Η Έλλη. Ποικιλία στίχων

Με αφορμή μια διαφορετική εκτέλεση που έπεσε στα χέρια μου αναφέρω πέντε παραλλαγές του γνωστού τραγουδιού, που βρήκα.
1) Η πρώτη εκτέλεση είναι με τον Κατσαρό:

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα
θέλει καραμανιόλα
γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα
και τα παιδιά της όλα

Αμάν, αμάν, Έλλη, κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη, στα χείλη δαγκαμένη
Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι
με δίκοπο μαχαίρι
γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη
και πήρε κομισέρη

Αμάν, αμάν, Έλλη…

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα
θέλει καραμανιόλα
γιατί ποτέ δεν άκουσε της μάνας της τα λόγια
της μάνας της τα λόγια

Αμάν, αμάν, Έλλη…

Αμάν, αμάν, Έλλη…

2) Η δεύτερη με την Παπαγκίκα διαφέρει ελάχιστα: Δισκος GREEK RECORD CO 516 του 1920

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα
θέλει καραμανιόλα
γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα
και τα παιδιά της όλα

Αμάν, αμάν, Έλλη, κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη, στα χείλη δαγκαμένη

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι
με δίκοπο μαχαίρι
γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη
και πήρε κομισέρη

Αμάν, αμάν, Έλλη φαντάρος δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη στα χείλη δαγκαμένη

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα
θέλει καραμανιόλα
γιατί ποτέ δεν άκουσε της μάνας της τα λόγια
της μάνας της τα λόγια

Αμάν, αμάν, Έλλη κανένας δε σε θέλει
γιατί άφησε τον άντρα σου και πήρες κομισέρη

3) Ακόμα μία του 1915 στη Σμύρνη από τον Γιώργο Βιδάλη - Ελληνική Εστουδιαντίνα :

Η Έλλη ήταν έμορφη, μαύρα ήταν τα μαλλιά της
μ’ αρνηθηκε τον άντρα της και όλα τα παιδιά της

Έλλη Έλλη Έλλη φαντάρος δε σε θέλει
εκτός και αν μετανιώσεις και ένα φιλί μου δόσεις

Η Έλλη θέλει ζάχαρη και χάσικο αλεύρι
να κάνει τα γλυκίσματα να στείλει του Λευτέρη

Έλλη Έλλη Έλλη φαντάρος δε σε θέλει
εκτός και αν μετανιώσεις κι ένα φιλί μου δόσεις

Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες
οι Χριστιανοί στην εκκλησιά κι η Έλλη με τους αγάδες

Έλλη Έλλη Έλλη φαντάρος δε σε θέλει
εκτός και αν μετανειώσεις κι ένα φιλί μου δόσεις

4) Σε μια ηχογράφηση του Βιδάλη το 1925 (rebetiko sealabs):

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι
γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη

Έλλη Έλλη Έλλη φαντάρος δε σε θέλει
εκτός και αν μετανειώσεις κι ένα φιλί του δόσεις

επανάληψη και των δυο στροφών

Κρίμα σε σένα Έλλη μου κρίμα στην εμορφιά σου
που άφησες τον άντρα σου και ολα τα παιδιά σου

5) Και τέλος έπεσε πριν λίγο καιρό στα χέρια μου μια έκδοση απο το ΑΠΘ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών με τραγούδια της Ικαρίας.
Εκεί λοιπόν αναγράφεται σα τραγούδι με χαρακτηριστικά μικρασιατική προέλευση, αλλά συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή.

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει και καρμανιόλα,
θέλει καρμανιόλα,
γιατί τα ομολόγησε τα μυστικά μας όλα,
τα μυστικά μας όλα.
Έλλη,μωρέ Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει.

Η Έλλη θέλει σκότωμα κι’ η Δέσποινα μαχαίρι,
κι’ η Δέσποινα μαχαίρι,
γιατί τα ομολόγησαν του γιου μου του μουσχέρη,
του γιου μου του μουσχέρη.
Έλλη, μωρέ Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει.

Ποικιλία στίχων λοιπόν απο χρονιά σε χρονιά, απο τόπο σε τόπο. Ο ρυθμός και η μελωδία σε γενικές γραμμές παραμένουν ίδια.

