Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

<<Μουσική των παπάδων πριν>>;

Παραθέτω (και πάλι) απόσπασμα από την εργασία μου για τον αμανέ, δημοσιευμένη το 2004:

Σχετικά με την ετυμολογία της λέξεως, δύο απόψεις θα μπορούσαν να υποστηριχθούν: “mani” ονομάζουν οι Τούρκοι ένα είδος δημοφιλούς τετράστιχου που συχνά χρησιμοποιείται σε αυτοσχεδιασμούς στίχων αλλά και γενικότερα στη λαϊκή μουσική (2). Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχτεί ότι είναι πιθανό οι ελληνόφωνοι να παρέλαβαν την ονομασία αυτή, τρέποντας το -ί σε -έ, αφού ¨μανέδες¨ ονομάζονται γενικότερα και τα δίστιχα ή τετράστιχα, όπως αναφέραμε ήδη. Η προσθήκη του α- στην αρχή θα θεωρηθεί τότε ως ευφωνικό άλφα, αναγκαίο για κάποιες διαλέκτους της ελληνικής, ένα γλωσσολογικό φαινόμενο συνηθέστατο σε όλες τις γλώσσες.

Αυτό πρέπει να πούμε ότι δεν είναι εντελώς ακριβές:

α) Δεν είναι ευφωνικό. Οι ευφωνικοί φθόγγοι ξεφυτρώνουν για να αποκαταστήσουν τη διαταραγμένη ευφωνία ανάμεσα στον προηγούμενό τιυς και τον επόμενό τους, π.χ. σε κάποια ιδιώματα λένε «οι γι-άλλοι» γιατί τα δύο συνεχόμενα φωνήεντα δεν τα θεωρούν εύφωνα, όμως η λέξη παραμένει «άλλοι» και όχι «γιάλλοι». Το α- στον αμανέ δεν μπαινοβγαίνει αναλόγως του περιβάλλοντος.

β) Είναι προτακτικό, όπως στην αχελώνα, την αμάχη και πολλές άλλες ιδιωματικές ή λαϊκές λέξεις. Το προτακτικό άλφα, αντίθετα από τους διάφορους ευφωνικούς φθόγγους, είναι αδικαιολόγητο. Απλώς έτσι τους άρεσε κι έτσι το είπαν.

γ) Το φαινόμενο είναι συχνό πράγματι σε πολλά ιδιώματα, αναγκαίο όμως δεν είναι. Δεν υπάρχει δηλαδή κανόνας ότι όποιες λέξεις αρχίζουν από […] παίρνουν προτακτικό α-, απλώς κάποιες το παίρνουν.

[Στα πρόθυρα της καταστροφής της Σμύρνης, ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ σμυρναϊκής εφημερίδας τον Ιούνιο του 1922 μας δίνει μια παραστατική εικόνα του ηχητικού πανζουρλισμού που επικρατούσε στην προκυμαία.]

                                        ΠΟ-ΠΟΥΡΙ

Ποία διαβολική συνεργεία εδημιούργησεν αυτό το άθλιον «Πο-πουρί», αυτό το τερατώδες απάνθισμα της μουσικής εις την σμυρναϊκήν παραλίαν τελευταίως; Διότι περί αποτελέσματος υπερφυσικής ενεργείας πρόκειται ασφαλώς. Ένα κέντρον ψυχαγωγικό είχε την ευγενή καλωσύνην να εξημερώση τα ήθη των νεοελλήνων διά της προβολής της μουσικής. Και εγκατέστησεν εις περίοπτον θέσιν μίαν ορχήστραν. Μετά δύο ημέρας αι ορχήστραι έγιναν όσαι και τα κέντρα. Λαμπρόν θα ειπήτε. Λαμπρόν αναμφιβόλως, ανεξαρτήτως του αν αποδεικνύη την νεοελληνικήν μενταλιτέ του πιθηκισμού εις τον επαγγελματικόν συναγωνισμόν. Αλλ’ ημείς οι δυστυχείς απλοί διαβάται, οι περιφέροντες την ανίαν μας, την πλήξιν μας, την βασανισμένην ύπαρξίν μας με μίαν λέξιν, εις το παραλιακόν πλακόστρωτον διά να την δροσίσωμεν ολίγον, τι πταίομεν;

Διότι περίπατος εις την παραλίαν τας βραδυνάς ώρας δεν σημαίνει ανακούφισιν. Σημαίνει αλληλοδιάδοχον διάβασιν από Σκύλλης εις Χάρυβδιν και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Ακούστε και αν τολμάτε διαβάσατε απνευστί ως το τέλος: «Ο ταυρομάχος προχωρεί», «στόμα με στόμα», «κόρη ωραία της αγάπης», «φιλιά θα σου δίνω με νάζι», «ας πιούμε, ας πιούμε», «αυτός είναι ο έρως», «η αγάπη στην Αθήνα είναι…», «σε είδα στ’ όνειρό μου».

