Αγαπητέ Zabe, πράγματι σου έκανα πλάκα κι ίσως γιατί δεν ήθελα να φανώ επιθετικός (πράγμα που δεν το κατάφερα).
Ηθελα να σου πω κι εγώ (γιατί το είπε και κάποιος άλλος παραπάνω) ότι το ν’ ακούσεις ένα όργανο “εξ αποστάσεως” και μάλιστα από ηχογράφηση, όσο φυσική κι αν είναι αυτή, σου δίνει ελάχιστες δυνατότητες κρίσης.
Να σου πω ένα απλό παράδειγμα:
Αν άκουγες ταξίμι απ’ το μπουζούκι που μου έφτιαξαν δυο φίλοι ερασιτέχνες, ιδιαίτερα από μένα, όχι επειδή είμαι δεξιοτέχνης -το αντίθετο- αλλά επειδή “κοπανάω” πολύ, θα έλεγες ότι πρόκειται για μπουζούκαρο!
Θα έλεγες άραγε το ίδιο, αν έβλεπες ότι στη δεύτερη οχτάβα χωρούσε το μικρό μου δαχτυλάκι ανάμεσα στις χορδές και την ταστιέρα; Θα έλεγες το ίδιο αν ήξερες ότι στα χέρια π.χ. του Κώστα του μικρού, που δεν κοπανάει, το μπουζούκι είναι μουγγό; Και για τους φίλους της "εικαστικής πλευράς: Θα έλεγες το ίδιο αν έβλεπες το χειροποίητο (με την έννοια της τσαπατσουλιάς) από μένα πλαστικό σκυλόψαρο στο καπάκι;
Λοιπόν το βαρέθηκα κομματάκι το θέμα της τιμής των μπουζουκιών. και ξέρετε καμιά φορά γιατί τσαντίζομαι; Οσο κι αν φαίνεται εγωιστικό, εγώ “παλεύω” για τους άλλους. Εμένα ο κάθε οργανοποιός δεν πρόκειται να μου ζητήσει 4.000, πρώτο γιατί θα του δώσω να καταλάβει ότι δεν τα έχω, δεύτερο γιατί επίσης θα του δώσω να καταλάβει ότι ακόμα κι αν τα είχα δε θα του τα 'δινα.
Ενα τελευταίο για το Βαρλά, επειδή ειπώθηκε κάτι παραπάνω, ίσως μάλιστα δικαιολογημένα κι επειδή τυγχάνει φίλος μου.
Ο Βαρλάς, όπως και περισσότεροι καλλιτέχνες, είναι ιδιότροπος. Αυτό δε μειώνει σε τίποτα την καλλιτεχνική του αξία. Τον μειώνει ίσως ως επαγγελματία, ως έμπορα, ίσως και ως άνθρωπο. Η αξία του όμως παραμένει ως έχει.
Δεν ντρέπομαι να πω ότι τον θεωρώ τον κορυφαίο σύγχρονο κατασκευαστή μπουζουκιών (εδώ μιλάμε περί ορέξεως). Υπάρχουν πολλές “ιστορίες” για την ασυνέπειά του, ακόμη κι απέναντι σε γνωστούς-πιστούς πελάτες του (λένε ότι ο Νικολόπουλος ειδοποιήθηκε ένα απόγευμα να περάσει να πάρει το μπουζούκι από επισκευή και την έβγαλε κάνοντας βόλτες έξω από το μαγαζί του Βαρλά μέχρι το πρωί, ενώ η γυναίκα του κοιμόταν στο αμάξι!).
Αρκετές φορές έχω γίνει μάρτυρας αυτής του της ασυνέπειας. Παίρνει τηλέφωνο επαγγελματίας μπουζουξής που έχει αφήσει το μπουζούκι του για αλλαγή καβαλάρη:
“Παναγιώτη, έτοιμο το όργανο;”.
“Ναι, τώρα σε πέντε λεπτά τελειώνω, πέρνα να το πάρεις” του λέει ο Βαρλάς και μετά γυρνάει σε μένα:
“Πω πω, το είχα ξεχάσει τελείως. Κάτσε να του φτιάξω έναν καβαλάρη”.
Και ξεκινάει να φτιάξει τον καβαλάρη, έρχεται κι ο μπουζουξής και περιμένει κανα τρίωρο να τελειώσει η δουλειά. Κάποια στιγμή κι επειδή “κάτι δεν πάει καλά”, ο Βαρλάς γυρνάει και λέει:
“Γά…έ με σήμερα. Δε μου βγαίνει. Πέρνα αύριο να στο φτιάξω. Αν το τελειώσω τώρα δε θα βγει καλό…”.
Φεύγει ο μπουζουξής βρίζοντας το Βαρλά, που με τη σειρά του βρίζει τον μπουζουξή για την …ανυπομονησία του.