Καλά Χριστούγεννα

1 «Μου αρέσει»

1) Προσθέτω την σωστή εκδοχή του κομματιού απο τον Κατσαρό. Η πρώτη που παραθέτω στο πάνω πόστ είναι μάλλον λάθος. Οπότε:
Με αριθμό δίσκου Victor V - 68829, στο Κάμντεν, Νέα Υερσέη, ΗΠΑ:

Βρε νη ν’ Έλλη, άντε, θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι
γιατ’ άφησε, έλα ντε, τον άντρα της και πήρε κομισέρη

Α, ρε κακούργα έλλη
φαντάρος δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
απο τον κομισέρη
Βρε, νη ν’ Έλλη, άντε, τ΄απεφάσισε λεβέντισσα να ζήσει
βρε, και δε τη νοιάζει, άντε, στο ντουνιά,στους δρόμους κι ας 'πομείνει

Αμάν, αμάν, αχ, ν΄Έλλη
βρε, κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στη γάμπα τσιμπημένη

Α ρε, κακούργα Έλλη
φαντάρος δε σε θέλει
παράτησες τον άντρα σου
και πήρες κομισιέρη

Βρε, νη ν’ Έλλη, άντε, θέλει ζάχαρη και ρούσικο, βρ’ αλέυρι
βρε, ν φτιάξει, άντε τα γλυκίσματα να πα’ στον κομισιέρη

Α βρε, κακούργα Έλλη
φαντάρος δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
απο τον κομισιέρη

Βρε,νη ν’ Έλλη, άντε, επορπάτησε στης Σμύρνης τα σοκάκια
κι οι Τούρκοι, άνυε, ενομίσανε πως είναι ραμαζάνια.

2) Ο Κουνάδης(μέσω της έρευνας της Μαρίας Ασβέστη και του Μάριου Δραγούμη. Η καταγραφή είναι του Δημήτρη Μπαζέου) αναφέρει και μια άλλη εκδοχή. Είναι η εξής:

Η Έλλη θέλει σκότωμα
με δίκοπη πιστόλα
γιατί δεν εσεβάστηκε
τον Γιάννη τον Πρεβόλα

Έλλη μωρέ Έλλη,
ο Γιάννης δε σε θέλει,
γιατί είσαι φιλημένη

Η Έλλη θέλει ζάχαρη
και χάσικο αλεύρι
να κάνει τα γλυκίσματα
να πα’ στου Κομισιέρη

Έλλη μωρέ Έλλη…

Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες,
οι χριστιανοί στις Εκκλησιές
κ’ η Έλλη στους αγάδες.

Έλλη μωρέ Έλλη…

Κρίμα σε σένα Έλλη μου, κρίμα στην εμορφιά σου
ρεζίλεψες το σόι σου
και ολα τα παιδιά σου

Έλλη μωρέ Έλλη
ο Γιάννης δε σε θέλει

Στο προηγούμενο πόστ, στο υπ’ αριθμόν 4 του Βιδάλη η ηχογράφηση είναι το 1925
Το υπ’αριθμόν 3 είναι του 1911 στη Σμύρνη

1 «Μου αρέσει»

Φίλε niκosforlan, να προσθέσω και ένα τσάκισμα στο σκοπό της Έλλης που λέμε στη Σίφνο:
Έλλη μωρή γιάντα,
μʼ αρνήθηκες για πάντα

[LEFT] online κατάστημα παπουτσιών

[LEFT]θα θελα τα φωτα σας αν καποιος χρησιμοποιει το internet για την
αγορα υποδηματων και ρουχων.
πανω απο ολα να ειναι δοκιμασμενα για την ποιοτητα τους οσων αφορα την αυθεντικοτητα και την αποστολη στην ελλαδα, οπως επισης αν γνωριζετε και τα εξοδα αποστολης για Ελλαδα.