Ήγουν: η «Κάρμεν» επιπίπτει επί της «Μοντέρνας καμαριέρας», η οποία τρίβεται επάνω εις τον «Ριγολέττον», ο οποίος πηγαίνει εις το «Πικ νικ» όπου ευρίσκει την «Φαβορίταν» που χορεύει εις ήχον φξ-τροτ και κρατεί από το χέρι την «Μοντέρνα καμαριέρα». Ακολουθεί ένα χαμίνι που φωνάζει «αλμυρά φρέσκαααα», ένα κλάξον αυτοκινήτου ωρύεται εν τω μεταξύ, εκατόν είκοσι κουδούνια αμαξιών και τραμ χτυπάνε δαιμονιωδώς και στο τέλος η Μαρικάρα η επιλεγομένη ταχίνι, διότι τα μαλλιά της έχουν το χρώμα ταχινιού, εκβάλλει γοερήν κορώναν συνοδεία σαντουρίου μεγαλοπρεπούς εις τα Βαποράκια.

Αν τολμάτε, ξαναπεράσετε ν’ ακούσετε το ίδιον ρεπερτόριον. Διότι καθώς περνάτε τ’ αυτιά σας αρπάζουν μίαν νόταν απ’ εδώ, δύο από εκεί, τρεις από παρακάτω και σχηματίζουν ένα κράμα, το οποίον επενεργεί εις τον οργανισμόν σας χειρότερα ασυγκρίτως από το ανακάτεμα όλων των ειδών των οινοπνευματωδών ποτών.

Καλή και αγία η μουσική, αλλ’ υπ’ αυτούς τους όρους ας πάη να κουρεύεται. Διότι εδώ δεν πρόκειται πλέον περί απλού αισθηματικού ατόπου. Εδώ το πράγμα μοιάζει σαν να περνάτε από κάθε εστιατόριον και ν’ αρπάζετε μια μπουκιά από ό,τι φαγητόν ευρεθή εμπρός σας. Αν και, εις την περίπτωσιν αυτήν, όταν ιδήτε τα σκούρα βάζετε και το δάκτυλο εις το στόμα σας.

1 «Μου αρέσει»

Πολλή πλάκα: λες και περιγράφει την παραλιακή οποιασδήποτε ελληνικής πόλης ή χωριού σήμερα, από τα Μάλια ή την Κω (δεν έχω πάει στη Μύκονο να ξέρω) μέχρι το κάθε άσημο και τουριστικώς ανύπαρκτο χωριό.

Πού να φανταζόταν ο προ αιώνος Σμυρνιός συντάκτης πόσο μεγαλειώδες θα μας φαινόταν σήμερα ότι όλη η μουσική τότε ήταν στα ελληνικά, με ζωντανές ορχήστρες, και η κίνηση από άμαξες με κουδουνάκια! (Αν και, να λέμε την αλήθεια, οι σημερινές παραλιακές γενικά πεζοδρομούνται το καλοκαίρι, αυτό είναι μια πρόοδος.)

Επίσης, αμίμητη η φράση:

1 «Μου αρέσει»

Ο Lambros Comitas (1927-2020) υπήρξε σημαίνουσα περίπτωση καθηγητή ανθρωπολογίας στο Columbia. Μεταξύ των πολλών πρότζεκτ που έφερε σε πέρας ήταν και μια έρευνα (1972-1977) στην Ελλάδα σχετικά με τους χρήστες (αλλά και μη χρήστες) χασίς.

Συλλέγοντας ιστορίες ζωής από ηλικιωμένους τότε χρήστες και μη χρήστες χασίς προσέφερε μία πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη ύλη σχετικών αφηγήσεων. Από αυτό το δυσεύρετο έως ανεύρετο υλικό, σταχυολογώ κάποιες μαρτυρίες που άπτονται εν μέρει και του αστικολαϊκού τραγουδιού. Σε επόμενη χρονική στιγμή ευελπιστώ να αναφερθώ και σε σχετικές μαρτυρίες περί χασίς, που λειτουργούν συμπληρωματικά σε όσα γνωρίζουμε από την Αυτοβιογραφία του Μάρκου, επί παραδείγματι.