Αλλη φορά, ένα απόγευμα, έρχεται ένας μπουζουξής και βλέπει το μπουζούκι που έχει φέρει για επισκευή να κρέμεται πίσω από τον πάγκο:
“Ρε Παναγιώτη, μού είχες πει σήμερα ότι θα 'ναι έτοιμο να το πάρω κι εσύ δεν το 'χεις ακόμη πιάσει στα χέρια σου”.
“Ρε συ …τάδε, προσπαθούσα να το πιάσω από το μεσημέρι, αλλά είχε έρθει εδώ ο Κόκκοτας και μου 'φαγε τρεις ώρες!”.
(Παρένθεση: Ο Κόκκοτας είχε περάσει πριν 10 λεπτά και χωρίς να κατέβει από το μηχανάκι του είχε πει:
“Το 'φτιαξες ρε;”
“Οχι ρε Σταμάτη. Αύριο όμως θα είσαι έτοιμος”.)
Λέει λοιπόν του μπουζουξή:
“Στο υπόσχομαι, θα κάτσω όλο το βράδυ, θα ξενυχτήσω και κατά τις 10 το πρωί θα το 'χω τελειώσει”. Και φεύγει ο μπουζουξής.
Γυρνάει ο Βαρλάς σε μένα:
“Αντε, πα να φύγουμε γιατί έχω να ετοιμάσω και το φουσκωτό”.
“Πού θα πας;” τον ρωτάω.
“Φεύγω σε δυο ώρες… Πάω στη Σέριφο για κάτι δουλειές και ψάρεμα”…
Καταθέτω όμως κι άλλη μια μαρτυρία από μέρος μου:
Παρακολουθώ το Βαρλά να περνάει χορδές σ’ ένα ολοκαίνουργιο, πολύ ζόρικο τρίχορδο. Μπαίνει ένας πιτσιρικάς γύρω στα 20, ανεβαίνει πάνω στο εργαστήρι και του λέει:
“Μάστορα, μ’ ενδιαφέρει να φτιάξω ένα καλό μπουζούκι και θέλω να δω πόσο στοιχίζει”.
“Βιάζεσαι; Κάτσε να το κουρδίσω και τα λέμε”.
Μετά από κανα μισάωρο, κι αφού έπαιξε καναδυό τραγούδια του Μπάτη, γυρνάει στον πιτσιρικά, οποίος τρώει με τα μάτια το καινούργιο μπουζούκι:
"Λοιπόν;".
“Ε …να, ένα τέτοιο μπουζούκι θέλω”.
“Αυτό το μπουζούκι φίλε, όπως το βλέπεις κοστίζει μισό εκατομμύριο”, λέει ο Βαρλάς. (Ηταν ο τελευταίος καιρός της δραχμής και τα καλά μπουζούκια του Βαρλά “έπαιζαν” από 400.000 χιλιάδες και πάνω).
“Είναι πολλά τα λεφτά, δεν έχω τόσα” μουρμούρισε ο πιτσιρικάς.
“Πόσα έχεις;” ρωτάει ο Βαρλάς.
“Εχω 200 χιλ., άντε να βρω άλλα 50, μέχρι εκεί”, λέει ο τύπος.
“Μ’ αυτά τα λεφτά μπορώ να σου βρω ένα πολύ καλό μπουζουκάκι, που δε θα το 'χω φτιάξει εγώ, αλλά θα το έχω ελέγξει, θα το 'χω διορθώσει όπου χρειάζεται και θα είναι άψογο”, λέει ο Βαρλάς.
“Καλά, θα το σκεφτώ και θα ξαναπεράσω” είπε ο πιτσιρικάς μουδιασμένα.
Και αφού ξανακοίταξε το όργανο είπε: “Μπορώ να παίξω λίγο;”.
Επιασε το όργανο κι άρχισε να παίζει ένα του Τσαούς, κοπανώντας δυνατά τις ανοιχτές. Οχι κανας δεξιοτέχνης, αλλά ένα παίξιμο δυνατό, μαγκιόρο, λες κι ήταν κανας έμπειρος 50άρης!
Τον χαζεύει για λίγο ο Βαρλάς και του λέει:
“Πόσα είπες ότι μπορείς να μαζέψεις;”
“Ξέρω γω… κανα 250άρι” λέει ο πιτσιρικάς.
“Μάζευτα κι έλα αύριο να το πάρεις” λέει ο Βαρλάς,
“Αυτό;”.
“Αυτό”…
Φεύγει ο πιτσιρικάς και γυρνάει ο Βαρλάς σε μένα και μου λέει:
“Μου το είχε παραγγείλει ένας φίλος μου δικηγόρος πριν έξι μήνες. Αλλά δε γ…είς. Θα του φτιάξω άλλο. Ετσι κι αλλιώς δεν ήξερε ότι το 'χα ξεκινήσει…”.