[/LEFT]

Παπούτσια γυναικεία

[LEFT]ASICS SHOES
ευχαριστω εκ των προτερων. [/LEFT][/LEFT]

Για αρκετό καιρό πίστευα την ιστορία που έλεγε πως η έμπνευση των στίχων του τραγουδιού πάρθηκε από ένα περιστατικό που έγινε στην Σμύρνη στις αρχές τις δεκαετίας του 1910, όταν η Έλλη άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της για έναν Τούρκο κομισέρη. Το μέρος και η χρονολογία ισχύουν, όχι όμως και τα υπόλοιπα.
Την ανάλυση την είχα ακούσει πρώτη φορά από τον Πάνο Σαββόπουλο πριν χρόνια. Οι στίχοι ακούγονται να αναλύουν πολύ περιγραφικά την υπόθεση του ρομάντζου. Είναι λάθος όμως!
Με αφορμή την ραδιοφωνική εκπομπή: www.taksidilaiko.tk
ανακαλύψαμε μια άλλη εκδοχή, ίσως την σωστή.
Την αληθινή ιστορία μας την διηγείται η εγγονή της Έλλης,κυρία Ελένη Περιβόλα - Πιπίνη, σε δημοσιογράφο της σελίδας mikrasiatis.gr
Η Ελένη όπως ήταν το κανονικό της όνομα αδικημένη από την οικογένεια του άντρα της οικονομικά, την περίοδο που αυτός έλλειπε στο στρατό πήγε στα δικαστήρια. Ο Τούρκος δικαστής την δικαίωσε.
Έγινε μεγάλο σκάνδαλο. Και ήταν λογικό εκείνη την εποχή, μια γυναίκα μόνη να διεκδικεί τα προς το ζην και μια καλύτερη αντιμετώπιση,.
Η οικογένεια του άντρα της (αδέρφια) προσβεβλημένοι από το γεγονός έβγαλε την φήμη ότι η “Έλλη” κοιμήθηκε με τον Τούρκο δικαστή για να κερδίσει την δίκη.
Έτσι γράφτηκε το πρώτο τραγούδι στην Σμύρνη την δεκαετία του 1910.
Μέχρι το 1969 που πέθανε η γνωστή Έλλη αρνιόταν ότι έγινε ποτέ κάτι τέτοιο.
Το 1922 ήρθε στην Ελλάδα χωρισμένη με τα παιδιά της.
Το όνομα του άντρα της ήταν Περιβόλας
Ένα από τα παιδιά της 'Έλλης" αργότερα; θα ανοίξει την γνωστή ταβέρνα της εποχής απο όπου πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής: Ο Περιβόλας
Ο Γιάννης Περιβόλας, ο πρώην άντρας της Έλλης ήρθε κι αυτός στην Ελλάδα και είχε κανονικές σχέσεις με τα παιδιά του- τα έβλεπε.
Ολόκληρη την συνέντευξη διαβάστε την εδω: http://mikrasiatis.gr/?p=8288

2 «Μου αρέσει»

Μπράβο σας παιδιά, πολύ σημαντικά στοιχεία και σχεδόν πρωτογενής έρευνα! Πειστικότατη η εγγονή, με στρωτό λόγο και σίγουρη για αυτά που γράφει. Βέβαια, το επόμενο βήμα θα είναι να αντληθούν στοιχεία (μάλλον θα είναι αντιπαρατιθέμενα) και από την άλλη πλευρά. Ο δρόμος είναι ανοιχτός!

-Στην Αντιμάχεια της Κω τραγουδούν ένα σκοπό, την “Ελένη”, που μοιάζει αρκετά με την Έλλη. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είναι τοπική παραλλαγή, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι και βέβαιο. Δεν παραθέτω στιχάκια γιατί δεν έχουν άμεση σχέση με τον κύκλο των δίστιχων της Έλλης.

-Σπάω το κεφάλι μου πού άκουσα πρόσφατα το τραγούδι, με τον στίχο με τα Χριστούγενα ελαφρώς παραλλαγμένο ως εξής:

Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες,
ο κόσμος πάει στην εκκλησιά κι η Έλλη στους αγάδες
.