ΣΤΕΛΙΟΣ (χρήστης και πωλητής χασίς, γεν. 1913): Στην αρχή τα ρεμπέτικα τα τραγουδάγανε και στους τεκέδες κι από κει εξελίχτηκε το μπουζούκι. Από κει ξεκίνησε το μπουζούκι, ας πούμε, από ανθρώπους που πίνανε. Από ανθρώπους που πίνανε ξεκίνησε το μπουζούκι. Το στοιχείο του μπουζουκιού, η ρίγα του, ξεκίνησε απ’εκεί. Είχανε βγάλει χασικλίδικα τραγούδια, τόσο χασικλίδικα. […]

Ο Γραβαράς, αν τον έχετε ακουστά, ήταν ο πρώτος χασικλής της Ελλάδας. Πέθανε τώρα αλλά πούλαγε χρόνια χασίσι. Είχε κάνει και δυο φόνους. Σκότωσε πώς τον λένε αυτόν…τον Κατελάνο. Είχε κέντρο και είχε αργιλέ μέσα στο κέντρο, πούλαγε κιόλας. Στεκότανε με το πιστόλι στα χέρια. Ήταν τζερεμές, τζερεμές άνθρωπος. Δεν σήκωνε κουβέντα να του πεις. Δεν ξέχναγε ποτέ για τίποτε. Κακός άνθρωπος και κακός χαρακτήρας. Αυτόν που σκότωσε ο Γραβαράς ήταν ανθυπολοχαγός, ο ένας γιος. Όλα τους τα’ αδέλφια ήταν σωματέμποροι, γυρίζαν από δω κι από κει. Παίρνανε παλιά χασίσι από μένα, για να καπνίσουν δηλαδή, δεν ήταν έμποροι. Λοιπόν αυτός ο αξιωματικός πήγε εκεί με τρεις γκόμενες, να φάνε και να πιούνε, πήγαν εκεί με το αμάξι. Κι άρχισε το νταηλίκι μέσα στο ξένο μαγαζί…και δώσε μας και 5.000…Τι ’σαι συ, τι ’σαι συ ρε, του λέει. Τραβάει κι εκείνος το πιστόλι απ’ το συρτάρι, «πόσα αδέλφια είστε;» του λέει. «5.000» θέλω, του απαντάει αυτός. «Θα σου τα δώσω» λέει ο άλλος και ετοιμάζει το πιστόλι. Μπαίνει η μια γκόμενα μπροστά, κάτι μεγάλα σκουλαρίκια φορούσε, θυμάμαι, παχιά ήταν. Τίποτα. Τον εσκότωσε, πάει. Τον επλήρωσε 16 χρόνια φυλακή. Ε…είπα προηγουμένως ότι δεν σκοτώναμε ούτε μύγα οι χασικλήδες, αλλά δεν συμπαραβάλλεται η μαστούρα με τους λόγους τιμής. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχουν και παραθυράκια. Εκείνη την ώρα σού φεύγει κι η μαστούρα, σου φεύγουν όλα. Σαν ένα τέτοιο λόγο το θεωρώ. Αμ, πώς.

ΚΥΡ ΕΥΓΕΝΙΟΣ (μη χρήστης): Ενώ εμείς είχαμε το κρασάκι, το ουζάκι ή την μπυρίτσα, χορεύαμε διαφορετικά, χασάπικα, ζεϊμπέκικα, καλαματιανά, τσάμικα, τέτοια χορεύαμε. […] Τότε ο κόσμος διασκέδαζε πιο ωραία. Παλιότερα πούμουνα νέος, μάρεσε το φουστάνι και εκεί που υπήρχαν όργανα. Όπου υπήρχαν όργανα και φουστάνι ήμουν πρώτος. […] όπου άκουγα όργανα και παίζανε και φουστάνι μ’ άρεσε πώς το λένε. Όλοι έτσι διασκεδάζαμε τότες. Τα μπουζούκια ήταν εδώ στο Δάσος. Λεωφόρος Κωνσταντινουπόλεως 95. Τότε που πρωτοβγήκαν τα μπουζούκια. Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης…Εκατό φορές είχα πάει…Τότες ήταν τα πρώτα μαγαζιά που είχαν πρωτοπαίξει όργανα. Αυτό στην οδός Δώρου του Σερελέα που τραγουδούσε η Ρόζα, ο Τομπούλης, ο Σαμιωτάκης, ο Μενιδιάτης. Κι αυτός εκεί τραγουδούσε παιδί.

