έχει μια κάπως διαφορετική γραφή. Θα προσπαθήσω να δώσω μια περίληψη του περιεχόμενου σε άλλο ποστ, αλλά μπορείτε προς το παρόν να ακούσετε τα κλιπάκια που παραθέτει η συγγραφέας.
Εύα
Από συντονιστή: Εύα, καλόν είναι να εστιάζουμε στο θέμα που προδιαγράφει ο τίτλος ενός θέματος. Ωραία είναι τα σεφαραδίτικα τραγούδια, ωραία είναι όλα τα (ωραία) τραγούδια, αλλά το καθένα θέμα στη θέση του! Μπορείς να ανεβάζεις ό τι θέλεις στο μπλογκ σου!
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 13:48 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 13:15 —
Σωστά, αν αξιωθώ καμιά φορά να ανοίξω το δικό μου μπλογ, θα τα βάλω εκεί! Τα σεφαρδίτικα τραγούδια της Τουρκίας/Ελλάδας είναι όντως μια παρεμφερής, αλλά άσχετη προς την παρούσα συζήτηση, υπόθεση.
Ρίχνω μια ματιά στο Παράρτημα κειμένων που παραθέτει ο Χατζηπανταζής στο τέλος της ιστορίας του καφέ-αμάν, και σκέφτομαι ότι ίσως πρέπει να αναθεωρήσω τα παραπάνω. Δημοσιογραφικές αναφορές (και μάλιστα με λεπτομερείς περιγραφές) για τέτοιου είδους μουσική σε κέντρα της Αθήνας υπάρχουν μισόν αιώνα πριν το '22. Θα αναθεωρήσω όμως μόνον εν μέρει, γιατί και στις αναφορές αυτές, η μουσική χαρακτηρίζεται ανατολίτικη. Άρα ήταν γνωστή και οικεία στην Αθήνα, αλλά όχι ντόπια. Περισσότερα όταν ξαναδιαβάσω όλο το βιβλίο, πράγμα που σπεύδω να κάνω.
Να σας αναφέρω επ’ ευκαιρία ότι, εκτός από τον Χατζηπανταζή, μια άλλη έκδοση που αναδημοσιεύει συγκεντρωτικά πολλά σημαδιακά κείμενα για την ιστορία του αστικού λαϊκού τραγουδιού (διαμάχη για τον αμανέ δεκ. '30, διάλογος για το ρεμπέτικο 1949 κ.ά.) είναι το Ελληνικό Τραγούδι του Λιάβα.
Χατζηπανταζής, Θόδωρος, Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί… Η ακμή του αθηναϊκού καφέ αμάν στα χρόνια της βασιλείας του Γεώργιου Β΄ - Συμβολή στη μελέτη της προϊστορίας του Ρεμπέτικου, Αθήνα (εκδ. Στιγμή) 1984.
Λιάβας, Λάμπρος, Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950, Αθήνα (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος) 2009.
Τον Χατζηπανταζή τον θυμάμαι αρκετά καλά. Νομίζω ότι από όλα τα δημοσιευμένα κείμενα που παραθέτει, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι Ελλαδίτες, ενώ κατανοούσαν σε μεγάλα ποσοστά και αγαπούσαν, σε κάπως μικρότερα, την εξ αστικής μικρασίας μουσική, πάντα τη θεωρούσαν “ανατολίτικη” σε σχέση με τη ντόπια δημοτική μουσική (των κλέφτικων περιλαμβανομένων!..). Άλλωστε, ο τίτλος του βιβλίου είναι χαρακτηριστικός.
Τον Λιάβα δεν τον έχω ακόμα διαβάσει διεξοδικά (και δεν ξέρω αν κάποτε θα το κάνω).