-Η αφήγηση της εγγονής μού κάνει μεγάλη εντύπωση. Κατά κανόνα τέτοιες ιστορίες σχετικά με τραγούδια έχουν χαρακτήρα μάλλον μυθολογικό. Ακόμα και για την ίδια την Έλλη οι ντόπιοι από διάφορες περιοχές υποστηρίζουν με πεποίθηση ότι η Έλλη ήταν από το χωριό τους (σαν τις επτά πόλεις που ερίζουν για την καταγωγή του Ομήρου, ή σαν την αυθεντική πέτρα όπου έδεσε ο Νώε την κιβωτό, που υπάρχει σε κάθε ψηλό βουνό της Ελλάδας). Έτσι τείνει κανείς να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι η πραγματική αλήθεια έχει χαθεί, ή μάλλον έχει μεταλλαχθεί σε μύθο.
Εδώ αντίθετα φαίνεται ότι πρόκειται στ’ αλήθεια για αυθεντικά στοιχεία. Για φαντάσου! Το τραγούδι είναι τόσο διαδεδομένο που φανταζόμουν ότι θα είναι αρκετά παλιό, τόσο ώστε να μη σώζονται τα ίχνη της αρχικής ιστορίας. Κατ’ επέκταση σκεφτόμουν ότι δεν έχει σημασία ποια ήταν η πραγματική Έλλη, αν την έλεγαν Έλλη ή όχι, αν ο Τούρκος ήταν κομισέρης, πού έγιναν όλα αυτά κλπ., και ότι στην ουσία έχουμε απλώς μια “αρχετυπική” 'Ελλη, ένα τραγούδι περί μοιχείας και περί κοινωνικής κατακραυγής. Δεν περίμενα ποτέ ότι αυτή η αρχετυπική Έλλη θα αποκτούσε σάρκα και οστά, όνομα, ημερομηνία και εγγόνια!

Πάντως, πολύ παλιό δεν μπορούσε να ήταν το τραγούδι, αφού μιλάει για “κομισέρη” (αστυνομικό επιθεωρητή, comissaire), άρα η ιστορία έγινε μετά τον εκσυγχρονισμό της τουρκικής αστυνομίας από τους Γάλλους, που νομίζω έγινε προς το τέλος του 19ου αιώνα. Και ο χωροφύλακας, Jandarma λέγεται (Gens d’ armes, ένοπλοι).

1 «Μου αρέσει»

Μόλις ανέβηκε στο ΥΤ μια πολύ ωραία διασκευή από την Μαρία Κώτη πάνω στην ιστορία της Έλλης και τόσων άλλων ανθρώπων που που υπέφεραν (μέχρι θανάτου πολλές φορές) από την πατριαρχία:

1 «Μου αρέσει»

Μάλιστα.
Από πλευράς στίχων, διαβάζουμε: «Στίχοι: παραδοσιακοί & Μαρία Κώτη». Ωστόσο, μετράω 14 στίχους, εκ των οποίων οι 2 μόνο ανήκουν όντως στην πάλαι ποτέ «Έλλη», ενώ οι 12 ανήκουν στη Μ. Κώτη. Οπότε, θα μου φαινόταν ακριβέστερη η διατύπωση: «Στίχοι: Μ. Κώτη, πλην 2 παραδοσιακών».

Από πλευράς μουσικής, η εν λόγω διασκευή, παρά τις συγκειμενικές διαποικίλσεις, έχει διατηρήσει αλώβητη τη γνωστή και αναγνωρίσιμη μελωδία της πάλαι ποτέ «Έλλης».

Φαίνεται, λοιπόν, πως η «διασκευαστική» και άλλη λογική, που εγκαινιάστηκε με τα «Νέα της Αλεξάνδρας», συνεχίζεται εδώ, προκειμένου να καταγγελθούν, και δικαίως, τα τόσα εγκλήματα που όλοι ξέρουμε. Τουλάχιστον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιλέχθηκε να «αναποδογυριστεί» ένα τραγούδι ανωνύμου δημιουργού και δεν σπιλώθηκε αναπόδεικτα κάποιος επώνυμος νεοέλληνας συνθέτης (όχι ότι είναι και πολύ μικρότερο το κακό).