Δεν έπαιρναν τότε τα τωρινά τραγούδια που λένε για μάτια και για τέτοια. Τότε λέγανε κάρα, όργανα και χασίσια, τα περισσότερα. Αυτά δεν ήταν τόσο καλά. Τα τραγούδια τα καλά τα τραγουδούσε ο Τούντας. Αυτός είχε καλά τραγούδια. Ο Ογδοντάκης κι αυτός. Λέγαν τραγούδια που είχαν έγνοια κι ήταν κοινωνικά. Αυτός ο Βαμβακάρης έβγαζε τραγούδια όλο χασικλίδικα. Τον κόσμο τον άρεζε γιατί ο κόσμος ήταν οπισθοδρομικός.

Πολλοί εκείνη την εποχή δούλευαν στα λιμάνια κι είχαμε πολλά κάρα, τ’ αμάξια τα παλιά. Αυτοί που δουλεύανε σ’ αυτά ήταν…και λιγάκι αλητεία, η παράνομη ζωή. Να τρέξουν, να γλεντήσουν, να πάν να δουν εδώ, εκεί. Και αυτό που θέλανε ήτανε του Βαμβακάρη τα τραγούδια […] Μετά τα τραγούδια τα καλά άρχιζε να τα βγάζει ο Παπαϊωάννου. Ο Τσιτσάνης έβγαλε καλά τραγούδια, δεν ήταν τέτοια χασικλίδικα, κι ο Καρακώστας που έπαιζε στον Έλατο. […] Και τώρα μεταπολεμικώς αρχίσαν πια οι νέοι που τα στηρίζουν τα τραγούδια τους επάνω σε έννοια ομορφιάς και τόνα και τάλλο. Ενώ τότε ο Βαμβακάρης τα στήριζε όλα επάνω στο χασίσι.

Εμένα μ’ άρεσε περισσότερο ο Τούντας, ο Τομπούλης, η Ρόζα. Τα τραγούδια τους ήτανε ερωτικά, ήτανε λυπητερά,ήτανε… Δεν είχανε τέτοια πράματα μέσα, «σα θα φουμάρει ο αργιλές» και τέτοια. Ούτε πρεζάκηδες και τέτοια. Ο Παπαϊωάννου έβγαλε καλά τραγούδια, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης ο Μανώλης. Ο Βαμβακάρης ήταν συμπαθητικό πρόσωπο, καλό παιδί, καλός άνθρωπος, μόνο που τα τραγούδια του δεν ήταν κοινωνικά. Ήταν, να πούμε, όλα τα τραγούδια του της αμορφωσύνης –να το πω έτσι. Δεν μπορούσε ένα παιδί να πάρει το τραγούδι του Βαμβακάρη και να βγει να τραγουδάει «απόψε ανάβει ο αργιλές».

5 «Μου αρέσει»

(Από την προμνησθείσα έρευνα του L. Comitas)

ΣΤΕΛΙΟΣ: Για νάμαι φιλαλήθης, τελευταία φορά που φούμαρα, φούμαρα μαζί με τον Παπαϊωάννου, τον συχωρεμένο το Γιάννη που σκοτώθηκε, τον μπουζουκσή. Γιατί είμαστε φίλοι πολύ, είναι μικρότερος από μένα ένα χρόνο. Είμαστε στρατιώτες μαζί, στην Αλβανία μαζί. Γλέντι μαζί, όλη τη ζωή μαζί την περάσαμε. Τελευταία φορά που με είδε, σηκώθηκε από το κέντρο που χόρευε και ήλθε κοντά μου, μ’ αγκάλιασε, κι η παρέα που είχα πού να περιμένουνε. Τους είπα πάτε στον Παπαϊωάννου και να δείτε…Και είχα αστυνομικούς μαζί μου. Πήγαμε και τα χάσανε. Σηκώθηκε…μου πατάει το πόδι, ζούλα. Χωρίς να καταλάβουνε οι άλλοι, γιατί μεταξύ μας ήτανε και αστυνομικός. Αλλά δεν έτυχα και τίποτα όμως. Είναι φίλοι μου. Μια παρέα είμαστε, από τα Πετράλωνα κι αυτός, καλό παιδί. Φύγαμε τόσο ζούλα εδώ που τα λέμε, που δεν πήραν χαμπάρι και αυτοί ακόμη, μεθυσμένοι, κοιτάγανε το πάλκο, ξέρω γω τι; Σηκώνεται ο ψηλός πρώτα, Θεός σχωρέστον, πίσω του εγώ, πήγαμε σ’ ένα καμαράκι κι εκεί βρήκαμε έναν τύπο, δεν τον γνωρίζω. Μόλις άναψε αυτός, φούμαρα και γω. Αυτή ήταν η τελευταία δόση, είναι τώρα δύο μήνες.