Οφείλουμε όμως γενικά να παραδεχτούμε ότι η ελλαδίτικη δημοτική μουσική, παρά τις κατά τόπους αρκετά μεγάλες διαφορές ύφους, έχει γενικά ύφος που δεν ταυτίζεται ούτε φαντάζει συγγενικό με το ύφος του καφέ αμάν, το οποίο πραγματεύεται ο Χατζηπανταζής. Αυτό το καταλάβαινε ακόμα και ο μουσικά απαίδευτος σκέτος ακροατής / θεατής. Την κατάσταση επέτεινε ίσως και η παρουσία γυναικών στο πάλκο, κάτι που στην “καθυστερημένη” παλιά Ελλάδα ήταν για την εποχή αδιανόητο.
Μια πληροφορίτσα που ελπίζω να μην είναι εκτός θέματος…
Ξεφυλλίζοντας τη μελέτη του Ισπανού Αλβέρτου, βρήκα μια αναφορά σε μισμαγιά που εκδόθηκε το 1838 στη Σμύρνη. Λέγεται “Τραγουδάκια Κωνσταντινουπολίτικα, Σμυρναϊκά και Ελληνικά” και εκδόθηκε από κάποιον Φ.Σ. Σύμφωνα με τον Αλβέρτο υπάρχει ένα αντίτυπο στη Γεννάδειο. Τα τραγούδια κάθε ενότητας συνοδεύονται από μουσικές ενδείξεις: τα κωνσταντινουπολίτικα είναι σε διάφορα μακάμια, τα σμυρναιίκα είναι συνθετημένα “al son de afamadas arias y piezas ligeras” (περίπου “στον ήχο από περίφημες άριες και ελαφρά κομμάτια”) και τα ελληνικά σε “formulas de cancion traditional” (“φόρμες της παραδοσιακής μουσικής”;). Βέβαια, ο όρος “σμυρναϊκός” δηλώνει εδώ απλώς την πρόελευση των τραγουδιών/στίχων, και δεν είναι ακριβώς αυτό που ψάχνουμε, δηλαδή πότε καθιερώθηκε σαν ονομασία ενός συγκεκριμένου είδους μουσικής. Σμυρναϊκά μπορεί εδώ επίσης να συνδηλώνει τη “λεβαντίνικη” ή δυτική παράδοση, μια που οι μελωδίες έχουν δυτική προέλευση.
Στο άρθρο του καθηγητή Θεσσαλονίκης (μάλλον θα είναι τώρα πρώην καθηγητής!) Παναγιώτη Πίστα υπάρχει μια αναφορά στα ένθετα τραγούδια στο έργο του Ρήγα Φεραίου, “Το Σχολείο των ντελικάτων εραστών”. Κάπου γράφει για μια συλλογή τραγουδιών όπου αναφέρονται και τα μακάμια:
Ως το φύλλο 97 του αντίγραφου τα στιχουργήματα της ανθολογίας συνοδεύονται κατά κανόνα και από τον “ήχο” στον οποίο το καθένα από αυτά τραγουδιόταν: πεγιατί, σακιάρ, σεγκιάχ, εβίτς, νεχαβέντ, σαπά κ.α. Οι λέξεις αυτές δεν είναι τίτλοι τουρκικών τραγουδιών, αλλά τουρκικοί ή αραβοπερσικοί όροι που δηλώνουν μουσικούς τρόπους και ήχους.
Το καφέ αμάν εμφανίζεται στην Αθήνα δεκαετία 1870. Δεν ήταν ξεχωριστό είδος μαγαζιού, ήταν ένα καφενείο που υπήρχε και πριν αλλά αποφάσιζε για μια περίοδο να βάλει μουσική. Γίνεται μόδα, η οποία σταδιακά εξαπλώνεται από τις απόκεντρες σε όλες τις γειτονιές Αθηνών-Πειραιώς, από τους καλούς νοικοκυραίους και τους ιεροψάλτες (!) σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, και μέχρι τις αρχές του 20ού τελικά περνάει και χάνεται. Όταν οι πρόσφυγες το ξανάφεραν ήταν μισοξεχασμένη υπόθεση. Κάποια στιγμή γίνεται και μια αναφορά στην Πάτρα, όπου η μόδα επέζησε όταν στην Αθήνα είχε πια περάσει, καθώς εκεί ο λαός ήταν πιο “παρθένος”, τουτέστιν εντελώς ανεξοικείωτος με δυτικά ακούσματα.