Όπως στην περίπτωση της «αναποδογυρισμένης» Αλεξάνδρας, έτσι και εδώ οι συντελεστές της διασκευής επέλεξαν ένα «εμβληματικό» τραγούδι και μια αναγνωρίσιμη μελωδία, προκειμένου να «πατήσουν» πάνω σε αυτά τα προϋπάρχοντα ατού και να διαμορφώσουν το νέο, «αναποδογυρισμένο» μήνυμα. Ίσως έχω ξαναπεί ότι έτσι είναι σα να πυρώνεσαι σε ξένη φωτιά και, προσωπικά, μου προκαλεί και μια κάποια δυσφορία αυτού του είδους η πρακτική που εγκαινιάστηκε με την «Αλεξάνδρα»: θεωρώ απολύτως θεμιτό να καταγγείλεις αυτές τις κτηνωδίες με τα μέσα της τέχνης σου, αλλά θα προτιμούσα να το πράξεις με τις δικές σου αποκλειστικά δημιουργικές δυνάμεις (μελωδικές και στιχουργικές) και όχι να κάνεις ανοίκεια χρήση της μορφολογικής ταυτότητας ενός δημοφιλούς/αναγνωρίσιμου τραγουδιού, μεταβάλλοντας το σε άδειο μελωδικό κέλυφος (απορφανισμένο από τους δικούς του στίχους), προκειμένου να το γεμίσεις με το νέο αναποδογυρισμένο στιχουργικό περιεχόμενο.

Η μαγκιά για μένα είναι να φτιάξεις τα δικά σου τραγούδια -είτε στην παράδοση και το ύφος του ρεμπέτικου είτε στην παράδοση και το ύφος του παραδοσιακού είτε όποιου…- και όχι να «πατάς» πάνω στη διαχρονική δημοφιλία άλλων τραγουδιών για να εκπέμψεις -με την περιωπή εκείνων- το όποιο δικό σου μήνυμα.

Κατ’αρχήν κρατάω αυτά και χαίρομαι που έχει ανοίξει η σχετική κουβέντα.
Όμως ο στόχος της χρήσης ακριβώς αυτών των τραγουδιών (Έλλη και Αλεξάνδρα) είναι το reclaim, δηλαδή η επανοικειοποίηση. Τραγούδια που για χρόνια στοίχειωναν κάθε κακοποιημένη γυναίκα όταν τα άκουγε, επιτέλους χρησιμοποιούνται για να αναδείξουν και να καταγγείλουν το πρόβλημα. Και ίσως να πάρουν χαμπάρι και κάποιοι μουσικοί τί ακριβώς παίζουνε και τί σημαίνει όλο αυτό. Αυτός είναι ο λόγος που επιλέχτηκαν σαν όχημα αυτά τα κομμάτια και όχι η έλλειψη φαντασίας ή δημιουργικότητας.
Το ίδιο και με διάφορα άλλα τραγούδια, που άσχετα αν αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, σίγουρα αναπαράγουν κάποιες αντιλήψεις. Από εκεί λοιπόν “σπιλώνεται” ο καλλιτέχνης αν το βλέπει κάποιος έτσι. Με το να μένουμε σε μια αντιπαράθεση για τα ιστορικά στοιχεία (χρήσιμη, δεν λέω) χάνουμε τελικά την ουσία. Και αν απορρίπτουμε κάθε τέτοια προσπάθεια μας ενοχλεί και από κάτι ή φαινομενικά στηρίζουμε αλλά τελικά πετάμε την μπάλα στην εξέδρα, τότε μάλλον μας λείπει πολλή ενσυναίσθηση και έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτιάξουμε τα πράγματα.
Παρακαλώ πολύ να μην αρχίσει προσωπική αντιπαράθεση, αυτά τα λέω συνολικά για πολλές συζητήσεις που έγιναν με αφορμή τέτοιες προσπάθειες. Οι γυναίκες δημιουργούν και ανατρέπουν, οι άντρες κρίνουν και οχυρώνονται πίσω από τα προνόμιά τους. Καιρός να αλλάξουμε λίγο μυαλά, αυτό το λέω και προσωπικά για μένα.

Κατανητό και σεβαστό.

Εμένα, αντιθέτως από τον Άνθιμο, μου αρέσει να το βλέπω αυτό (τη χρήση παλιάς μελωδίας για καινούργιους στίχους) σε σχέση με την παλιά παραδοσιακή πρακτική, που ήταν ακριβώς αυτή. Στην Έλλη όλες οι παλιές ηχογραφήσεις έχουν κάποια ποικιλία, κρατώντας πάντως κάποια σταθερά κοινά στοιχεία. Σε άλλους σκοπούς υπήρχε πλήρης ελευθερία, ΄έλεγες οποιοδήποτε δίστιχο ήθελες χωρίς κανένα περιορισμό, ούτε θεματικό ούτε άλλον. Αυτό δεν γίνεται σήμερα, και να, κάποιος αποφάσισε να το κάνει πάλι! Όπως είχαν σταματήσει να χρησιμοποιούνται ντουζένια και κάποιοι τα επανέφεραν, όπως κάποια όργανα σίγησαν και μετά επανήλθαν κλπ.