Στον Παπαϊωάννου παλιά πούλαγα χασίς και αυτός με κέρναγε. Τώρα τελευταία που ήμουνα σκουπιδιάρης στο Κολωνάκι, αυτός πρωί πρωί ερχόταν από τη δουλειά του. Αφού σχολάνε έρχονται στο «Βυζάντιο», ξέρεις όλοι οι ηθοποιοί και αυτά. Και γω πρωί πρωί πήγαινα στην πλατεία, όχι για αυτόν, για να τελειώνω γρήγορα, να τελειώνω. Κι έβγαινε από μέσα μετρημένος, μ’ αγκάλιαζε, με φίλαγε, και ρεζιλίκια πράματα, εγώ. Μην κάνεις έτσι ρε, μην κάνεις έτσι….Μούδωσε όμως κάνα δυο φορές χόρτο ακατέργαστο. Με κέρασε, Θεός σχωρέστον. Καλό παιδί, καλή ψυχή, πολύ καλή ψυχή.

4 «Μου αρέσει»

Νταξ, ότι ο Τούντας δεν έβγαλε χασικλήδικα δεν είναι αλήθεια πάντως :slight_smile:

1 «Μου αρέσει»

Ε…ναι, αλλά στο εδώ συγκείμενο μας ενδιαφέρει η πρόσληψη του μάρτυρος :wink:

1 «Μου αρέσει»

Από αφορμή το παραπάνω, αλλά αναφορικά γενικότερα προς το θέμα:
Η παραπάνω περιγραφή εκφράζει, νομίζω, ένα σημαντικό μέρος της αλήθειας. Όμως μιλώντας για το όργανο (μπουζούκι) αυτό το μέρος της αλήθειας είναι “περιορισμένο” στην προσωπική εμπειρία του ανθρώπου που το εκφράζει και αφορά το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινείται.
Έτσι, π.χ., ο “γαλατάς” του Λύτρα δεν θα αρκούσε για να βγει κάποιο συμπέρασμα ότι το μπουζούκι ξεκίνησε από τα γαλατάδικα (τα οποία ήδη πάντως συνιστούν χώρο αστικό, χώρο “διείσδυσης” της υπαίθρου σε ένα αστικό κέντρο μεγάλο ή μικρό), αλλά ταυτόχρονα απεικονίζει και μια διαφορετική πραγματικότητα για την κοινωνική λειτουργία του οργάνου.
Υπάρχουν επίσης μια σειρά ακόμα γεγονότα και ευρήματα από τα οποία μπορεί να προκύψει μια διαφορετική ιστορική διαδρομή, παράλληλη ή και συγκλίνουσα:
Η παλαιότητα της μουσικής οικογένειας των Μιλάνων στον Βόλο, αφηγήσεις (μερικές από τις οποίες και σε αυτό το νήμα) για το μπουζούκι στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου, όργανα χρονολογούμενα λίγο πριν ή λίγο μετά το 1900 που ανακαλύπτονται σε πόλεις της επαρχίας κλπ. Γενικά πάντως μιλάμε για τεκμήρια σχετικά με το μπουζούκι περίπου 30 χρόνια πριν τη δισκογραφική του εμφάνιση.
Πρόκειται για τεκμήρια που υποβάλλουν κάποιες διαφορετικές όψεις της διαμόρφωσης της αστικής λαϊκής μουσικής, ή του περάσματος από το δημοτικό στο αστικό λαϊκό τραγούδι, και για τη θέση του μπουζουκιού σ’ αυτό το πέρασμα.
Τείνω επίσης να πιστέψω ότι και η κοινωνική αντίληψη για το όργανο πρέπει να διέφερε ανάμεσα στα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραία, από τη μια, και τα μικρότερα αστικά κέντρα της επαρχίας, από την άλλη, όπου (στα δεύτερα) έχω την εντύπωση ότι αφομοιωνόταν πιο “ομαλά”, πιο “φυσικά” στην κοινωνική ζωή, απλά δηλαδή σαν μέρος μιας μουσικής παράδοσης που ακολουθούσε την εξέλιξή της.
Ενώ σε Πειραιά, Αθήνα κλπ όπου οι πόλεις κατά την ανάπτυξή τους τροφοδοτούνται εν μέρει από λαϊκά πολιτισμικά στοιχεία που έρχονται “απ’ έξω”, που δεν γεννιούνται πάντα στους κόλπους τους, και όπου επίσης οι κοινωνικές διαστρωματώσεις οδηγούν σε πιο διακριτούς καταμερισμούς, εκεί η σχετική πραγματικότητα καθώς και οι αντιλήψεις γι’ αυτήν εμφανίζεται με διαφορετικές όψεις.
Αυτά, λίγο σαν συμπεράσματα από σκόρπια ερεθίσματα, και λίγο σαν υπόθεση που θα μπορούσε να ερευνηθεί πιο συστηματικά.