Οι μουσικοί και τραγουδιστές ήταν όλοι Ανατολίτες, ή πάντως όχι Αθηναίοι: Σμυρνιοί, Πολίτες κλπ. μικρασιάτες Έλληνες, Αρμένηδες, Εβραίοι, Αράπηδες (Αιγύπτιοι;), Τούρκοι, κάποτε ένας Βλάχος (Έλληνας ή Ρουμάνος;), ένας Αρβανίτης Σουλιώτης κλπ. Το ρεπερτόριο περιελάμβανε κάθε είδος μη δυτικής μουσικής, δηλαδή και κλέφτικα π.χ., αλλά η ιδιαίτερη ατραξιόν ήταν τα ανατολίτικα, τα οποία αναφέρονται σαφώς ως ανατολίτικα και έτσι γίνονταν αντιληπτά, με κάποιον εξωτισμό. Γλωσσικοί φραγμοί δεν υπήρχαν: είχε τραγούδια σε όλες αυτές τις γλώσσες, και προφανώς τον κόσμο δεν τον ενδιέφερε οπωσδήποτε να ακούει τη δική του γλώσσα, άκουγαν και ξένα όπως σήμερα.
Η παρακμή του καφέ αμάν συμπίπτει περίπου με την είσοδο του Καραγκιόζη στην Αθήνα, ο οποίος και αποτελεί τη διάδοχο κατάσταση. Πλέον οι φιλόμουσοι που θέλουν ν’ ακούσουν και αμανέ και κλέφτικο και σεφαραδίτικο και γιαννιώτικο κλπ. θα πάνε στον Καραγκιόζη.
Το βιβλίο του Χ’πανταζή είναι αποδελτίωση και ανασύνθεση από δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου της εποχής.
Δευτερευόντως προκύπτουν και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, όπως:
ότι η κόντρα μεταξύ των φίλων και των εχθρών του αμανέ υπήρχε ήδη από τότε,
ότι οι εχθροί του καφέ αμάν το θεωρούσαν ένα έκφυλο κέντρο χαύνωσης, ωστόσο στα καφέ-σαντάν (τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κέντρα, κάτι σαν καμπαρέ) γίνονταν πράγματα που θα μπορούσαν να δώσουν πολύ ισχυρότερη λαβή στους ηθικολόγους να ξεσπάσουν,
διάφορες πληροφορίες για τα όργανα, με πιο ενδιαφέρουσες τις σχετικές με το μπουζούκι και το κλαρίνο
ότι πριν τους Βαλκανικούς δεν υπήρχε καμία αίσθηση ότι οι λαοί και οι ομιλητές των διάφορων γλωσσών της ευρύτερης περιοχής Βαλκανίων - Εγγύς Ανατολής είχαν κάτι να χωρίσουν, π.χ. μια αθηναϊκή εφημερίδα δημοσιεύει τα λόγια ενός αρβανίτικου τραγουδιού για χάρη “των αλβανοφώνων αναγνωστών”, ενώ η ιδέα ότι οι Αλβανοί είναι έθνος και ότι άρα οι Αρβανίτες κάπου πρέπει να ταξινομηθούν προκύπτει αργότερα,
ότι ενώ επικρατεί μια γενική πολιτισμική στροφή προς τη Δύση, που ξεκινάει από τα ανώτερα στρώματα ενώ ο λαός πιο δύσκολα ξεκολλάει από την παράδοσή του, εντούτοις η περίοδος έχει τόσο απότομα φαινόμενα κοινωνικών ανακατατάξεων ώστε πολύς κόσμος αλλού ανήκει οικονομικά-κοινωνικά και αλλού πολιτισμικά-ιδεολογικά (δηλαδή ανελίχθηκαν τόσο γρήγορα ώστε δεν πρόλαβαν να αφομοιώσουν την κουλτούρα της καινούργιας τους τάξης)