Συγκεκριμένα μάλιστα στο ζήτημα των νέων στίχων, και δη με κοινωνικό προβληματισμό (αλλά νομίζω όχι αποκλειστικά), τώρα πρόσφατα το έχω δει τόσες φορές ώστε πιστεύω ότι θ’ αρχίσουμε να το βλέπουμε όλο και συχνότερα.

Πιο δημιουργικό οπωσδήποτε από το να ακούμε μίξεις παλιών ηχογραφήσεων με μπιτ.

1 «Μου αρέσει»

Οπότε, στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής, αναρωτιέμαι εάν θα μου έδιναν άραγε άδεια οι κληρονόμοι του Μάρκου αν θελήσω να δισκογραφήσω (υπό τον γενικό τίτλο Το ρεμπέτικο αλλιώς) με την παρέα μου την εξής «επανοικειοποίηση»:

«Όταν με βλέπω να περνώ»
(Μουσική: Μ. Βαμβακάρη
Στίχοι: Άνθιμου Βρετού)

Όταν με βλέπω να περνώ/από τη γειτονιά μου
πρέπει να το σακκουλευτώ/ πως θα 'βρω το μπελά μου
την πρώτη μου τη χάρισες/τη δεύτερη κυρά μου
να με τρελάνεις στις κλοτσές/ να ‘ρθώ στα συγκαλά μου
την τρίτη και την τέταρτη/βγάλε μου και το λάδι
τέτοιος λεμές που είμαι γω/βάρα πρωί και βράδυ!

Αν σ’ την έδιναν, θα το 'κανες; Θα τη ζήταγες ή δε θα το προσπαθούσες καν;

Αν και βέβαια δεν είναι ίδια περίπτωση ένα τραγούδι γραμμένο εξ ολοκλήρου από τον Μάρκο, στ’ αλήθεια (όχι απλώς επειδή το γράφει η ετικέτα), σε συγκεκριμένη μορφή, και ένα τραγούδι της προφορικής δημιουργίας χωρίς επώνυμο δημιουργό και με ρευστή μορφή. Αυτό που έκανε η Κώτη στην Έλλη σε κάποιο βαθμό (μικρότερο ομολογουμένως) γινόταν ανέκαθεν, ενώ σε άλλους σκοπούς γινόταν στον ίδιο και σε μεγαλύτερο βαθμό.

Ή, παρεμφερές ερώτημα:

Παίρνω έναν σκοπό σαν την Αλατσατιανή ή το Καλογεράκι, που έχει ηχογραφηθεί με πολλούς διαφορετικούς στίχους. Σου παρουσιάζω την εκτέλεσή μου, που δεν ταυτίζεται με καμία παλιά, αλλά έχει κάποιους στίχους από τη μία, κάποιους από την άλλη, κάποιους που ποτέ δεν ξαναείχαν ηχογραφηθεί σ’ αυτό τον σκοπό, και κάποιους δικούς μου.

Ποια είναι η γνώμη σου;

(Συγγνώμη για τη βροχή σχολίων, ένα ένα μου 'ρχονται)

Υπενθυμίζω δε και περιπτώσεις όπως το Άκου Ντούτσε μου τα νέα στον σκοπό της Βαρβάρας / Μαρίκας, που είναι συνηθισμένες.

Νομίζω ότι το θέμα δεν είναι “ναι” - “όχι”. Το θέμα είναι ότι η κάθε νέα στιχουργική κλπ εκδοχή τίθεται σε δοκιμασία, όπως τίθεται σε δοκιμασία και κάθε καινούργιο τραγούδι, μόνο που εδώ έχει να αναμετρηθεί και με την αναφορά του στο αρχικό. Ωστόσο σ’ αυτή τη δοκιμασία δεν είναι μοναδικό κριτήριο η ιδεολογική σύγκλιση ή και ταύτιση του ακροατή, όπως δεν είναι αυτό το μοναδικό κριτήριο στη στρατευμένη τέχνη γενικά, αφού κι εδώ ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια μορφή στρατευμένης τέχνης. Όμως, γενικά στη στρατευμένη τέχνη το ιδεολογικό κριτήριο δεν εκτοπίζει το ευρύτερο αισθητικό κριτήριο, κι αυτό ισχύει νομίζω και στις περιπτώσεις που συζητάμε.
Τα παραπάνω βέβαια είναι γενικολογίες, δεν αφορούν τη συγκεκριμένη εκδοχή της “Έλλης”, ούτε έχω σκοπό να μιλήσω ειδικά γι’ αυτήν, που πάντως ερμηνευτικά και μουσικά μπορώ να πω ότι κερδίζει τ’ αυτιά του ακροατή, τουλάχιστον βάζοντας στη θέση του ακροατή τον εαυτό μου…