3 «Μου αρέσει»

στο βλαχοχωρι τζουρτζια, των ορεινων τρικκαλων, αναφερεται παλαιωτατος μπουζουξης.

1 «Μου αρέσει»

Ε, καλά! Ο πρώτος είναι ή ο δεύτερος; Στα ορεινά Τρίκαλα, στα πεδινά, σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, στην υπόλοιπη Ελλάδα; Παντού υπήρχαν μπουζούκια. Και όχι μόνο το 1925, αλλά και τον 19ο αιώνα, και νωρίτερα.

Βέβαια, δεν έπαιζαν ρεμπέτικα. Αλλά ούτε και ο ορεινός Τρικαλινός έπαιζε ρεμπέτικα.

1 «Μου αρέσει»

Συνέχεια εκ του Comitas

Ο ΣΤΕΛΙΟΣ χρημάτισε και τεκετζής επί 15ετία (1935-1950).
Εδώ περιγράφει τα περί κατεργασίας του χασίς και άλλα τινά, που μας συμπληρώνουν την αντίστοιχη εικόνα που φιλοτεχνεί ο Μάρκος στην Αυτοβιογραφία του:

Στο τεκέ το πράμα τόκανα μόνος μου, την κατεργασία. Από την φούντα δηλαδή. Το αφήνεις να ξεραθεί το Γενάρη-Φλεβάρη που είναι το ξεροβόρι. Το αφήνεις να στεγνώσει γιατί έχει λάδι επάνω. Εγώ το ξέραινα σε μια αποθήκη που είχα. Το κρέμαγα από το ταβάνι της αποθήκης με το μαξιλάρι που είχα. Αυτό αεριζότανε απ’όλα τα μέρη και ξεραινότανε. Τις περισσότερες φορές τόκανα βεβιασμένα γιατί δεν μπορούσα νάχω ένα τσουβάλι χασίσι έτσι κρεμασμένο συνεχώς. Μας πιάσανε μια φορά εμένα κι άλλους τρεις και «μιλήσαν» και μερικά παιδιά της Ασφάλειας για χατίρι μου και μ’ αφήσανε.

Αφού το κοσκινίσεις καλά, πετάς τα πασπάλια, τι είναι, τα πετάς. Τους σπόρους, θες τους φυλάς, θες τους πετάς…και κρατάς αυτό που κοσκίνισες, αφού το μαζέψεις από το λαδόχαρτο από κάτω πολύ καλά. Γιατί σε λαδόχαρτο πρέπει, για να μην κολλήσει τίποτε. Το βάζεις μέσα στο βάζο, το αφήνεις. Μωρέ και κείνη την ώρα μαστουριάζει, αλλά θέλει να σιτέψει αυτό. Πρέπει να σιτέψει, να κλειστεί μέσα καμιά 10-15 μέρες, στο μπουκάλι και, άμα τ’ ανοίξεις, μετά από κει και πέρα είναι καλό. Από κει και πέρα ξεθυμαίνει και χαλάει, ανάλογα με την προστασία που θα του έχεις. […]

Το καλό χασίσι όμως δεν γίνεται κοσκινιστό, γιατί φεύγει όλος ο αιθέρας. Κοσκινίζοντας φεύγει ο αιθέρας. Η Τουρκία βγάζει το πραγματικό χασίσι, που το φουμάρουνε οι αγάδες και οι πασάδες. Εκεί είναι η μάνα, αφού είχανε χαρέμια ολόκληρα. Η λέξη χασίσι στην κυριολεξία ούτε κατά διάνοια υπάρχει τώρα, με τα σημερινά χασίς. Το τσιγάρο, θυμάμαι, λιγάκι το κάπνιζα και το ’σβηνα για να το καπνίσω ύστερα, μετά από 5-6 ώρες. Το ’κανες γεμιστό το τσιγάρο, έβαζες λίγο, τόσο δυνατό ήτανε. Και έχει όλα τα προτερήματα. Μειονεκτήματα δεν έχει κανένα, το εγγυώμαι –εκτός του ότι είναι λαθρεμπόριο.