Αυτό, όμως, που πάλι κάπως γενικά βρίσκω σημαντικό, είναι το ερώτημα πώς ακούμε ένα τραγούδι.
Πέφτουμε πολλές φορές στην πλάνη, στην πάγίδα, να ξεχωρίζουμε το στίχο από τη μουσική, από την ερμηνεία και από όλα όσα κάνουν ένα τραγούδι να είναι τραγούδι, και χάνουμε το ίδιο το τραγούδι τελικά. Σ’ ένα τραγούδι δεν είναι ο στίχος το “περιεχόμενο” και η μουσική η “μορφή”, αλλά μαζί στίχος και μουσική δίνουν μια μόνο “μορφή” και ένα μόνο “περιεχόμενο”, που στην τελική είναι κι αυτά τα δυο ένα.
Σε άλλη συζήτηση είχα γράψει για τα “Νέα της Αλεξάνδρας” ότι δεν είναι σωστό να κρίνουμε το περιεχόμενο του τραγουδιού από τη “λέξη” και το “γράμμα”.
Το ίδιο ισχύει πιστεύω και για την “Έλλη”. Η “Έλλη” δεν χειροκροτά, αφηγείται. Και είναι τέτοιο το υπόστρωμα της θλίψης που υποβάλλει αυτή η συγκεκριμένη αφήγηση, ώστε τα γεγονότα που περιγράφονται υπονομεύονται από έναν συναισθηματικό καταρχήν προβληματισμό, τέτοιον που θέλοντας και μη μετατρέπεται ακόμα και ασυνείδητα σε προβληματισμό λογικό και ιδεολογικό… Τουλάχιστον έτσι το ακούω χρόνια τώρα αυτό το τραγούδι και δεν νομίζω ότι είμαι εξαίρεση.

Για να δώσω ένα παράδειγμα πιο αποφορτισμένο πολιτικά και ιδεολογικά, θα χρησιμοποιήσω τον “Ξενύχτη” του Παντελίδη με τον Περπινιάδη:
Κάθε βράδυ ξενυχτώ ως το πρωί, / μες στα μπαρ και στις ταβέρνες / και τα πίνω κάθε βράδυ /γίνομαι στουπί. / Κι όταν πια γλυκοχαράζει η αυγή, / μπαίνω μέσα στο αμάξι, / τράβα ίσα σωφεράκι / να με πας στη χαραυγή / πάλι απ’ την αρχή / βάρδα καφετζή, φέρε μας κρασί. / Φέρτε μου για να χορέψω τα βιολιά, / παίξτε μου το ζεϊμπεκάκι / για να σπάσω νταλκαδάκι, / αχ, στον ψεύτικο ντουνιά. / Κάθε βράδυ είν’ ετούτη η ζωή, / να μεθώ μέσα στις μπύρες / όλο με τις ζωντοχήρες /
να γλεντώ ως το πρωί / και έτσι μια χαρά, ξενυχτώ γερά / γίνομαι στουπί.

Όπου αν μείνει κανείς στους στίχους μπορεί να πει ότι πρόκειται για “προπαγάνδα του αλοολισμού”, ας πούμε. Όμως ακούγοντας το τραγούδι, η όλη υπόθεση αποκτά μια διάσταση που θα την έλεγα τραγική, και χάνεται κάθε ταύτιση του νοήματος με το “γράμμα” των στίχων. Άραγε είμαι ο μόνος που το βλέπω (ακούω) έτσι;

Και κάτι ακόμα, το οποίο αφορά το κοινωνικό έδαφος μες στο οποίο πραγματώνεται το καλλιτεχνικό έργο και εν προκειμένω το τραγούδι.
Πριν πχ 10 χρόνια, δεν θα είχα πρόβλημα να τραγουδήσω δημόσια και το “χειρότερο” δηλ. το “Όταν με βλέπεις και περνώ” του Μάρκου, ξέροντας ή τουλάχιστον πιστεύοντας, ότι κανείς δεν θα πάρει στα σοβάρα τα λόγια, παρά μόνο σαν μια εκτόνωση χωρίς αντίκρισμα.
Ενώ σήμερα, με την αύξηση της κοινωνικής εξαχρείωσης, λόγω κρίσης αρχικά, που όμως βρίσκει (αυτή η εξαχρείωση) ακόμα και ιδεολογική υποστήριξη και προώθηση από ορισμένους κύκλους, με τίποτα δεν θα επέλεγα να δώσω τροφή σε αυτή την εξαχρείωση και με τίποτα, αν το έλεγα, δεν θα “περνούσε” το τραγούδι σαν εκτόνωση χωρίς άλλες προεκτάσεις.

Οπότε εύχομαι, να έρθει μια στιγμή, που θα μπορούμε να λέμε ακόμα και το “όταν με βλέπεις και περνώ” και να ξέρουμε και να καταλαβάινουμε όλοι, ότι μιλάμε για κάτι “παλιό” και ξεπερασμένο, από το οποίο κρατάμε μόνο αυτή την εκτόνωση που μπορεί και να διοχετεύεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το λεκτικό νόημα των στίχων.
Άλλο θέμα ότι το να έρθει μια τέτοια στιγμή δεν είναι ζήτημα ευχών, ούτε ζήτημα εξορκισμού της “πατριαρχίας”, ούτε ζήτημα νουθεσιών, ούτε και αλλαγής των νομικών ονομασιών.
Βασικά είναι ζήτημα, ότι για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, όπως το λέει ο ποιητής στους δικούς του στίχους, που καθώς δεν γράφτηκαν για τραγούδι, διεκδικούν και την απόλυτη εννοιοδότησή τους από τη “λέξη” τους και το “γράμμα” τους.

Θεωρούσα ότι η αρχική τοποθέτησή μου είχε καταστήσει σαφές ότι αναφέρομαι στην περίπτωση αποκλειστικά των “αναποδογυρισμένων” στιχουργικά τραγουδιών (υπό την προθετικότητα/αποβλεπτικότητα που ποιούνται αυτά), οπότε είτε του Δεσπότη (Μάρκου) τραγούδι αναποδογυρίσεις είτε του Παναγιώτη (αδεσπότου) ένα και το αυτό, στη δική μου αντίληψη.

Είναι μία άποψη. Όμως εμένα τουλάχιστο, μου δημιουργήθηκε η άποψη ότι η κ. Κώτη, με την κίνησή της αυτή, δεν είχε για στόχο να επιδείξει μαγκιά ή ό, τι άλλο, γράφοντας κάποιους πρωτότυπους στίχους και μία πρωτότυπη μουσική, αλλά να κριτικάρει την ευκολία με την οποία ο συγκεκριμένος στιχουργός διαδίδει πληροφορίες που όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αντιθέτως δημιουργούν ή υποθάλπουν κλίμα καταφρόνιας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για μια γυναίκα που, όπως εκ των υστέρων απεδείχθη, ούτε κακούργα υπήρξε, ούτε άντρα και παιδιά παράτησε, ούτε κομισσέρη πήρε, το δίκιο της ζήτησε και (ευτυχώς και για την εποχή αναπάντεχα) το βρήκε (θεωρητικά τουλάχιστο…).

Το σημαντικό όμως, για την περίπτωση, είναι ότι προκειμένου η κ. Κώτη να υποστηρίξει αυτό που θέλει, έχει ανάγκη το προϋπάρξαν τραγούδι ακριβώς για να τονίσει ότι «Όχι κύριοι ακροατές, δεν είναι για καραμανιόλα η κοπέλα». Με ένα απλό καινούργιο τραγουδάκι διαμαρτυρίας, η σύνδεση με την προφανή στρέβλωση της πραγματικότητας από τον αρχικό στιχουργό, θα χανόταν.

2 «Μου αρέσει»