Στην Τουρκία δεν ήταν λαθρεμπόριο, να σε κυνηγάνε. Εκεί φύτευες και το ’κοβες στον καιρό του, το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο πέφτανε κι αυτουνού τα φύλλα. Εμείς εδώ το κάνουμε βεβιασμένα, το κόβουμε πριν της ώρας του, το μαδάμε, του βγάζουμε τα φύλλα από πάνω για να το κοσκινίσουμε, να μείνουν οι φούντες. Ενώ αυτό θέλει να κιτρινίζουν, να πέφτουν όλα τα φύλλα μόνα τους, να μένει μόνο η φούντα επάνω και ύστερα να τα ξεριζώνουν. Μάλιστα του σπάνε τη ρίζα και αφήνουν να απορροφά τα υγρά όλα, δεν το ξεριζώνουν απευθείας. Άλλοι τα σπάνε λιγάκι, άλλοι τα καίνε μ’ ένα καρφί. Σπάει η ρίζα του, ας πούμε, και τραβάει τα νερά του όλα. Ύστερα από 10-15 μέρες το κόβουνε. Αφού το τρυγήσουν, το βάζουν σε ειδικά τσουβάλια. Έχουν αυτοί ειδικά τσουβάλια από κάμποτο που έχουν πόρους, που τα κρεμάνε στις αποθήκες τους. Είπαμε, μόνο έτσι γίνονται τα χασίσια. Όταν ξεραίνεται με τον καιρό, με το ξεροβόρι, μόλις το πιάσεις γίνεται θρύψαλα, σκόνη. Έτσι, κάθε δεματάκι γίνεται μόνο του και το βαράνε 3-4 τώρα με κάτι ραβδιά. Το βαράνε, το βαράνε το τσουβάλι, και βγαίνει η σκόνη. Στη μύτη τους έχουνε βαμβάκια για τη σκόνη που κολλάει γύρω γύρω στα σεντόνια. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι από ειδικά σεντόνια όπου κολλάει η σκόνη. Αυτός είναι ο βασικός καπνός, ο αιθέρας του, όχι κόσκινο.

Ο καλός λουλάς γίνεται από ελαφρόπετρα, από μαλτεζόπλακα. Αν βρω μια μαλτεζόπλακα, τον φτιάχνω μέσα σε πέντε λεπτά με το σουγιά μου, μόνο με το σουγιά. Αλλά αυτοί δεν κρατάνε πολύ καιρό, καίγονται. 15-20 μέρες αρχινάει και μυρίζει και καίγεται. Στεγνώνει και τον ξαναβουτάς πάλι στο νερό. Γιατί μόλις φουμάρουν και τον αδειάζεις, τον βουτάς στο νερό για να κρυώσει. Η μαλτεζόπλακα έχει την ιδιότητα να τραβάει, έχει κοκ.

Αυτό το πράμα που μαζεύει ο λουλάς, αυτό το μαύρο, το ζαφείρι, δεν είναι βλαβερό. Τόχω φουμάρει εγώ χιλιάδες φορές. Δεν σε πειράζει, μονάχα που είναι αποκρουστικό, σιχαμένο. Μαστουρώνει πολύ, αλλά έχει άσχημη μυρωδιά και δεν είναι ευκολόγευστο, πώς το λένε, δεν είναι ευχάριστο στο πόσιμο. Ένας που δεν το ξέρει, δεν μπορεί να το πιεί. Αλλά ήρθε περίσταση που είχα μαζέψει εγώ, γιατί είχαμε έλλειψη από μαύρο. Και μαζευόντουσαν τώρα οι μάγκες οι δικοί μου, αν έχω κανένα ζαφείρι να φουμάρουνε. Ε, τα ζαφείρια τα μαζεύαμε. Εγώ τους ξίνιζα, δεν το πούλα αυτό. Δεν πουλιέται αυτό, τους το ’δινα τζάμπα, σε κατάσταση ανάγκης δηλαδή. Μόνο σε ναργιλέ, όμως, γιατί αυτό δεν μπαίνει σε τσιγάρο. Είναι πολτός και κολλάει στα χέρια αυτό.

Προπολεμικά θέλαμε 150 ναργιλέδες στον τεκέ μου. Ο κάθε πελάτης, γιατί είχαμε πελατεία τότε, δεν ήταν ένας αλλά 10-15, περίμενε με τη σειρά του να φουμάρει. Και ήσουνα υποχρεωμένος να τον ανάψεις, να τον καπλαντίσεις, για να τους τον δώσεις. Θα πιείς και μία στην αρχή την ώρα που τον ανάβεις, και θα τους τον δώσεις. Κι όταν δεν είχε πελατεία, πάλι θα κάπνιζα. Ε, κέρναγα πολλά εγώ, κέρναγα πολλούς ναργιλέδες. Είχα τη δικιά μου τη μέθοδο εγώ. Ήταν πελάτες που, άμα δεν πάταγα εγώ, δεν φουμάρανε. Ε, καλά, πρόκειται περί αντιλήψεων. Οι περισσότεροι δεν ξέρανε να κόψουνε ούτε τουμπεκί. Με περιμένανε εμένα, να πλύνω το τουμπεκί, να το κόψω, και να φτιάξω τα σέα και τα μέα και τα σχετικά.

*ζαφείρι: για να λεξιλογήσουμε λίγο, η λέξη (και στον Μάρκο) είναι κατά παραφθορά της λέξης «ζεφίρι» (τουρκ. «ζεφίρ»): «η εκ του καπνού σχηματιζομένη εντός της καπνοσύριγγος ακαθαρσία, αιθάλη» (Τουρκοελληνικό λεξικό του Χλωρού). Πρόκειται δηλαδή για το υπόλειμμα του καπνού, το λασπώδες κατακάθι.

5 «Μου αρέσει»

Έτσι ακριβώς γινόταν η κατεργασία,όπως περιγράφεται.Ο μακαρίτης ο πατέρας μου,μου έλεγε πως ο θείος του, Αρτέμης Ανδριανάκης,(μέγας έμπορος ουσιών), έφτιαχνε το χασίσι με αυτό τον τρόπο.Με δωμάτιο σκεπασμένο με σεντόνια, όπου γινόταν η συλλογή του επεξεργασμένου προϊόντος.

1 «Μου αρέσει»

Αυτό το ήξερα μέχρις ενός σημείου. Δηλαδή τη σημασία της λέξης (περίπου) και ότι δεν έχει σχέση με τη λέξη «ζαφείρι» (το πετράδι), όχι όμως από πού προέρχεται. Το αντίστοιχο σε μια πίπα, ή σ’ ένα πιπάκι τσιγάρου, το λέμε απλώς πίσσα. Συμφωνώ με τον πληροφορητή, αποκλείεται να είναι βλαβερό αυτό το πράγμα!

Άρα λοιπόν, θα πρέπει να γράφεται ζεφίρι.

Κατά τα άλλα, έχω να σχολιάσω ότι αυτές οι μαρτυρίες είναι συναρπαστικές μεν αλλά όχι και απόλυτα σαφείς, για μένα τουλάχιστον. Έχω την αίσθηση ότι αν άκουγα αυτολεξεί τα ίδια αλλά διά ζώσης φωνής, το νόημά τους θα φωτιζόταν. Δεν είναι όμως γραπτός λόγος, κι έτσι η γραπτή αποτύπωσή του έχει απώλειες.

Το δικό μου πάντως, Τουρκοελληνικό λεξικό (Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού, Αθήνα 2000), λήμμα zefir δεν περιέχει.

O Νισανιάν στο λεξικό του αναφέρει το τουρκ. Zifir
[δάνειο από τα αραβικά]
με την έννοια (ανάμεσα στα άλλα) και της πίσσας, έννοια που αποδίδει αυτά τα «ζαφείρια», δηλαδή τα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ.

1 «Μου αρέσει»

Έτσι γραφόταν πριν πλακώσουν οι μαγκίτες και το παραφθείρουν :wink:
(εδώ σελ. 208)
https://www.google.gr/books/edition/Synekdēmos_hygieinē_pros_chrēsin_heka/iBwJAAAAIAAJ?hl=el&gbpv=1&dq="ζεφίρι"&pg=RA1-PA433&printsec=frontcover

Κι εδώ ο εξαίρετος λεξικογράφος Ηπίτης (“ιλύς της πίπας, ζεφίρι”):
https://www.google.gr/books/edition/Γαλλοελληνικόν_Λεξικ/FZucBAAAQBAJ?hl=el&gbpv=1&dq=“ζεφίρι”&pg=PA594&printsec=frontcover

Πρόκειται για απομαγνητοφώνηση προφορικού λόγου, χωρίς παρεμβάσεις (διορθώσεις, αφαιρέσεις, προσθήκες) από τον συνεντευκτή

Ακριβώς γι’ αυτό. Η ίδια η γραπτή καταγραφή αποτελεί παρέμβαση, όταν ο προφορικός λόγος κάνει πολλή χρήση των συμβάσεων με τις οποίες καταλαβαίνουμε (ακούγοντας, ή από κοντά ακούγοντας και βλέποντας) ακόμη κι αν ο άλλος δεν τα λέει τόσο στρωτά όσο σ’ ένα κανονικό γραπτό κείμενο. (Τόνοι φωνής, χειρονομίες, ματιές…)